o Gille Dauve για το άρθρο του Bruno Astarian1
“Η μοναξιά της κομμουνιστικής θεωρίας”
“Πώς μπορούμε να παραμένουμε επαναστάτες χωρίς επανάσταση;” ρωτά η Maresia Dalua2. Για να απαντήσουμε πρέπει να “κολυμπήσουμε” ανάποδα: το να καταλάβουμε τι μπορούν να κάνουν οι “επαναστάτες”, προϋποθέτει να αναρωτηθούμε πώς οραματιζόμαστε την επανάσταση, τι θα μπορούσε να είναι το “περιεχόμενό” της. Αυτό είναι που κάνει ο Bruno Astrarian, αναρωτώμενος σε τι μπορεί να χρησιμεύσει η κομμουνιστική θεωρία.
Ο Μαρξισμός – και συχνά ο αναρχισμός – πίστευαν για καιρό ότι η ανατροπή του καπιταλισμού σήμαινε την εγκαθίδρυση της εξουσίας των παραγωγών (συμπεριλαμβανομένων των μεταλλουργών, των νοσοκόμων, των δασκάλων κ.λπ.) και της κοινής τους εργασίας. Σε αυτή την οπτική, οι καθημερινοί αγώνες προετοιμάζουν την επανάσταση, η αυτονομία σε δράση σήμερα (ενάντια στο κράτος, τα αφεντικά, τα συνδικάτα, τα κόμματα, όλους τους θεσμούς που υποστηρίζουν τη σημερινή κοινωνία) προετοιμάζει την ατομική και συλλογική αυτονομία για τη διαχείριση όλης της ζωής την επόμενη μέρα. Συνεπώς, οι απεργίες, οι ταραχές, ακόμα και οι κολλεκτίβες ή οι “αρπαχτές” [scoop] είναι μαθήματα της συνεργατικής δουλειάς του μέλλοντος. Ο ρόλος της κομμουνιστικής θεωρίας θα έπρεπε να είναι να αναδεικνύει οτιδήποτε ευνοεί την αυτόνομη δράση των προλετάριων, και συνεπώς να βοηθήσει την εντατικοποίηση και την υπέρβασή της.
Σύμφωνα με τον Bruno Astarian, αυτό το όραμα αγνόησε το ποιοτικό χάσμα ανάμεσα στους αιτηματικούς/διεκδικητικούς αγώνες, στους οποίους η εργασία προσπαθεί να τροποποιήσει την κατανομή των μισθών και των κερδών, και την κομμουνιστική εξέγερση. Κατά τη δεύτερη, οι εξεγερμένοι “σχηματίζουν μια δι-ατομική σχέση ανάμεσά τους που δεν έχει πλέον σαν περιεχόμενο την εργασία” και “τα στοιχεία του κεφαλαίου που οι εξεγερμένοι κατάσχουν μετασχηματίζονται από την εξέγερση. Από μέσα παραγωγής γίνονται μέσα του αγώνα, ακόμα και της διασκέδασης”3.
Για να την κατανοήσουμε στις αρχές του 21ου αιώνα, πρέπει να παραδεχτούμε ότι η κομμουνιστική θεωρία είναι “ο καρπός της αποτυχίας όλων των προηγούμενων προσπαθειών”. Εξ ου και η αναπόφευκτη τάση της να επανα-ιδιοποιείται το παρελθόν με έναν μη-κριτικό τρόπο, μετασχηματίζοντας τα όριά της σε στόχους. “Αλλά η εξέγερση από την οποία θα αναδυθεί η πρώτη προσπάθεια κομμουνιστικοποίησης δεν μπορεί να πάει πολύ πιο μακριά από ό,τι έχουμε ήδη δει”.
