του Alain από την Carbure
(το κείμενο σε pdf)
To παρόν κείμενο μαζί με τις απαντήσεις και τα σχόλια που έχουν γίνει, είναι διαθέσιμο στο περιοδικό Théorie Communiste (https://sites.google.com/site/theoriecommuniste/travail-en-cours-1)
Θέτοντας το ερώτημα για τις μεσαίες τάξεις από τη σκοπιά της κομμουνιστικοποίησης, θέτουμε απλά στους εαυτούς μας το ερώτημα της ύπαρξής τους, της ιστορικής τους καταγωγής ή ποιοί μπορούν να συμπεριλαμβάνοναι σ’ αυτές, με τον τρόπο του ιστορικού ή του κοινωνιολόγου. Το ζήτημα των μεσαίων τάξεων είναι για μας σήμερα αυτό της διαταξικότητας όπως αυτή προκύπτει στους αγώνες από το Κάιρο στην Αθήνα, από το Όκλαντ στη Βαρκελώνη.
Η παγίδα θα ήταν να θέσουμε τη διαταξικότητα ως κάτι που θα έπρεπε να οικτείρουμε ή να ενθαρρύνουμε, ή ως κάτι στο οποίο θα έπρεπε να επενδύσουμε ή να κινηθούμε προς (ακτιβισμός) και συνεπώς να θέσουμε τις μεσαίες τάξεις ως κάτι που πάντα είτε θα πλεόναζε στους αγώνες είτε θα απουσίαζε (πάρα πολλοί “ταραξίες” από μόνοι τους ή πολλοί “επίσημοι” κλπ.). Θα ήταν επίσης συμμετρικό να θέσουμε το προλεταριάτο στην ένωσή του ή όχι με τις μεσαίες τάξεις, αναζητώντας ένα καλό κοκτέιλ τάξεων ικανό να παραγάγει μια επαναστατική στιγμή.
Αλλά τι είναι οι μεσαίες τάξεις; Ένα εύπορο κομμάτι του συστήματος της μισθωτής εργασίας, ένας συγκεκριμένος ρόλος στη συνολική αναπαραγωγή του κεφαλαίου (για παράδειγμα, δραστηριότητες επιτήρησης) ή απλά όλοι οι μισθωτοί με ένα μέσο εισόδημα; Όποτε ανακύπτει αυτό το ερώτημα, οι μεσαίες τάξεις διαλύονται μέσα στο προλεταριάτο ή το αντίστροφο και δεν είναι πλέον καθαρό για ποια διαταξικότητα θα μπορούσε να μιλήσει κανείς ή αν μπορούμε να δούμε τις μεσαίες τάξεις και το προλεταριάτο να στέκονται απέναντι, εκατέρωθεν ενός φανταστικού ταξικού συνόρου.
Δεν αρκεί να πούμε ότι οι μεσαίες τάξεις είναι απλά προλετάριοι που αγνοεί ο ένας τον άλλον, στη βάση ότι ουσιαστικά συγκροτούνται από μισθωτούς, κάτι που θα τις έκανε να είναι αριθμητικά “σχεδόν παντού” (τότε θα επιστρέφαμε στο “99%” που, από αυτή την άποψη, δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα: όντως σύμφωνα με τα στοιχεία του Credoc1 φτάνουμε περίπου στο 80% των εργαζόμενων). Ούτε, όμως, θα ήταν πιο ικανοποιητικό, από την οπτική των αγώνων και της πραγματικότητας της διαταξικότητας, να προσπαθήσουμε να τις δούμε ως αυτό που θα ήταν “καθεαυτές”, ή μόνο σε μια σχέση εξωτερικότητας προς το προλεταριάτο, σαν αμφότερες αυτές οι τάξεις να είναι διαχωρισμένες οντότητες και όχι στοιχεία της ίδιας πραγματικότητας.
