Τις τελευταίες μέρες, η αριστερά πασχίζει να κατανοήσει το πολιτικό φαινόμενο των “κίτρινων γιλέκων”, μιας και αυτό δεν αναδύεται άμεσα από τις παραδοσιακές μορφές πολιτικής ζύμωσης. Ως εκ τούτου, κάθε απόπειρα κριτικής ανάλυσης αυτού του κινήματος θυσιάζεται στο βωμό μιας σιωπηρής υποστήριξης, χωρίς καμία διερώτηση πάνω στο ποιος είναι ο κόσμος που κινητοποιείται, γιατί και πώς ή, καλύτερα, εκφράζεται με συμπαράσταση στων αγώνα των “beaufs”2, που δεν διαμαρτύρονται για τους “σωστούς σκοπούς”, λες και η ταξική συνείδηση κατέλαβε δια μαγείας τους προλετάριους. Εν τω μεταξύ, δεν μπορούμε να συνοψίσουμε τα γεγονότα ως κάποιον άγαρμπο χειρισμό της άκρας δεξιάς, εντελώς στον αέρα, και αποτέλεσμα μιας κοινωνικής αναταραχής κατασκευασμένης με βίντεο του Facebook.
Η οχλοβοή γύρω από τα “κίτιρνα γιλέκα” είναι ένα σύμπτωμα της πολιτικής συγκυρίας στην οποία βρισκόμαστε, μιας συγκυρίας που γεννιέται από την κρίση του καπιταλισμού και τη διάλυση κάθε αναγνωρίσιμης και κοινής εργατικής ταυτότητας. Αυτή η απώλεια των κοινών αναφορών έγινε βίαια και ορισμένες συζητήσεις εντός της ριζοσπαστικής αριστεράς (μερικές φορές περισσότερο προσκολλημένες σε ένα φανταστικό παρελθόν παρά στην κατανόηση της πολύπλοκης σύνθεσης των τάξεων στους σύγχρονους κοινωνικούς αγώνες) επικεντρώνονταν στο ερώτημα: τι ποσοστό από τους προλετάριους που χρησιμοποιούν αυτοκίνητο πλήττεται άμεσα από την αύξηση στις τιμές του ντήζελ; Επιστρέφουμε πολύ συχνά στο αντιδραστικό φαντασιακό της παλιάς καλής αγροτικής Γαλλίας της υπαίθρου, στην οποία ζούσε η πλειοψηφία των “φτωχών” (η έννοια του προλεταριάτου που έπεφτε γρήγορα στην “παγίδα”). Κατά τη γνώμη μας, είναι πιο σημαντικό να επικεντρωθούμε στο πολιτικό περιεχόμενο αυτού του κινήματος και σε τι μεταφράζεται πρακτικά.
Η πολυμορφία των κίτρινων γιλέκων, όπως φαίνεται από τα σημεία της κινητοποίησής τους, επέτρεψε σε όλους να τρέξουν να τους καπελώσουν με το ιδεολογικό σημαιάκι τους, προβάλλοντας το κίνημα από την οπτική που τους ταιριάζει. Έτσι, η l’ Action Française (Γαλλική Δράση), η Bastion Social (πρώην GUD), το Rassemblement National, οι Ρεπουμπλικάνοι αλλά και η France Insoumise (Ανυπότακτη Γαλλία) του Μελανσόν, διάφορες ομάδες τροτσκιστών από την NPA έως τη Lutte Ouvrière, ή ακόμα και αναρχικοί, που έσπευσαν να διαδώσουν τον καλό λόγο, όλοι προσπάθησαν να διεκδικήσουν τα πρωτεία της νίκης και υπερηφανεύτηκαν για τη σχετική επιτυχία αυτής της κινητοποίησης σε σύγκριση με αυτήν της 17ης Νοεμβρίου – θυμηθείτε ότι 250.000 διαδηλωτν σ’ όλη τη Γαλλία, θεωρείται ήττα αν πρόκειται για μια κινητοποίηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων, κι εδώ δεν πρόκειται καν για απεργία.
