του William I. Robinson, Truthout1
Σε συνέχεια της πρόσφατης κάλυψης των διαμαρτυριών στην Νικαράγουα, δημοσιεύουμε το παρόν κομμάτι κοιτάζοντας το ευρύτερο πλαίσιο των αριστερώς Σαντινίστας και του Ντανιέλ Ορτέγα στην κρατική εξουσία και το μοντέλο τους καπιταλιστικής ανάπτυξης. Συνιστούμε να δείτε και τις άλλες μας αναρτήσεις“One Million Hands Flourishing” της Tanya H.F. και “It’s No Longer About Social Security: Inside the Nicaraguan Student Protests” και “A Door Has Been Opened: Nicaragua’s April 19 Uprising” από την Miranda de las Calles. #TheLeftInPower
Η εικόνα που προσεκτικά καλλιεργούνταν από τον Νικαραγουανό πρόεδρο Ντανιέλ Ορτέγκα και τους υποστηρικτές του ως σημαιοφόρου της λαϊκής επαναστατικής διαδικασίας που καθοδηγήθηκε από τους Σαντινίστας [Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο των Σαντινίστας, FSLN] τη δεκαετία του 1980, κατέρρευσε σχεδόν εντελώς στον απόηχο των μαζικών διαμαρτυριών που ξέσπασαν τον τελευταίο μήνα ενάντια στις μεταρρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό που άφησαν πίσω δεκάδες νεκρούς, και εκατοντάδες τραυματίες και φυλακισμένους. Για μερικούς, οι διαμαρτυρίες ήταν ένα σχέδιο οργανωμένο από τις ΗΠΑ για να αποσταθεροποιήσουν μια επαναστατική κυβέρνηση. Για άλλους, ήταν μια έκρηξη μαζικής δυσαρέσκειας ενάντια σε ένα διεφθαρμένο και αυταρχικό καθεστώς.
Οι ΗΠΑ και η παραδοσιακή ολιγαρχία της Νικαράγουα αν και θα ήθελαν σίγουρα να έχουν ένα πιο ενδοτικό καθεστώς στην εξουσία, έχουν βολευτεί με την κυβέρνηση του Ορτέγκα. Ο εσωτερικός κύκλος των Σαντινίστας έχει χακάρει τον δρόμο του στις τάξεις της ελίτ της χώρας σε μια διαδικασία που φτάνει πίσω στον απόηχο της επανάστασης της δεκαετίας του 1980, αποδεικνύοντας ότι είναι ικανοί να επιβλέψουν έναν καινούριο γύρο καπιταλιστικής ανάπτυξης με την επιστροφή τους στην εξουσία το 2007. Ο Ορτέγκα και το FSLN ντύσανε έναν αριστερίστικο λόγο την προσπάθειά τους να εγκαθιδρύσουν μια λαϊκίστικη διαταξική συμμαχία γύρω από το σχέδιο αυτό καπιταλιστικής ανάπτυξης κάτω από την στιβαρή ηγεμονία του κεφαλαίου και της της κρατικής ελίτ των Σαντινίστας.
Αν και το FSLN διατήρησε μια μαζική, αν και φθίνουσα, βάση ανάμεσα στην αγροτιά της χώρας και τη φτωχολογιά των πόλεων, η ηγεσία του συνήψε σύμφωνο με την παραδοσιακή ολιγαρχία· κατέστειλε τους αντιφρονούντες· πλούτισε με την λεηλασία κρατικών πόρων και μέσα από μια συμμαχία με το διεθνικό κεφάλαιο· και χρησιμοποίησε στρατιωτικές, αστυνομικές και παραστρατιωτικές δυνάμεις για να καταστείλει βίαια τους αγρότες, τους εργάτες και τα κοινωνικά κινήματα που αντιτίθενται στις πολιτικές της.
