“Αν θες ειρήνη, προετοιμάσου για πόλεμο” (Ρωσία, Ουκρανία, NATO, ΕΕ)

Gruppen Gegen Kapital Und Nation1

 

το κείμενο σε pdf

 

Το παρόν κείμενο είναι μια μετάφραση του “Si vis pacem para bellum – Wer Frieden will rüste sich zum Krieg2 (Platon, Cicero, Russland, Ukraine, NATO, EU)” που δημοσιεύτηκε στις 21 Φεβρουαρίου 2022.

“Αν μιλάς, δεν πυροβολείς”, λέει η Γερμανίδα υπουργός Εξωτερικών Annalena Baerbock. Μπορεί να καθησυχάζεται κανείς από αυτό, μιας και σπάνια έχουν υπάρξει τόσες υψηλού επιπέδου συναντήσεις και τηλεδιασκέψεις ηγετών κρατών από ολόκληρο τον κόσμο όπως την άνοιξη του 2022. Όμως, η σύνδεση ανάμεσα στη διπλωματία και τον πόλεμο είναι μάλλον διαφορετική από αυτό που οι επικεφαλείς (κύριοι και κυρίες) του πολέμου ισχυρίζονται. Διπλωματικά, λένε ο ένας στον άλλον αυτό που θέλουν και καθορίζουν “κόκκινες γραμμές” που, αν ξεπεραστούν, τότε είναι πρόθυμοι να κηρύξουν πόλεμο.

Το παρόν κείμενο αφορά τους λόγους που η Ρωσία, η Ουκρανία και οι χώρες του ΝΑΤΟ “ανεβάζουν στροφές” προετοιμαζόμενες για πόλεμο. Για να το δούμε αυτό, δεν χρειάζεται να ψάξουμε για κρυφά συμφέροντα που εργάζονται μυστικά πίσω από το προσκήνιο, αλλά μπορούμε να στηριχτούμε αποκλειστικά στις επίσημες ανακοινώσεις. Μας δίνουν όλα όσα χρειαζόμαστε για να καταλάβουμε τους λόγους που έχουν. Φυσικά, πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα σε αυτά που οι ηγέτες των κρατών επικοινωνούν μεταξύ τους και αυτά που ανακοινώνονται κυρίως προς τους ίδιους τους πληθυσμούς τους. Ότι η αντίπαλη πλευρά λέει ψέμματα, εξαπατά, είναι ο μοναδικός επιτιθέμενος και, συνεπώς, απλά “σατανική”, είναι αυτό που καθένας ακούει στην εγχώρια προπαγάνδα. Παρ’ όλα αυτά, αυτό δεν μας λέει τίποτα για τον πόλεμο, εκτός από το ότι το δικό μας κράτος είναι “καλό” και ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα άλλο από το να “αντιδράσει” με προετοιμασίες ακόμα και πράξεις πολέμου, παρ’ όλο που πραγματικά δεν το θέλει. Για πολύ κόσμο, αυτοί είναι ηθικοί λόγοι για να “κάνουν τον σταυρό” τους για το κράτος τους, να δαιμονοποιήσουν το άλλο, να δεχτούν εκούσια τις επερχόμενες οικονομικές δυσκολίες ή να προσφέρουν τον εαυτό τους ως κρέας για τα κανόνια.

Το παρόν κείμενο ασχολείται περιθωριακά μόνο με αυτές τις δικαιολογήσεις του πολέμου. Εδώ σας ζητάμε απλά να αναβάλλετε για λίγα λεπτά το ερώτημα ποιος είναι καλός ή κακός και απλά να αναρωτηθείτε: Τι συμβαίνει; Μετά από αυτό, μπορείτε να επιστρέψετε στα ερωτήματα ποιον να υποστηρίξετε – και εμείς, θα κάνουμε ένα spoiler εδώ, προτείνουμε: Κανέναν.

Τι απαιτεί η Ρωσία, τι απαιτεί η “Δύση”;

Οι πρωταγωνιστές λένε μεταξύ τους τι θέλει ο καθένας από τον άλλον. Οι απαιτήσεις, και οι απαντήσεις σε αυτές, καταγράφονται σε μια λίστα εδώ στην αρχή, πρώτον για να διαγράψουμε το εύρος όλων όσων παίζουν έναν ρόλο και, δεύτερον, για να καταστήσουμε ξεκάθαρο ότι καμμιά από αυτές τις απαιτήσεις δεν είναι καινούριες, είναι γνωστές εδώ και πολύ καιρό. Είναι σημαντικό να κάνουμε αυτή την παρατήρηση επειδή εξηγεί ότι οι δυνητικοί λόγοι για πόλεμο βρίσκονται βαθύτερα από οποιαδήποτε συγκεκριμένα γεγονότα της άνοιξης του 2022.

  1. Η Ρωσία απαιτεί:

    • Ένα τέλος στην επέκταση του NATO προς τα ανατολικά. Τουλάχιστον η Ουκρανία δεν θα πρέπει να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ· αλλά αυτό αφορά επίσης τη Γεωργία, τη Δημοκρατία της Μολδαβίας, την Σουηδία και την Φινλανδία.

    • Υλοποίηση της Συμφωνίας του Μινσκ, δηλαδή πρωτίστως: απευθείας διαπραγματεύσεις με τους αυτονομιστές και τη διασφάλιση του καθεστώτος αυτονομίας. Η Δύση πρέπει να ασκήσει πίεση στην Ουκρανία για την προώθηση αυτού του στόχου.

    • Τερματισμό του εξοπλισμού της Ουκρανίας από τις Δυτικές δυνάμεις.

    • Τερματισμό του εξοπλισμού των άλλων Ανατολικο-ευρωπαϊκών κρατών που είναι μέλη του ΝΑΤΟ και παύση των ΝΑΤΟϊκών ασκήσεων εκεί.

    • Ιδιαίτερα, τερματισμό της στάθμευσης στις χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Ευρώπη συγκεκριμένων οπλικών συστημάτων – αίτημα που συνοδεύεται από την κατηγορία ότι η στάθμευση αυτών των συστημάτων υπονομεύει κάποιες συμφωνίες που έχουν γίνει στο παρελθόν.

Αυτά όλα συνοψίζονται στο αίτημα για εγγυήσεις ασφαλείας στην Ευρώπη και για τη Ρωσία. Επιπρόσθετα, υπάρχουν αιτήματα για ζητήματα της μορφής:

  • Απευθείας διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ (και όχι μόνο με τη Γερμανία ή τη Γαλλία).