Το επεισόδιο Marcel Campion3 θα έπρεπε να χρησιμεύσει ως μάθημα σ’ εκείνους που, παρασυρμένοι από τη φλόγα της μαζικοποίησης, αποφεύγουν να σκεφτούν από πού οδηγείται ο θυμός εκείνων που κατεβαίνουν στο δρόμο πάνω σε διαταξικές βάσεις, ακολουθώντας τις φιλελεύθερες αξιώσεις των μικρο-αφεντικών. Γιατί ναι, όλες οι δημοσκοπήσεις εκφράζουν το γεγονός ότι “οι άνθρωποι είναι θυμωμένοι”. Αλλά πρέπει να αναρωτηθούμε τι καταλαβαίνουμε όταν μιλάμε για οργισμένους “ανθρώπους” και εναντίον τίνος στρέφεται αυτός ο θυμός;
Εάν τώρα οι μπάτσοι, οι φασίστες και μια μερίδα των αφεντικών κατάφεραν να συνδεθούν γύρω από τα αιτήματα που διατυπώνονται από τα “κίτρινα γιλέκα”, δεν πρόκειται για καθαρή σύμπτωση ή τυχαία ανάκαμψη μιας αντίθετης με τη διαίσθηση σύγκλισης: έγκειται στό ότι η δυναμική αυτού του κινήματος συμπίπτει με τα ταξικά τους συμφέροντα. Ή τουλάχιστον, στο ότι η σύγχυση που επικρατεί δεν τους απειλεί άμεσα, τουλάχιστον στο μητροπολιτικό έδαφος. Η κατάσταση είναι αρκετά διαφορετική, για παράδειγμα, στη Ρεϋνιόν (που επηρεάζεται λόγω του ποσοστού 22% της ανεργίας στον ενεργό πληθυσμό) όπου το κίνημα δεν λαμβάνει υπερταξικές διαστάσεις αλλά εκδηλώνεται στις φτωχότερες και πιο φυλετικοποιημένες γειτονιές (με φαινόμενα όπως ταραχές, λεηλασίες πολυκαταστημάτων, την αστυνομία να μοιράζει σήματα πολιτοφυλακής στους καταστηματάρχες για να συγκροτήσουν αντίστοιχες ομάδες, την απαγόρευση της κυκλοφορίας, κλπ.).
Άσχετα από το πώς κάποιοι μεμονωμένοι διαδηλωτές εκφράζουν την κόπωσή τους με άτακτο τρόπο μπροστά σε κάμερες που ψάχνουν “σοκαριστικές” δηλώσεις, το κίνημα χτίστηκε γύρω από έναν “πουτζαντιστικό”4 λόγο διαμαρτυρίας ενάντια στους “φόρους” και τους “δασμούς” που “στίβουν” τον κόσμο, κάτι που απέχει πολύ από το να είναι ταξική πάλη (και, αντίθετα από αυτό που διαδίδεται, σχεδόν το 70% της αύξησης στις τιμές των καυσίμων προέρχεται από διακυμάνσεις στην τιμή του πετρελαίου και όχι από μια εσκεμμένη πολιτική του κράτους).
Η απόφαση τους να “μπλοκάρουν τη χώρα” ένα Σάββατο, χωρίς να επιτεθούν στους χώρους παραγωγής, είναι κάθε άλλο παρά ανώδυνη, και είναι διασκεδαστικό να σημειώσουμε ότι ο Martinez, ο σοσιαλοδημορκάτης, διαθέτει καλύτερη ανάλυση της τάξης από ό,τι οι αριστεροί, επιβεβαιώνοντας ότι “η CGT δεν κατεβαίνει ούτε με την άκρα δεξιά ούτε με τα αφεντικά”. Μια άκρα δεξιά που γίνεται ολοένα και πιο άνετη (ναζιστικοί χαιρετισμοί, καταδόσεις μεταναστών στην αστυνομία, έκκληση σε αντισημίτες μιλιτάντηδες, ρατσιστικές και ομοφοβικές επιθέσεις κλπ.), ακριβώς επειδή η κινητοποίηση της 17ης Νοεμβρίου δεν έγινε σε ταξικές και προλεταριακές βάσεις αλλά σε εδαφικές και λαϊκιστικές.
