από το Agitations1
το κείμενο σε pdf
Τρίτο και τελευταίο επεισόδιο της σειράς άρθρων που είναι αφιερωμένη στην κριτική της πολιτικής οικονομίας από τον Μαρξ (επεισόδιο 1 και επεισόδιο 2). Μέχρι στιγμής, έχει συζητηθεί μόνο η ανάλυση της θεωρίας της αξίας και της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης στη διαδικασία της άμεσης παραγωγής. Τα συμπεράσματα των προηγουμένων επεισοδίων μπορούν να συνοψιστούν στα εξής δύο σημεία:
-
Η μορφή-εμπόρευμα είναι η ενότητα μιας αξίας χρήσης και μιας αξίας, αξίας που είναι έκφραση της αφηρημένης εργασίας.
-
Υπό τον καπιταλισμό, η υπερεργασία παίρνει τη μορφή υπεραξίας. Αυτή μπορεί να διακριθεί σε απόλυτη και σε σχετική υπεραξία.
Επιτρέψτε μας να προσθέσουμε ότι αυτή η δεύτερη πρόταση μάς υποδεικνύει ότι δεν μπορεί κανείς να καταλάβει πραγματικά την εκμετάλλευση υπό τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής χωρίς να εμπλέξει μια θεωρία της αξίας. Πραγματικά, η έννοια της υπεραξίας δεν δεικνύει τίποτα άλλο από την ιδιαίτερη φύση της αξίας που παράγεται από τους προλετάριους προς όφελος των καπιταλιστών. Αν, όμως, μείνουμε μόνο σε αυτές τις κατηγορίες, δεν μπορούμε να φτάσουμε σε μια πλήρη θεωρία της κοινωνικής ολότητας που συνιστά ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγς. Δεν μπορούμε να καταλάβουμε τις κατηγορίες με τις οποίες οι ίδιοι οι καπιταλιστές σκέφτονται τον κόσμο στον οποίο ζούν. Όπως έχουμε δει, οι διαδικασίες που περιγράφονται από την μαρξική θεωρία της αξίας λαμβάνουν χώρα “πίσω από την πλάτη των υποκειμένων” (δείτε Μέρος Ι). Για να ολοκληρωθεί η θεωρία σημαίνει, λοιπόν, να πάμε πίσω σ’ αυτό που συμβαίνει στη συνείδηση των πρωταγωνιστών, σημαίνει, για παράδειγμα, να κατανοήσουμε τις πραγματικότητες που συγκροτούν έννοιες που κινητοποιούνται από τους ίδιους τους καπιταλιστές, έννοιες όπως το “κόστος παραγωγής”, το “ποσοστό κέρδους” ή η “τιμή παραγωγής”. Τότε, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με καινούρια προβλήματα. Το πρώτο είναι ο λόγος ανάμεσα στο ποσοστό της υπεραξίας και το ποσοστό κέρδους. Το δεύτερο είναι αυτό του λόγου ανάμεσα στην αξία ανταλλαγής και την τιμή παραγωγής. Η επίλυση αυτών των δύο προβλημάτων θα μας οδηγήσει τελικά στην ανάλυση της τελευταίας κατηγορίας: αυτής του υπερκέρδους.