Η καπιταλιστική ανάπτυξη στην Νικαράγουα έχει μπει τώρα σε μια περίοδο κρίσης. Η ανακοίνωση της κυβέρνησης ότι θα περικόψει τις πληρωμές προς τους συνταξιούχους και θα αυξήσει το ποσοστό της απαιτούμενης συμμετοχής από τους εργάτες και τις επιχειρήσεις στις συντάξεις ήταν η σπίθα που πυροδότησε την εξέγερση του Απριλίου. Αλλά η πολιτική ένταση και η κοινωνική σύγκρουση χτίζονταν εδώ και χρόνια, και είναι αυτή η κρίση του καπιταλισμού που αποτελεί το μεγαλύτερο σκηνικό των πρόσφατων γεγονότων.
Η μπουρζουαζία των Σαντινίστας
Οι Σαντινίστας ανέβηκαν για πρώτη φορά στην εξουσία το 1979 στον απόηχο της μαζικής εξέγερσης που ανέτρεψε την δικτατορία του Αναστάζιο Σομόζα. Μια δεκαετία διαρκών παρεμβάσεων από τις ΗΠΑ – που συμπεριλάμβαναν μια αντεπαναστατική στρατιωτική εκστρατεία, έναν οικονομικό αποκλεισμό και παρέμβαση στην εσωτερική πολιτική (για να μην αναφέρουμε τα λάθη των ίδιων των Σαντινίστας) – οδήγησαν τελικά στην απομάκρυνση, μέσα από εκλογές, των Σαντινίστας από την κυβέρνηση το 1990.
Η εκλογική ήττα έριξε το κόμμα των Σαντινίστας σε μια οξεία εσωτερική κρίση γύρω από τα προγράμματα, τον ιδεολογικό προσανατολισμό και την στρατηγική. Ενώ η βάση των Σαντινίστας πήρε μέρος σε μια συστηματική αντίσταση στο νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα των αρχών της δεκαετίας του 1990, μια καινούρια ελίτ των Σαντινίστας έκανε επίσης την εμφάνισή της μεταξύ αυτών που είχαν αποκτήσει σημαντικές ιδιοκτησίες στη διάρκεια της αλλαγής του καθεστώτος στη δεκαετία του 1990 ιδιωτικοποιώντας για λογαριασμό τους αυτά που ήταν κρατικά περιουσιακά στοιχεία και δημόσια ιδιοκτησία. Αυτή η λεηλασία και προσωπική ιδιοποίηση κρατικής περιουσίας από τους ηγέτες των Σαντινίστας και τους γραφειοκράτες ήταν γνωστή στη Νικαράγουα ως “piñata”.
Καθώς προχωρούσε η δεκαετία του 1990, οι νέοι Σαντινίστας ιδιοκτήτες γης και επιχειρηματίες άρχισαν να αναπτύσσουν μια συνάφεια ταξικών συμφερόντων – και να συγχωνεύονται – με την αστική τάξη. Η καινούρια ελίτ των Σαντινίστας σταδιακά μετακινήθηκε από την καθοδήγηση των λαϊκών τάξεων στην αντίστασή τους στο αντεπαναστατικό πρόγραμμα της καπιταλιστικής ανοικοδόμησης στην χρησιμοποίηση της (φθίνουσας) εξουσίας του κόμματος ώστε να περιορίσει/συγκρατήσει τις τάξεις αυτές και να ελέγξει την κινητοποίησή τους. Παρ’ όλα αυτά η ηγεσία του FSLN συνέχισε να νομιμοποιεί τον εαυτό της με μια επαναστατική ρητορική που δεν αντιστοιχούσε πλέον σε οποιοδήποτε πολιτικό πρόγραμμα ή συμπεριφορά άλλη από το να επεκτείνει τα δικά της συμφέροντα ως ομάδα και να εξασφαλίσει μια θέση ανάμεσα στο κυρίαρχο μπλοκ της καινούριας νεοφιλελεύθερης τάξης.
