ο Τραμπ και το επαναστατικό σενάριο
Αλλά εκεί που οι ελίτ είναι σε σύγχυση και προσπαθούν με κάθε τρόπο να κερδίσουν κάτι5, εκεί αναδύονται δυνατότητες. Αυτός είναι ο λόγος που στην ριζική αβεβαιότητα αυτής της συγκυρίας, η Αριστερά θα πρέπει να βρει μια στρατηγική και να να οργανωθεί για μια επαναστατική ρήξη. Δεν μπορούμε να είμαστε μόνο στην άμυνα· πρέπει να οικοδομήσουμε μια οργάνωση, ένα αυτόνομο πολιτικό όργανο, που να μπορεί και να νικήσει την κυβέρνηση Τραμπ όσο το δυνατόν πιο γρήγορα και να θέσει το πεδίο για μια ευρύτερη επαναστατική αλλαγή. Η Brooks προτείνει πραξικοπήματα, καταγγελίες και συνταγματική αποπομπή του προέδρου. Αλλά αυτό το σκαρίφημα δυνατοτήτων, όλως περιέργως, αποκλείει το μοναδικό σενάριο στο οποίο πρέπει να εστιάσουμε: έναν λαϊκό επαναστατικό αγώνα που θα εκδιώξει τον Τραμπ και θα δημιουργήσει τις συνθήκες για μια πραγματική ρήξη με τον καπιταλισμό. Αν δεν προετοιμαστούμε με έναν δικό μας επαναστατικό σενάριο, οι αγώνες μεταξύ των ελίτ μπορεί να μας καταπιούν.
Έτσι, με τον κίνδυνο να γίνουμε περιστασιακά προγραμματιστές: ψάξτε άλλους αντικαπιταλιστές στο κίνημα, βρεθείτε μαζί και δείτε αν μοιράζεστε κάποιες αρχές. Αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, αρχίστε να παλεύετε με τα πολλά αναπάντητα ερωτήματα, συνεχίστε να συμμετέχετε σε δράσεις και άλλες οργανώσεις που αντιστέκονται, και να είστε ανοιχτοί σε έναν ατέλειωτο διάλογο, τόσο εντός των νεογέννητων πολιτικών οργανώσεων όσο και σε οποιονδήποτε άλλο χώρο οργάνωσης εναντίον του Τραμπ – αν και όχι σε κόστος της λήψης αποφάσεων. Δεν χρειαζόμαστε όλες τις απαντήσεις εκ των προτέρων, χρειάζεται να δρούμε. Ακόμα και το κοντινό μέλλον είναι ένας μεγάλος άγνωστος, αλλά αν, όπως λέει Lih για τους Ρώσους επαναστάτες, “είμαστε όρθιοι και δρούμε”, θα ανήκει σε μας.
Μόλις δέκα μέρες μετά την ορκομωσία του Τραμπ, το περιοδικό Foreign Policy δημοσίευσε ένα άρθρο που εξέταζε ανοιχτά τα υπέρ και κατά ενός στρατιωτικού πραξικοπήματος. Είναι ένα σημάδι των καιρών στους οποίους η Rosa Brooks, καθηγήτρια Δικαίου από την Georgetown και πρώην σύμβουλος στα υπουργεία Άμυνας και Εξωτερικών, μπορεί να γράφει ένα προκλητικό – για να τραβήξει την προσοχή – άρθρο με μπούλετς3, σε ένα ευυπόληπτο περιοδικό πολιτικής, προτείνοντας ότι, ανάμεσα σε άλλες επιλογές, μια στρατιωτική ανατροπή του αμερικανού Προέδρου μπορεί να είναι αρμόζουσα. Πράγματι, παρά το ότι υπόσχεται “3 Τρόπους για να απαλλαγούμε από τον Πρόεδρο Τραμπ πριν το 2020”, το πραξικόπημα εμφανίζεται σαν ένας τέταρτος – μια θαμμένη αλλά λεπτομερής απαρίθμηση από μια – εντός του συστήματος – γνώστρια, που υποχρεώνεται, φέρνοντας σε δύσκολη θέση τους εκδότες της, να κάνει μια ακραία πρόταση. Πέρα από αυτή την περίεργη αντιπαράθεση μορφής και περιεχομένου (οι κρατικοί ηγέτες ΑΠΕΧΘΑΝΟΝΤΑΙ αυτό το περίεργο κόλπο!), μπορούμε να διαβάσουμε σε τέτοιους συλλογισμούς μια αληθινή κρίση στρατηγικής της άρχουσας τάξης.
Ο Τραμπ νίκησε και τώρα καπιταλιστές, πολιτικοί, γραφειοκράτες και η πολιτική ιντελιγκέντσια πρέπει να αποφασίσουν πώς θα απαντήσουν σε αυτό το γεγονός4 με βάση τις ιδιαίτερες ανησυχίες, ρόλους και τα γενικότερα συμφέροντά τους, ώστε να εξασφαλίσουν τις συνθήκες για την αναπαραγωγή της καπιταλιστικής τάξης. Αυτή δεν είναι, για να είμαστε ξεκάθαροι, μια συνομωσία του αποκαλούμενου “βαθέως κράτους”, αλλά μια ενδεχόμενη και διαρκής διαδικασία που συμβαίνει πάντα εντός του καπιταλισμού, με έναν μεγαλύτερο ή μικρότερο συντονισμό μεταξύ μιας ετερογενούς άρχουσας τάξης. Η νίκη του Τραμπ ήταν ένας “μπαλαντέρ” για τις σχέσεις της άρχουσας τάξης και αυτό εξαναγκάζει μια λιγότερο συντονισμένη επανευθυγράμμιση των φραξιών των καπιταλιστών, τόσο στις μεταξύ τους σχέσεις όσο και στην σχέση τους με τις εξίσου ετερογενείς υποτελείς τάξεις.