To να πούμε ότι οι τωρινοί αγώνες είναι διαταξικοί δεν σημαίνει μόνο να παρατηρήσουμε πως οι μεσαίες τάξεις είναι εκεί αναμεμιγμένες με προλετάριους, με άλλα λόγια με τους αντικειμενικά φτωχότερους (όλοι βγαίνουν στους δρόμους σε περιόδους κρίσης) αλλά να πούμε και να δείξουμε ότι η αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και το προλεταριάτο δεν είναι μόνο η δυναμική που παράγει όλες τις τάξεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (δηλαδή που παράγει το κεφάλαιο ως μια καπιταλιστική κοινωνία), αλλά ότι είναι κι αυτή που οδηγεί στη διάλυσή τους. Συνεπώς το να θεωρούμε τις μεσαίες τάξεις “καθεαυτές” δεν έχει νόημα. Οι μεσαίες τάξεις υπάρχουν μόνο κατά το ότι είναι συστατικές του τι είναι το προλεταριάτο στην αντίθεσή του με το κεφάλαιο. Δεν υπάρχει νόημα στο να θέλουμε τις περιγράψουμε ως κάτι άλλο από μια στιγμή των αγώνων, μια στιγμή στην ταξική πάλη του προλεταριάτου, μια στιγμή της αντίθεσης σε εξέλιξη. Το να ρωτούσαμε κάποιους τι είναι έξω από αυτή τη σχέση με το προλεταριάτο θα ήταν απλά μια άσκηση στην κοινωνιολογία, όπου οι τάξεις είναι παγωμένες σε στρώματα και επίπεδα από τα οποία θα ήταν δυνατό να πάει κανείς και να πάρει δείγματα, ώστε να ξέρει τη σύσταση, για να τα περιγράψει στη συνέχεια στην άπειρη πολυπλοκότητά τους.
Οι μεσαίες τάξεις ορίζονται επίσης συχνά ως εμπεριέχουσες όλες τις μη-παραγωγικές δραστηριότητες που επιτρέπουν στην υπεραξία να υπάρχει πραγματικά, δηλαδή κοινωνικά. Η συνολική αναπαραγωγή των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων παράγεται τότε θεωρητικά ως ταυτόσημη με τη διαδικασία παραγωγής αξίας [αξιοποίηση]. Η παραγωγή υπεραξίας, στην περίπτωση αυτή, δεν ορίζει πλέον μια τάξη, το προλεταριάτο, αλλά το σύνολο της καπιταλιστικής κοινωνίας, ως έναν “ολοκληρωμένο” καπιταλιστικό κόσμο (με την έννοια που ο Ντεμπόρ μιλά για το “ενσωματωμένο/ολοκληρωμένο θεαματικό”).
Αυτός ο τρόπος να κοιτάμε τα πράγματα βασίζεται στο γεγονός ότι είναι στην πραγματικότητα πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, και σε κάθε περίπτωση κουραστικό, να προσδιορίσουμε από την ατομική δραστηριότητα ενός εργαζόμενου πότε παράγει ή όχι υπερσαξία. Αλλά το να ψάχνουμε στην δραστηριότητα των μεμονωμένων προλετάριων ποιες είναι οι στιγμές που παράγουν υπεραξία και ποιες αυτές που απλά αναπαράγουν τις συνθήκες για τη δυνατατότητα παραγωγής της δεν έχει ιδαίτερο ενδιαφέρον και δεν αλλάζει την θεμελιώδη κοινωνική σχέση εκμετάλλευσης: είναι η εκμετάλλευση μιας τάξης από μιαν άλλη που παράγει την υπεραξία και είναι επίσης η εκμετάλλευση που ορίζει την μια τάξη ως αυτή των εκμεταλλευτών και την άλλη ως αυτήν των εκμεταλλευόμενων.
Το να θέσουμε την παραγωγή αξίας ως ταυτόσημη με τη συνολική αναπαραγωγή της καπιταλιστικής κοινωνικής σχέσης κάνει την αντίθεση να εξαφανίζεται ως μια σχέση μεταξύ τάξεων και του τι τις συγκροτεί ως τάξεις. Η πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους γίνεται ένα καθαρά οικονομικό ζήτημα, βρίσκουμε τους εαυτούς μας στο μέσο μιας “κριτικής της αξίας”. Όταν το κεφάλαιο καταλήγει να μην παράγει πλέον αρκετή αξία για την αναπαραγωγή της κοινωνίας συνολικά, είναι τότε, στην καλλίτερη των περιπτώσεων, που εξεγείρεται “ολόκληρη η κοινωνία”. Έχοντας στην πρώτη γραμμή τις “προλεταριοποιημένες” μεσαίες τάξεις, που τελικά επιστρέφουν έτσι στον πραγματικό εαυτό τους, στην προλεταριακή και, συνεπώς, άμεσα επαναστατική τους ουσία.