  • Απευθείας διαπραγματεύσεις με το ΝΑΤΟ αντί, για παράδειγμα, εντός του πλαισίου του ΟΑΣΑ3.

  1. Τι απαιτεί η Δύση από τη Ρωσία ή πώς η Δύση αντιδρά στις απαιτήσεις της Ρωσίας

    • Μη τερματισμό της “πολιτικής των Ανοιχτών Θυρών”: αν ένα κράτος σκοπεύει να υποβάλλει αίτημα ή υποβάλλει αίτημα για να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ και τα μέλη του ΝΑΤΟ συμφωνούν, τότε αυτό το κράτος αποκτά την προοπτική της ένταξης.

    • Η Ρωσία θα πρέπει να αναγνωρίσει το δικαίωμα των λαών στον αυτοκαθορισμό = απόσυρση των ρωσικών στρατευμάτων από την Κριμαία, από την Ανατολική Ουκρανία καθώς και από την Γεωργία (από την σκοπιά της Ρωσίας: από την Αμπχαζία και την Νότιο Οσσετία) και τη Μολδαβία (από την σκοπιά της Ρωσίας: από την Υπερδνειστερία).

    • Οι ρωσικές ασκήσεις κοντά στην Ανατολική Ευρώπη θα πρέπει να σταματήσουν.

    • Ιδιαίτερα, τερματισμό της στάθμευσης στα σύνορα με τις Ανατολικο-ευρωπαϊκές χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ συγκεκριμένων οπλικών συστημάτων – αίτημα που συνοδεύεται από την κατηγορία ότι η στάθμευση αυτών των συστημάτων υπονομεύει κάποιες συμφωνίες που έχουν γίνει στο παρελθόν.

Όπως σημειώθηκε ήδη, καμμιά από αυτές τις απαιτήσεις από τη Ρωσία ή το ΝΑΤΟ δεν είναι καινούριες. Οι αντίπαλοι τις θέτουν επίμονα ο ένας από τον άλλον επί χρόνια. Ένα πράγμα, όμως, μπορεί να έχει αλλάξει τώρα: Οι ΗΠΑ, ή μάλλον ο καινούριος πρόεδρος, μιλάει με μεγαλύτερη ευθύτητα στον Πούτιν και παίρνει το ζήτημα πιο σοβαρά – χωρίς να υπαινίσσεται κάποιον συμβιβασμό.

Όλες οι πλευρές διαβεβαιώνουν ότι δεν θέλουν πόλεμο. Αλλά οι απειλές αφθονούν.

Ρωσία: “Δεν θέλουμε πόλεμο, δεν τον χρειαζόμαστε καθόλου”.

Η γερμανική εφημερίδα Handelsblatt συνοψίζει ως εξής τις δηλώσεις του Ρώσου πρέσβη στα Ηνωμένα Έθνη την 1η Φεβρουαρίου 2022:

 

“Η Ρωσία δεν θέλει να ξεκινήσει έναν πόλεμο στην Ουκρανία έστω και αν αποτύχει στις εγγυήσεις ασφαλείας που απαιτεί από το NATO και τις ΗΠΑ, σύμφωνα με τον πρεσβευτή της στα ΗΕ. “Μπορώ να το αποκλείσω αυτό”, είπε στην Νέα Υόρκη ο εκπρόσωπος της Ρωσίας στα ΗΕ, Vasily Nebenzua, σύμφωνα με το πρακτορεο Ιντερφάξ. Ακόμα και αν αποτύχουν οι διαπραγματεύσεις για την ασφάλεια στην Ευρώπη, δεν θα υπάρξει ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, είπε. Ο Nebenzua είχε κατηγορήσει τις ΗΠΑ, στην συνάντηση στα ΗΕ την Δευτέρα, ότι προσπαθεί να προκαλέσει πόλεμο στην Ευρώπη. Η Ρωσία βλέπει τον εαυτό της να απειλείται από τα όπλα των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ και ως εκ τούτου ζητά εγγυήσεις ασφαλείας. Την ίδια ώρα, η ηγεσία της Μόσχας δεν αποκλείει την παρέμβαση στην σύγκρουση στην ανατολική Ουκρανία αν το Κίεβο προσπαθήσει να πάρει πίσω τις αποσχισθείσες περιοχές στο Ντονμπάς βίαια με μια στρατιωτική επιχείρηση. Η Ρωσία θα μπορούσε να εισβάλλει εκεί, επικαλούμενη το στρατιωτικό της δόγμα να προστατέψει τους πολίτες της”.

 

Ο Ρώσος πρεσβευτής στα ΗΕ δηλώνει ότι οι απαιτήσεις απέναντι στο ΝΑΤΟ δεν συνδέονται με μια απειλή πολέμου αλλά, βάζοντας ένα ΑΛΛΑ στο τέλος. Με την στρατιωτική δράση από την πλευρά του Κιέβου κατά των ανατολικών επαρχιών, η Ρωσία δίνει σίγουρα στον εαυτό της έναν μάλλον ευέλικτο λόγο για να μπει στον πόλεμο: γιατί είναι φανερό ότι η κυβέρνηση στο Κίεβο στοχεύει να πάρει πίσω τις αποσχισθείσες δημοκρατίες και για αυτόν τον λόγο αναπτύσσει τα στρατεύματά της και εξοπλίζεται. Είναι γνωστό γεγονός ότι ο πόλεμος διεξάγεται σταθερά στις γραμμές του μετώπου μέσα στην Ουκρανία.

Σε αυτή τη βάση, η Ρωσία έχει πραγματικά δηλώσει μια απειλή πολέμου. Η Ρωσία μπορεί να αποφασίσει ότι η Ουκρανία επιθυμεί να πάρει πίσω τις ανατολικές επαρχίες με πολεμικές επιχειρήσεις ανά πάσα στιγμή: αυτό είναι ένα ερώτημα που τίθεται απλά μέσα στη δική της δικαιοδοσία λήψης αποφάσεων. Η Ρωσία θα μπορούσε να το έχει εμπεδώσει αυτό σαν γεγονός εδώ και αρκετά χρόνια και θα μπορούσε εξίσου εύκολα να το εδραιώσει σήμερα όπως και σε ένα δεκαπενθήμερο ή έναν χρόνο.