Ο ενδοκαπιταλιστικός ανταγωνισμός
Κόστος παραγωγής και ποσοστό κέρδους
Ο Μαρξ όρισε το κεφάλαιο ως μια διαδικασία αξιοποίησης της αξίας! Από μια δεδομένη ποσότητα χρήματος, ένα καπιταλιστής παίρνει μια μεγαλύτερη ποσότητα χρήματος. Αυτό είναι που υποδεικνύει το “κύκλωμα” Χ-Ε-Χ’ (χρήμα-εμπόρευμα-περισσότερο χρήμα). Όπως είδαμε προηγουμένως, αυτή την ποσότητα χρήματος, που είναι μεγαλύτερη από την ποσότητα χρήματος που καταβλήθηκε αρχικά, ο καπιταλιστής την αντλεί από την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης. Τώρα, για να θέσει στην υπηρεσία του αυτή την εργατική δύναμη, με σκοπό την παραγωγή ενός συγκεκριμένου τύπου εμπορεύματος, ο καπιταλιστής δεν πρέπει μόνο να χρησιμοποιήσει ένα μέρος του κεφαλαίου του για την πληρωμή των μισθών, πρέπει να χρησιμοποιήσει και ένα άλλο μέρος για την πληρωμή των μέσων παραγωγής. Αυτά τα δύο μέρη (μισθοί και μέσα παραγωγής) αντιστοιχούν στην διαμέριση που είδαμε προηγουμένως ανάμεσα στο μεταβλητό και το σταθερό κεφάλαιο.
Για τον καπιταλιστή το ερώτημα αν είναι η εργατική δύναμη ή τα μέσα παραγωγής που είναι πηγή της υπεραξίας δεν έχει ενδιαφέρον. Γι’ αυτόν το μόνο ζήτημα είναι αν το κεφάλαιο που προκαταβάλει αρχικά θα του αποφέρει ένα σύνολο χρημάτων μεγαλύτερης αξίας. Αυτός είναι ο λόγος που ο Μαρξ λέει ότι η διαίρεση ανάμεσα σε σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο δεν χρειάζεται να υπάρχει για τον καπιταλιστή. Για να το πούμε με τεχνικούς όρους, ο καπιταλιστής δεν έχει καμμιά γνώση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου2, δηλαδή της διαφοράς ανάμεσα στο σταθερό κεφάλαιο, με άλλα λόγια τις μηχανές που φθείρονται σε έναν συγκεκριμένο αριθμό διαδικασιών στην παραγωγή και το κυκλοφορούν κεφάλαιο, με άλλα λόγια των μέσων παραγωγής που καταναλώνονται πλήρως σε μια και μόνη διαδικασία παραγωγής (πρώτες ύλες, καύσιμα κλπ.) και τους μισθούς.
Αν η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου δεν ενδιαφέρει τον καπιταλιστή, βλέπουμε τότε ότι δεν τον ενδιαφέρει ούτε η κατανομή της τιμής του εμπορεύματος σε c+v+s (σταθερό κεφάλαιο που μεταφέρεται στο εμπόρευμα + αξία που αντιστοιχεί στον μισθό + υπεραξία). Ο καπιταλιστής δεν διακρίνει στο πρϊόν το μέρος που αντιστοιχεί στο σταθερό κεφάλαιο c και αυτό που αντιστοιχεί στο μεταβλητό κεφάλαιο v, και τα δύο συντήκονται στην έννοια του κόστους παραγωγής.
Ποιο είναι λοιπόν το κόστος ενός εμπορεύματος; Δεν είναι άλλο από την αξία που ήταν απαραίτητη για να παραχθεί αυτό το εμπόρευμα. Αυτό το δεδομένο ενδιαφέρει τον καπιταλιστή για τον απλό λόγο ότι το κέρδος που αυτός αποκτά υποδεικνύεται από τη διαφορά ανάμεσα στο κόστος παραγωγής και την τιμή παραγωγής. Για τον καπιταλιστή, λοιπόν, η αξία του εμπορεύματος μοιράζεται σε κόστος παραγωγής + υπεραξία.
Στον βαθμό που ο καπιταλιστής δεν ενδιαφέρεται να ξέρει από πού προέρχεται πραγματικά η υπεραξία, θα συνδέσει αυτή την υπεραξία όχι μόνο με την αξία της εργατικής δύναμης αλλά με το σύνολο του προκαταβαλόμενου κεφαλαίου. Συνεπώς, η φόρμουλα που ενδιαφέρει τον καπιταλιστή δεν είναι αυτή που μετρά το ποσοστό της υπεραξίας (s/v), αλλά αυτή που συνδέει την υπεραξία με το συνολικό κεφάλαιο (s/C) και το οποίο ο Μαρξ ονομάζει ποσοστό κέρδους. Αν ανατμήσουμε τον τύπο του ποσοστού κέρδους, μπορούμε να δούμε ότι κρύβει μέσα του το ποσοστό υπεραξίας, αφού το συνολικό κεφάλαιο αντιστοιχεί στο άθροισμα του σταθερού (c) και του μεταβλητού (v) κεφαλαίου.
