Αναδημοσίευση από το blog https://2008-2012.net
https://2008-2012.net/2017/10/24/la-catalogne-dans-le-moment-populiste/
Πρόκειται για τη μετάφραση του άρθρου “La Catalogne dans le moment populiste” που δημοσιεύτηκε στο blog Carbure και μπορεί να βρεθεί εδώ.
Την 1η Οκτωβρίου 2017, στην Καταλονία, μάζες κόσμου συγκρούστηκαν με την αστυνομία για να πάνε να ψηφίσουν· και ήρθαν αντιμέτωπες με την καταστολή επειδή συμμετείχαν σε ένα δημοψήφισμα, το οποίο διοργάνωσε η κυβέρνησή τους και το οποίο κηρύχθηκε αντισυνταγματικό από το ισπανικό κράτος. Η εικόνα ειρηνικών ανθρώπων πεσμένων στο έδαφος και χτυπημένων από την Guardia Civil, εντός του οικείου πλαισίου ενός σχολείου που χρησίμευε ως εκλογικό κέντρο, είχε μια κάπως σοκαριστική επίδραση. Έκτοτε, το δημοψήφισμα απέκτησε τη διάσταση ενός «δημοκρατικού ξεσηκωμού» στην καρδιά της Ευρώπης (τι πιο δημοκρατικό από ένα δημοψήφισμα; και μια ευρωπαϊκή χώρα;) βυθίζοντας στην αμηχανία ακόμα και αυτούς που αντιτίθεντο σε αυτό, από τους Podemos μέχρι θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μπορούμε εύκολα να καταδικάσουμε τους πολιτικούς ή τα εξτρεμιστικά κόμματα, αλλά η διοοργάνωση του δημοψηφίσματος κατέληξε να δώσει την εικόνα ενός λαού που πηγαίνει ειρηνικά να ψηφίσει, κάτι που αποτελεί ιδεολογικό θεμέλιο του σύγχρονου κράτους, και κατεστάλη άγρια από το ίδιο του το κράτος.
Όλα τα ευρωπαϊκά κράτη συγκροτήθηκαν, καθένα με τον τρόπο του, πάνω στην άρνηση ή την απορρόφηση των ιδιαίτερων ταυτοτήτων που ήταν παρούσες στη «δική τους» επικράτεια, κάτι που προφανώς ακόμα αφήνει ίχνη σήμερα. Όμως, μολονότι το πολιτιστικό ζήτημα παίζει έναν ρόλο στην Καταλονία, αυτό υφίσταται μόνο ως πλαίσιο αναφοράς της οντότητας «Καταλονία», η οποία πριν από όλα παραμένει νοητή με οικονομικούς όρους. Αυτό που προτάχθηκε στις διεκδικήσεις δεν είναι τόσο το ζήτημα της ταυτότητας ή της γλώσσας (στην Καταλονία, η παρουσίαση των διδακτορικών γίνεται στα καταλανικά) όσο το ζήτημα της υπερβολικής φορολόγησης που υποτίθεται εμποδίζει την ανάπτυξη της περιοχής και υποχρεώνει την κυβέρνηση της Generalitat να εφαρμόσει τα μέτρα λιτότητας που επιβάλλει η Μαδρίτη. Το καταλανικό ζήτημα θέτει λοιπόν το ζήτημα των σχέσεων μεταξύ κράτους και κεφαλαίου. Εντός αυτής της σύγκρουσης, η ιδεολογική μορφοποίηση των σχέσεων μεταξύ κράτους, «λαού» και οικονομίας γίνεται συγκεκριμένο διακύβευμα στο εσωτερικό των εντελώς πραγματικών ταξικών σχέσεων.
Μετά την κρίση του 2008, το κράτος εμφανίστηκε ως ο έσχατος εγγυητής απέναντι στην καπιταλιστική αναρχία και τα αχαλίνωτα ατομικά συμφέροντα. Και, πράγματι, η ενορχηστρωμένη παρέμβαση των κεντρικών τραπεζών, η διάσωση των τραπεζών και η επαναγορά των ομολόγων που ήταν «για τα μπάζα» υπήρξαν αποφασιστικές για την έξοδο από την κρίση. Στη ζώνη του ευρώ, αυτή η παρέμβαση καθοδηγήθηκε από την τάση της επιβολής πολιτικών λιτότητας εκ μέρους των κρατών, σε συμφωνία με τους υπερεθνικούς θεσμούς του ΔΝΤ και της ΕΚΤ, οι οποίες εκ των πραγμάτων καθοδηγήθηκαν επίσης από τα πιο πλούσια κράτη προς τα πιο φτωχά, όπως είναι προφανές στην περίπτωση της Ελλάδας. Αυτό μας οδηγεί σε μια κατάσταση φαινομενικά παράδοξη, όπου είναι τα κράτη αυτά που επιδιώκουν να αναιρέσουν την εθνική κυριαρχία υπέρ του μεγαλύτερου οφέλους για τον καπιταλισμό.