Σε απόλυτη αντίθεση με τα καταφανή στοιχεία και στοχεύοντας να εφεύρουν νέους συμμάχους για να στελεχώσουν τις τάξεις των “επαναστατημένων”, οι αριστεριστές φαντάζονται ότι μοιράζονται τουλάχιστον έναν κοινό εχθρό με τα κίτρινα γιλέκα: τους καπιταλιστές ή, αν όχι, τους “πλούσιους”. Αλλά πώς μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι αυτό το κίνημα αντιτίθεται στην αστική τάξη όταν αποφεύγει να καταπιαστεί με τα νευραλγικά σημεία της οικονομίας, να διοργανώσει πορείες στις δημοτικές αίθουσες ή να αντιπαρατεθεί, έστω και συμβολικά, με τους τοπικά εκλεγμένους αντιπροσώπους;
Η μεταχείριση από τα ΜΜΕ και από την αστυνομία αυτής της κινητοποίησης φανερώνει επίσης πολλά για τον βαθμό απειλής που αντιπροσωπεύει για το κράτος και την οικονομία: τηλεοπτικά ρεπορτάζ που συμπάσχουν με όσα, σε οποιοδήποτε άλλο πλαίσιο, θα περιγράφονταν ως ταραχές, καταστολή σχετικά σπάνια και καθόλου βίαιη απέναντι σε μη ανακοινωμένες και, επομένως, παράνομες συναθροίσεις, μια Le Monde που μιλά για “αντιφατική ισορροπία ασφαλείας” ενώ αναφέρει έναν θάνατο και εκατοντάδες τραυματίες επειδή δεν υπήρξαν υλικές ζημιές…
Ωστόσο, η επόμενη της 17ης Νοεμβρίου, ανέδειξε τοπικές πρωτοβουλίες που πήγαιναν πέρα από μια μάχη για τους φόρους. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η έλλειψη αυστηρού συντονισμού έχει οδηγήσει σε κάποιες “υπερβολές”, που έχουν ξεφύγει από το αρχικό πλαίσιο αιτημάτων, λαμβάνοντας έναν παρασυνδικαλιστικό προσανατολισμό, ιδίως μέσω των αποκλεισμών αποθηκών, που έχουν φοβίσει τα αφεντικά, ή οδηγώντας σε ρατσιστικές, σεξιστικές και ομοφοβικές επιθέσεις που προκύπτουν άμεσα από τον λαϊκιστικό χαρακτήρα αυτών των εκδηλώσεων. Πράγματι, “λαός” σημαίνει να ανήκει κανείς σε μια “εθνική κοινότητα” από την οποία αποκλείονται απαραιτήτως οι αλλοδαποί.
Μένει να μάθουμε αν οι σκόρπιες ομάδες των διαφωνούντων “κίτρινων γιλέκων” είναι σε θέση να επιβιώσουν ανεξάρτητα από μια εθνική δυναμική, όταν το κύμα κινηματικής σύγχυσης θα έχει ξεθωριάσει. Το κίνημα βασίστηκε σε ένα διάχυτο και πραγματικό θυμό μεταξύ διαφόρων πληθυσμών αλλά, ελλείψει σταθερού και καλώς ορισμένου περιεχομένου, είναι πιθανό να εκραγεί αφού αποτελείται από “αγανακτισμένους πολίτες” και δεν έχει φτιαχτεί πάνω σε μια κοινή πολιτική βάση, αν και όλοι προσπαθούν να το καπελώσουν. Αυτή είναι η έλλειψη μιας κοινής πολιτικής βάσης που οδήγησε στην αποτυχία του κινήματος των πηρουνιών (Fourches) το 2013 στην Ιταλία, ένα λαϊκιστικό κίνημα, εν μέρει αντιφορομπηχτικό και εξίσου “παγιδευμένο” με το κίνημα των “κίτρινων γιλέκων”.
Από την πλευρά των αριστερών, οι φιλόσοφοι της ENS αρκούνται στο “να παρατηρούν” τη μικρή στιγμή τους με τον “λαό” (ε, συγγνώμη, τις “διάχυτες υποκειμενικότητες”), η συγκίνηση της εξέγερσης των πολιτών τούς διαπερνά κι αρχίζουν να ονειρεύονται ταραχές και οδοφράγματα στο όνομα ενός αγώνα ενάντια στην αυξανόμενη τιμή του ντήζελ. Αυτό γιατί το συγκεκριμένο αίτημα απευθύνεται στο κράτος, που αποτελεί τον νωτιαίο μυελό της κινητοποίησης, και όχι σε κάποιο αντικαπιταλιστικό ασυνείδητο, που θα είχε ανθίσει, φυσικά, στις πολιτικές ενέργειες των “αγανακτησμένων” (“indignés”).