Αλλά εκεί που οι ελίτ είναι σε σύγχυση και προσπαθούν με κάθε τρόπο να κερδίσουν κάτι5, εκεί αναδύονται δυνατότητες. Αυτός είναι ο λόγος που στην ριζική αβεβαιότητα αυτής της συγκυρίας, η Αριστερά θα πρέπει να βρει μια στρατηγική και να να οργανωθεί για μια επαναστατική ρήξη. Δεν μπορούμε να είμαστε μόνο στην άμυνα· πρέπει να οικοδομήσουμε μια οργάνωση, ένα αυτόνομο πολιτικό όργανο, που να μπορεί και να νικήσει την κυβέρνηση Τραμπ όσο το δυνατόν πιο γρήγορα και να θέσει το πεδίο για μια ευρύτερη επαναστατική αλλαγή. Η Brooks προτείνει πραξικοπήματα, καταγγελίες και συνταγματική αποπομπή του προέδρου. Αλλά αυτό το σκαρίφημα δυνατοτήτων, όλως περιέργως, αποκλείει το μοναδικό σενάριο στο οποίο πρέπει να εστιάσουμε: έναν λαϊκό επαναστατικό αγώνα που θα εκδιώξει τον Τραμπ και θα δημιουργήσει τις συνθήκες για μια πραγματική ρήξη με τον καπιταλισμό. Αν δεν προετοιμαστούμε με έναν δικό μας επαναστατικό σενάριο, οι αγώνες μεταξύ των ελίτ μπορεί να μας καταπιούν.
Μια κρίση της άρχουσας τάξης
Η καλλίτερη ένδειξη της διχόνοιας στο εσωτερικό της άρχουσας τάξης είναι το ιδεολογικό μπέρδεμα και η γενική αναποφασιστικότητα της κυβέρνησης Τραμπ. Εξωτερικά, η προεκλογική εκστρατεία του Τραμπ μετέφερε ένα “αντιπαγκοσμιοποιητικό” μήνυμα της αμερικανικής ιδιαιτερότητας6, με λίγο-πολύ ανοιχτά ρατσιστικά στοιχεία και παραχωρήσεις προς τον θυμό των μικροαστών και της εργατικής τάξης εναντίον του μεγάλου κεφαλαίου. Όμως η πραγματική διαχείριση σηματοδοτεί μια πιο πολύπλοκη συνταγή διακυβέρνησης: λευκοί εθνικιστές και εχθροί της παγκοσμιοποίησης, όπως ο Steve Bannon, υπηρετούν δίπλα σε νεοφιλελεύθερους μεγιστάνες της βιομηχανίας, υπέρμαχους της παγκοσμιοποίησης, όπως ο Rex Tillerson. Στρατιωτικοί καρριέρας, όπως ο James Mattis, ρίχνονται για να καθησυχάσουν το αμυντικό κατεστημένο, ενώ άλλοι, όπως ο Ben Carson και ο Mike Pence, έχουν συμπεριληφθεί, κατά τα φαινόμενα, ως ένα φιλικό νεύμα προς τα αντισυστημικά και Ευαγγελικά τμήματα της εκλογικής βάσης των Ρεπουμπλικάνων. Εν τω μεταξύ, πολιτικοί της επικρατούσας τάσης των Ρεπουμπλικάνων, που φοβούνταν ότι ο Τραμπ θα κατέστρεφε το κόμμα τους, τώρα είναι ευτυχείς να ακολουθήσουν την ηγεσία του.
Η παραίτηση του πρώην Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας Michael Flynn, μετά από κατηγορίες για ανάρμοστες συζητήσεις με τον Ρώσο πρέσβη πριν την ορκομωσία του Τραμπ, αποκαλύπτει επιπλέον διαιρέσεις, τόσο εντός της κυβέρνησης, με τον Bannon να απαιτεί την αποχώρηση του Flynn, όσο και εντός του εργαλείου της κρατικής ασφάλειας γενικότερα, καθώς οι αξιωματούχοι Πληροφοριών, που διερευνούσαν την περίπτωση του, διαφέρουν ως προς την εμπιστοσύνη τους στον Λευκό Οίκο. Εν τω μεταξύ, οι νομοθέτες των Δημοκρατικών έχουν επενδύσει ακόμα περισσότερο στην τακτική της αξιοποίησης της Ρωσοφοβίας, ώστε να τελματώσουν την διοίκηση με έρευνες σχετικά με αντιπατριωτικές διασυνδέσεις. Προσωπικά, μού είναι αδιάφορο αν το κράτος μας υπόκειται στην αμερικανική ή στην ρωσική άρχουσα τάξη – το μόνο που υπάρχει για μένα είναι ο ταξικός πόλεμος. Αλλά η στρατηγική των Δημοκρατικών, να προχωρούν αργά προς τις κατηγορίες ή ίσως απλά να προκαλούν αδιέξοδο μέσω σκανδάλων, υποχρεώνει ακόμα περισσότερο την Αριστερά να προβάλλει με μια πραγματική εναλλακτική για να νικήσει όχι μόνο τον Τραμπ αλλά και ολόκληρο το αντιφατικό σύνολο συμφερόντων της άρχουσας τάξης που τον κατέστησε εφικτό.