Τα σύνορα, στο παρελθόν συνώνυμα του εγκλεισμού και της καταπίεσης, σήμερα γίνονται αντιληπτά από κάποιους ως προστατευτικοί φραγμοί απέναντι σε μια καπιταλιστική τάξη που δεν σταματάει να τα διαλύει για να ρευστοποιήσει την κυκλοφορία των εμπορευμάτων· την ίδια στιγμή που τα ισχυροποιεί για να καταπολεμήσει την τραγική κυκλοφορία των ανθρώπων που παράγει η πρώτη.
Το 2008 με τις ελληνικές ταραχές και το 2011 με τις αραβικές εξεγέρσεις έμοιαζε να ανοίγει ένα εξεγερσιακό παράθυρο. Εντούτοις, πολύ γρήγορα, διακύβευμα και πεδίο αυτών των κινημάτων έγιναν η κοινωνία πολιτών και το κράτος, η μεταρρύθμιση και ο εκδημοκρατισμός του ο αποκλειστικός ορίζοντάς τους. Μολονότι στην Αίγυπτο και την Τυνησία οι εργατικές απεργίες ήταν μαζικές και μπόρεσαν να φτάσουν σε μια κατάσταση ημι-ρήξης με το κράτος, για διάφορους λόγους –μεταξύ των οποίων η μη δυνάμενη να αγνοηθεί προοπτική της καταστολής (τα τανκς του στρατού «που προστάτευαν» τους διαδηλωτές από τις επιθέσεις των μπράβων του Μουμπάρακ ή που στάθμευαν γύρω από κανάλι του Σουέζ έθεταν πολύ συγκεκριμένα το ζήτημα της κατάργησης του κράτους)– φτάσαμε σε μια κατάσταση όπου το ζήτημα του κράτους, της νομιμότητάς του, της ικανότητάς του να αντανακλά τις προσδοκίες της κοινωνίας πολιτών, της ιδιότητάς του να εγγυάται μια πιο δίκαιη αναδιανομή των εισοδημάτων και την ελευθερία του καθενός να συμμετέχει στην οικονομική και κοινωνική ζωή (το ζήτημα της διαφθοράς και της μονοπώλησης της εξουσίας από μια κλίκα ήταν αναπόφευκτο στις αραβικές χώρες) αποτέλεσαν τον ορίζοντα όλων των αγώνων της περιόδου.
Το κίνημα των πλατειών, από την Ταχρίρ στην Ταξίμ και μέχρι τις διαφορετικές εκδοχές του Occupy στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, έκαναν της κοινωνία πολιτών καρδιά και διακύβευμα των διεκδικήσεων, εντός ενός παγκόσμιου κινήματος όπου –μολονότι το προλεταριάτο ήταν πάντοτε παρόν στον έναν ή τον άλλο βαθμό– η μεσαία τάξη γινόταν ολοένα και πιο κεντρική τόσο ως κοινωνική πραγματικότητα όσο και ως πολιτικό ζήτημα. Αυτό το κίνημα, από τη στιγμή που παύει να είναι καθαρή διαμαρτυρία (όπως ήταν το κίνημα 15Μ στην Ισπανία) και τείνει να διεκδικήσει την εξουσία του κράτους στο όνομα της κοινωνίας πολιτών, μπορεί να περιγραφεί επαρκώς με τον όρο του «λαϊκισμού». Ο λαϊκισμός –όταν είναι της αριστεράς ή «κοινωνικός»– αποτελεί επίσης προϊόν τόσο της αποτυχίας αυτών των κινημάτων και της επιδείνωσης των μέτρων λιτότητας όσο και της καταστολής των κινημάτων, καθαρά διαμαρτυρίας, από το κράτος.