Αυτή η επέκταση του προλεταριάτου σε όλο το φάσμα των εργαζόμενων, αντανακλά το γεγονός ότι το παραγωγικό προλεταριάτο δεν γίνεται πλέον αντιληπτό ως ένα μη-υποκείμενο, απογυμνωμένο από την εργατική του ταυτότητα και απομονωμένο κοινωνικά στην παραγωγή. Βρίσκει ένα είδος αξιοπρέπειας ή επαναστατικού δυναμικού μόνο όταν είναι πλεονάζον και συνεπώς εκτός της σφαίρας της παραγωγής και άρα ενωνόμενο με την αληθινή του φύση ως επαναστατικό ή εξεγερσιακό (ο δυνάμει ταραξίας) ή, μη βρίσκοντας μια κοινωνική ύπαρξη, βγαίνει από την παραγωγική του απομόνωση μόνο με το να γίνεται “σχεδόν οποιοσδήποτε”, μια “προλεταριοποιημένη” μεσαία τάξη. Λες κι έξω από την προγραμματισμό και την ταξική του ταυτότητα επιβεβαιωμένη στο κεφάλαιο, με άλλα λόγια έξω από την πολιτική του ύπαρξη ως τάξη, το προλεταριάτο έχασε όλη του τη συγκεκριμένη ύπαρξη.
Η έννοια της μεσαίας τάξης ως μιας μάσκας του προλεταριάτου (οι μεσαίες τάξεις είναι προλετάριοι που αγνοούν ο ένας τον άλλο ή αλλιώς η έννοια της μεσαίας τάξης είναι μια ιδεολογική μάσκα της πραγματικότητας του προλεταριάτου) είναι τότε το γεγονός μιας θεωρητικοποίησης που παρέχει στον εαυτό της τα υποκείμενα που χρειάζεται για τους σκοπούς της. Αλλά αυτό που συγκαλύπτεται τότε είναι τα πραγματικά προβλήματα που τίθενται από τον κατακερματισμό της τάξης.
Μπορεί πάντα κάποιος να θέσει μια a priori ενότητα των προλετάριων, παραγωγικών ή όχι, στη βάση του ότι όλοι πρέπει να υπόκεινται στη μισθωτή σχέση, δηλαδή την εκμετάλλευση· παραμένει, όμως, το γεγονός ότι αυτή η ενότητα δεν είναι καθόλου ενοποιητική, υπάρχει μόνο ως άμεσος διαχωρισμός όλων των προλετάριων μεταξύ τους, ως το γεγονός ότι ερχόμαστε διαρκώς αντιμέτωποι με τις συγκεκριμένες καταστάσεις κάθε κομματιού της τάξης. Η κοινή κατάσταση των εκμεταλλευόμενων δεν είναι τίποτα άλλο από τον διαχωρισμό τους. Το ερώτημα που πρέπει να θέσουμε στους εαυτούς μας δεν είναι αυτό μιας a priori ενότητας αλλά αυτό της ανανέωσης ή όχι αυτού του διαχωρισμού, γιατί αυτό είναι το ερώτημα που προκύπτει στους αγώνες όταν αυτοί τείνουν να γενικευτούν, όταν γίνονται διαταξικοί: είναι η ένταση που υπάρχει ακόμα και στην ενότητα που απορρέει απλά από το γεγονός ότι ερχόμαστε αντιμέτωποι με την πραγματικότητα του διαχωρισμού. Η “κοινότητα της κατάστασης” δίνεται μόνο αφηρημένα ή γενικά σε αυτό που είναι ο καθένας στο κεφάλαιο, γίνεται μια πραγματική ένταση μόνο στους αγώνες.
Η ενότητα της τάξης δεν υλοποιείται άμεσα σαν μια σχέση ανάμεσα σε ανθρώπους (δεν αρκεί να “μιλάνε μεταξύ τους οι άνθρωποι” για να προχωρήσουν πέρα από το ανήκειν στην τάξη: αυτός είναι μάλλον ο μύθος της “συνάρθροισης”), αλλά σε μια δραστηριότητα ενάντια στο κεφάλαιο, με άλλα λόγια ενάντια στην ίδια την ταξική τους ύπαρξη, μια δραστηριότητα στην οποία τα άτομα δεν βρίσκουν πλέον την δυνατότητα του προσδιορισμού τους στους καπιταλιστικούς κοινωνικούς ρόλους. Αυτό μπορεί να συμβεί μόνο σε πολύ έντονες συγκρούσεις, που τείνουν να γενικευτούν στο σύνολο της κοινωνίας και να σβήσουν από τη στιγμή που η ένταση της σύγκρουσης υποχωρεί. Η επιδίωξη και η επέκταση αυτής της δυναμικής είναι μια στιγμή κομμουνιστικοποίησης.