Η Ακυβέρνητη Γενιά (Génération Ingouvernable) καλεί “να τους μπερδέψουμε μέσα στη σύγχυσή τους”, μια έκκληση κατεξοχήν πολιτική. Αλλά γιατί κατηγορεί τους ρομαντικούς επαναστάτες, τους ίδιους που αποκαλούσε “zbeul” κατά τη διάρκεια του τελευταίου Παγκοσμίου Κυπέλλου; Και ιδού μερικοι ακόμα ποιητές που επανεμφανίζονται: Το Lundi Matin, ισχυριζόμενο πως το “κίτρινο γιλέκο” έχει “συμβολική χρήση” της στροφής της ασφάλειας ενάντια στην ασφάλεια και την τάξη: “Αυτό που αρχικά επιβλήθηκε ως μέσο ασφάλειας αποκτά μια κοινωνική πτυχή(…) Έξω από τα αυτοκίνητά τους, τα “κίτρινα γιλέκα” αναγνωρίζονται αμοιβαία μέσα στο κατεπείγον που προκαλείται από την ξαφνική υποβάθμιση του τρόπου ζωής τους”.
Όλος αυτός ο αριστερός παροξυσμός είναι στο ίδιο λογικό συνεχές με τους αναρχικούς που θεώρησαν πως το κίνημα για την οικονομική ανεξαρτητοποίηση της Καταλονίας θα μπορούσε να οδηγήσει στην άμεση κατάργηση του καπιταλισμού ή ότι η παγιοποίηση του κουρδικού κράτους στη Ροτζάβα είχε την οποιαδήποτε σχέση με την κομμουνιστική επανάσταση. Ό,τι κινείται είναι κόκκινο, ό,τι είναι οργισμένο είναι επαναστατικό και μπορούμε να φτιάξουμε σοκολατίνες από τα υπολείμματα κολοκυθιών οκγρατέν.
Η παρομοίωση με την ιταλική αυτονομία τη; δεκαετίας του 1970 ήταν από μόνη της αρκετά τραβηγμένη, απλώς και μόνο για να αποδοθεί ο όρος “αστική εξέγερση” σ’ έναν περίπατο πολιτών συνοδευόμενων από τα ΜΑΤ/CRS. Διαβάζουμε ακόμα κι έναν τροτσκιστή διανοούμενο να κάνει μια σύνδεση μεταξύ “κίτρινων γιλέκων” και των αγώνων ενάντια στη κυκλοφορία του κεφαλαίου (και να ισχυρίζεται ότι γι’ αυτό τα “κίτρινα γιλέκα” είναι εργάτες που παρατάνε το προαύλιο του εργοστασίου, ενώ έπρεπε να λιώνανε σαββατιάτικα μέσα σ’ αυτό). Είναι απαραίτητο να ονειρεύεσαι όταν δεν συμβαίνει τίποτα, γεμίζει τις μέρες που μεσολαβούν δύο συναντήσεων κι αυτό επιτρέπει να ανασυρθούν οι παγωμένες ιδεολογικές συζητήσεις που έπρεπε να μπουν στο ντουλάπι μετά από το τελευταίο κοινωνικό κίνημα.
1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://agitationautonome.com/2018/11/22/des-gilets-jaunes-a-ceux-qui-voient-rouge.
2 Στμ. Στα γαλλικά το αντιδραστικό κομμάτι της λευκής εργατικής τάξης, το αντίστοιχο του αγγλικού rednecks.
3 Ο ιστότοπος Lundi Matin αποθέωνε την έκκληση του Marcel Campion, “βασιλιά των εκθεσιακών χώρων” και παρεμπιπτόντως άνθρωπο των πολυεκατομμυριούχων επιχειρηματιών, υποστηρικτών της Marine Le Pen, να διαμαρτυρηθεί στο πλευρό μας εναντίον της μεταρρύθμισης του εργατικού κώδικα το 2017.
4 Στμ. Poujadism: η πολιτική φιλοσοφία και μέθοδοι που υποστηρίχτηκαν στη Γαλλία τη δεκαετία του 1950 από τον Pierre Poujade, ο οποίος το 1954 ίδρυσε ένα δεξιό λαϊκιστικό κίνημα για την προστασία των βιοτεχνών και των μαγαζοτόρων.