Ο τύπος του ποσοστού κέρδους (που εδώ ονομάζουμε p’) είναι λοιπόν:
p’=s/(c+v)
Ο Μαρξ λέει, λοιπόν, στη συνέχεια ότι το ποσοστό κέρδους είναι η “μυστικοποιημένη μορφή” του ποσοστού υπεραξίας, αφού κρύβει από τον καπιταλιστή το γεγονός ότι η υπεραξία προέρχεται μόνο από την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, της οποίας η αξία αντιπροσωπεύεται από το v (το μεταβλητό κεφάλαιο).
Γενικό ποσοστό κέρδους και τιμή παραγωγής
Οδηγούμαστε τώρα να προσεγγίσουμε ένα από τα πιο ακανθώδη σημεία της μαρξικής θεωρίας της αξίας, αυτό του μετασχηματισμού των ανταλλακτικών αξιών σε τιμές παραγωγής. Στον πρώτο Τόμο του Κεφαλαίου, ο Μαρξ μας έχει ήδη προειδοποιήσει ότι στην πραγματικότητα τα εμπορεύματα δεν πουλιούνται ποτέ στην αυστηρή τιμή τους αλλά ότι, για τις ανάγκες της θεωρητικής έκθεσης, ήταν απαραίτητο να ληφθούν η αξία και η τιμή ως ταυτόσημες. Όμως, από τη δεύτερη ενότητα του τρίτου Τόμου, ο Μαρξ οδηγείται να άρει αυτή την ταυτότητα. Θα δούμε, λοιπόν, τώρα το γιατί.
Όπως έχουμε δει, το ποσοστό του κέρδους προκύπτει από τον τύπο s/(c+v). Ένας τέτοιος τύπος μας λέει από την αρχή ότι όσο περισσότερο αυξάνεται το c σε σχέση με το v, τόσο χαμηλότερο είναι το ποσοστό κέρδους3. Συνεπώς, για τρία κεφάλαια ίσης αξίας που απασχολούν εργασία με το ίδιο ποσοστό υπεραξίας, αλλά εμπλέκονται σε κλάδους της παραγωγής με διαφορετική οργανική σύνθεση, θα βρεθούμε απέναντι σε τρία διαφορετικά ποσοστά κέρδους.
Κεφάλαιο |
ποσοστό υπεραξίας |
παραγώμενη αξία |
ποσοστό κέρδους |
Α. 80c+20v |
100% |
120 |
20% |
Β. 70c+30v |
100% |
130 |
30% |
Γ. 85c+15v |
100% |
115 |
15% |
Ξέρουμε ότι οι κλάδοι της παραγωγής στους οποίους μπορούν να εμπλέκονται οι καπιταλιστές έχουν πολύ διαφοροποιημένη σύνθεση, για τον απλό λόγο ότι η αξία των μέσων παραγωγής, που είναι αναγκαία για την παραγωγή συγκεκριμένων εμπορευμάτων, είναι μεγαλύτερη για κάποιους κλάδους σε σχέση με κάποιους άλλους. Στον πίνακά μας, βλέπουμε ότι ο καπιταλιστής Β χρειάζεται περισσότερους εργάτες για μικρότερο σταθερό κεφάλαιο σε σχέση με τον Α, ενώ ο καπιταλιστής Γ χρειάζεται ακόμα λιγότερους. Για να το θέσουμε με τεχνικούς όρους, βλέπουμε ότι η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου Γ είναι μεγαλύτερη από αυτή των κεφαλαίων Α και Β.