Πρέπει να τοποθετήσουμε την άνοδο του λαϊκισμού εντός της στιγμής που ακολουθεί τον «αραβικό χειμώνα» και την εκλογή του Σύριζα στην Ελλάδα και που χαρακτηρίζεται από την επιστροφή της συσσώρευσης σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτή η στιγμή της «εξόδου από την κρίση» είναι επί της ουσίας η στιγμή των πολιτικών λιτότητας, της επιδείνωσης των συνθηκών εκμετάλλευσης των προλετάριων και το τέλος του κράτους-πρόνοιας χωρίς προϋποθέσεις που είχε καθιερωθεί κατά τη διάρκεια της χρυσής τριακονταετίας. Εντούτοις, η ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας δεν μπορεί να λειτουργήσει παρά μόνο εάν το κράτος αναλάβει ένα τμήμα της αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης. Αυτό το τμήμα γίνεται επομένως αντικείμενο των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων εκ μέρους των ταξικών κομματιών που επωφελούνται από αυτό και βρίσκονται σε θέση να το διαπραγματευτούν. Αυτοί οι αγώνες έχουν για διακύβευμα τον ορισμό του κράτους και την επέκταση των προνομίων που αυτό παρέχει στο πλαίσιο ενός φιλελευθερισμού, τον οποίο κανένας από τους πρωταγωνιστές δεν αμφισβητεί στ’ αλήθεια (καθώς το «σοσιαλιστικό» σχέδιο μιας οικονομίας διευθυνόμενης από το κράτος έχει οριστικά ενταφιαστεί).
Ως «λαϊκισμό» δεν πρέπει να θεωρούμε ούτε τη δημαγωγική πολιτική που έχει στόχο να εργαλειοποιήσει τις πιο φτωχές και λιγότερο μορφωμένες τάξεις ούτε τον απλό εθνικισμό (αν και στοιχεία από τις δυο αυτές εκδοχές μπορούν να υπάρχουν), αλλά περισσότερο ένα διαταξικό κίνημα, εντός του οποίου η εθνική ενότητα δεν υφίσταται μέσω της «προς τα πάνω» ταυτοποίησης των υποκειμένων με το κράτος (όπως στην περίπτωση της «λαϊκής» υπεράσπισης μιας αποικιακής πολιτικής, για παράδειγμα), αλλά περισσότερο μέσω της οριζόντιας αναγνώρισης της ισότητας των υποκειμένων στο εσωτερικό ενός εθνικού συνόλου και μέσω του ιδεολογικού επανακαθορισμού των καπιταλιστικών σχέσεων στη βάση αυτής της ισότητας τιθέμενης ως θεμελιώδους. Συγκεκριμένα, αυτό σημαίνει ότι είναι πιο σημαντικό το κράτος να θεωρείται «αντικειμένου του λαού», απορροή της κοινότητας και να καθίσταται εφεξής υπεύθυνο για την ιδιαίτερη ύπαρξη αυτής της υποτιθέμενης ισότητας. Είναι αυτό για το οποίο μιλάει ο Mélenchon στη Γαλλία, όταν προτείνει μια «συνταγματική διαδικασία». Για την Καταλονία και το αποσχιστικό κίνημα, η διατύπωση της υπεροχής του λαού επί του κράτους είναι αυτό που του επιτρέπει να διαβεβαιώνει ότι είναι ο ίδιος ο λαός που ορίζει το εθνικό σύνολό «του» και όχι το αντίστροφο.
Ο λαϊκισμός θέτει το ζήτημα της κοινωνίας πολιτών, αλλά με μια εντελώς ιδιαίτερη μέθοδο, παρουσιάζοντάς την τόσο ως μια ουσιώδη κοινότητα –ο «λαός»– είτε με έναν πολιτικό (το ανήκειν στη Δημοκρατία) είτε με έναν εθνοτικό τρόπο (η γλώσσα, τα έθιμα, η καταγωγή) όσο και ως μια υλική κοινότητα, η οποία κυβερνιέται από το κράτος και υφίσταται εντός των κατηγοριών του καπιταλισμού. Η ουσιώδης κοινότητα είναι, εντός του λαϊκισμού, αυτό που προσδίδει νομιμότητα στο κράτος και αποτελεί επίσης την προνομιακή οδό με την οποία φετιχοποιούνται οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις· ή καλύτερα η γλώσσα με την οποία εκφράζεται αυτή η φετιχοποίηση.