Ίσως δεν είναι ασυνήθιστο να υπάρχουν ανταγωνιστικές ατζέντες μέσα σε μια κυβέρνηση, αλλά, προς το παρόν, οι διαιρέσεις – κατά μήκος, από την μια πλευρά, των θεμελιωδών ρηγμάτων, της κυρίαρχης συναίνεσης πάνω στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και τις πολιτικές ασφαλείας, και, από την άλλη, σε ένα προηγουμένως περιθωριοποιημένο μείγμα δεξιών ιδεολογικών πρωτοβουλιών – καθιστούν ιδιαίτερα δύσκολο να προβλέψει κανείς την κατεύθυνση της κυβέρνησης. Το ανοιχτό ερώτημα πώς όλα αυτά τα διαφορετικά σύνολα συμφερόντων και ιδεολογιών θα συναρθρωθούν και πώς θα καταδειχτεί η ίδια η αποτελεσματικότητα του αμερικανικού κράτους, είναι κεντρικό στην κρίση.
Παρ’ όλα αυτά, ούτε η κρίση του κράτους ούτε ο πίνακας των πιθανών επιλύσεων ανάγονται στην εσωτερική διαμάχη εντός του ίδιου του εργαλείου του κράτους. Όπως γράφει ο Νίκος Πουλαντζάς στο “Κράτος, Εξουσία και Σοσιαλισμός7”: “Η εμπέδωση της πολιτικής του Κράτους πρέπει να ειδωθεί ως το αποτέλεσμα ταξικών αντιθέσεων που εγγράφονται στην ίδια τη δομή του Κράτους…”. Τι σημαίνει αυτό για ένα πολιτικό σχέδιο της Αριστεράς που αντιτίθεται τόσο στις νέες πρωτοβουλίες την εθνικιστικής Δεξιάς όσο και στην συνεχιζόμενη δικομματική επίθεση στους εργαζόμενους;
Σε ένα επίπεδο, μας δείχνει προς την κατεύθυνση μιας ανάλυσης των διαφορετικών φραξιών του κεφαλαίου και της σχέσης τους με το κράτος υπό τον Τραμπ. Ας πάρουμε το παράδειγμα μιας εξέχουσας αμερικανικής βιομηχανίας: το τεχνολογικό κεφάλαιο, που ήταν επιφυλακτικό απέναντι στον νέο Πρόεδρο, παρά την μετατόπισή του προς το Ρεπουμπλικανικό κόμμα τα πρόσφατα χρόνια, αποφάσισε να εναντιωθεί στο προεδρικό διάταγμα σχετικά με τους περιορισμούς στην είσοδο των Μουσουλμάνων μεταναστών, με πολλές μεγάλες εταιρείες, όπως η Google και η Microsoft, να συμμετέχουν στην αγωγή εναντίον του διατάγματος. Αυτό έγινε, όμως, μόλις λίγες εβδομάδες μετά την παροχή, από τις εταιρείες αυτές, άφθονων δωρεών, σε είδος, στην ορκομωσία του Προέδρου. Και μέχρι η ζημιά στην φίρμα της εταιρείας του να τον αναγκάσει να διακόψει τη συμμετοχή του, ο Διευθύνων Σύμβουλος της Uber, Travis Kalanick, υπηρέτησε στο επιχειρηματικό συμβούλιο του Τραμπ, αν και ισχυριζόταν ότι δεν τον υποστήριζε. Μόνο μια στρατηγική συνάντηση της μαχητικότητας του συνδικάτου των οδηγών ταξί (που δεν δουλεύουν στην Uber), της λαϊκής αντίθεσης στην απαγόρευση της μετανάστευσης για τους Μουσουλμάνους και της καταναλωτικής πίεσης στις πόλεις, δημιούργησε τις συνθήκες μέσα στις οποίες αναγκάστηκε ο Kalanick να ανταποκριθεί· κάτι που φωτίζει ακόμα περισσότερο – και αυτό είναι το άλλο επίπεδο της διατύπωσης του Πουλαντζά – τη δυνατότητα μιας λαϊκής παρέμβασης εν μέσω της αβεβαιότητας των ελίτ.
Για να πάρουμε ένα άλλο παράδειγμα, το χρηματιστηριακό κεφάλαιο της Wall Street δεν θα μπορούσε να είχε ζητήσει μια καλλίτερη σύμμαχο από την Κλίντον. Παρ’ όλα αυτά, επενδυτές κινητοποιήθηκαν υπέρ της εκλογής του Τραμπ, πήραν ένα δώρο όταν ο πρώην τραπεζίτης της Goldman Sachs, Steven T. Mnuchin, έγινε υπουργός Οικονομικών και μέσα σε μια εβδομάδα είχε έτοιμο ένα διάταγμα που σηματοδοτούσε την πρόθεση του Λευκού Οίκου να μειώσει τις ρυθμίσεις στον τραπεζικό τομέα. Όμως και εδώ τα πράγματα είναι επίσης αμφιλεγόμενα: παρά το ότι ο Τραμπ υπέγραψε το διάταγμα, αρθρογράφοι του Forbes τροφοδοτούσαν φόβους για έναν παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο με βάση την προσυπογραφή από τον Τραμπ ριζοσπαστικών μέτρων προστατευτισμού, τα οποία υποστήριξαν τόσο ο Bannon όσο και ο υψηλόβαθμος σύμβουλος Stephen Miller. Από την ίδια του τη φύση, το χρηματιστικό κεφάλαιο μπορεί να υπάρχει μόνο στη βάση της αβεβαιότητας και της ρευστότητας, αλλά αναρωτιέται κανείς αν το βάρος των πιθανών αλλαγών – δασμοί στις εισαγωγές, στρατιωτική σύγκρουση στην Άπω Ανατολή, απέλαση ενός σημαντικού τμήματος της εργατικής δύναμης από τις ΗΠΑ – συνιστούν σημαντική απειλή στην νεοφιλελεύθερη συναίνεση ώστε να προκαλέσουν πανικό σε αυτή τη βιομηχανία.