Συνδέοντας τις απαιτήσεις από το ΝΑΤΟ με αυτή την περίσταση για να μπει στον πόλεμο, κάτι που μπορεί να έχει μια ευρεία ερμηνεία, η Ρωσία καθιστά καθαρό το εξής στη Δύση: αντιδράστε στις απαιτήσεις μας, διαφορετικά θα πάρουμε το ελεύθερο να αλλάξουμε αποφασιστικά την κατάσταση στην Ουκρανία όχι μόνο έμμεσα, με παραδόσεις όπλων, αλλά άμεσα με τη ρωσική στρατιωτική δύναμη.

Αν η Ρωσία αισθάνεται ότι υπάρχει εξαιρετικά μεγάλη στρατιωτική εμπλοκή από την πλευρά του Κιέβου στα σύνορα των ανατολικών επαρχιών (ή ελάχιστος σεβασμός από την πλευρά του ΝΑΤΟ για τις απαιτήσεις της), τότε έχει αρκετές επιλογές: αύξηση της ένοπλης βοήθεια στις επαρχίες αυτές, αποστολή εκεί μισθοφόρων ή ακόμα και δικών της στρατιωτών. Αν, με τη σειρά του, το Κίεβο χρησιμοποιούσε αυτές τις ενέργειες ως λόγο για εντατικοποίηση της στρατιωτικής του δράσης, η Ρωσία θα μπορούσε τότε να διεξάγει πόλεμο στη δυτική Ουκρανία (ή να αποτρέψει στρατιωτικά την κυβέρνηση στο Κίεβο να μετακινήσει στρατεύματα), όχι για να προσαρτήσει ολόκληρη την Ουκρανία αλλά για να οριστικοποιήσει την de facto απόσχιση των ανατολικών επαρχιών.

Εναλλακτικά: να μην κάνει απολύτως τίποτα, να τελειώσει τις μαζικές ασκήσεις γύρω από την Ουκρανία, και στη συνέχεια να τις επαναλάβει απλά σε τρεις ή έξι μήνες. Με αυτόν τον τρόπο, η Ρωσία θα μπορεί να κρατά το ΝΑΤΟ σε επιφυλακή, αλλά παρ’ όλα αυτά να μπορεί να κάνει την μετάβαση σε οποιαδήποτε στιγμή, ή απλά να υποθέσει ότι οι απειλές της κλιμακώνουν τις διαφορές συμφερόντων εντός του ΝΑΤΟ – περισσότερα για αυτό σε λίγο.

NATO: “δεν επιδιώκει σύγκρουση”.

Λοιπόν, ούτε το NATO θέλει έναν πόλεμο, αλλά θέλει και να “υπερασπιστεί” πολλά, και αυτό με μια καθαρή ορμή προς τα μπρος. Εδώ, όμως, οι θέσεις μέσα στο ΝΑΤΟ διαφέρουν λίγο.

Κανείς δεν θέλει να επιτεθεί στη Ρωσία τώρα. Αλλά οι ΗΠΑ, η Πολωνία και οι Βαλτικές χώρες εργάζονται σκληρά για να επανεξοπλίσουν την Ανατολική Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένων των νέων χωρών του NATO ώστε σε κάποιο σημείο να απεμπλακούν από το πυρηνικό αδιέξοδο με τη Ρωσία και να διεξάγουν έναν πόλεμο μαζί της που να μπορεί ρεαλιστικά να κερδηθεί με τη βοήθεια ανώτερων οπλικών συστημάτων και χωρίς τεράστιες παράπλευρες απώλειες. Όλα τα ευρωπαϊκά κράτη εργάζονται για αυτό, αλλά κάποια έχοντας το πόδι στο φρένο – περισσότερα επ’ αυτού σε λίγο.

Η Ουκρανία είναι ευτυχής να επανεξοπλιστεί από τους νατοϊκούς συνεταίρους που ελπίζει να αποκτήσει. Οι ΗΠΑ, η Μεγάλη Βρετανία και οι Βαλτικές χώρες ανυπομονούν να συμμορφωθούν. Άλλες χώρες είναι πιο προσεκτικές – και πάλι, δείτε παρακάτω.

Αλλά η θέση του ΝΑΤΟ είναι σαφής: δεν θα παρέμβει άμεσα για να υποστηρίξει την Ουκρανία στην περίπτωση στρατιωτικής δράσης από τη Ρωσία. Αν η Ουκρανία γινόταν τώρα ένα μεγαλύτερο πεδίο μάχης, από ό,τι είναι ήδη, τότε μόνο για ένα πράγμα υπάρχει υπόσχεση: σκληρές οικονομικές κυρώσεις κατα της Ρωσίας μέχρι και το σημείο της απειλής της “ατομικής βόμβας” της οικονομικής πολιτικής: τον αποκλεισμό από το σύστημα SWIFT, δηλαδή αποκλεισμό από το διεθνές σύστημα πληρωμών που βασίζεται στις Βρυξέλλες μέσω του οποίου διενεργούνται όλες οι μεταφορές των ιδιωτικών τραπεζών παγκοσμίως. Η Ρωσία θα αποκλειόταν άμεσα από κάθε διεθνές εμπόριο.

Σχετικά με τις οικονομικές κυρώσεις, είναι πάνω απ’ όλα η ίδια η Ευρώπη που καλείται να τις πάρει και στη συνέχεια επηρεάζεται. Από αυτή την άποψη, μερικά κράτη είναι κάπως διστακτικά, ιδιαίτερα η Γερμανία με το πρότζεκτ της για τον αγωγό Nord Stream 2. Πολλά περιστρέφονται γύρω από την πειθάρχηση αυτών των νατοϊκών εταίρων από τις ΗΠΑ, με τους νεώτερους Ευρωπαίους συμμάχους της να πανηγυρίζουν.

Το NATO απαντά στις απαιτήσεις της Ρωσίας να “σταματήσει να εξοπλίζει την Ανατολική Ευρώπη” με μια ενωμένη και επιδεικτική επιπρόσθετη ανάπτυξη στρατευμάτων σε αυτές τις περιοχές. Σχεδόν όλες οι δυνάμεις είναι δεσμευμένες σε αυτό.