Αλλά αυτή η ουσιώδης κοινότητα δεν αποτελείται από τίποτα άλλο πέρα από τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις, βαμμένες εκ νέου με τα υποτίθεται αδερφικά χρώματα της εθνικής σημαίας. Μεταξύ καταλανού εργοδότη και του καταλανού εργάτη του η γλώσσα είναι ίδια, αλλά η εκμεταλλευτική σχέση που συνεχίζει να υπάρχει ανάμεσά τους δεν έχει ούτε γλώσσα ούτε σημαία· και η αποσπώμενη υπεραξία θα πάει να συναντήσει τα άλλα κεφάλαια στην παγκόσμια αγορά πριν επιστρέψει στην άκρη της γλώσσας των προλετάριων με τη μορφή συμφώνων ανταγωνιστικότητας εγκεκριμένων, είναι αλήθεια, μεταξύ καταλανών.
Η κοινωνική κατηγορία στην οποία πρόκειται να αντιπαρατεθεί ο λαϊκισμός δεν είναι η αστική τάξη ως τέτοια (εκμεταλλευτική, κάτοχος των μέσων παραγωγής κ.α.), στο μέτρο που το αφεντικό ή ο εργάτης μπορούν να ανήκουν στην ουσιώδη κοινότητα του «λαού», ακόμα κι αν η θέση τους εκεί είναι διαφορετική. Εδώ, ο λαϊκισμός αναδεικνύεται μια χαρά ως κληρονόμος του σλόγκαν των 99% εναντίον του 1%. Ο εχθρός, και εδώ, θα είναι οι παγκοσμιοποιημένες ελίτ που δεν ανήκουν σε καμία κοινότητα: τάξη της κυκλοφορίας, γεωγραφικά κινητική και χωρίς κοινοτικές συνδέσεις, τάξη του παγκόσμιου εναντίον του τοπικού, του αφηρημένου των χρηματοπιστωτικών ροών ενάντια στο συγκεκριμένο της παραγωγής και των υπηρεσιών.
Είναι αυτή η «τάξη» των παγκοσμιοποιημένων ελίτ, της οποίας τα φτερά η αποσχιστική καταλανική άκρα αριστερά προτείνει να κόψουμε και να προσδεθούμε στο έδαφος της μητέρας-πατρίδας μπλοκάροντας τα υπάρχοντά της σε περίπτωση που ονειρευόταν να εγκαταλείψει την εθνική επικράτεια μετά την ανεξαρτησία. Και, πράγματι, ήταν οπωσδήποτε οι τράπεζες και οι επιχειρήσεις του Ibex 35 (του ισπανικού CAC 40) των οποίων οι έδρες ήταν οι πρώτες που εγκατέλειψαν το καταλανικό έδαφος, σε μια συμβολική αλλά ξεκάθαρη κίνηση στήριξης της Μαδρίτης. Η λαϊκίστικη άκρα αριστερά δείχνει εδώ με ποιον τρόπο ο σεπαρατισμός εκφράζει επίσης τη σύγκρουση μεταξύ κομματιών της αστικής τάξης, μεταξύ «μικρής» αστικής τάξης του εμπορίου και των υπηρεσιών και «μεγάλης» αστικής τάξης των παγκοσμιοποιημένων χρηματοπιστωτικών ροών· θέτοντας έτσι, εκ μέρους της κοινωνίας πολιτών, εντός αυτής της ταξικής σύγκρουσης το παλιό ζήτημα της «πραγματικής» οικονομίας που αντιτίθεται στην «αφηρημένη» οικονομία. Είναι ακριβώς αυτή η αστική τάξη, με την οποία συνδέεται άρρηκτα η μεσαία τάξη –η οποία με τη σειρά της συγκροτείται από τη μεγάλη χορωδία των υπαλλήλων, των προϊσταμένων, των εμπόρων, των δικηγόρων, των γιατρών, με την οποία ενώνονται εργατικές φωνές– και η οποία λέει: «Η οικονομία είναι δική ΜΑΣ δουλειά, ΕΜΕΙΣ είμαστε που παράγουμε τον πλούτο». Και αυτό εκφράζει, εντός της γλώσσας της ιδεολογίας, αυτή τη θεωρητική αλήθεια: το κεφάλαιο είναι η ίδια η κοινωνία.