Άλλοι καπιταλιστές προσπαθούν κι αυτοί να καταλάβουν τι πρέπει να κάνουν: οι αεροπορικές εταιρείες ελπίζουν να επωφεληθούν από έναν συνδυασμό επιβεβλημένων πολιτικών ελεύθερου εμπορίου στην Μέση Ανατολή και της δέσμευσης του Τραμπ για ένα πρόγραμμα κατασκευής υποδομών διατυπωμένου με όρους οικονομικού εθνικισμού. Στο λιανικό εμπόριο ανησυχούν σχετικά με την ιδέα (την οποία προσυπέγραψε, για λίγο, ο Λευκός Οίκος, για να υπαναχωρήσει στη συνέχεια) της επιβολής ενός φόρου 20% σε όλες τις εισαγωγές στις ΗΠΑ. Αυτό που είναι εδώ εντυπωσιακό, επιπρόσθετα στην πιθανότητα πραγματικά ανταγωνιστικών θέσεων ανάμεσα στους καπιταλιστές, είναι η ταχύτητα με την οποία όλοι οι παίχτες θα πρέπει να αναβαθμονομήσουν και να προσπαθήσουν να συντονίσουν τις στάσεις τους, ακόμα και εντός των ίδιων βιομηχανιών. Όλα αυτά λαμβάνουν χώρα με έναν ασυνήθιστα δημοσιοποιημένο τρόπο, χωρίς κάποια ένδειξη για το τι πραγματικά θα αποφασίσει η εκτελεστική και η νομοθετική εξουσία, τις οποίες ο Πρόεδρος θα δαιμονοποιήσει στο Twitter, και για το πώς θα αντιδράσουν, σε οποιαδήποτε δεδομένη στιγμή, οι λαϊκές τάξεις.
Ο “Λενινισμός” τους…
Μέσα σε αυτό το ραγδαία μεταβαλλόμενο σενάριο, ίσως να είναι οι πολιτικά πιο ικανοί και αφοσιωμένοι παίχτες που θα κυριαρχήσουν. Συνεπώς, θα έπρεπε να προσέξουμε ιδιαίτερα τον Steve Bannon και αυτούς που εκπροσωπεί στον Λευκό Οίκο. Ο Βannon λέει ότι είναι Λενινιστής· προφανώς θέλει να προκαλέσει8 με αυτή την αναφορά· παρ’ όλα αυτά, είναι καθαρό πως είναι αποφασισμένος να αλλάξει βαθιά το πρόσωπο του αμερικανικού κράτους και της κοινωνίας, και ότι έχει τη διάθεση να ριχτεί ολόψυχα στο εγχείρημα για να το κάνει.
Η εμφανής, πρώιμη δύναμη της ιδεολογίας του Bannon, είναι το αληθινά καινοτόμο9 στοιχείο στο επίπεδο της ίδιας της προεδρίας. Το γεγονός ότι η ατζέντα του οφείλει πολλά στο αντι-νεοσυντηρητικό και αντι-ρεπουμπλικανικό περιβάλλον της δεξιάς, σφυρηλατημένο εκτός της κρατικής και της κομματικής γραφειοκρατίας, υποδηλώνει ότι η επιτυχία του έχει την δυνατότητα να επανακαθορίσει πού θα ποντάρουν και διάφοροι άλλοι παίχτες. Και όντως, αν χαρακτηρίσουμε την επίθεση της άρχουσας τάξης, που διαμόρφωσε τους κανόνες στις ΗΠΑ, αλλά και παγκόσμια, τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1970, ως νεοφιλελευθερισμό, τότε η διατυπωμένη αντίθεση του Bannon σε οτιδήποτε αυτού του είδους είναι μια αξιοπρόσεκτη “διαταραχή”.