Για ποιο είδος ειρήνης είναι όλες οι πλευρές προετοιμασμένες να κηρύξουν πόλεμο ή, αυτή τη στιγμή, να αφήσουν την Ουκρανία να κηρύξει;

Τόσο η Ρωσία όσο και το NATO δεν νοιάζονται για τίποτα λιγότερο από την διατήρηση της ειρηνικής τάξης στην Ευρώπη. Αμφότερες οι πλευρές εξισώνουν αυτή την τάξη με μια “αρχιτεκτονική ασφαλείας”. Η ειρήνη μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν η στρατιωτική δύναμη που θα κινητοποιηθεί από όλες τις πλευρές έχει συνταχθεί όπως πρέπει και έχει αναπτυχθεί σωστά. Εδώ, αυτό που είναι “σωστό” είναι ζήτημα διαφορετικών θέσεων βασισμένων σε εθνικά συμφέροντα. Υπάρχουν σημαντικές διαφορές αρχής ανάμεσα στη Ρωσία και το NATO, αλλά επίσης και μεταξύ των ίδιων των χωρών του NATO.

Αρκετοί από τους πρόσφατους πολέμους έχουν νομιμοποιηθεί από τη Δύση στη βάση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στη λογική ότι μερικοί λαοί πρέπει να υποστηριχθούν και να τους υπερασπιστούμε απέναντι σε έναν δικτάτορα ή ένα άδικο καθεστώς. Απέναντι στους πολέμους αυτούς, η Ρωσία είχε πάντα στηρίξει το δικαίωμα των λαών στον αυτοκαθορισμό (Γιουγκοσλαβία, Συρία). Στη μάχη για την νομιμοποίηση σχετικά με την τρέχουσα τάξη ειρήνης στην Ευρώπη, το ΝΑΤΟ, από την άλλη, αναδεικνύει το δικαίωμα των λαών στην αυτοδιάθεση όταν αυτοί απαιτούν από τη Ρωσία να σεβαστεί τις αποφάσεις των κυβερνήσεων να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ.

Τα ανθρώπινα δικαιώματα ή το δικαίωμα των λαών στην αυτοδιάθεση δεν είναι άδειες φόρμουλες, είναι πραγματικά αρχές της διεθνούς παγκόσμιας τάξης. Αλλά οι διεθνείς συμφωνίες ή γίνονται σεβαστές από τα κράτη ή όχι. Στο τέλος, εξαρτάται από την οικονομική και στρατιωτική δύναμη των εμπλεκομένων κρατών αν η μια ή η άλλη αρχή θα εφαρμοστεί. Σε κάθε περίπτωση, οι αρχές είναι κατάλληλες για να παρουσιάζεται ένας πόλεμος ως καλός ή όχι…

Όσον αφορά την τάξη στην Ευρώπη, η Ρωσία δεν συντάσσεται απαραίτητα με το δικαίωμα των λαών στην αυτοδιάθεση. Σε μέρη, όπως το Μαϊντάν, όπου μια εξέγερση ανέτρεψε την παλιά κυβέρνηση, η Ρωσία δεν αναγνωρίζει την καινούρια. Δεύτερον, αρνείται ότι μια κυβέρνηση μπορεί να κάνει οτιδήποτε θέλει σε σχέση με την πολιτική ασφαλείας αν δεν λάβει υπόψιν τα συμφέροντα ασφαλείας της Ρωσίας. Έχει χρησιμοποιήσει στρατιωτικά μέσα για να δημιουργήσει προβλήματα στην ειρηνική επέκταση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς στην περίπτωση της Ουκρανίας. Στη Μολδαβία και τη Γεωργία, η Ρωσία έχει επί μακρόν υποστηρίξει επαρχίες που στασιάζουν εναντίον του προσανατολισμού προς τη Δύση.

Για να ξετυλίξουμε την κατάσταση, έχει νόημα να ξεκινήσουμε από την ΕΕ.

Η ΕΕ και η ειρηνική διεύρυνση στα Ανατολικά

Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης περιελάμβανε την δημιουργία πολλών νέων κρατών και την απόσπαση των κρατών του παλιού ανατολικού μπλοκ από παλιές υποχρεώσεις. Στους υπολογισμούς των διαφόρων κομμουνιστικών και των άλλων καινούριων κομμάτων, ιδιαίτερα στη Ρωσία, οι παλιοί διακρατικοί οικονομικοί κανόνες των σοσιαλιστικών χωρών (Συμβούλιο Αμοιβαίας Οικονομικής Βοήθειας – CMEA) θεωρούνταν νεκρά βάρη για τα καινούρια προγράμματα εθνικής αφύπνισης με καπιταλιστικό προσανατολισμό. Την ίδια στιγμή, οι παλιές οικονομικές αλληλεξαρτήσεις θεωρούνταν με τον τρόπο που αναμένεται από κράτη με καπιταλιστικό προσανατολισμό: ως υλικό για την απόσπαση πλεονεκτημάτων για την εθνική οικονομία, αν χρειάζεται εις βάρος των άλλων εθνών.

Αυτό, καθώς και η μεταστροφή την παλιάς σχεδιασμένης οικονομίας σε καπιταλιστική, κατέστρεψε πολλές εθνικές οικονομίες. Έχοντας μόλις εγκαθιδρυθεί ή απαλλαγεί από παλιές υποχρεώσεις, αυτά τα κράτη έγιναν καλές περιπτώσεις για το ΔΝΤ.

Τα κράτη της ΕΕ είδαν σε αυτό μια ευκαιρία. Βαθμιαία, έγινε η παρακάτω προσφορά στα κράτη σε διαδοχικά κύματα διεύρυνσης της ΕΕ: εργαστείτε ώστε να γίνετε μέλη της ΕΕ. Για να το κάνετε αυτό θα πρέπει να υιοθετήσετε όλους τους κανόνες της ΕΕ που υπάρχουν ήδη σαν ένα ολοκληρωμένο πακέτο. Αυτό έχει το πλεονέκτημα ότι κεφάλαιο από την ΕΕ (αν το θέλει) θα έρθει σε σας. Το τίμημα: πρέπει να υιοθετήσετε τους κανόνες της ΕΕ για το ελεύθερο εμπόριο και τα προϊόντα, που είναι ασύμβατοι με τις παλιές οικονομικές σχέσεις σας με τους γείτονές σας στα πιο ανατολικά. Γιατί οι χώρες που είναι μέλη της εσωτερικής αγοράς της ΕΕ δεν επιτρέπεται πλέον να δημιουργούν τις δικές τους ανεξάρτητες τελωνειακές πολιτικές αλλά πρέπει να τηρούν τους δασμούς που καθορίζονται από την ΕΕ σε σχέση με τις χώρες που δεν ανήκουν σε αυτήν. Συμβιβασμοί είναι εκτός συζήτησης – “απλά” έτσι δουλεύει η ΕΕ.