Συνεπώς δεν είναι ζήτημα του να πούμε “δεν υπάρχει άλλο προλεταριάτο από το παραγωγικό προλεταριάτο” ούτε “είμαστε όλοι εκμεταλλευόμενοι, είμαστε όλοι προλετάριοι”, αλλά να ταυτοποιήσουμε πώς υπάρχει αυτή η τάση για ενότητα και μέσα από ποιες συγκεκριμένες συγκρούσεις εντός της τάξης. Για να δώσουμε ένα γενικό παράδειγμα, στη διάρκεια της κατάληψης ή του μπλοκαρίσματος ενός εργασιακού χώρου βρίσκονται στον ίδιο χώρο τόσο κόσμος που δουλεύει εκεί όσο και άτομα που έχουν έρθει για να συμμετάσχουν στον αγώνα. Η κατάσταση που αναδύεται είναι διαφορετική κάθε φορά και εξαρτάται από το περιεχόμενο του αγώνα (διεκδικητικός ή όχι κλπ.) και τη δραστηριότητα των ατόμων που συμμετέχουν σ’ αυτόν. Το γεγονός ότι ο εργασιακός χώρος, ακόμα κι αν είναι υπό κατάληψη ή αποκλεισμό, διατηρεί τη λειτουργία του παραμένει φυσικά το πρώτο όριο αυτού του τύπου καταστάσεων. Όμως, η διάρρηξη της κοινωνικής συμπαγότητας ενός εργασιακού χώρου, το ότι οι εργαζόμενοι βρίκονται εκτός εργασιακού χώρου και αναμεμιγμένοι με άλλους για κάτι διαφορετικό από τη δουλειά, βάζει τους πάντες μπροστά στη μαρτυρία της αυθαιρεσίας ενός εργασιακού χώρου, του κοινωνικού τους ρόλου στον καπιταλιστικό κόσμο. Ο εργασιακός χώρος διαπερνιέται λοιπόν από κοινωνικές σχέσεις διαφορετικές από αυτές που του επιτρέπουν να υπάρχει ως εργασιακός χώρος. Αυτό που μπορεί να εμφανιστεί, στον βαθμό που η σύγκρουση τείνει να γενικευτεί, είναι ο διαχωρισμός τόσο του παραγωγικού εργαλείου όσο και του υπολοίπου της κοινωνίας, ο διαχωρισμός του ενός ατόμου από το άλλο (ο διαχωρισμός της κοινωνίας σε τάξεις) ως ο διαχωρισμός των ατόμων από την ίδια τη δραστηριότητά τους, δηλαδή αυτή η ίδια η συνθήκη των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων. Το σπάσιμο αυτού του διαχωρισμού και η επίτευξη της ενότητας στον αγώνα είναι ο μόνος τρόπος για να συνεχιστεί ο αγώνας, αλλά η αναπαραγωγή αυτού του διαχωρισμού είναι τελικά ο μόνος τρόπος για να είναι κάποιος αυτό που είναι κοινωνικά. Εδώ είναι που βρίσκουμε αυτό που μπορούμε να πούμε τάση προς την ενότητα, που πιο συχνά απλά σκιαγραφείται και μπορεί να είναι αποτελεσματική μόνο στη διαδικασία της κομμουνιστικοποίησης.