Γιατί προφανώς, οι παγκοσμιοποιημένες ελίτ είναι εξίσου αυτές με τις οποίες εμπορευόμαστε και για τις οποίες εργαζόμαστε· και η ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί επίσης το πεδίο τους, το πεδίο των μεγάλων χρηματοπιστωτικών όσο και βιομηχανικών ομίλων, οι οποίοι επένδυαν μαζικά στην Ισπανία κάθε φορά που το κράτος (συμπεριλαμβανομένης της καταλανικής κυβέρνησης ως ενδιάμεσου) τους προετοίμαζε το έδαφος προσφέροντάς τους επί τόπου και χωρίς τέλη εκτελωνισμού μια καταρτισμένη εργασιακή δύναμη μειωμένου κόστους, καθώς επίσης και μια απέραντη εσωτερική αγορά προς κατάκτηση. Κατά συνέπεια, η είσοδος στην παγκόσμια αγορά, την οποία οι αυτονομιστές προσφέρουν ως απόδειξη οικονομικής αξιοπιστίας, αποτελεί ακριβώς αυτό που φρενάρει τη διαδικασία αυτονόμησης. Γιατί, δεν είναι δυνατόν να διαχωρίσεις το κράτος από την οικονομία ανάγοντας το κράτος σε μια κοινότητα δραστήριων εργατών και υπεύθυνων επιχειρηματιών πιασμένων χέρι-χέρι για να δημιουργήσουν τον πλούτο στην παγκόσμια αγορά. Το χρέος, το οποίο η Βαρκελώνη θα έπρεπε φυσικά να κληρονομήσει από τη Μαδρίτη αν εγκατέλειπε την Ισπανία και άρχιζε εκ νέου τη διαδικασία σύνδεσης με την ΕΕ, θα τοποθετούσε την Καταλονία στην κατάσταση της Ελλάδας. Γιατί ο τρόπος με τον οποίο η Ισπανία, και επομένως η Καταλονία, εισέρχεται στην παγκόσμια αγορά είναι εξίσου μέσω του χρέους και των μέτρων λιτότητας που επιβάλλονται από το κράτος: και εδώ, οι ιδεολογικές διακρίσεις που κάνει ο λαϊκισμός αποδεικνύονται ανίσχυρες να συλλάβουν την πραγματικότητα της στιγμής που τις συγκροτεί.
Η διαταξικότητα που εκδηλώνεται στην καταλανική συνθήκη λαμβάνει χώρα εκ των πραγμάτων, όπως κάθε φορά, μεταξύ εντελώς καθορισμένων ταξικών κομματιών, τα οποία αντανακλούν την οικονομική κατάσταση της περιοχής. Πράγματι –μολονότι η Καταλονία, πρώιμα βιομηχανοποιημένη, συντήρησε και ανέπτυξε μια σημαντική βιομηχανική δομή, κυρίως στην αυτοκινητοβιομηχανία ή στον σε πλήρη επέκταση τομέα της χημείας, και διέλυσε τον, τόσο σημαντικό στις πιο φτωχές περιοχές της Ισπανίας, αγροτικό τομέα– είναι οι υπηρεσίες αυτές που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του ΑΕΠ της (περίπου 74%). Κατά τη διάρκεια της γενικής απεργίας (καλεσμένης αλλιώς ως «πολιτική στάση») που διοργανώθηκε στις 3 Οκτωβρίου από τους οπαδούς της ανεξαρτησίας, αυτοί που απήργησαν είναι κυρίως οι δημόσιες υπηρεσίες (μεταφορές, μουσεία κ.α.) και ο τομέας της υγείας –τομείς, οι οποίοι είναι αυτοί που κυρίως επηρεάζονται από την κήρυξη της ανεξαρτησίας και τους οποίους αγγίζουν οι περικοπές του προϋπολογισμού– και οι κλάδοι του εμπορίου (το λιμάνι των εμπορευμάτων). Η Μπάρτσα έκλεισε το Καμπ Νου, αλλά τα Seat βγήκαν από το εργοστάσιο ως συνήθως. Είναι αλήθεια ότι σε περίπτωση ανεξαρτητοποίησης, οι καταλανοί θα συνεχίσουν να πηγαίνουν στο γήπεδο και η Μπάρτσα θα μπορέσει να συνεχίσει τις μεταγραφές των 40 εκατομμυρίων ευρώ, ενώ δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι ο γερμανός κατασκευαστής θα διατηρήσει τα εργοστάσιά του στη θέση τους: στο Martorell, κοντά στη Βαρκελώνη, όπου πολλοί ίδρωσαν για την «ανάκαμψη», είναι 10.000 άτομα που θα βρεθούν τότε άνεργοι.