Αυτό που επίσης δείχνει ο πίνακας είναι ότι οι καπιταλιστές που εμπλέκονται σε βιομηχανίες με υψηλή οργανική σύνθεση θα καταδικάζονταν σε χαμηλότερα ποσοστά κέρδους, αν τα παραγόμενα εμπορεύματα πουλιούνταν στην κανονική τους τιμή. Όμως, για τον Μαρξ, η ύπαρξη μιας τέτοιας ανισότητας, ανάμεσα στα ποσοστά κέρδους, δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς να θέσει υπό αμφισβήτηση την ίδια την ύπαρξη του καπιταλιστικού συστήματος.
Εν ολίγοις, τα εμπορεύματα δεν μπορούν να πουλιούνται στην τιμή τους χωρίς αυτό να οδηγήσει σε πολύ μεγάλες ανισότητες στα ποσοστά κέρδους, ανισότητες από τις οποίες ο καπιταλισμός δεν θα μπορούσε να επιβιώσει. Στην πραγματικότητα, οι καπιταλιστές προσελκύονται από τους κλάδους εκείνους της παραγωγής στους οποίους το ποσοστό κέρδους είναι το υψηλότερο δυνατό, και απωθούνται από εκείνους στους οποίους το ποσοστό κέρδους είναι χαμηλό. Αυτές οι διαρκείς μεταφορές κεφαλαίου οδηγούν σε μια τάση προς την εξίσωση των ποσοστών κέρδους. Επομένως, τα ποσοστά κέρδους κάθε κλάδου ανάγονται σε ένα γενικό ποσοστό κέρδους, που καθορίζεται από τον λόγο ανάμεσα στη συνολική υπεραξία που παράγεται από την εταιρεία και το σύνολο του κεφαλαίου που χρησιμοποιείται για την παραγωγή αυτής της υπεραξίας. Πώς είναι αυτό δυνατόν;
Ένα εμπόρευμα αντιστοιχεί σε μια κοινωνική ανάγκη, απαντά σε μια έγκυρη απαίτηση4. Όσο πιο σημαντική η κοινωνική ανάγκη, τόσο πιο πιθανό είναι ότι τα εμπορεύματα αυτά θα πουληθούν σε μεγάλες ποσότητες. Η αυξανόμενη ζήτηση μπορεί, λοιπόν, να ενθαρρύνει τους καπιταλιστές να αυξήσουν τις τιμές. Αντίστροφα, όταν η ζήτηση είναι μειωμένη, οι καπιταλιστές αναγκάζονται να κατεβάσουν τις τιμές των εμπορευμάτων του ώστε να μπορούν να βρουν αγοραστή. Οι τιμές των εμπορευμάτων, λοιπόν, αλλάζουν σύμφωνα με την εναλλαγή προσφοράς και ζήτησης. Είναι μ’ αυτή την έννοια που μπορούμε εύλογα να μιλήσουμε, μαζί με τον Μαρξ, για έναν “μετασχηματισμό των ανταλλακτικών αξιών σε τιμές παραγωγής”.
Ισοδυναμεί, όμως, η επιβεβαίωση αυτού του γεγονότος, με την άρνηση, στο σύνολό της, της θεωρίας της αξίας που έχει αναπτυχθεί; Για τον Μαρξ, ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Πράγματι, αν και ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης εξηγεί τις μεταβολές στις τιμές των εμπορευμάτων, δεν εξηγεί με κανέναν τρόπο τι είναι αυτό που καθορίζει αυτή την τιμή παραγωγής, από τη στιγμή που η προσφορά και η ζήτηση συμπίπτουν. Όταν η προσφορά και η ζήτηση αντισταθμίζουν η μια την άλλη, η τιμή παραγωγής των εμπορευμάτων συμπίπτει με την αξία τους, συνεπώς αντιστοιχεί στον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας για την παραγωγή τους.