Tο 1999 το FSLN έκλεισε μια συμφωνία μια πτέρυγα της παραδοσιακής ολογαρχίας γνωστής ως Φιλελεύθερη Συμμαχία (Liberal Alliance), με την οποία οι δυο πολιτικές δυνάμεις διαπραγματεύτηκαν έναν διακανονισμό μοιράσματος της εξουσίας. Εν τω μεταξύ, στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, η αστυνομία και ο στρατός απέβαλλαν τον επαναστατικό τους χαρακτήρα και άρχισαν όλο και περισσότερο να εκτοπίζουν βίαια αγρότες που είχαν αποκτήσει κομμάτια γης στην ύπαιθρο, αν χτυπάνε απεργούς εργάτες που καταλάμβαναν εργοστάσια ή κυβερνητικά γραφεία και να διαλύουν ειρηνικές, συχνά, διαδηλώσεις στους δρόμους.
Καθώς υπέβαλλε καινούρια κυβερνητική υποψηφιότητα για τις εκλογές του 2006, το FSLN διαβεβαίωσε τους Νικαραγουανούς και διεθνείς καπιταλιστές ότι θα υπερασπιζόταν τα συμφέροντά τους αλλά, σε αντάλλαγμα, θα έπρεπε να συμβιβαστούν με ένα μονοπώλιο των Σαντινίστας στην πολιτική εξουσία. Κερδίζοντας τις εκλογές, το FSLN κατέθεση το οικονομικό του πρόγραμμα σε ένα κείμενο πολιτικής, με τον τίτλο “The New Sandinista Project” (“Το Νέο Σχέδιο των Σαντινίστας”). Σύμφωνα με το κείμενο, η οικονομική πολιτική των Σαντινίστας θα βασιζόταν στην σύνδεση των παραγωγών μικρής-κλίμακας με τον μεγάλο ιδιωτικό τομέα, στον “σεβασμό όλων των μορφών ιδιοκτησίας”, το ελεύθερο εμπόριο, την προσέλκυση επενδύσεων από τις μεγάλες πολυεθνικές και την επέκταση της αγροτοβιομηχανίας. Το πρόγραμμα αυτό εκπονήθηκε σε στενή συνεργασία με τον κύριο σύνδεσμο των μεγάλων επιχειρήσεων, το Superior Council on Private Enterprise, σε αυτό που η κυβέρνηση αποκαλεί “συνεργασία δημόσιου-ιδιωτικού τομέα”.
Το πρόγραμμα περιελάμβανε, ταυτόχρονα, την επαναεθνικοποίηση του εκπαιδευτικού συστήματος και του συστήματος υγείας, περισσότερες κοινωνικές δαπάνες και άλλα δημοφιλή μέτρα πρόνοιας, αν και αυτά θα διανέμονταν από τα δίκτυα πατροναρίσματος του FSLN. Ο Bayardo Arce, ένας πρώην ηγέτης της επανάστασης που έγινε ο κύριος οικονομικός σύμβουλος της κυβέρνησης Ορτέγκα και σύνδεσμός της με τον ιδιωτικό τομέα, περιέγραψε το πρόγραμμα των Σαντινίστας ως “μια οικονομία της αγοράς με μια προτίμηση για τους φτωχούς”. Ενώ επιδίωκε την αναδιανομή μέσω των κοινωνικών δαπανών, το FSLN ουσιαστικά διέλυσε τον “χώρο της κοινωνικής ιδιοκτησίας” που πρωτοδημιουργήθηκε με την επανάσταση στη δεκαετία του 1980, που συμπεριελάμβανε τον κρατικό και συνεταιριστικό τομέα, ώστε το 96 τοις εκατό της ιδιοκτησίας στη χώρα να είναι τώρα στα χέρια του ιδιωτικού τομέα.