Αλλά –μολονότι το ζήτημα της απόσχισης της Καταλονίας μπορεί ενδεχομένως να παρουσιαστεί ως ανταγωνισμός μεταξύ τμημάτων της αστικής τάξης, στο εσωτερικό του οποίου εμπλέκονται ταξικά κομμάτια με συμφέροντα που συνδέονται με τμήματα της καταλανικής αστικής τάξης ευνοϊκά διακείμενα στην ανεξαρτησία– δεν πρέπει να χάνουμε από το οπτικό πεδίο ότι αυτά τα συμφέροντα είναι τόσο εντελώς ιδεολογικά όσο και πραγματικά, χωρίς να είναι πραγματικά δυνατόν να διαχωριστούν τα μεν από τα δε. Η θέση περί χειραγωγούμενων μαζών από τους εθνικιστές αστούς αντανακλά μια βαθιά περιφρόνηση προς τις λεγόμενες «μάζες»: ο «κόσμος» –στην περίπτωση του λαϊκισμού, η χρήση αυτής της αφηρημένης κατηγορίας γίνεται εύστοχη– δεν είναι ο ηλίθιος που ρίχνεται στην πρώτη διαθέσιμη ταυτότητα. Και εκ των πραγμάτων, η διεκδίκηση της ανεξαρτησίας αποτελεί επίσης αντίδραση στα μέτρα λιτότητας που πήρε η ίδια η καταλανική κυβέρνηση, ένας τρόπος να τη φέρει στα μέτρα του, ακόμα και να αντιτεθεί σε αυτή.
Η στιγμή του λαϊκισμού στην Καταλονία είναι η στιγμή της περιόδου μετά την κρίση του 2008, η οποία άφησε την Ισπανία γονατισμένη, είδε τα ποσοστά ανεργίας να εκρήγνυνται και να επιβάλλονται δράκοντιες πολιτικές λιτότητας. Με την ανάκαμψη στα μέσα της δεκαετίας του ’10 –και τη συγκυριακή βοήθεια από την πτώση των τιμών του πετρελαίου η οποία, συσχετισμένη με το ελάχιστο κόστος της τοπικής εργασιακής δύναμης, έδωσε στην περιοχή μια σημαντική ώθηση με όρους διεθνούς ανταγωνιστικότητας– η Καταλονία κατέληξε να τη βγάλει καθαρή από οικονομική άποψη, συμπεριλαμβανομένης της εφαρμογής των μέτρων λιτότητας που δέχτηκαν τόση κατακραυγή.
Στην Καταλονία, όπως παντού αλλού, «η τόνωση της ανάπτυξης» υπήρξε συνώνυμη της πτώσης των μισθών, της προσωρινότητας της απασχόλησης, των περικοπών των κοινωνικών επιδομάτων. Και, ειδικά στην Καταλονία, είναι οπωσδήποτε η τοπική κυβέρνηση, και οι οπαδοί της ανεξαρτησίας στην εξουσία, που εφάρμοσαν αυτές τις πολιτικές λιτότητας. Στο εσωτερικό του κινήματος υπέρ της ανεξαρτησίας που βρίσκεται στα πράγματα, είναι μέσω των ανταγωνισμών για την εξουσία που εκδηλώθηκαν οι ταξικές αντιθέσεις, οι οποίες με τη σειρά τους εντάχθηκαν στο κίνημα που συνδέθηκε με τη λιτότητα και την «ανάκαμψη». Το διακύβευμα της Διαδικασίας Ανεξαρτησίας είναι επομένως αν θα δοθεί ένα οικονομικό και κοινωνικό νόημα στην ανάκαμψη της συσσώρευσης σε μια ιδιαίτερη περιφέρεια, την Καταλονία· κάτι που εκδηλώνεται λοιπόν με μια σύγκρουση πολιτικής φύσεως. Εντός ενός τεταμένου κοινωνικού πλαισίου, η ακροαριστερή πτέρυγα του CPU, με έναν μειωμένο αριθμό ψήφων στο Κοινοβούλιο, παίζει τον ρόλο ρυθμιστή: η απόκτηση των ψήφων του είναι αναγκαία. Το 2016, ο πρόεδρος της Generalitat Artur Mas, ο οποίος εφάρμοσε τα μέτρα λιτότητας, επωμίστηκε το κόστος αυτής της κατάστασης και έπρεπε να αφήσει τη θέση του στον Carles Pudgemont· όχι λιγότερο δεξιό, αλλά του οποίου οι πεποιθήσεις υπέρ της ανεξαρτησίας είναι ξεκάθαρες. Έκτοτε, πολιτικά, η ένταση συνίσταται στο να κάνεις «κοινωνικό» το ζήτημα της ανεξαρτησίας. Και είναι εδώ που η εμπλοκή των μαζών των ανθρώπων που κατεβαίνουν στον δρόμο δεν μπορεί να αναχθεί στην εθνικιστική υστερία ή τη χειραγώγηση από την αστική τάξη.