Φυσικά, ο Bannon είναι μόνο ένας ανάμεσα σε πολλούς στον Λευκό Οίκο, και η σταθερότητα της θέσης του θα εξαρτηθεί από την πορεία των πραγμάτων. Δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι κινεί κρυφά τα νήματα του Τραμπ. Αλλά το κατεπείγον στην καρδιά της ίδιας της οπτικής του Bannon για την ιστορία, ο ισχυρισμός ότι υπάρχει ένα σύντομο παράθυρο για ριζική αλλαγή ανάμεσα σε 80ετείς κύκλους πολιτικής σταθερότητας, υποδηλώνει ότι θα παίξει το πολιτικό παιχνίδι σκληρά και γρήγορα. Όπως παρατηρεί ο Richard Seymour: “Αυτό κάνει τον Bannon όχι έναν μεγάλο χειραγωγό, αλλά έναν επικίνδυνο μυστικοπαθή και τζογαδόρο”. H άποψή του για μια πολιτισμική κρίση και οι προβλέψεις του για μια αναπόφευκτη και βίαιη παγκόσμια σύγκρουση σημαίνει ότι η προσπάθεια για την αναδιαμόρφωση των ΗΠΑ θα συμπεριλαμβάνει επίσης και τη λήψη ρίσκων σε παγκόσμιο επίπεδο. Πώς θα βρούν οι απόψεις του κοινό έδαφος με τα πιο παραδοσιακά στοιχεία των “γερακιών” του εργαλείου της κρατικής ασφάλειας είναι κάτι που μένει να δούμε.
Εν μέσω μιας αμφιλεγόμενης επανευθυγράμμισης κράτους και κεφαλαίου, θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε την πρωτοβουλία της Δεξιάς με έναν αληθινό, δικό μας Λενινισμό.
…και ο δικός μας
Το τοπίο της αβεβαιότητας και των υψηλών διακυβευμάτων είναι ένα “άνοιγμα” για την ενισχυμένη δύναμη της Αριστεράς, αν μπορέσουμε, σε αντίθεση με τους εχθρούς της τάξης μας, να δράσουμε αποφασιστικά και συλλογικά. Γι’ αυτό τον λόγο, ως αντικαπιταλιστές θα πρέπει να θέσουμε τα ζητήματα της οργάνωσης και της στρατηγικής στο προσκήνιο των σχεδιασμών μας. Συνεπώς μιλάω για Λενινισμό με μια μάλλον συγκεκριμένη έννοια: όπως γράφει ο Lars Lih στην βογραφία του “Λένιν”, ο πυρήνας του σχεδίου του Λένιν δεν ήταν ούτε μια λίστα τακτικών, όπως το μοίρασμα εφημερίδων, ούτε καν μια συγκεκριμένη οργανωτική μορφή. Το μεγάλο επίτευγμα του Λένιν ήταν ότι οραματίστηκε ένα επαναστατικό σενάριο και ότι στη συνέχεια έθεσε το ερώτημα: τι θα πρέπει να κάνουμε, με δεδομένη τη συγκεκριμένη μας κατάσταση, για να κάνουμε αυτό το σενάριο πραγματικότητα; Κάθε απόφαση που ακολούθησε, κάθε ανάλυση και πολεμική ήταν επεξεργασμένη για να εξυπηρετεί αυτό τον σκοπό. Τα λεπτομερή “πορτραίτα” της επαγγελματικής επαναστατικής οργάνωσης ήταν απλά μια προσπάθεια να αδράξει τις πιο αποτελεσματικές πρακτικές των Ρώσων οργανωτών που μοιράστηκαν το όραμά του.
Σε ένα άλλο άρθρο, που ανασκοπεί τις περιβόητες συγκρούσεις Μπολσεβίκων και Μενσεβίκων στην πορεία για τον Οκτώβρη του 2017, ο Lih καταλήγει:
Κάθε πλευρά ήταν ένα μείγμα λάθους και διόρασης. Αλλά στην περίπτωση των Μενσεβίκων αυτός ο συνδυασμός κατέληξε σε παράλυση. Στην περίπτωση των Μπολσεβίκων, ο συνδυασμός τούς έκανε να σηκωθούν και να πράξουν. Γι’ αυτόν τον λόγο και μόνο, το μέλλον, καλώς ή κακώς, ανήκε στους Μπολσεβίκους.
Αυτό δεν σήμαινε την εμπλοκή σε τυφλή δράση, ούτε την προσκόλληση σε μια στατική θεώρηση της καθήκοντός τους· για τον Μπολσεβικισμό του Λένιν, τα πάντα εξαρτιώνταν από έναν συνδυασμό πολιτικών αρχών, ιστορικής ανάλυσης, στρατηγικών δυνατοτήτων και συγκυριακής πραγματικότητας. Αν και η ερμηνεία του Lih τείνει προς τον βολονταρισμό, χρησιμεύει, παρ’ όλα αυτά, ως μια υπενθύμιση ακριβώς αυτού του είδους οραματικής και βασισμένης σε αρχές δράσης, που μπορεί να αποτρέψει την Αριστερά από το να βυθιστεί στην παλίρροια των αντιφατικών γεγονότων, χωρίς να προσαράξει στο μέλλον που θα θέλαμε να δούμε.