Από τη στιγμή που επανέκτησε τη εξουσία η μπουρζουαζία των Σαντινίστας αύξησε εξαιρετικά τον πλούτο της. Ηγετικά στελέχη τους, συγκεντρωμένα γύρω από τον Ορτέγκα, έχουν επενδύσει πολλά σε έναν καινούρο κύκλο καπιταλιστικής ανάπτυξης που περιλαμβάνει τον τουρισμό, την αγροτοβιομηχανία, τον χρηματοπιστωτικό τομέα, τις εισαγωγές-εξαγωγές και τις υπεργολαβίες για τους maquiladoras2. Ο Arce, ένας από τους ιδιοκτήτες της αγροτοεμπορικής κοινοπραξίας AgriCorp και ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στη Νικαράγουα, είναι εμβληματική περίπτωση. Επιπλέον, ένα άλλο έναυσμα που πυροδότησε τις διαμαρτυρίες του Απριλίου λίγες μόλις μέρες πριν την αναγγελία του σχεδίου για το συνταξιοδοτικό ήταν μια δημόσια έκθεση για τον πλούτο που αποκτήθηκε παράνομα από τον επικεφαλής του ελεγχόμενου από τους Σαντινίστας Ανώτατου Εκλογικού Συμβουλίου, Roberto Rivas, που περιελάμβανε βίλες στην Κοσταρίκα, Ισπανία και Νικαράγουα· τρία ιδιωτικά τζετ· έναν στόλο πολυτελών αμαξιών που είχαν εισαχθεί στη χώρα ως λαθραία· και μια φυτεία καφέ.
Οι αντιφάσεις του καπιταλισμού στη Νικαράγουα
Τα τωρινά προβλήματα της Νικαράγουα είναι ριζωμένα στις αντιφάσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης της χώρας – μέρος της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης που συμπεριλαμβάνει μια τεράστια επέκταση εξορυκτικών δραστηριοτήτων, αγροτοεπιχειρήσεων, τουρισμού, μεγα-σχέδια παραγωγής ενέργειας και υποδομών σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική για να τροφοδοτηθεί μια αδηφάγα παγκόσμια οικονομία και να φουσκώσουν τα ταμεία των πολυεθνικών. Στη Νικαράγουα, η κυβέρνηση Ορτέγα διηύθυνε αυτόν τον νέο γύρο καπιταλιστικής επέκτασης, συμπεριλαμβανομένων ενός κύματος επενδύσεων από πολυεθνικές και τοπικές εταιρείες σε ζώνες ελεύθερου εμπορίου, αγροτοβιομηχανία, εξορύξεις, ξυλεία και τουρισμό, με το κίνητρο των φορολογικών απαλλαγών από την κυβέρνηση, τις παραχωρήσεις γης και άλλες πολιτικές που εξύμνησαν οι νεοφιλελεύθεροι θεσμοί όπως το ΔΝΤ.
Υπό το καθεστώς Ορτέγα, η βιομηχανία εκμετάλλευσης των maquiladora επεκτάθηκε ραγδαία στις ζώνες ελεύθερου εμπορίου, στις οποίες περισσότερες από 100.000 νέες ως επί το πλείστον γυναίκες γαζώνουν ρούχα για Ασιατικές και Βορειοαμερικανικές εταιρείες και τους υπεργολάβους τους στη Νικαράγουα. Οι καπιταλιστές των πολυεθνικών προτιμούν τη Νικαράγουα από γειτονικές χώρες εξαιτίας των υπερβολικά χαμηλών μισθών, του αυστηρού ελέγχου των εργατών και της σχετικής πολιτικής σταθερότητας που έχει επιτευχθεί από την κυβέρνηση Ορτέγα. Οι εργάτες παίρνουν περίπου $157 τον μήνα, κατά μέσο όρο, τον χαμηλότερο μισθό για οποιουσδήποτε εργάτες maquiladora στην Κεντρική Αμερική και υπολογίζεται ότι καλύπτει μόλις ένα 33% των βασικών αναγκών ενός νοικοκυριού. Το 2016, τα ΜΑΤ κατέστειλαν βίαια μια απεργία για αύξηση μισθών, καλλίτερες εργασιακές συνθήκες και το δικαίωμα της οργάνωσης σε ανεξάρτητα συνδικάτα, οδηγώντας σε μια διεθνή εκστρατεία για την απελευθέρωση όσους είχαν φυλακιστεί στα γεγονότα.