Μέση τιμή και υπερκέρδος
Το να πούμε ότι η τιμή παραγωγής ενός εμπορεύματος διαφέρει περισσότερο ή λιγότερο από την αξία του, σημαίνει να ισχυριστούμε ότι η υπεραξία που αποσπάται από τον μεμονωμένο καπιταλιστή δεν αντιστοιχεί ακριβώς σ’ αυτήν που παράγεται από τους εργάτες τους οποίους απασχολεί άμεσα. Αν η τιμή παραγωγής ενός εμπορεύματος είναι μικρότερη από την αξία του, τότε ένα μέρος της υπεραξίας που παράγεται από τους εργάτες δεν συσσωρεύεται στον καπιταλιστή, που πουλά το εμπόρευμα, αλλά πέφτει στα χέρια ενός άλλου. Ανάλογα, ένας καπιταλιστής, που πουλά ένα εμπόρευμα με μια τιμή παραγωγής μεγαλύτερη από την αξία του, αποσπά την υπεραξία που έχει δημιουργηθεί από έναν άλλο καπιταλιστή. Πρέπει λοιπόν να ειπωθεί ότι υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στο κέρδος και την υπεραξία. Το κέρδος που βγάζει ο καπιταλιστής δεν είναι ίσο με την υπεραξία που παράγεται από τους εργάτες που απασχολούνται άμεσα από αυτόν. Η τιμή παραγωγής δεν είναι το άθροισμα του κόστους παραγωγής και της υπεραξίας. Παραμένει λοιπόν να προσδιορίσουμε τους νόμους που ορίζουν την απόκτηση των ατομικών κερδών από τους καπιταλιστές. Ο Μαρξ επισημαίνει δύο: έναν νόμο που καθορίζει την απόκτηση ενός μέσου κέρδους και έναν άλλον, που καθορίζει την απόκτηση ενός υπερκέρδους.
Το μέσο κέρδος
Έχουμε δει ότι η μεταφορά κεφαλαίου ανάμεσα σε κλάδους της παραγωγής οδηγεί σε μια εξίσωση των ποσοστών κέρδους. Όλοι οι τομείς της καπιταλιστικής παραγωγής τείνουν σε ένα μοναδικό ποσοστό κέρδους: το γενικό ποσοστό κέρδους. Αυτό είναι δυνατόν στον βαθμό που τα εμπορεύματα δεν πουλιούνται στην αξία τους αλλά στην τιμή παραγωγής τους. Αν ένας εμπλέκεται σε μια βιομηχανία, έχει τότε κάθε λόγο να ελπίζει για ένα μέσο κέρδος, δηλαδή ένα κέρδος καθοριζόμενο από τον λόγο ανάμεσα στο κεφάλαιο που έχει επενδύσει και το γενικό ποσοστό κέρδους.
Ο τύπος που χρησιμοποιείται από τον Μαρξ για τον καθορισμό του μέσου κέρδους είναι ο ακόλουθος:
p = pr * p’
όπου p = μέσο ποσοστό κέρδους, pr = κόστος παραγωγής5, p’ = γενικό ποσοστό κέρδους.
Έτσι, αν ένας καπιταλιστής επενδύσει 100 ευρώ σε μια επιχείρηση και το ποσοστό κέρδους είναι 20%, το κέρδους που θα αποκτήσει θα είναι 100*(20/100) = 20 ευρώ.
Σ’ αυτή τη διαδικασία δεν λαμβάνουμε υπόψιν την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου μιας και, όπως έχουμε πει, με τον μετασχηματισμό των αξιών σε τιμές παραγωγής, τα κέρδη που αποσπώνται από τους μεμονωμένους καπιταλιστές δεν εξαρτώνται από την εργασία που θέτουν άμεσα υπό την απασχόλησή τους αλλά εξαρτώνται από το γενικό πσοσστό κέρδους.
Επομένως, το κεφάλαιο αυτό των 100 ευρώ μπορεί να διαιρεθεί ως 80c+20v, 70c+30v ή 85c+15v· αν το ποσοστό κέρδους είναι πάντα 20%, τότε το μέσο κέρδος θα είναι επίσης 20%.