Να πούμε ότι απλά θα επαναλάβουμε την μεγαλύτερη επαναστατική στιγμή του προηγουμένου αιώνα, είναι εκτός συζήτησης· υπάρχει, όμως, μια αναλογία: οι Ρώσοι Σοσιαλδημοκράτες, όπως και ο Λένιν, αντιμετώπισαν το πρόβλημα να συνδέσουν τον μακροπρόθεσμο στόχο της οικοδόμησης του κομμουνισμού και τον βραχυπρόθεσμο στόχο της ανατροπής ενός ιδιαίτερα καταπιεστικού καθεστώτος. Η συγκυριακή δομή της οργάνωσης, κατάλληλη για το πλαίσιο της Ρωσίας στα τέλη του 19ου αιώνα, είναι λιγότερο σημαντική από την ιδέα ότι η οργάνωση, ακόμα και ξεκινώντας με μικρές, διάσπαρτες ομάδες ακτιβιστών, θα καθιστούσε εφικτή αυτή καθαυτή την κινητοποίηση του συνόλου των καταπιεσμένων τάξεων σε ένα συντονισμένο κίνημα – αρχικά εναντίον του Τσαρισμού, και στη συνέχεια για τον κομμουνισμό. Οι αγώνες εναντίον της καταπίεσης, και για την διεκδίκηση της πολιτικής ελευθερίας, ήταν κεντρικής σημασίας στο πρώτο στάδιο αυτής της διαδικασίας και, όπως αποδείχτηκε, επιτάχυναν εξαιρετικά το δεύτερο. Τολμώ να πω ότι στις ΗΠΑ, σήμερα, μπορούμε να σκεφθούμε ένα αντικαπιταλιστικό σενάριο σε παρόμοιο πνεύμα. Πρώτα να χτίσουμε ένα μαζικό, συμμετοχικό κίνημα, που να δώσει τέλος στην διακυβέρνηση του Τραμπ με τους δικούς μας όρους, και στη συνέχεια να φτάσουμε “μέχρι τέλους”, όπως θα έλεγε ίσως ο Λένιν, δημιουργώντας τις συνθήκες ώστε το κράτος και οι κυρίαρχες τάξεις να μην μπορούν να μας υποτάξουν ξανά σε ένα τέτοιο σχέδιο – συνθήκες που δεν αντιστοιχούν σε τίποτα άλλο από το τέλος του καπιταλισμού.
Από την άλλη πλευρά, είναι πιθανό να σημειώσουμε την αχανή απόσταση ανάμεσα στην Ρωσία του 1917 και στις ΗΠΑ του 2017, προτείνοντας μια ευέλικτη έννοια οργάνωσης πιο πρόσφατης “εσοδείας”: αυτό που η Marta Harnecker αποκαλεί ένα πολιτικό όργανο. Αυτή η ιδέα – το όνομα της οποίας προέρχεται από την Βολιβιανή εμπειρία της ανταρσίας και της εξέγερσης, που ξεκίνησαν τη δεκαετία του 1990, για την απόκρουση του παρεμβατισμού των ΗΠΑ και του νεοφιλελευθερισμού, και κατέληξαν στην οικοδόμηση ενός καινούριου κόμματος, που παρ’ όλες τις ελλείψεις του, αναδιαμόρφωσε ριζικά την πολιτική στη Βολιβία – έχει μιαν απήχηση σε μια ουσιώδη ανάγκη της περιόδου μας. Όπως υποδηλώνει ο όρος, η έννοια της πολιτικής οργάνωσης, που επικαλούμαστε εδώ, δεν είναι αυτή μιας ομογενούς σέκτας μαχητών που δρουν πάνω στις μάζες (αν και αυτό θα ήταν μια παραπλανητική καρικατούρα αυτού που θεωρητικοποίησε ο Λένιν), αλλά θα έπαιρνε μάλλον υπόψιν της ένα μεγαλύτερο οικοσύστημα κινημάτων και αγώνων. Η οργάνωση είναι ένα όργανο επειδή η ίδια η ύπαρξή της εξαρτάται από ένα ευρύτερο κίνημα.
Ήδη από τις πρώτες εβδομάδες της προεδρίας του Τραμπ μπορούμε να δούμε ότι ένα τέτοιο, ευρύτερο, κίνημα είναι δυνατό. Την ημέρα της ορκομωσίας, πλήθη κατέβηκαν στους δρόμους, με μαχητικές δράσεις, για να αρνηθούν την κανονικότητα· ακολούθησε, στις 21 Ιανουαρίου, μια πορεία γυναικών που έβγαλε στους δρόμους εκατομμύρια ανθρώπους, πολλοί από τους οποίους δεν είχαν ξανασυμμετάσχει ποτέ στη ζωή τους σε μια διαδήλωση. Έκτοτε, δεν υπάρχουν κάποια σημάδια επιβράδυνσης. Φοιτητές και μέλη της κοινότητας στο Μπέρκλεϋ απέκλεισαν αυτόν τον μαλάκα10 της “εναλλακτικής”-δεξιάς, τον Milo Yiannapoulos. Χιλιάδες γέμισαν τα αεροδρόμια (!) σε μια, σχεδόν στιγμιαία, αντίδραση στο διάταγμα Τραμπ για την απαγόρευση εισόδου στις ΗΠΑ στους Μουσουλμάνους, ενώ οι ταξιτζήδες στην Νέα Υόρκη κατέβηκαν σε απεργία και οι ιδιοκτήτες bodegas11 από την Υεμένη έκλεισαν τα καταστήματά τους σε ολόκληρη την Νέα Υόρκη, σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Διαδηλωτές στο Λος Άντζελες έκλεισαν την εθνική 101 σε απάντηση των επιδρομών ελέγχου σε μετανάστες της Υπηρεσίας Μετανάστευσης και Τελωνείων (ICE) και στις 16 Φεβρουαρίου χιλιάδες μετανάστες εργάτες σε ολόκληρη τη χώρα έκαναν στάση στις βάρδιες τους, συμμετέχοντας στην “Ημέρα χωρίς ούτε έναν Μετανάστη”. Αμέτρητες άλλες, λιγότερο ή περισσότερο “διαλυτικές” δράσεις, συνεχίζονται καθημερινά σε ολόκληρη τη χώρα, από τις φυλακές μέχρι τα Λύκεια. Προφανώς, η ενέργεια και η θέληση για ένα μεγάλης κλίμακας κίνημα εναντίον του Τραμπ είναι εδώ.