Σε αυτό το πολιτικό πλαίσιο, η οργάνωση του δημοψηφίσματος της 1ης Οκτωβρίου αποτελεί επίσης –για τον συνασπισμό που βρίσκεται στην εξουσία, και κυρίως για τη δεξιά πτέρυγά του– έναν τρόπο να καβαλήσει την τίγρη της δυσαρέσκειας των μαζών πριν αυτές στραφούν εναντίον του. Το να υποδεικνύεις τη Μαδρίτη ως πηγή όλων των δεινών εξαιρεί την κυβέρνηση της Generalitat από τις κατηγορίες που της απευθύνονται και της επιτρέπει να αποκαταστήσει μια εικονική ενότητα, χωρίς την οποία κανένα κράτος δεν μπορεί να κυβερνήσει. Ο λαϊκισμός εμφανίζει έτσι τη διπλή όψη ενός «λαϊκού» κινήματος και ενός κινήματος του κράτους, δηλαδή της κυρίαρχης τάξης, κάτι που μπορεί να δημιουργήσει μια ρευστή κατάσταση με το περίγραμμά της σε μόνιμο επαναπροσδιορισμό.
Εντούτοις, αυτός ο ρευστός χαρακτήρας, συνδεδεμένος με τη διαταξική φύση του λαϊκισμού, υποδεικνύει μόνο ότι οι τάξεις, ακόμα κι αν παραμένουν συνδεδεμένες με μια υποτιθέμενη ταυτότητα, βρίσκονται σε διαρκή ανταγωνισμό· είναι ακριβώς αυτό που τις ορίζει ως τάξεις. Αλλά όσο η κατάσταση παραμένει σε αυτό το πλαίσιο –όπου ο λαός τίθεται, ιδεολογικά και πρακτικά, ως ουσιώδης κοινότητα στηριγμένη στις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις (και επομένως στη συσκότισή τους), και παρά τις θεαματικές πλευρές που μπορεί να πάρει αυτό το κίνημα, το οποίο ορισμένες φορές μπορεί να εμφανίζεται στη σκηνή ως κίνημα ρήξης– το κίνημα παραμένει στα όρια τα οποία έχει φτιάξει το ίδιο για τον εαυτό του και τα οποία δεν πρόκειται να ξεπεράσει σαν το ίδιο να μην υπήρχε, χωρίς να τα αντιλαμβάνεται. Δεν κάνουμε την επανάσταση όπως σκοντάφτουμε.
Αν τα κομμάτια του προλεταριάτου, τα οποία βρίσκονται εμπλεκόμενα στη διαταξική άρθρωση των τρεχόντων αγώνων, δεν φτάνουν να διακρίνουν τα πραγματικά συμφέροντα «του» προλεταριάτου από αυτά της αστικής τάξης ή της μεσαίας τάξης, αυτό συμβαίνει γιατί αυτά τα «πραγματικά συμφέροντα» δεν μπορούν στην πραγματικότητα να διακριθούν. Θα ήταν παράδοξο να περιοριστούμε στη διακήρυξη ότι «το» προλεταριάτο είναι διεθνιστικό ή ότι ο λαός ως τέτοιος δεν μπορεί να είναι ελεύθερος παρά μόνο χωρίς το κράτος· σαν η πραγματική ταξική δραστηριότητα να τοποθετείτο σε ένα πεδίο, όπου η κοινωνική ύπαρξή της στον καπιταλισμό να ήταν καθαρά τυχαία ή συγκυριακή απέναντι στην υπερβατική πραγματικότητα «της» τάξης.