Ακτιβιστές από περιβαλλοντικές και οργανώσεις κοινοτήτων που αγωνίζονται ενάντια στις παραχωρήσεις στης κυβέρνησης στις πολυεθνικές για σχέδια εξόρυξης χρυσού μεγάλης κλίμακας έχουν βρεθεί απέναντι στα ΜΑΤ. Οικολόγοι έχουν επίσης συνενωθεί με χιλιάδες αγρότες, Ιθαγενείς και κατοίκους Αφρικανικής καταγωγής στις διαμαρτυρίες ενάντια στην κατασκευή ενός διαωκεάνειου καναλιού σύνδεσης του Ατλαντικού με τον Ειρηνικό από μια κινεζική επιχείρηση, στην οποία η κυβέρνηση Ορτέγα παραχώρησε τα αποκλειστικά δικαιώματα το 2013. Η παραχώρηση δίνει επίσης το ΟΚ σε μια σειρά παράπλευρων σχεδίων όπως τουριστικά θέρετρα, μια ακόμα Ζώνη ελευθέρου εμπορίου, έναν πετρελαιοαγωγό και ένα διεθνές αεροδρόμιο.
Στην πραγματικότητα, πριν από τις διαμαρτυρίες του Απριλίου είχε προηγηθείο μια μαζική διαμαρτυρία εξαιτίας μιας φωτιάς που είχε ξεσπάσει έναν μήνα πριν κατακαίγοντας 12.000 εκτάρια του Φυσικού Καταφυγίου Indio Maiz στην οικολογικά εύθραυστη παράκτια περιοχή της Καραϊβικής, που περιγράφηκε ως “η πιο τραγική οικολογική καταστροφή που έχει ζήσει ποτέ η Νικαράγουα”. Σε κάτι που οι ειδικοί της πολιτικής οικονομίας αποκαλούμ διαδικασία ανοίγματος του “αγροτικού μετώπου”, άκληροι αγρότες εκτοπισμένοι από πιο τακτοποιημένες περιοχές, ενθαρρύνθηκαν από την κυβέρνηση των Σαντινίστας να προωθηθούν στο Καταφύγιο και άλλες οικολογικά εύθραυστες περιοχές.
Η “οικονομία της αγοράς με προτίμηση στους φτωχούς” έδειξε θετικά αποτελέσματα όσον αφορά τους κοινωνικούς δείκτες. Η άνοδος στις διεθνείς τιμές των εμπορευμάτων, ένα κύμα ξένων επενδύσεων και σημαντική βοήθεια από την επαναστατική Βενεζουέλα βοήθησαν στη διατήρηση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, μείωση της φτώχειας και επέκταση των κοινωνικών υπηρεσιών. Καθώς, όμως, η βοήθεια από τη Βενεζουέλα που χρηματοδοτούσε αυτά τα κοινωνικά προγράμματα περιορίστηκε εξαιτίας την οικονομικής κρίσης σ’ αυτή τη χώρα, και καθώς η κυβέρνηση είχε επεκτείνει καταστροφικές εξορυκτικές επιχειρήσεις σε νέες περιοχές, οι αντιφάσεις και τα όρια του μοντέλου των Σαντινίστας οδήγησαν σε αυξανόμενη δυσαρέσκεια. Καθώς οι οικονομικές δυσκολίες ορθώνονται, οι ρυθμοί ανάπτυξης έχουν μειωθεί και η κυβέρνηση Ορτέγα έφτασε σε μια συμφωνία με διεθνείς οικονομικούς θεσμούς για την εφαρμογή ενός όλο και πιο έντονα νεοφιλελεύθερου προγράμματος, συμπεριελαμβανομένων περικοπών στην επιδότηση του ηλεκτρικού, την ιδιωτικοποίηση των υποδομών και τη μείωση των συντάξεων.