Αλλά η Harnecker σημειώνει ότι η μαζική εξέγερση και η αναταραχή είναι ανεπαρκείς: “για να μετατρέψουμε τις εξεγέρσεις σε επαναστάσεις, είναι αναγκαίο ένα πολιτικό όργανο ικανό να υπερβεί την διασπορά και τον κατακερματισμό των εκμεταλλευόμενων και των καταπιεσμένων”. Το ζήτημα είναι, λοιπόν, αυτό της σφυρηλάτησης της ενότητας στο όνομα της μεγαλύτερης συλλογικής δύναμης. Ο σκοπός ενός πολιτικού οργάνου είναι να επιτρέπει σε διάφορες κοινωνικές οργανώσεις να παραμένουν ριζωμένες σε διακριτές κοινότητες και γειτονιές, προσανατολισμένες σε διάφορα ζητήματα, ή συνδεδεμένες σε διάφορες καμπάνιες από τα κάτω, θέτοντας, ταυτόχρονα, τη βάση για συντονισμό και αλληλεπίδραση μεταξύ αυτών των εγχειρημάτων. Με τα λόγια της Harnecker, ένα τέτοιο εργαλείο “είναι για να υπηρετεί αυτά τα λαϊκά κινήματα και όχι για να τα εκτοπίσει”.
Το καθήκον της σφυρηλάτησης ενός πολιτικού οργάνου κουβαλά επίσης μαζί του μιαν άλλη απαίτηση: την αυτονομία. Αν ένα λαϊκό κίνημα πρόκειται να πραγματώσει το κρυφό σενάριο μιας επανάστασης εναντίον του Τραμπισμού, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι παράγοντες του συστήματος – συνιστώσες του υπάρχοντος καπιταλιστικού κράτους – θα προσπαθήσουν να πιστωθούν και να προσφέρουν ερμηνείες των γεγονότων που τους εξυπηρετούν. Η λαϊκή ισχύς θα αποσπαστεί από τη συστατική της βάση και οι πραγματικές δυνατότητες μπορεί εύκολα να καταλήξουν στην απομάκρυνση ενός ανθρώπου, που στο τέλος-τέλος, είναι απλά ένα σύμπτωμα των πολλών αντιφάσεων που αντιμετωπίζει σήμερα ο καπιταλισμός.
Ακόμα και σε σχέση με τον στενότερο στόχο της απομάκρυνσης ή της παρεμπόδισης του Τραμπ, πολύ λίγα πλεονεκτήματα υπάρχουν στην προσάρτηση του λαϊκού κινήματος στο κόμμα των Δημοκρατικών. Η ανασυγκρότηση αυτού του κόμματος είναι δικό του καθήκον, και εμπεριέχει ήδη σημαντικούς ανταγωνισμούς σε ένα βαθιά περιχαρακωμένο ηγετικό στρώμα. Το έπαθλο σ’ αυτή την μάχη αποδείχτηκε ότι ήταν ένας ασθενικός και αναποτελεσματικός μηχανισμός. Μια πρόσφατη ανάλυση από τον Mike Davis υποδηλώνει ότι οι Ρεπουμπλικάνοι απλά ξεπέρασαν σε πονηριά τους Δημοκρατικούς, διαμορφώνοντας τον εκλογικό χάρτη γύρω από την χρήση των οργάνων του κράτους, με πολύ οξείες μακροπρόθεσμες συνέπειες για κάποια δυνατότητα εξουσίας των Δημοκρατικών σε οποιοδήποτε κυβερνητικό επίπεδο. Με αυτή την έννοια, οι Δημοκρατικοί είναι οι χαμένοι του παιχνιδιού του οποίου τους κανόνες έχουν βοηθήσει να διαμορφωθούν, αποκλείοντας τον πολιτικό χώρο εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα. Η χασούρα τους μπορεί να είναι δικό μας κέρδος· το Movimiento al Socialismo, στη Βολιβία αναδείχθηκε μόνο όταν όλα τα τμήματα της πολιτικής ελίτ είχαν εντελώς απαξιωθεί μετά από πέντε χρόνια λαϊκής εξέγερσης.