Με τον λαϊκισμό, βλέπουμε σε τι η a priori ενοποίηση, η ενότητα της τάξης –την οποία απαιτούν και υποστηρίζουν αυτοί, για τους οποίους η «σύγκλιση των αγώνων» καθορίζει την επιτυχία τους– αποτελεί στην πραγματικότητα μια καθαρή και απλή επανεπιβεβαίωση της καθεστηκυίας τάξης. Αυτό που συγκλίνει στους διαταξικούς αγώνες είναι πάντοτε κομμάτια του προλεταριάτου, των οποίων τα συμφέροντα τέμνουν αυτά των μεσαίων τάξεων· είναι αυτή η σύζευξη που συγκροτεί την «κοινωνία πολιτών» ως αντικείμενο διεκδίκησης. Και, από τη στιγμή που η κοινωνία πολιτών αποτελεί το πρόβλημα, είναι οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις που δεν αμφισβητούνται, γιατί γίνονται αντιληπτές ως προϋπόθεση. Εφεξής, δεν υφίσταται παρά ένα πρόβλημα «αναδιανομής του πλούτου», χωρίς να γνωρίζουμε για ποιον πλούτο πρόκειται και από πού μπορεί κάλλιστα να προέρχεται.
Η ενοποίηση της τάξης σε επαναστατική τάξη θα συνίστατο, αντίθετα, στον πολλαπλασιασμό των συγκρούσεων στη βάση αυτού που την κάνει να υπάρχει ως κατακερματισμένη, στη βάση των συνθηκών που τίθεται από αυτή την ύπαρξη· δηλαδή, όχι μόνο η εκμετάλλευση ως άμεσος κατακερματισμός (καταμερισμός εργασίας), αλλά εξίσου οι έμφυλες και φυλετικές διαιρέσεις. Αλλά επίσης, πιο γενικά, όλες αυτές που μπορούμε να αποκαλέσουμε κοινωνικές «ανισότητες». Συγκεκριμένα, πρόκειται για έναν άλλο τρόπο να πεις ότι η τάξη δεν ενοποιείται παρά καταργώντας τον εαυτό της ως τάξη, επιτιθέμενη άμεσα (ακόμα κι αν αυτό το άμεσα μπορεί να υπονοεί ιδεολογικές διατυπώσεις) σε αυτό που την κάνει να υπάρχει ως εκμεταλλεύσιμη και εκμεταλλευόμενη τάξη.
Έχοντας πει αυτό, πρέπει οπωσδήποτε να παρατηρήσουμε ότι αυτή η αμφισβήτηση της τάξης από την ίδια την τάξη δεν βρίσκεται καθόλου στην ατζέντα των ημερών, παρά μόνο αρνητικά. Η στιγμή του λαϊκισμού διακινδυνεύει πολύ να είναι μια αναθεματισμένη στιγμή που θα παρέλθει. Γιατί, αν ο λαϊκισμός μας είναι ήδη ελάχιστα συμπαθητικός στις αντιλήψεις του, η αντίδραση του «κλασσικού» κράτους απέναντι σε αυτό που παραμένει αμφισβήτηση της καπιταλιστικής τάξης για το ίδιο το κράτος· μιας τάξης ήδη εύθραυστης στη διατήρησή της, η οποία ρισκάρει πολύ να συμπεριλάβει νέα κατασταλτικά μέτρα υπέρ της ασφάλειας. Και παντού, εθνικιστικά κινήματα με λαϊκιστική συνιστώσα, αλλά πολύ λιγότερο «κοινωνικά» σε σχέση με το κίνημα των καταλανών οπαδών της ανεξαρτησίας, αναδύονται –ή βρίσκονται άμεσα στα πράγματα όπως στην Ουγγαρία, την Πολωνία ή αλλού.
Εξάλλου, τα διάφορα αποσχιστικά κινήματα –τα οποία συμμετέχουν με τον τρόπο τους στην κίνηση επαναπροσδιορισμού του κράτους– υποδεικνύουν εξίσου ότι, σε παγκόσμια κλίμακα, η διαίρεση του κοινωνικογεωγραφικού χώρου που βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη πριν την κρίση του 2008 συνεχώς εντείνεται. Αν και δεν τίθεται προς το παρόν παρά μόνο ως υπόθεση, η ταυτόχρονη συγκρότηση ζωνών-σκουπιδότοπων κατοικημένων από πληθυσμούς υπεράριθμων χωρίς εργαλεία αγώνα και ζωνών πιο πλούσιων οχυρωμένων στα υποτιθέμενα προνόμιά τους, εγγυημένα από ένα πολιτιστικό, εθνοτικό ή εθνικό ανήκειν, δεν αποτελεί ούτε αυτή μια ευχάριστη προοπτική.
AC