Αλλά το αντιφατικό σχέδιο των Σαντινίστας της προώθησης αφενός των κοινωνικών επενδύσεων και της ανεμπόδιστης συσσώρευσης πολυεθνικού κεφαλαίου από την άλλη, μέσα από παροχές, φοροαπαλλαγές και καταστολής των διαμαρτυριών των αγροτών και των εργατών και των αντιφρονούντων βρίσκεται τώρα μπροστά στην κυβέρνηση Ορτέγα. Η μπουρζουαζία των Σαντινίστας αντιμετωπίζει ένα δίλημμα: τα ταξικά της συμφέροντα την αποτρέπουν από το να αμφισβητήσει/προκαλέσει τι διεθνικό κεφάλαιο ή να οργανώσει ένα σχέδιο μετασχηματισμού, αλλά, παρ’ όλα αυτά, η νομιμοποίησή της στη διατήρηση μιας επαναστατικής ρητορικής και ανάληψης αναδιανεμητικών μεταρρυθμίσεων.
Η κυβέρνηση των Σαντινίστας είναι τώρα το αλεξικέραυνο για τις καταστροφές που έχει επιφέρει ο παγκόσμιος καπιταλισμός στη χώρα με έναν τρόπο ανάλογο αυτού που συνέβη κάτω από τη δικτατορία του Σομόζα, ισχυρίζεται ο διαπρεπής Νικαραγουανός κοινωνικός επιστήμονας Jose Luis Rocha στον απόηχο των διαμαρτυριών του Απριλίου “Η δικτατορία του Σομόζα ήταν ένα σύστημα προσδεμένο στην υπερεθνική δυναμική του καπιταλισμού, τα συμφέροντα του οποίου εκπροσωπούσε αλλά δεν μπορούσε να ελέγξει”. Από αυτή την άποψη, ο Σομόζα “δεν μπορούσε να θεωρηθεί πλήρως υπεύθυνος για όλα τα προβλήματα που [η καπιταλιστική ανάπτυξη] έφερε στον απόηχό του. Αλλά καθώς η δικτατορία Σομόζα ήταν ένα σύστημα αλληλοπλεγμένο με αυτή τη δυναμική και ο δικτάτορας ήταν ο τοπικός αντιπρόσωπός της, η οργή του λαού βρήκε σ’ αυτήν τον συγκεκριμένο στόχο της” – με τον ίδιο τρόπο που η λαϊκή οργή στοχοποιεί τώρα την κυβέρνηση Ορτέγα.
Αυταπάτες της Αριστεράς
Αν από την μια τα προβλήματα τη Νικαράγουα δεν μπορούν να διαχωριστούν από τις αντιφάσεις του καπιταλισμού, δεν μπορούν επίσης να διαχωριστούν από τη μακρά ιστορία παρεμβάσεων των ΗΠΑ. Από την απροκάλυπτη/πλήρη αντεπανάσταση στη δεκαετία του 1980, η Ουάσιγκτον μετακινήθηκε στην ενίσχυση της καπιταλιστικής ηγεμονίας στην κοινωνία των πολιτών της Νικαράγουα μέσα από νέες μορφές παρέμβασης στην εσωτερική πολιτική – έχω γράψει δύο βιβλία σχετικά με αυτό το ζήτημα τη δεκαετία του 1990. Αυτός ο τύπος πολιτικής παρέμβασης συνεχίζεται από τη δεκαετία του 1990 και στην πραγματικότητα εντάθηκε μετά την επιστροφή του Ορτέγα στην εξουσία. Περιλαβάνει τη χρηματοδότηση ομάδων υποστήριξης της κοινωνίας των πολιτών που αντιτίθενται στους Σαντινίστας. Μερικές από αυτές τις ομάδες συμμετείχαν στης διαδηλώσεις του Απριλίου. Έχω δείξει αλλού ότι αυτή η χρηματοδότηση απευθύνεται περισσότερο στην αντιμετώπιση οποιασδήποτε αντικαπιταλιστικής ριζοσπαστικοποίησης της κοινωνίας των πολιτών παρά στην υπονόμευση της ηγεσίας του FSLN. Επιπλέον, η Ουάσιγκτον είναι ιδιαίτερα αναστατωμένη με την λεκτική αντίθεση του Ορτέγα στον παρεμβατισμό των ΗΠΑ στη Λατινική Αμερική, την υποστήριξή του στην υπό πολιορκία Βενεζουελάνικη επανάσταση και τη συμμετοχή της Νικαράγουα στην υπό την ηγεσία της Βενεζουέλας Μπολιβαριανή Εναλλακτική για την Αμερική (ALBA), την οποία οι ΗΠΑ έχουν προσπαθήσει συστηματικά να διαλύσουν.