Αυτό δεν είναι ένα κάλεσμα εναντίον οποιουδήποτε συντονισμού με τους Δημοκρατικούς· είναι ένα κάλεσμα για πολιτική ανεξαρτησία, που μπορεί να επιτρέψει την ανάδυση της καινοτομίας. Το πολιτικό πεδίο, παρά τα φαινόμενα, παραμένει παραδοξως ανοιχτό· το σοκ της εκλογής του Τραμπ πρέπει να μας υπενθυμίζει ότι δεν πρέπει να αποκλείουμε το απρόσμενο. Η αναζωογόνηση και η ανανέωση του Δημοκρατικού κόμματος είναι ένα τόσο μεγάλο εγχείρημα – αν είναι καν εφικτό – που στέκεται σαν ένας τελικώς διακριτός στόχος από το είδος της κατεπείγουσας κινητοποίησης που έχουμε ανάγκη, τόσο για να νικήσουμε τον Τραμπ όσο και για να αποτρέψουμε μια απλή επιστροφή στο πρότερο καθεστώς πραγμάτων. Η στρατηγική δεν αποκλείει μια ψήφο υπέρ των ρεφορμιστών σε κάποιο μελλοντικό σενάριο, αλλά αυτή τη στιγμή έχουμε μια διαφορετική επιλογή: να καταβάλουμε όλη μας την ενέργεια για να ξαναχτίσουμε ένα αναιμικό κόμμα, που δεν ήταν ποτέ ένας θεσμός για ή από την εργατική τάξη, και του οποίου η καταστροφή μπορεί, με τη σειρά της, να δώσει χώρο για μια πολιτική εναλλακτική ή να στρωθούμε στη δουλειά για να οικοδομήσουμε ένα ανεξάρτητο πολιτικό όργανο που μπορεί, ίσως, να κρατά την δυνατότητα μιας λαϊκής εναλλακτικής στους αποπροσανατολισμούς της ελίτ;
Τα αναπάντητα ερωτήμα αφθονούν: πώς θα μοιάζει ένα τέτοιο πολιτικό όργανο; Πώς θα συνδέεται με τον καλλίτερο δυνατό τρόπο με διάφορα είδη κοινωνικών οργανώσεων, εργασιακών αγώνων και κοινοτήτων; Πώς θα συναρθρώσει, τελικά, διάφορους τοπικούς συνδέσμους σε μια ευρύτερη οργάνωση; Παρ’ όλα αυτά, σε μια στιγμή, που είναι απολύτως επιτακτικό να πάρουμε την πρωτοβουλία, μια τέτοια ανοιχτότητα δεν θα πρέπει να μας αποτρέψει από το να ξεκινήσουμε. Σε κάποια σημεία, τέτοιες οργανωμένες πολιτικές ομάδες υπάρχουν ήδη και σε κάποια άλλα περιμένουν να οικοδομηθούν. Σε κάποια σημεία οι πρωταρχικές αντιθέσεις και οι αγώνες θα είναι εμφανείς, σε κάποια άλλα θα συγκαλύπτονται. Αλλά τα καθήκοντα, τόσο τα πολιτικά όσο και τα θεωρητικά, της οικοδόμησης ενός τέτοιου επαναστατικού εργαλείου θα γίνουν εμφανή μόνο αν κάνουμε μια προσπάθεια. Το να εστιάσουμε σε κομβικές ημερομηνίες όπως η 8 Μάρτη και η 1 Μάη είναι ουσιώδες, αλλά ένα κίνημα ενάντια στον Τραμπ δεν μπορεί να αναχθεί σε κάποιες μέρες δράσεις – πόσο μάλλον αν θέλουμε να στρέψουμε την πάλη ανάμεσα στους καπιταλιστές σε μια πάλη ανάμεσα στις τάξεις.
Έτσι, με τον κίνδυνο να γίνουμε περιστασιακά προγραμματιστές: ψάξτε άλλους αντικαπιταλιστές στο κίνημα, βρεθείτε μαζί και δείτε αν μοιράζεστε κάποιες αρχές. Αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, αρχίστε να παλεύετε με τα πολλά αναπάντητα ερωτήματα, συνεχίστε να συμμετέχετε σε δράσεις και άλλες οργανώσεις που αντιστέκονται, και να είστε ανοιχτοί σε έναν ατέλειωτο διάλογο, τόσο εντός των νεογέννητων πολιτικών οργανώσεων όσο και σε οποιονδήποτε άλλο χώρο οργάνωσης εναντίον του Τραμπ – αν και όχι σε κόστος της λήψης αποφάσεων. Δεν χρειαζόμαστε όλες τις απαντήσεις εκ των προτέρων, χρειάζεται να δρούμε. Ακόμα και το κοντινό μέλλον είναι ένας μεγάλος άγνωστος αλλά αν, όπως λέει Lih για τους Ρώσους επαναστάτες, “είμαστε όρθιοι και δρούμε”, θα ανήκει σε μας.
1 Ο Robert Cavooris είναι μέλος της συντακτικής ομάδας του Viewpoint και υποψήφιος διδάκτορας στο τμήμα Ιστορίας της Συνείδησης στο University of California, Santa Cruz.
2 Στμ. Το άρθρο είναι δημοσιευμένο εδώ: https://viewpointmag.com/2017/02/21/one-step-back-two-steps-forward-trump-and-the-revolutionary-scenario/.
3 Στμ. Στο πρωτότυπο: claimbait listicle.
4 Στμ. Στο πρωτότυπο: square with that fact.
5 Στμ. Στο πρωτότυπο: bumble and jockey.
6 Στμ. Στο πρωτότυπο: exceptionalism.
7 Στμ. Ν. Πουλαντζάς: “Το Κράτος, η Εξουσία και ο Σοσιαλισμός”, εκδόσεις Θεμέλιο, 2008.
8 Στμ. Στο πρωτότυπο: troll.
9 Στμ. Στο πρωτότυπο: novum, λατινική λέξη που σημαίνει πρωτοποριακό, καινοτόμο, καινούριο.
10 Στμ. Στο πρωτότυπο: shitbox.
11 Στμ. Bodega: μικρό κατάστημα (οπωροπωλείο, ψιλικατζίδικο κ.λπ.). Από το ισπανικό bodega, που προέρχεται από το λατινικό apοtheca, δηλαδή το αρχαιοελληνικό αποθήκη.