Ο πίνακας που ακολουθεί δείχνει πώς ο μετασχηματισμός των αξιών σε τιμές επιτρέπει την εδραίωση ενός γενικού ποσοστού κέρδους κι ενός μέσου ποσοστού κέρδους:
Κεφάλαιο |
Κόστος παραγωγής |
ποσοστό υπεραξίας (100%) |
Αξία |
μέσο κέρδος |
Τιμή |
Α. 80c+20v |
50 |
25 |
75 |
20% |
75 |
Β. 70c+30v |
70 |
20 |
90 |
20% |
90 |
Γ. 85c+15v |
45 |
15 |
60 |
20% |
65 |
Στον πίνακα αυτό βλέπουμε ότι:
• Ο καπιταλιστής A πουλά τα εμπορεύματά του σε μια τιμή χαμηλότερη από την αξία τους (διαφορά -5)
• Ο καπιταλιστής B πουλά τα εμπορεύματά του στην τιμή της αξίας τους (η τιμή και η αξία είναι ίσες)
• Ο καπιταλιστής Γ πουλά τα εμπορεύματά του σε μια τιμή μεγαλύτερη από την αξία τους (διαφορά +5)
Συνεπώς, ο σχηματισμός του γενικού ποσοστού κέρδους υποδεικνύει ότι οι καπιταλιστές μπορούν να ελπίζουν ότι θα αποκτήσουν με το ίδιο κεφάλαιο το ίδιο ποσοστό κέρδους άσχετα από τον κλάδο στον οποίο επενδύουν. Εδώ, 100 ευρώ αρχικά καταβληθέντος κεφαλαίου μετασχηματίζονται σε 120 ευρώ.
Επιπλέον, βλέπουμε ότι ο καπιταλιστής Β πουλά τα εμπορεύματά τους στην ακριβή τιμή τους. Γιατί; Επειδή η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου του αντιστοιχεί στη μέση οργανική σύνθεση, αυτήν που καθορίζει το γενικό ποσοστό κέρδους. Τέλος, βλέπουμε ότι οι διαφορές μεταξύ αξίας και τιμής αντισταθμίζονται μεταξύ τους· για το ένα κεφάλαιο η διαφορά είναι -5, για το άλλο +5. Εδώ έχουμε λάβει υπόψιν μόνο τρεις κλάδους παραγωγής, αλλά για τον Μαρξ αυτή η αντιστάθμιση των διαφορών μεταξύ αξιών και τιμών επιτυγχάνεται πραγματικά μόνο μεταξύ όλων των κλάδων της καπιταλιστικής παραγωγής.
Αν, όμως, οι καπιταλιστές ικανοποιούνταν με την απόσπαση ενός μέσου κέρδους, δεν θα μπορούσαμε να καταλάβουμε το φαινόμενο του ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού. Αυτός μπορεί να κατανοηθεί μόνο με την ύπαρξη του υπερκέρδους.