Η έρευνα για μια ενότητα της τάξης στη βάση του εισοδήματος, η αφομοίωση του προλετάριου στον απασχολούμενο μάς κάνει να χάνουμε από τη ματιά μας την ιδιαιτερότητα των αποκαλούμενων μεσαίων τάξεων στον ΚΤΠ, μια ιδιαιτερότητα που υπάρχει μόνο σε σχέση με την πραγματική παραγωγική εργασία, εξαιτίας της αντίφασης της πτώσης του ποσοστού κέρδους, σε αυτό που ωθεί το κεφάλαιο στην ιστορική του ανάπτυξη, χωρίς να αφήνει τίποτα απ’ έξω, να γίνει μια κοινωνία. Αυτό που διακυβεύεται είναι αυτό που διακυβεύεται στην ανάπτυξη της συνεργασίας, πρώτα μεταξύ των εργατών και στη συνέχεια ανάμεσα σε διαφορετικούς κλάδους της καπιταλιστικής παραγωγής και την κοινή αναγκαιότητα του διαχωρισμού των δραστηριοτήτων τους, της διαίρεσης της εργασίας, και συνεπώς της ανάπτυξης των σφαιρών της διοίκησης, της κυκλοφορίας κλπ., ένας κατακερματισμός που απαιτείται από την παραγωγική διαδικασία αξιοποίησης, στην πορεία της ανάπτυξής της.
Το κεφάλαιο διαχωρίζει τους εργάτες (με τον μισθό, με την απώλεια του ελέγχου πάνω στο τι παράγεται και πώς είναι κλπ.) καθώς τους φέρνει κοντά μαζικά στην παραγωγική διαδικασία και αυτός είναι ο τρόπος που κοινωνικοποιεί την εργασία· το αποτέλεσμα αυτής της ενότητας/διαίρεσης είναι η καπιταλιστική κοινωνία, κατά το ότι συγκροτείται στην πραγματικότητα, με έναν λειτουργικό τρόπο, από κομμάτια τάξεων: τις λεγόμενες μεσαίες τάξεις, που εμφανίζονται σ’ αυτή τη διαδικασία, που καταδεικνύουν ότι το κεφάλαιο είναι η καπιταλιστική κοινωνία, ότι ο τρόπος παραγωγής γίνεται κοινωνία. Η καπιταλιστική εργασία δεν μπορεί να γίνει συλλογική εργατική δύναμη (οι μισθοί είναι ατομικοί), μια κοινότητα εργατών (σοσιαλισμός) όχι περισσότερο από όσο μπορούν οι προλετάριοι να ενωθούν στη βάση αυτού που είναι ως τάξη.
Οι μεσαίες τάξεις δημιουργούνται από το κεφάλαιο καθώς αυξάνει η οργανική του σύνθεση, η πραγματική κυριαρχία του επί της εργασίας, και μέσα από αυτή τη διαδικασία συγκροτούν την κοινωνία που είναι πραγματικά το κεφάλαιο (αυτή η κοινωνία, που η αρχή και ο σκοπός της είναι η παραγωγή αξίας, γίνεται ιδεολογικά για τις μεσαίες τάξεις ο κανονικός σκοπός του κεφαλαίου: το κεφάλαιο που αναπαράγουν υπάρχει τελικά για να αναπαράγονται οι ίδιες). Από αυτή την άποψη, δεν συγκρίνονται με τα μεσαία στρώματα άλλων τρόπων παραγωγής ή τυπικής κυριαρχίας, η ύπαρξη των οποίων είχε να κάνει λιγότερο μ’ αυτό [την αναπαραγωγή τους] στους τρόπους παραγωγής εντός των οποίων υπήρχαν. Ό,τι άφησαν πίσω τους άλλοι τρόποι παραγωγής, σε όρους γνώσης καθώς και πρακτικών, εμπορίου ή τρόπων ανταλλαγής, δεν μπορεί πλέον να διατηρηθεί στην πραγματική κυριαρχία του κεφαλαίου επί της εργασίας. Ολόκληρη η κοινωνία είναι μια κοινωνία του κεφαλαίου.