Αν τα κράτη συμφωνήσουν, αυτό θα αυξήσει την πίεση στους εταίρους τους στα πιο ανατολικά. Οι τελευταίοι έχασαν άλλο ένα κομμάτι της εθνικής τους οικονομίας επειδή ο γείτονάς τους εντάθηκε στην ΕΕ οπότε οι προηγούμενοι εμπορικοί κανόνες έπαψαν να ισχύουν. Αυτή ήταν μια καλή βάση για την προσφορά της ΕΕ στους γείτονες αυτούς.

Η διαδικασία ένταξης στην ΕΕ (ή η προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση) είναι αρκετά παρόμοια με αυτήν της ένταξης στο ΝΑΤΟ. Αυτό είναι ένα ακόμα “πλεονέκτημα” που η ΕΕ μπορεί να βάλει στο τραπέζι ως προσφορά.

Η ελεύθερη μετακίνηση των εργατών, που κάνει την συμμετοχή στην ΕΕ δελεαστική, είναι ένα πλεονέκτημα για τις χώρες που σκέφτονται να αποκοκτήσουν τουλάχιστον ξένο συνάλλαγμα (δηλαδή παγκόσμιο χρήμα όπως το ευρώ ή το δολλάριο) μέσω των εμβασμάτων προς την πατρίδα που στέλνονται από ομοεθνείς, οι οποίοι έχουν γίνει μετανάστες εργάτες. Για πολύ κόσμο που εξαρτάται από έναν μισθό, η ελευθερία μετακίνησης μοιάζει υποσχόμενη καθώς έχουν μείνει άνεργοι εξαιτίας της μετατροπής της πραγματικά σοσιαλιστικής, σχεδιασμένης οικονομίας, σε μια οικονομία ελεύθερης αγοράς.

Μεταξύ ενός μεγάλου, τουλάχιστον, μέρους του πληθυσμού (ιδιαίτερα στους φοιτητές), η μετακίνηση χωρίς βίζα στην ΕΕ και η επιβολή συγκεκριμένων νομικών στάνταρ σε όρους ελευθερίας της έκφρασης, κατανοούνται να σημαίνουν ότι το “Πάμε στη Δύση” είναι κάτι στο οποίο αξίζει να πρσβλέπει κανείς. Αυτό το σημειώνουμε εδώ γιατί παίζει έναν ρόλο στην εξέγερση στο “Μαϊντάν”.

Ακόμα πιο ανατολικά, η ΕΕ έχει κάποια συγκεκριμένα προβλήματα με τη διαδικασία ειρηνικής κατάκτησης της Ανατολικής Ευρώπης. Στην Ουκρανία, στην Λευκορωσία, στη Δημοκρατία της Μολδαβίας και τη Γεωργία, υπάρχουν αξιοσημείωτα ποσοστά των πολιτικών ελίτ, καθώς και τμήματα του πληθυσμού, που δεν πείθονται τόσο απλά για την ένταξη στην ΕΕ. Στη Δύση, αυτό θεωρείται ως “πολιτική-τραμπάλα”. Ακόμα και αν βρίσκεται στην εξουσία μια κυβέρνηση που περιγράφεται ως “φιλοδυτική”, δεν μπορεί να φτάσει να αποφασίσει μια φιλο-ΕΕ πορεία χωρίς δισταγμούς γιατί αυτό ισοδυναμεί με την διάρρηξη των οικονομικών σχέσεων με τη Ρωσία (αυτό συμβαίνει, όπως σημειώσαμε παραπάνω, εξαιτίας της επιμονής της ΕΕ για την υιοθέτηση του συνόλου των κανόνων της, κάτι που αποκλείει κάθε συμβιβασμό). Συχνά, τα κράτη επωφελούνται ιδιαίτερα από τις συγκριτικά φτηνές τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου από τη Ρωσία.

Η Ρωσία, όμως, δεν έχει να προσφέρει στις χώρες αυτές κάποιο μονοπάτι οικονομικής ανάπτυξης, οπότε οι κυβερνήσεις ελίσσονται διαρκώς μπρος και πίσω ανάμεσα στη Ρωσία και την ΕΕ σε σχέση με τα εθνικά συμφέροντά τους.

Σε αυτή τη ανάμεικτη κατάσταση, συνέβησαν λεγόμενες “λαϊκές εξεγέρσεις”, τις οποίες η Δύση αναγνώρισε ως δικαιολογημένες, τις υποστήριξε με υποδομές και, από τη στιγμή που απέκτησαν την εξουσία, με χρήματα και, τελικά, με προμήθειες όπλων.

Σε αυτές τις χώρες, η Ρωσία έχει επέμβει στρατιωτικά αρκετές φορές. Έχει υποστήριξει στρατιωτικά εκείνα τα τμήματα της χώρας που έχουν τοποθετηθεί ως πιο φιλορωσικά. Στην περίπτωση της Λευκορωσίας, η Ρωσία υποστηρίζει την κυβέρνηση.

Κάθε διεύρυνση της ΕΕ είναι μια οικονομική αφαίμαξη για τα συμφέροντα της Ρωσίας. Όλο και περισσότερα κράτη έχουν ξεφύγει από τις συνηθισμένες οικονομικές και εμπορικές σχέσεις τους. Αυτός είναι αρκετός λόγος για τη Ρωσία να απορρίψει την προς ανατολάς διεύρυνση της ΕΕ. Όμως, ένας ακόμα πιο ισχυρός λόγος για απόρριψη είναι η σύνδεση: ΕΕ=ΝΑΤΟ.

Προσφέροντας στρατιωτική υποστήριξη σε συγκεκριμένες περιοχές κρατών, η Ρωσία έχει καταστήσει έτσι ξεκάθαρο το ακόλουθο:

Η “ειρηνική” κατάκτηση της Ανατολικής Ευρώπης, που ήταν αντίθετη στα συμφέροντα της Ρωσίας, βασιζόταν, από τη μια πλευρά, στην οικονομική ανωτερότητα της ΕΕ και τις ισχυρές εθνικές της οικονομίες. Τα κράτη της ΕΕ μπορούσαν να κάνουν από κοινού οικονομικές προσφορές και να δημιουργούν δυσκολίες για άλλα κράτη, προσφορές τις οποίες τα κράτη του πρώην Ανατολικού μπλοκ δεν μπορούσαν να αρνηθούν, ενώ η Ρωσία δύσκολα μπορούσε να προσφέρει κάτι σε αντάλλαγμα εκτός από φθηνό αέριο και πετρέλαιο.