Το υπερκέρδος
Ο στόχος όλων των καπιταλιστών είναι η απεριόριστη επιδίωξη κέρδους. Με κάθε μέσο, πρέπει από τα λεφτά να βγάλουν περισσότερα λεφτά. Θα μας εξέπλησσε, λοιπόν, πολύ αν οι καπιταλιστές ικανοποιούνταν μόνο με ένα μέσο κέρδος. Στην πραγματικότητα, κάθε ευκαιρία είναι καλή για την απόκτηση ενός κέρδους μεγαλύτερου από το μέσο κέρδος. Ο στόχος κάθε καπιταλιστή είναι να αποκτήσει το μεγαλύτερο μέρος της υπεραξίας που επιτυγχάνεται από ολόκληρη την εργατική τάξη. Ο Μαρξ ονομάζει υπερκέρδος αυτό το κέρδος που αποκτά ο καπιταλιστής νικώντας στον ανταγωνισμό με διάφορες τεχνικές παραγωγής ανώτερες από τον μέσο όρο. Πώς είναι αυτό δυνατόν;
Η εισαγωγή ενός καινούριου μηχανήματος θα αυξήσει την παραγωγικότητα, κάτι που θα έχει ως συνέπεια τη μείωση του αναγκαίου χρόνου για την παραγωγή εμπορευμάτων. Αλλά, όπως έχουμε δει, αυτό που καθορίζει την αξία των εμπορευμάτων είναι ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας, που αντιστοιχεί στον μέσο βαθμό παραγωγικότητας. Έτσι, ένας καπιταλιστής που καταφέρνει και παράγει σε συνθήκες πάνω από τις μέσες συνθήκες, θα έχει τη δυνατότητα να επωφεληθεί περισσότερο από τους άλλους, κι αυτό γιατί μπορεί να πουλά τα εμπορεύματά του σε μια τιμή μεγαλύτερη από την ατομική τους αξία. Με όρους τιμών, αυτό ισοδυναμεί με το να πούμε ότι ο καπιταλιστής θα μετατρέψει ένα μέρος του κόστους παραγωγής του εμπορεύματος σε επιπλέον κέρδος ή υπερκέρδος.
Ο καπιταλιστής μειώνει τον αναγκαίο χρόνο εργασίας για την παραγωγή των εμπορευμάτων του, και, μ’ αυτόν τον τρόπο, και το κόστος παραγωγής κάθε εμπορεύματος, αν το πάρουμε ως μεμονωμένο εμπόρευμα. Όμως, στον βαθμό που πουλά τα εμπορεύματά του στην ίδια τιμή όπως και πριν, μέρος της αξίας που πήγαινε στο κόστος παραγωγής θα επιστρέψει τώρα ως υπερκέρδος.
Ο ενδοκαπιταλιστικός ανταγωνισμός, που εκδηλώνεται στην κούρσα για υπερκέρδος, συνιστά, λοιπόν, τον κινητήρα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Ο στόχος των μεμονωμένων καπιταλιστών είναι να παράγουν όσο το δυνατόν περισσότερα σε όσο το δυνατόν συντομότερο χρονικό διάστημα ώστε να παραμείνουν μπροστά από τον ανταγωνισμό και να βγάλουν το μεγαλύτερο δυνατόν κέρδος. Αυτή η γενική κίνηση έχει, με τη σειρά της, ως συνέπεια να μειώνει τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας για την παραγωγή των εμπορευμάτων και, συνεπώς, να μειώνει την τιμή τους6.
Συμπέρασμα
Μπορούμε να συνοψίσουμε όσα προηγήθηκαν αντλώντας τα εξής συμπεράσματα:
• Παρά τη μετατροπή των αξιών σε τιμές, ο νόμος της αξίας παραμένει ο νόμος που τελικά καθορίζει τις τιμές παραγωγής. Η προσφορά και η ζήτηση εξηγούν τις μεταβολές των τιμών αλλά, μόλις αντισταθμιστούν η προσφορά και η ζήτηση, η τιμή ενός εμπορεύματος καθορίζεται από τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας για την παραγωγή του.
• Η διαμόρφωση του γενικού ποσοστού κέρδους μας δείχνει ότι οι καπιταλιστές δεν ενδιαφέρονται μόνο για την εκμετάλλευση των προλετάριων που έχουν άμεσα στη δούλεψή τους αλλά στην εκμετάλλευση ολόκληρου του προλεταριάτου7. Η υπεραξία που αποσπάται από τους μεμονωμένους καπιταλιστές δεν συσχετίζεται άμεσα με αυτήν που παράγεται από τους εργάτες που έχουν άμεσα στη δούλεψή τους: μπορεί να είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη, και είναι μ’ αυτή την έννοια που το κέρδος καιη η υπεραξία είναι δυο διαφορετικές κατηγορίες.
1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://agitationautonome.com/2019/09/09/marx-et-la-critique-de-leconomie-politique-episode-3.