Η ύπαρξη των μεσαίων τάξεων δείχνει ότι το κεφάλαιο δεν ικανοποιείται μόνο με την αναπαραγωγή του προλεταριάτου στη σχέση εκμετάλλευσης, αλλά ότι στην πλήρη υπαγωγή είναι η κοινωνία συνολικά ως καπιταλιστική κοινωνία που είναι η αυτοπροϋπόθεσή του. Οι μεσαίες τάξεις φέρουν ιδεολογία και πολιτική νομιμοποίηση επειδή ζουν την καπιταλιστική σχέση στον φετιχισμό της διανομής, στην οποία η αξία της εργατικής δύναμης γίνεται (απλά) η τιμή της εργασίας. Η διανομή του εισοδήματος γίνεται γι’ αυτές διανομή του πλούτου: και είναι μ’ αυτόν τον τρόπο που μπορούν να γίνουν ένα αντεπαναστατικό εμπόδιο για το προλεταριάτο, ένα από τα όρια της δικής του ύπαρξης σαν τάξης, της οποίας [οι μεσαίες τάξεις] είναι συστατικό στοιχείο. Τότε, αυτό με το οποίο το προλεταριάτο έρχεται αντιμέτωπο στην διαταξικότητα, με άλλα λόγια στην συγκρουσιακή του σχέση με τις μεσαίες τάξεις, είναι μια από τις ιδεολογικές μορφές της ύπαρξής του στο κεφάλαιο: και για το προλεταριάτο, επίσης, ο μισθός είναι η τιμής της εργασίας. Η ιδεολογία της μεσαίας τάξης είναι αντικειμενικοποίηση των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, είναι ο καπιταλισμός ειδωμένος σαν κοινωνικό συμβόλαιο και όχι σαν κοινωνική σχέση εκμετάλλευσης και αυτή η ιδεολογία δεν είναι κατά κανέναν τρόπο εξωτερική προς αυτό που είναι το προλεταριάτο, αντίθετα, είναι συστατικό της ταξικής σχέσης όπως αυτή υπάρχει πραγματικά. Στην παρούσα κρίση της μισθωτής σχέσης, είναι επίσης αυτή η ιδεολογία που μπαίνει σε κρίση, και είναι ένα από τα ζητήματα των διαταταξικών αγώνων σήμερα.
Αν είναι απαραίτητο στους αγώνες να ασκήσουμε κριτική στις ιδεολογικές θέσεις των μεσαίων τάξεων αυτό δεν πρέπει να μας κάνει να ξεχνάμε ότι αυτή η κριτική δεν μπορεί να γίνει στο όνομα ή με αναφορά σε ένα προλεταριακό υποκείμενο που δεν θα ήταν μιασμένο από την ιδεολογία, ένα καθαρό/αγνό ιστορικό υποκείμενο. Η διαταξικότητα δεν είναι η “πρώτη γραμμή”, και αυτό είναι το πρόβλημα.
Αλλά τελικά, η μισθωτή σχέση δεν μπορεί να έχει το ίδιο περιεχόμενο για έναν εργάτη και έναν δάσκαλο, επειδή η παραγωγή προϊόντων δεν είναι ταυτόσημη με την αναπαραγωγή μιας κοινωνικής σχέσης ή τις συνθήκες μιας κοινωνικής σχέσης (έστω κι αν το να παράγεις προΐόντα είναι κάτι τέτοιο). Όμως, ο εργάτης και ο δάσκαλος βρίσκουν τον εαυτό τους στους αγώνες με έναν αντιφατικό τρόπο, κάποιες φορές διεκδικώντας την ενότητα, κάποιες άλλες συγκρουόμενοι με τον διαχωρισμό τους. Και είναι επίσης σ’ αυτό που οι ταξικές διαιρέσεις είναι πραγματικές καθώς και κινούμενες, και που η διαταξικότητα αναπαράγει ταξικές διαιρέσεις τείνοντας ταυτόχρονα στην κατάργησή τους. Η διαταξικότητα είναι αυτή η σύγκρουση και αυτή η τάση, είναι μια στιγμή της επανάστασης ως διαταξικότητας.
