η πλήρης εκδοχή, αναθεωρημένη και επαυξημένη
Από έναν σύντροφο του Il lato Cattivo1
το κείμενο σε pdf
Για την χρησιμότητα ή την ματαιότητα των διεθνιστικών καλεσμάτων
Οι εκκλήσεις για λιποταξία, ηττοπάθεια και σαμποτάζ του πολέμου που απευθύνονται αυτές τις μέρες από πολλούς κύκλους και στις δυο πλευρές, είναι σίγουρα η μόνη βιώσιμη θέση, από την ταξική σκοπιά. Συνεπώς, είναι αξιέπαινες και αξίζει να τις μοιραστούμε – και σίγουρα πιο αξιόλογες από τον μονόπλευρο αντιιμπεριαλισμό εκείνων που αισθάνονται υποχρεωμένοι κάθε φορά να υποστηρίζουν τον “ασθενέστερο” ιμπεριαλισμό. Αυτό ισχύει, τουλάχιστον, επί της αρχής. Αλλά τέτοιες εκκλήσεις διακινδυνεύουν να είναι, επί της ουσίας, αν όχι “ιδεολογικές”, τουλάχιστον εντελώς στείρες. Για αυτό υπάρχουν βασικά δυο λόγοι, οι οποίοι που μπορούν, όμως, να συνοψιστούν σε έναν:
1. Σε αντίθεση με το 1914, δεν υπάρχει σήμερα οργανωμένο συνδικαλιστικό κίνημα – νοούμενο ως το σύνολο των πολιτικών και συνδικαλιστικών αιτημάτων μιας εργατικής τάξης που αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως μια διακριτή κρατική οντότητα, με συμφέροντα διακριτά (τουλάχιστον εν μέρει) από αυτά των άλλων τάξεων, στο οποίο να απευθύνονται οι εκκλήσεις αυτές. Αντίθετα, βρισκόμαστε σε μια κατάσταση πολύ πιο κοντινή σε αυτήν του 1939, όταν το επαναστατικό προλεταριάτο, στις χώρες που είχε κάνει φανερή την παρουσία του, είχε από καιρό ηττηθεί – με τις εξεγερτικές προσπάθειές του να έχουν κατασταλεί αιματηρά από δημοκρατικές ακόμα και σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις – και το ρεφορμιστικό εργατικό κίνημα είχε καταστραφεί (Γερμανία, Ιταλία) ή οριστικά ενσωματωθεί στο κράτος (με μερικές αξιέπαινες αλλά ελάχιστες εξαιρέσεις, όλα, μα όλα, τα ιστορικά επαναστά ρεύματα έχουν ανέβει στο τραίνο του Αγγλο-ρωσικο-αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, στο όνομα της πάλης απέναντι στου φασισμού). Εκείνη την εποχή, με λίγες αξιοθαύμαστες αλλά μειοψηφικές εξαιρέσεις, όλα – πραγματικά όλα – τα ιστορικά ρεύματα του διεθνούς εργατικού κινήματος, συμπεριλαμβανομένων των αναρχικών και των Τροτσκιστών, μεταπήδησαν στο όχημα του Αγγλο-ρωσο-αμερικανικού ιμπεριαλισμού, στο όνομα της “πάλης ενάντια στον φασισμό”. Η μεγάλη διαφορά, σε σύγκριση με σήμερα, είναι όχι μόνο ότι δεν οδεύουμε προς έναν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο – τουλάχιστον όχι στο άμεσο μέλλον – αλλά ότι οι λόγοι για την απουσία ενός οργανωμένου εργατικού κινήματος με την “κανονική” έννοια είναι πολύ πιο “δομικοί”.
