του Dylan Riley1
το κείμενο σε pdf
Αντιπαραθέσεις σχετικά με την πολιτική του Τραμπ και άλλων ηγετών της νέας δεξιάς έχουν οδηγήσει σε μια έκρηξη ιστορικών αναλογιών, με την εμπειρία της δεκαετίας του 1930 να ελλοχεύει κάπου μακριά. Σύμφωνα με πολλά από αυτά τα σχόλια, ο Τραμπ – για να μην αναφέρουμε τον Ορμπάν, τον Kaczynski, τον Modi, τον Duterte, τον Ερντογάν – είναι μια αυταρχική φιγούρα που δικαιολογημένα συγκρίνεται με αυτές της φασιστικής περιόδου. Οι υποστηρικτές αυτής της άποψης απλώνονται σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα, από τη νεοσυντηρητική δεξιά και τον κυρίαρχο φιλελευθερισμό μέχρι τους αναρχικούς εξεγερσιακούς. Το τυπικό θεωρητικό εργαλείο που χρησιμοποιούν είναι να προάγουν και να προστατεύουν την ταύτιση του Τραμπ με τον φασισμό ενώ ταυτόχρονα αποποιούνται, κατ’ όνομα, αυτή την ταύτιση. Έτσι για τον Timothy Snyder, έναν φιλελεύθερο του Ψυχρού Πολέμου, “Υπάρχουν διαφορές” – παρ’ όλα αυτά: “ο Τραμπ έκανε ξεκάθαρο το χρέος του στον φασισμό από την αρχή. Από την αρχική σύνδεση που έκανε των μεταναστών με τη σεξουαλική βία μέχρι την συνεχή ταύτιση των δημοσιογράφων ως ‘εχθρών’…μας έχει δώσει κάθε ένδειξη που χρειαζόμαστε”. Για τον συνάδελφο του Snyder στο Yale, Jason Stanley: “δεν ισχυρίζομαι ότι ο Τραμπ είναι ένας φασίστας ηγέτης με την έννοια ότι κυβερνά όπως ένας φασίστας” – αλλά “ότι όσον αφορά τη ρητορική του, είναι πολύ φασίστας”. Για τον επίσης φιλελεύθερο Richard Evans, στο Καίμπριτζ: “δεν είναι το ίδιο” – όμως: “ο Τραμπ είναι ένας επίδοξος δικτάτορας του 21ου αιώνα που χρησιμοποιεί την χωρίς προηγούμενο δύναμη των κοινωνικών μέσων και το διαδίκτυο για να διαδίδει θεωρίες συνομωσίας” – “που θυμίζει ανησυχητικά τους φασίστες των δεκαετιών του 1920 και του 1930”2.
Από τη δεξιά, ο πρώην Ρεπουμπλικανός σύμβουλος Max Boot επιμένει: “Για να είμαι ξεκάθαρος, κατά κανέναν τρόπο δεν υπονοώ ότι υπάχει οποιαδήποτε αναλογία ανάμεσα στον Τραμπ και τον Χίτλερ” – όμως: “Ο Τραμπ είναι φασίστας. Και αυτός είναι ένας όρος που δεν το χρησιμοποιώ επιπόλαια ή συχνά”. Για τον φιλελεύθερο νεοσυντηρητικό Robert Kagan: “Αυτός είναι ο τρόπος που ο φασισμός έρχεται στην Αμερική, όχι με αρβύλες και χαιρετισμούς” – αλλά “με έναν τηλεπωλητή, έναν ψευτο-δισεκατομμυριούχο, έναν τυπικό εγωμανή που “εκμεταλλεύονται” τη λαϊκή πικρία και ανασφάλεια”. Στην αριστερά, ο οικομαρξιστής John Bellamy Foster συμφωνεί ότι υπάρχουν “ιστορικά διακριτά γνωρίσματα” – αλλά, παρ’ όλα αυτά, ο Τραμπ είναι ένας συστηματικός “νεοφασίστας” ο οποίος, όπως και οι προπάτορές του στον μεσοπόλεμο, στοχεύει στην “καταπίεση της εργατικής δύναμης”. Η θεωρητικός του queer Judith Butler αναγνωρίζει ότι: “με τον Τραμπ, έχουμε μια διαφορετική κατάσταση” – αλλά “μια κατάσταση την οποία θα εξακολουθούσα να αποκαλώ φασιστική”. Για τον σοσιαλδημοκράτη Geoffrey Eley: “δεν έχει νόημα να διαγράψουμε κάποιες άμεσες ισοδυναμίες” – παρ’ όλα αυτά: “έχουμε το είδος της κρίσης που μπορεί να κάνει δυνατή μια πολιτική, που μοιάζει σαν φασισμός, να συναυξηθεί. Και αυτό είναι το σημείο στο οποίο ο Τραμπ έχει ευδοκιμήσει”. Για τον αναρχοσυνδικαλιστή Mark Bray: “Όχι, δεν θα έλεγα ότι ο Τραμπ είναι φασίστας” – αν και “έχει επιδείξει ουκ ολίγες φασιστικές ποιότητες…Ο Τραμπ διευκολύνθηκε από τον φασισμό (μεταξύ άλλων πραγμάτων) και αντίστροφα διευκόλυνε τον φασισμό”3.