Το ζήτημα της μεσαίας τάξης δεν είναι το αν αποτελεί τον “μέσο όρο” από άποψη εισοδήματος (το μέσο εισόδημα είναι μόνο τυχαίο και ειδικότερα σε σχέση με τον ορισμό του τι είναι οι μεσαίες τάξεις ιδεολογικά, ή για έναν κοινωνιολόγο της εργασίας), αλλά απορρέει επίσης και από το τι κάνουν πραγματικά (λειτουργικά) στον κόσμο του κεφαλαίου. Όμως αυτή η προσέγγιση είναι προβληματική. Οι μεσαίες τάξεις, στον λειτουργικό τους ρόλο στο κεφάλαιο, μπορεί επίσης να είναι ουσιαστικά και οι εργαζόμενοι στα τηλεφωνικά κέντρα που πληρώνονται με συμβόλαια SMIC2. Αυτό δεν σημαίνει ότι αυτοί οι εργαζόμενοι δεν είναι επίσης και προλετάριοι, με άλλα λόγια ότι δεν είναι παγιδευμένοι στην ταξική αντίθεση που πολώνει το σύνολο της κοινωνίας, αλλά ότι αυτό δεν συνεπάγεται οποιαδήποτε ενότητα ή “κοινότητα κατάστασης” εξαιτίας των αντίξοων συνθηκών. Οι μεσαίες τάξεις είναι τόσο αντεπαναστατικές ή ρεφορμιστικές στη φύση τους όσο επαναστατικό είναι στη φύση του και το παραγωγικό προλεταριάτο. Αλλά ακόμα κι αν υποθέσει κανείς στιγμές κοινωνικής “ανυπακοής”, αυτή η ανυπακοή μπορεί να εκδηλωθεί μόνο μέσα από την άμεση (και αντιφατική) κατάσταση των τάξεων όπως είναι στο κεφάλαιο, από αυτό που ειδικά φτάνουν να υπερασπιστούν και/ή να του επιτεθούν κλπ. Και εδώ είναι που τα πράγματα περιπλέκονται.
Επειδή πιθανόν κάποιος δεν μπορεί να αποφύγει το καθήκον να πρέπει να περιγράψει ποιες είναι οι πραγματικές ταξικές διαιρέσεις, όπως αυτές εκδηλώνονται κάθε φορά στους αγώνες, δηλαδή να υποδείξει τις ιδιαιτερότητες σύμφωνα με τη σφαίρα στην οποία τοποθετείται: παραγωγή, αναπαραγωγή (δάσκαλοι, δημόσιοι υπάλληλοι, γενικότερα η ειδική λειτουργία του κράτους), κυκλοφορία, επιτήρηση. Καμμιά από αυτές τις διαιρέσεις δεν μπορεί να είναι αδιάφορες στους αγώνες, αλλά καμμιά δεν επαρκεί από μόνη της στο πλαίσιο ενός διαταξικού αγώνα. Γιατί διακινδυνεύουμε έτσι να μπούμε σε μια λογική ταξινόμησης χωρίς ενδιαφέρον από τη σκοπιά της κομμουνιστικοποίησης, αν χάσουμε από το βλέμμα μας το γεγονός ότι όλα αυτά τα στρώματα και τα κοινωνικά επίπεδα, που επίσης περιγράφουν τις μεσαίες τάξεις, δεν είναι κατά κανέναν τρόπο αμετακίνητα, αλλά ότι φτάνουν να διαλύονται στην αντίθεση που είναι η ίδια η δυναμική του κεφαλαίου, επειδή είναι μια αντίθεση ανάμεσα σε τάξεις στην οποία μια τάξη μπαίνει όντας διαρκώς σε αντίθεση με την ίδια την ταξική της ύπαρξη: το προλεταριάτο.
Έχοντας επιβεβαιώσει αυτό, παραμένει, παρ’ όλα αυτά, το γεγονός ότι είναι μόνο μέσα στους αγώνες, που το προλεταριάτο οδηγεί με ό,τι είναι εντός και ενάντια στο κεφάλαιο, δηλαδή επίσης μαζί (και ενάντια) στις μεσαίες τάξεις, που η πιθανότητα της επαναστατικής υπέρβασης μπορεί να αναδυθεί. Και αυτό που οι αγώνες αυτοί παράγουν είναι επίσης ένα στιγμιαίο μπλοκάρισμα των ταξικών διαιρέσεων, που περιμένουν να παράγουν την κατάργησή τους.
1 Στμ. CRÉDOC: Centre de Recherche pour l’Étude et l’Observation des Conditions de Vie, δηλαδή Ερευνητικό Κέντρο για τη Μελέτη και την Παρακολούθηση του Βιωτικού Επιπέδου: γαλλικός οργανισμός έρευνας και καταγραφής που αφορά κάθε πτυχή κοινωνικού και οικονομικού ενδιαφέροντος που ιδρύθηκε το 1953.
2 Στμ. SMIC: Salaire minimum interprofessionnel de croissance: το ελάχιστα εγγυημένο ωρομίσθιο στη Γαλλία, κάτω από το οποίο δεν μπορεί να πληρωθεί κανένας εργαζόμενος άνω των 18 ετών. Eπανακαθορίζεται κάθε 1η Ιανουαρίου.