Παρ’ όλα αυτά, φαίνεται ότι δεν πρέπει μέσα στη διεθνή αριστερά να αφεθεί η ψευδαίσθηση ότι κυβερνήσεις όπως αυτή του FSLN στη Νικαράγουα ή του Εθνικού Αφρικανικού Κογκρέσου (ANC) στην Νότια Αφρική εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν μια επαναστατική διαδικασία που προωθεί τα συμφέροντα των λαϊκών και εργατικών μαζών – όταν, μάλιστα, αυτές οι καινούριες άρχουσες κάστες στρέφονται στην κλιμακούμενη καταπίεση/καταστολή αυτών των μαζών, λεηλατούν το κράτος και επιβάλλουν τα συμφέροντα του πολυεθνικού κεφαλαίου. Στο The Wretched of the Earth, ο Frantz Fanon προειδοποίησε ότι οι νέες ελίτ που ανήλθαν στην εξουσία από εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα απαιτούν ο κόσμος “να κυλίσει στο παρελθόν και να μεθύσει από την ανάμνηση της εποχής” που οδήγησε στην εθνική απελευθέρωση, ακόμα κι όταν οι πρακτικές τους και η επιδίωξη των δικών τους ταξικών συμφερόντων προδίδει αυτούς τους ιστορικούς αγώνες.
Κάποιοι ανάμεσα σ’ αυτήν την αριστερά αρπάζονται από την ιστορία των παρεμβάσεων των ΗΠΑ για να στηρίξουν τον ισχυρισμό του Ορτέγα ότι οι διαμαρτυρίες του Απριλίου και η αυξανόμενη αναταραχή είναι το αποτέλεσμα μιας εκστρατείας αποσταθεροποίησης των ΗΠΑ ανάλογη με αυτήν που είχαν εξαπολύσει εναντίον της χώρας τη δεκαετία του 1980 ή αυτήν που τώρα έχουν εξαπολύσει ενάντια στη Βενεζουέλα. Σύμφωνα με αυτή την στρεψόδικη/μπερδεμένη λογική, αν οι ΗΠΑ προτιμούν να δουν τον Ορτέγα να εκτοπίζεται από έναν πιο παραδοσιακό αντιπρόσωπο της καπιταλιστικής ολογαρχίας, τότε, έπεται εκ τούτου ότι ο Orteguismo συνιστά μια επαναστατική διαδικασία και, συνεπώς, αυτοί που αντιτίθενται σ’ αυτόν είναι αντεπαναστατικά όργανα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού.