Από την άλλη, η ΕΕ, και οι υπόψήφιες για ένταξη σε αυτήν ανατολικές χώρες, δεν μπορούσαν παρά να είναι θρασείς προς την Ρωσία εξαιτίας του ανταγωνισμού των εξοπλισμών και για όσο αυτός δεν έμπαινε στο παιχνίδι. Η πρόσδεση ολόκληρων χωρών στην ΕΕ, μέσα σε μια βοή οικονομικών προσφορών και εκβιασμών, βασιζόταν πάντα στον σεβασμό της Ρωσίας στην ελευθερία ενός γειτονικού κράτους να κάνει αυτό που θέλει.

Αυτή είναι η μοναδική βάση της ειρήνης και της αρχιτεκτονικής ασφαλείας που η ΕΕ, ιδιαίτερα, θέλει στην Ευρώπη. Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορεί η ΕΕ να ξεδιπλώσει την “μαλακή της δύναμη” με το ζόρι.

Ρωσία

Με τη Γεωργία, τη Μολδαβία, την ανατολική Ουκρανία και τελικά με την προσάρτηση της Κριμαίας, η Ρωσία έχει δείξει στην ΕΕ σε τι βασιζόταν το μονοπάτι της κατάκτησης: ειρηνική πρόοδος μπορεί να γίνει μόνο αν ο αντίπαλος ανέχεται την αυθάδεια και συγκρατείται, ώστε να αντισταθμίσει την οικονομική του κατωτερότητα με την στρατιωτική του ανωτερότητα.

Για ένα διάστημα, η Ρωσία κοίταζε απλά “με παράπονο” αλλά στη συνέχεια, με τον Πούτιν στην εξουσία, άλλαξε τη στρατηγική της. Η Ρωσία δεν έχει ένα εναλλακτικό οικονομικό μπλοκ με το οποίο θα μπορούσε μα προσδέσει την Ανατολική Ευρώπη ξανά στην ίδια. Έχει, όμως, ένα ατού στα χέρια της εξαιτίας της σοβιετικής της ιστορίας4 και από αυτό αντλεί μια διεκδίκηση: μια χώρα – όπως η Ουκρανία – δεν πρέπει να εδραιώσει τη δική της ασφάλεια σε βάρος των συμφερόντων ενός άλλου κράτους – δηλαδή της Ρωσίας.

Αυτή η αρχή είναι η ρωσική τάξη ειρήνης και αρχιτεκτονική ασφαλείας στην Ευρώπη, και η οποία είναι διαμετρικά αντίθετη στην ευρωπαϊκή και νατοϊκή τάξη. Η Ρωσία έχει μια ρεαλιστική εκτίμηση για αυτόν με τον οποίο πρέπει να μιλήσει σχετικά: τις ΗΠΑ.

ΗΠΑ

Από την άλλη, οι ΗΠΑ επιδιώκουν μια έννοια οικονομικής πολιτικής παρόμοιας με αυτήν της ΕΕ, αλλά σε μια παγκόσμια κλίμακα: βασισμένες στην οικονομική τους δυνατότητα (ιδιαίτερα ως εκδότης του παγκόσμιου νομίσματος, του αμερικάνικου δολαρίου), κάνουν προσφορές στα κράτη του κόσμου και τα οδηγούν σε δοκιμασίες ώστε να υιοθετούν κανόνες ελεύθερου εμπορίου (οι οποίοι έχουν θεσμοθετηθεί από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου). Οι ΗΠΑ ήταν βέβαιες ότι το παγκόσμιο εμπόριο θα μπορούσε να δημιουργήσει καλές συνθήκες ανάπτυξης για το αμερικανικό κεφάλαιο παγκοσμίως, παράγοντας έτσι αμερικανική ανωτερότητα στον παγκόσμιο ανταγωνισμό.

Όταν κυρίαρχα κράτη σνόμπαραν, για λόγους αρχών, κάθε διάλογο για την οικονομική χρήση της επικράτειάς τους (αυτό είναι που έκανε το πρώην Ανατολικό μπλοκ), οι ΗΠΑ απειλούσαν ή προχωρούσαν σε πόλεμο για να επιβάλλουν βίαια μια αλλαγή στη λογική του κράτους εκεί. Έτσι η ακόλουθη εξίσωση έχει γίνει η λογική του κράτους για τις ΗΠΑ: για να επιβάλλουμε κανόνες στον κόσμο των κρατών, που να εξασφαλίζουν την ανωτερότητα του αμερικανικού κεφαλαίου, θα πρέπει την ίδια στιγμή να είμαστε η στρατιωτική υπερδύναμη5.

Από αυτή την άποψη, μετά την εξαφάνιση του πρώην Ανατολικού μπλοκ, υπήρχε μια εντελώς διαφορετική άποψη σχετικά με τις προσπάθειες διεύρυνσης της ΕΕ: είναι καλές επειδή βοηθούν να αποδυναμωθεί ένας μείζων παράγοντας που προκαλούσε αναστάτωση: η στρατιωτικά παγκόσμια δύναμη Ρωσία, η μοναδική χώρα προς το παρόν που έχει ακόμα τόση στρατιωτική ικανότητα ώστε ένας πόλεμος εναντίον της δεν να μην μπορεί να κερδηθεί χωρίς τεράστιες παράπλευρες ζημιές.

Υποσημείωση για τις διαφορετικές πολιτικές των Αμερικανών προέδρων

Ο Ομπάμα αποκάλεσε τη Ρωσία μια “περιφερειακή δύναμη”. Αυτή, φυσικά, δεν ήταν αληθινή δήλωση αλλά εξέφρασε έναν ισχυρισμό για το ποιο θα έπρεπε να είναι το σωστό στάτους για τη Ρωσία· ένα στάτους που θα έπρεπε να επιφέρουν οι ΗΠΑ.