Η κομμουνιστική θεωρία είναι κάτι περισσότερο από την επικαιροποίηση των αντιφάσεων του κεφαλαίου. Περισσότερο από την επιβεβαίωση της ταξικής πάλης, την πάλη για τη μοιρασιά ανάμεσα στα κέρδη και τους μισθούς, σημαίνει ότι είναι ψευδαίσθηση να θέλει κανείς να ωθήσει τα πράγματα στο σημείο που η αστική τάξη δεν θα μπορεί πλέον να δώσει τίποτα, για να αναγκαστούν οι προλετάριοι να καταστρέψουν τη σχέση κεφάλαιο/εργασία. Δεν έχει καμμιά χρησιμότητα το “να διατηρεί κανείς έναν μαξιμαλιστικό λόγο ενάντια στο κεφάλαιο γενικά, όταν ο συγκεκριμένος αγώνας επιδιώκει απλά να λυγίσει ένα συγκεκριμένο αφεντικό”.
Αντί να προσπαθούμε να ριζοσπαστικοποιήσουμε αυτό που δεν μπορεί να ριζοσπαστικοποιηθεί, είναι καλλίτερο να στρέψουμε την προσοχή μας στα “προωθημένα σημεία” που προαναγγέλουν μια ρήξη, χωρίς να πιστεύουμε ότι θα είχαμε τα μέσα να επιταχύνουμε την άφιξή της. Πιο συγκεκριμένα, αν η κομμουνιστική επανάσταση είναι η αυτο-άρνηση του προλεταριάτου, με άλλα λόγια, η καταστροφή της εργασίας ως εργασίας, τότε περνά μέσα από αυτό που στη δεκαετία του 1970 αποκαλούνταν “Αντι-εργασία”, που σε μελλοντικές προλεταριακές επιθέσεις θα πάρει άλλες μορφές: “ο μετα-φορντισμός δεν έχει καταργήσει τις συνθήκες για την αντι-εργασία, τις έχει επιδεινώσει. Αλλά προς το παρόν, η πίεση της ανεργίας, κρατά το καπάκι κλειστό σε αυτή την ωρολογιακή βόμβα”.
Η κομμουνιστική θεωρία έχει έναν ιδιαίτερα αρνητικό ρόλο για τον Bruno Astarian στη διάχυση ψευδαισθήσεων, ξεκινώντας με το ότι “υπάρχει ένα άλλο επαναστατικό υποκείμενο από το προλεταριάτο στην αντίθεσή του με το κεφάλαιο”. Από τη θετική πλευρά, επιβεβαιώνει μερικά ουσιώδη σημεία, ιδιαίτερα την ταξική πάλη ως έναν εξηγηματικό παράγοντα της ιστορίας, την αναγνώριση ότι το προλεταριάτο μερικές φορές μπορεί να μην είναι επαναστατικό, αλλά επίσης, και αυτό απέχει μακράν του να είναι ανεκδοτολογικό, επιβεβαιώνει την αναγκαιότητα της “τάσης να οριστεί η κομμουνιστική κοινωνία” και υποθέτει “μια δόση αφαίρεσης και ουτοπίας”4.
G.D., Νοέμβριος 2016
1 Στμ. Το πρωτοτύπο γαλλικό κείμενο εδώ: https://ddt21.noblogs.org/?page_id=1222#sdfootnote2sym.
2 Maresia Dalua, Contre la politique. Pas un cheveu blanc n’a poussé sur nos rêves, Séléné, 2016, 73 p.
3 Ο Bruno Astarian επεκτείνει εδώ αυτό που έχει εκθέσει για αρκετά χρόνια, ιδιαίτερα στο: “Δραστηριότητα κρίσης και η κομμουνιστικοποίηση” (2010), στα ελληνικά εδώ:
4 Λυπούμαστε για την επανάχρηση της λέξης “communiser” για τη δήλωση των υποστηρικτών της επανάστασης ως κομμουνιστικοποίησης. Λογικά οι “κομμουνιστικοποιητές” επικοινωνούν. Αυτός ο όρος έχει το μειονέκτημα της σκέψης (που δεν είναι καθόλου η περίπτωση του Bruno Astarian) ότι η κομμουνιστικοποίηση θα μπορούσε με κάποιο τρόπο να είναι “εκεί”, ήδη υλοποιημένη, κάτι που τροφοδοτεί, μεταξύ άλλων πραγμάτων, την σύγχυση με τη θεωρία των “Κοινών”.