2. Ιστορικά, η μεγάλη πλειοψηφία των προλετάριων, στην περίπτωση κάθε πολεμικού τύπου σύγκρουσης, ευθυγραμμιζόταν με το εθνικό τους κεφάλαιο και το ιμπεριαλιστικό μέτωπο του οποίου ήταν μέρος (στην εποχή του ιμπεριαλισμού, κάθε εθνικό κεφάλαιο είναι δυνητικά ιμπεριαλιστικό, όπως και κάθε πόλεμος είναι εξ ορισμού ιμπεριαλιστικός). Ήταν μόνο όταν ο πόλεμος παρατεινόταν επί μακρόν – πέρα από τις προσδοκίες των ίδιων των κυβερνήσεων που τον είχαν προαγάγει – σε βαθμό που να έχει επιπτώσεις στις συνθήκες δουλειάς και ζωής, που [οι προλετάριοι] αντιτέθηκαν σε αυτόν λιγότερο ή περισσότερο σθεναρά (και αυτό όχι πάντα: σκεφτείτε την περίοδο 1943-1945, στην Ιταλία). Οι κυβερνήσεις το ξέρουν αυτό καλά και για αυτό ο ιδεώδης πόλεμος για αυτές είναι ο “κεραυνοβόλος πόλεμος” [“blitzkrieg”]. Κάτι που παραμένει πάντα αυτό ακριβώς, ιδεώδης.
Αν, αν μη τι άλλο, θέλει κανείς να είναι υλιστής.
Για την χρησιμότητα ή την ματαιότητα των διεθνιστικών καλεσμάτων – υστερόγραφο
“Μια τελευταία σκέψη: σήμερα βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια διπλά ασύμμετρη σύγκρουση. Από τη μια πλευρα, η σύγκρουση ανάμεσα στη Ρωσία και την Ουκρανία είναι ανελέητη, τόσο οικονομικά όσο και με όρους στρατιωτικής ισχύος – ένας ακόμα λόγος παραπάνω, παρεμπιπτόντως, για τους Ουκρανούς προλετάριους να λιποτακτήσουν (η πρόθεση της Δύσης να καταστήσει την Ουκρανία ένα είδος νέου Αφγανιστάν είναι προφανής, με την ελπίδα ότι η Ρωσία θα καταλήξει να βαλτώσει εκεί, παρατείνοντας έτσι την σφαγή επ’ άπειρον). Από την άλλη, η Ουκρανία αντιπροσωπεύει την αιχμή του ευρωαμερικανικού ιμπεριαλισμού, στην παρούσα ιστορική του τάση να επεκτείνει την επιρροή του προς ανατολάς, μειώνοντας τη Ρωσία σε έναν ηπιότερο ρόλο2 (διαβάστε: πολιτική του περιορισμού). Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε, όμως, ότι οι δυο χώρες που εμπλέκονται άμεσα στη σύγκρουση, η Ρωσία και η Ουκρανία, είναι τουλάχιστον σε φάση υποχώρησης στην παγκόσμια αγορά και στον διεθνή καταμερισμό εργασίας: η Ουκρανία, μετά από χρόνια μιας μεταχείρισης “δακρύων και αίματος”, επιβεβλημένης από τα πλάνα διαρθρωτικών αλλαγών του ΔΝΤ, έχει ξεπέσει στο στάτους μιας υπανάπτυκτης χώρας στον Νότο του κόσμου (κατεστραμμένη οικονομία, μισθοί φτώχειας, πολύ υψηλά ποσοστά ανεργίας και μετανάστευσης). Όσον αφορά τη Ρωσία, σήμερα δεν είναι κάτι παραπάνω από ένας εξαγωγέας πρώτων υλών – με την εξαίρεση των στρατιωτικών, πυρηνικών και φαρμακευτικών βιομηχανιών – στα χέρια μια ολιγαρχίας μεγιστάνων (για να μην σημειώσουμε ότι διαθέτει ένα πυρηνικό οπλοστάσιο που υστερεί μόνο μπροστά σε αυτό των Ηνωμένων Πολιτειών). Σε αυτό το πλαίσιο, το να προτάσσουμε τον ντεφιτισμό, συνδεόντάς τον ακόμα-ακόμα και με μια επαναστατική προοπτική – στην αέναη και απαράλλακτη επανάληψη του προτύπου του 1917 – δεν είναι μόνο στείρο καθεαυτό, αλλά, επίσης, και λίγο γελοίο”.
Από έναν Ιταλό σύντροφο του “Il lato Cattivo”
1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: http://dndf.org/?p=19975.
2 Στμ. Στο πρωτότυπο: en réduisant la Russie à des conseils plus doux.