Ο Τραμπ υιοθέτησε μια διαφορετική οπτική. Για αυτόν η ΕΕ, και η Γερμανία ιδιαίτερα, ήταν ένας αντίπαλος επειδή δεν θα αναπήραγαγαν την οικονομική ανωτερότητα των ΗΠΑ χωρίς δυσκολία, αντίθετα θα την υπονόμευαν. Η Γερμανία, είπε, εκμεταλλευόταν ξεδιάντροπα τους κανόνες που οι ΗΠΑ είχαν θέσει για τον εαυτό τους. Και στρατιωτικά, επίσης, η Γερμανία δεν θε συνεισέφερε τίποτα. Οπότε, ακολούθησε την παρακάτω γραμμή: ας αφήσουμε την Ευρώπη να διαχειριστεί η ίδια το άρπαγμα εδαφών προς τα ανατολικά. Δεν θα ξοδεύονται πια άλλα χρήματα των Αμερικάνων φορολογουμένων για αυτό. Τα χρήματα αυτά χρειάζονται, πρώτα απ’ όλα, στην μάχη εναντίον της Κίνας. Αυτή η γραμμή υιοθετείται σήμερα από τους Ρεπουμπλικάνους.

Φυσικά, οι στρατιωτικές δυνατότητες των ΗΠΑ έχουν επίσης αναπτυχθεί σημαντικά υπό την ηγεσία του Τραμπ, και έτσι ο Μπάιντεν μπορεί να επανφέρει στην ατζέντα την παλιά γραμμή για την Ρωσία: “To NATO παραμένει σταθερά προσηλωμένο στις θεμελιώδεις αρχές και συμφωνίες που υποτείνουν την Ευρωπαϊκή Ασφάλεια6.

ΗΠΑ και ΕΕ

Η ΕΕ έχει ανάγκη το ΝΑΤΟ για το κατακτητικό πρόγραμμά της, και αυτό σημαίνει ουσιαστικά ότι χρειάζεται τις ΗΠΑ. Για το πρόγραμμα της αδιαμφισβήτητης στρατιωτικής τους ανωτερότητας, οι ΗΠΑ χρειάζονται την διεύρυνση της ΕΕ ως ένα μέσο για την αποδυνάμωση της Ρωσίας. Αυτή η ταύτιση συμφερόντων έχει ως αποτέλεσμα την κοινή παρουσία και δράση.

Παρ’ όλα αυτά, επί της αρχής, η ΕΕ είχε ανέκαθεν ως προορισμό να αποτελέσει για τα κράτη-μέλη της (ιδιαίτερα για τις κεντρικές δυνάμεις, τη Γερμανία και τη Γαλλία) μέσο για την χειραφέτησή τους, μακροπρόθεσμα, από τις ΗΠΑ. Από αυτή την άποψη, υπάρχει αυτή τη στιγμή για τη Γερμανία και τη Γαλλία μια δυσάρεστη όψη: από τη στιγμή που η διεύρυνση της ΕΕ περιλαμβάνει στρατιωτικά ζητήματα εναντίον της Ρωσίας, η δυνατότητα δράσης βρίσκεται εξ ολοκλήρου στις ΗΠΑ. Τότε είναι οι ΗΠΑ που θέτουν τον ρυθμό – αυτό ήταν αισθητό με τον Τραμπ και είναι αισθητό και τώρα με τον Μπάιντεν.

Κάτω από το κοινό σχέδιο – κανένας συμβιβασμός με τη Ρωσία όσον αφορά την προς ανατολάς διεύρυνση της ΕΕ – ελλοχεύει ο “μπελάς”: ο έλεγχος σχετικά με την κλιμάκωση με τη Ρωσία δεν είναι καθόλου σε ευρωπαϊκά χέρια.

Αυτή η αντίφαση στο σχέδιο της ΕΕ προκαλεί, τότε, σχετικές διαφωνίες στην συμμαχία του ΝΑΤΟ:

  • Ο Μακρόν λέει ότι τα συμφέροντα ασφαλείας της Ρωσίας μπορούν επίσης να γίνουν κατανοητά. Την ίδια στιγμή, η Γαλλία είναι ο μεγαλύτερος προμηθευτής όπλων στην Ουκρανία και δεν κουράζεται ποτέ να τονίζει ότι η Ευρώπη (υπό τη γαλλική ηγεσία) πρέπει να γίνει στρατιωτικά ανεξάρτητη από τις ΗΠΑ.

  • Η Γερμανία δεν θέλει να προμηθεύσει “επιθετικά όπλα” στην Ουκρανία και θα προτιμούσε να διατηρήσει τον αγωγό Nord Stream 2 έξω από τις επαπειλούμενες οικονομικές κυρώσεις. Η ΕΕ είναι η κεντρική βάση δύναμης για την Γερμανία ως παγκόσμιας οικονομικής δύναμης. Όμως, στη Γερμανία δεν αρέσει το γεγονός ότι οι ΗΠΑ και η Γαλλία πιέζουν για την στρατιωτική εξασφάλιση της ΕΕ με τον δικό τους τρόπο, γιατί τότε η διεκδίκηση της ηγεσίας δεν θα εξαρτάται από την ίδια.

  • Οι ΗΠΑ προειδοποίησαν ήδη την προηγούμενη χρονιά για μια επικείμενη ρωσική εισβολή στην περίπτωση κάποιων ρωσικών ασκήσεων στα σύνορα με την Ουκρανία. Αυτή τη στιγμή (Ιανουάριος/Φεβρουάριος 2022) υπάρχει ένα συνεχές μπαράζ άμεσων προειδοποίησεων πολέμου. Γάλλοι και Γερμανοί πολιτικοί θεωρούν ότι αυτές είναι “υπερβολικές”, σταδιακά, όμως, αυτή η θέση υιοθετείται.

  • Κάθε γεωπολιτικό ζήτημα ανωτερότητας και υποταγής διακλαδίζεται περαιτέρω. Όταν οι ΗΠΑ παρεμβάλλονται περισσότερο, η Πολωνία και οι Βαλτικές χώρες βλέπουν μια ευκαιρία να ξεκαθαρίσουν στη Γερμανία και τη Γαλλία: μέσα στην ΕΕ θέλετε να είστε οι ηγεμονικές δυνάμεις, αλλά εμείς δεν το αναγνωρίζουμε αυτό επί της αρχής.