Μια πιο εύλογη αποτίμηση ήρθε από το Λατινοαμερικάνικο Συμβούλιο Κοινωνικής Πολιτικής (Latin American Social Science Council). Στο δελτίο τύπου της 24ης Απριλίου, το Συμβούλιο καταδίκασε με έμφαση την κυβερνητική καταστολή απέναντι στους διαδηλωτές ενώ ταυτόχρονα απέρριψε την “κυνική χειραγώγηση” των διαμαρτυριών από την παραδοσιακή ολιγαρχία και τον διεθνή τύπο. “Προσπαθούν να κεφαλαιοποιήσουν την εσωτερική κρίση αν και δεν έχουν πει τίποτα για την καταστολή, τις δολοφονίες και τις παραβιάσεις της ελευθερίας του λόγου στην Ονδούρα” ή σχετικά “με την πολιτική καταπίεση που έχει κοστίσει τις ζωές εκατοντάδων από τα κοινωνικά κινήματα, αγροτών, ιθαγενών και οικολόγων ηγετών στην Κεντρική Αμερική, το Μεξικό και την Κολομβία”.
Η πραγματική τραγωδία των διαδηλώσεων του Απριλίου δεν είναι ότι απειλούν μια φανταστική επαναστατική διαδικασία αλλά ότι ο πληθυσμός είναι εγκλωβισμένος ανάμεσα στην διεφθαρμένη και καταπιεστική κυβέρνηση Ορτέγα και την παραδοσιακή ολιγαρχία, υποστηριζόμενης από την παγκόσμια δεξιά που ποτέ δεν αισθάνθηκε άνετα με το μονοπώλιο των Σαντινίστας στην πολιτική εξουσία και επιθυμεί να σφετεριστεί την εξέγερση για να ανακτήσει την εξουσία για τον εαυτό της. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι όταν ο Ορτέγα ανήγγειλε ότι ανακαλεί την μεταρρύθμιση στο συνταξιοδοτικό, δεν περιβαλλόταν από κανέναν αντιπρόσωπο των διαδηλωτών “από τα κάτω” αλλά από τους ιδιοκτήτες των εταιρειών από τις ζώνες ελεύθερου εμπορίου και την ηγεσία του Ανώτατου Συμβουλίου των Ιδιωτικών Επιχειρήσεων.
Σχόλιο του μεταφραστή: Προφανώς υπάρχει διάσταση εκτίμησης μας με τον συγγραφέα του άρθρου όσον αφορά αυτή την “δύο μέτρων και δύο σταθμών” ειδική μεταχείριση που επιφυλάσσει για το καθεστώς Μαδούρο – για την κατάσταση στη Βενεζουέλα έχουμε αφιερώσει αρκετό χώρο προσπαθώντας να αναδείξουμε ακριβώς τις ίδιες αυταπάτες της αριστεράς που ο συγγραφέας εδώ καταλογίζει μόνο στο καθεστώς Ορτέγα. Κι αυτό είναι ένα οξύμωρο που θα θέλαμε να αναδειχτεί σχετικά με τα όρια μιας ανάλυσης της πραγματικότητας αυτών των “εθνικοαπελευθερωτικών”, “αντιιμπεριαλιστικών” προπυργίων που η αριστερά φαντασιώνεται. Επιπλέον αποτελεί μια αρκετά αντικειμενική πηγή πληροφόρησης για το τι συμβαίνει στη Νικαράγουα, για την οποία η ενημέρωσή μας δεν είναι ιδιαίτερα επαρκής. Μια άλλη ειδησειογραφική πηγή είναι και αυτό το άρθρο από τον Guardian: https://www.theguardian.com/commentisfree/2018/jun/06/the-guardian-view-on-nicaraguaprotests-on-the-brink.
1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: http://blackrosefed.org/nicaragua-development-left-mirage.
2 Στμ. Στο Μεξικό και άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής, maquiladora ή maquila είναι μια βιοτεχνική δραστηριότητα στην οποία εργοστάσια εισάγουν συγεκριμένα υλικά και εξοπλισμό σε μια βάση απαλλαγής από δασμούς και φόρους για συναρμολόγηση, επεξεργασία ή κατασκευή και στη συνέχεια εξάγουν τα προϊόντα αυτά, μερικές φορές στις χώρες προέλευσης των πρώτων υλών. Είναι ένα είδος ειδικών οικονομικών ζωνών όπως τις βλέπουμε σε πολλές χώρες.