2 Στμ. Η οργανική σύνθεση ορίζεται βασικά ως ο λόγος σταθερό/μεταβλητό κεφάλαιο (c/v).
3 Κι αυτό είναι το πρόβλημα σήμερα για το κεφάλαιο: ότι για να αυξήσει το ποσοστό εκμετάλλευσης και το ποσοστό κέρδους θα πρέπει να αυξήσει την παραγωγικότητα μέσω της αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, δηλαδή μέσω της αύξησης του c, μέσω της αύξησης βασικά του σταθερού κεφαλαίου – τεχνολογική καινοτομία, εξοπλισμός κλπ. – δηλαδή να μειώσει το ποσοστό κέρδους (ή με όρους της ανάλυσης του Surplus Club για να αυξήσει το ποσοστό εκμετάλλευσης θα πρέπει να αυξήσει το ποσοστό εκμετάλλευσης!). Βασικά είναι όντως έτσι: όσο μεγαλύτερη η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου τόσο μικρότερο το ποσοστό κέρδους.
4 Στμ. Στο πρωτότυπο: elle répond à une demande solvable.
5 Σημειώστε ότι το κόστος παραγωγής δεν είναι ίσο με το άθροισμα c+v, για τον απλό λόγο ότι η αξία του σταθερού κεφαλαίου δεν έχει μεταφερθεί πλήρως στα μηχανήματα. Σε βιομηχανίες στις οποίες η αξία του σταθερού κεφαλαίου είναι σημαντική, η πραγματική φυσιολογική φθορά των μηχανημάτων συμβαίνει μόνο μετά από ένα συγκεκριμένο αριθμό παραγωγικών κύκλων. Αυτός ο πίνακας λαμβάνει υπόψιν τους διαφορετικούς κύκλους κυκλοφορίας [rotation] του κεφαλαίου. Το ζήτημα της κυκλοφορίας του κεφαλαίου δεν το έχουμε προσεγγίσει εδώ για να μη “βαρύνουμε” την παρουσίαση, ίσως αποτελέσει αντικείμενο μεταγενέστερης επεξεργασίας.
6 Και, αν συνδέσουμε αυτό το φαινόμενο με ό,τι έχουμε πει στα προηγούμενα επεισόδια, βλέπουμε τις συνέπειες που έχει κάτι τέτοιο για την παραγωγή της σχετικής υπεραξίας. Στον Τόμο ΙΙΙ του Κεφαλαίου, ο Μαρξ θεωρεί ότι αυτή η γενική κίνηση οδηγεί επίσης σε μια πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους. Λόγω της έλλειψης χώρου δεν θα συζητήσουμε ούτε αυτό το ζήτημα εδώ.
7 Στμ. Αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό γιατί μας δείχνει ουσιαστικά ότι ο ανταγωνισμός μεταξύ των καπιταλιστών είναι στην πραγματικότητα συνέπεια της τάσης του κεφαλαίου να μεγιστοποιήσει την εκμετάλλευση του προλεταριάτου ως ολότητας, ως τάξης συνολικά, επίσης ως τάξη και ολότητα το ίδιο! Πίσω από τον ανταγωνισμό των ατομικών κεφαλαίων δεν κρύβεται κάποιο “ένστικτο” αλληλοεξόντωσης ή “διαίρεσης” μεταξύ των καπιταλιστών – εν είδει “τυφλής δύναμης” που ενεργεί, όπως ειπώθηκε και παραπάνω, στους παράγοντες της ταξικής πάλης – δεν κρβεται ο κατακερματισμός του κεφαλαίου και της τάξης των καπιταλιστών αλλά η ενότητά της! Στην πραγματικότητα πρέπει να δούμε αυτή την τάση ως απόδειξη της ολιστικής λειτουργίας του κεφαλαίου που μεγιστοποιώντας την εκμετάλλευση του προλεταριάτου συνολικά ενδυναμώνει εξίσου συνολικά την τάξη των καπιταλιστών.