  • Η Βρετανία έχει μακροχρόνιους δεσμούς με τις ΗΠΑ, περισσότερο από όσο με τη Γερμανία και τη Γαλλία. Αυτή η θέση έχει υπάρξει ανέκαθεν μια προσπάθεια για να αλλάξει το ζήτημα της ηγεμονίας στην Ευρώπη περισσότερο σε όφελος του Ηνωμένου Βασιλείου. Με το Brexit, το ΗΒ ακολουθεί αυτή τη στρατηγική ακόμα πιο εντατικά και ενεργεί ως υποκινητής εναντίον της Ρωσίας.

Και τώρα τι;

Ρωσία, Γερμανία και ΗΠΑ είναι κράτη που αντλούν την ισχύ τους από τις εθνικές τους οικονομίες. Για να τις βελτιώσουν και να χρησιμοποιήσουν ξένες χώρες για αυτόν τον σκοπό, συνάπτουν διεθνείς συμφωνίες σε βάρος των συμφερόντων των άλλων κρατών. Συνεπώς, αυτές οι συμφωνίες (και οι αντίστοιχες συμμαχίες) θα πρέπει να διασφαλιστούν στρατιωτικά. Αυτές οι συγκρούσεις συμφερόντων φτάνουν στο επίπεδο του ανταγωνισμού των εξοπλισμών, που με τη σειρά του συνεπάγεται ότι οι στρατιωτικές συμμαχίες πρέπει να διασφαλιστούν με το ζόρι. Αυτός είναι ο γενικός λόγος για την κλιμάκωση της πολεμικής κατάστασης στην Ουκρανία. Είναι ένα θέατρο “αντιπροσώπων” για δικαιώματα στον κόσμο που τα κράτη διεκδικούν για τον εαυτό τους και ζητούν να αναγνωριστούν από τους αντιπάλους. Εδώ οι αντίπαλοι δεν διαφέρουν μεταξύ τους και η συστράτευση είναι εντελώς ανέφικτη. Από την άλλη, υπάρχουν πολλά που μπορούν να ειπωθούν εναντίον κοινωνιών που ο τρόπος παραγωγής τους απαιτεί την προσπάθεια υποταγής ξένων κρατών.

Για το φιλελεύθερο κοινό της Γερμανίας, που αυτή τη στιγμή φωνάζει ιδιαίτερα όταν έρχεται η κουβέντα στις προκλήσεις κατά της Ρωσίας και την συστράτευση με τη γερμανική οπτική, θα πρέπει να τονίσουμε για μια ακόμα φορά:

Μια γερμανική κυβέρνηση (άσχετα από τον συνασπισμό) που κομπάζει για το ότι η γερμανική οικονομία είναι για μια ακόμα φορά παγκόσμια πρωταθλήτρια, ή πρόκειται να γίνει, για το ότι έχει ή πασχίζει να έχει την τεχνολογική πρωτοκαθεδρία, που κάνει σχέδια για ολόκληρες περιοχές του κόσμου ως προμηθευτών πρώτων υλών για την καινούρια στατηγική χρήση υδρογόνου, που θέλει να θέσει το ευρώ ως παγκόσμιο χρήμα – μια τέτοια κυβέρνηση ξέρει ότι αυτό μπορεί να το πετύχει εναντίον της Κίνας και των ΗΠΑ μόνο με την ΕΕ. Η καθολικά χαίρουσα εκτίμησης πρώην Καγκελάριος Μέρκελ διακήρυξε:

“Αν αποτύχει το Ευρώ, τότε αποτυγχάνει η Ευρώπη (…) Λέω ότι θα υποστούμε καταστροφή μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Θα ζημιωθούμε με την έννοια ότι δεν θα είμασταν πλέον ένας υπολογίσιμος παράγοντας στον κόσμο (…). Αν και γινόμαστε ήδη ένα ολοένα και μικρότερο κομμάτι του κόσμου, δεν θα έχουμε πλέον την σπουδαιαότητα να αξιώνουμε οι ίδιοι αυτό που είναι σημαντικό για μας. Αυτός είναι ο λόγος που η ιδεά μιας ενωμένης Ευρώπης έχει τόσο μεγάλη σημασία”. (Ομιλία της Μέρκελ στην επετειακή τελετή για τα 70 χρόνια του CDU, 29 Ιουνίου 2015).

 

Η Μέρκελ θέλει να παραμείνει η Γερμανία ένας παράγοντας με σημασία στον κόσμο, δηλαδή μια παγκόσμια δύναμη. Για αυτήν, κάτι τέτοιο είναι εφικτό μόνο με την ΕΕ. Αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος που μπορεί η Γερμανία να επιβεβαιώσει τον εαυτό της. Αυτός είναι ο τρόπος που και η σημερινή κυβέρνηση βλέπει τα πράγματα. Ξέρει ότι η Γερμανία μπορεί να πετύχει με την ΕΕ μόνο με το ΝΑΤΟ. Αυτό το εθνικιστικό πρόγραμμα αγωνίζεται, φυσικά, για “ειρήνη και ελευθερία”, τι άλλο; Παγκόσμια ειρήνη για την ελευθερία του γερμανικού κράτους να διεκδικεί τα συμφέροντά του, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας της γερμανικής οικονομίας να καταστήσει τον κόσμο αγορά της. Αυτό το σχέδιο περιλαμβάνει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, πόλεμο.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://antinational.org/en/if-you-want-peace-prepare-for-war-Ρωσία-ukraine-nato-eu. Το όνομα της ομάδας στα Ελληνικά σημαίνει: Ομάδες ενάντια στο Κεφάλαιο και το Έθνος, https://antinational.org. Tα κείμενα στα Αγγλικά: https://antinational.org/en.

2 Στμ. “Si vis pacem para bellum:Αν θες ειρήνη προετοιμάσου για πόλεμο, η περίφημη φράση του Βιργίλιου, διατυπωμένη και στα Γερμανικά.

3 Στμ. Ο ΟΑΣΑ, Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (Organisation for Economic Co-operation and Development)

4 Είναι, βασικά, μια αντίφαση ότι μια οικονομικά αδύναμη χώρα είναι, αν είναι δυνατόν, η νούμερο 2 στρατιωτική δύναμη στον κόσμο..

5 Για το ελεύθερο εμπόριο ως ένα μέσο στα χέρια των οικονομικά ισχυρότερων κρατών και την ανάγκη για την στρατιωτική προστασίας τέτοιν κανόωνων δείτε το: “Τι είναι ο ιμπεριαλισμός;

6 Η απάντηση του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ στη Ρωσία· τελευταία πρόσβαση στις 13 Φεβρουάριος 2022.

Leave a Reply

Your email address will not be published.