Ένα άλλο σημείο που αυτοί οι σχολιαστές μοιράζονται είναι ότι οι αναλογίες τους σπάνια τοποθετούνται σε μια γνήσια συγκριτική και ιστορική προοπτική. Αντίθετα, μεταχειρίζονται το παρελθόν σαν μια αποθήκη αποσυνδεδεμένων παραδειγμάτων προς άντληση για το πλέξιμο ηθικολογικών ιστοριών ή την κατασκευή μιας μεζούρας ως προς την οποία να μετρήσουν την τωρινή στιγμή. Η διαδικασία είναι ανάλογη αυτού που ο Χέγκελ ονομάζει “πραγματιστική μορφή της αναστοχαστικής ιστορίας”, στην οποία ο συγγραφέας ψάχνει για “παραδείγματα καλών (ή κακών) πράξεων” χωρίς να τα βάζει σε ένα ιστορικό πλαίσιο, δημιουργώντας, έτσι, μια ψευδή αμεσότητα στην οποία το παρελθόν μοιάζει ως μια δεξαμενή “μαθημάτων”. Αλλά, όπως προειδοποιεί ο Χέγκελ, “τίποτα δεν είναι πιο ρηχό”4. Ο Μαρξ ανέπτυξε και ακόνισε την κριτική του Χέγκελ στην “18η Μπρυμαίρ”, προτείνοντας ότι η πραγματιστική μορφή θα μπορούσε η ίδια να γίνει ιστορική δύναμη, όπως όταν “ο Λούθηρος φόρεσε τη μάσκα του Αποστόλου Παύλου, η Επανάσταση από το 1879 μέχρι το 1814 ντύθηκε εναλλάξ ως η Ρωμαϊκή δημοκρατία και Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, και η Επανάσταση του 1848 δεν ήξερε τίποτα άλλο από το να παρωδεί πότε το 1789 και πότε την επαναστατική παράδοση από το 1793 μέχρι το 1795”5.
Αυτή η προσέγγιση στο παρελθόν διαστρεβλώνει το κεντρικό ερώτημα της σύγχρονης πολιτικής. Γιατί το ζήτημα δεν είναι να εξηγήσουμε γιατί, στον απόηχο μιας άγριας οικονομικής κρίσης στον πυρήνα του καπιταλισμού, συνοδευμένη από μια μαζική μεταφορά πλούτου από τους κυβερνώντες κεντρώους, μπλε και κόκκινοι, δεξιοί – και, σε λίγες περιπτώσεις, αριστεροί – παρείσακτοι έχουν έρθει στην εξουσία, αλλά μάλλον γιατί αυτοί οι πολιτικοί έχουν λίγο-πολύ παραμείνει εντός του κατεστημένου πλαισίου. Με λίγα λόγια, το ερώτημα δεν είναι γιατί οι σύγχρονες πολιτικές θυμίζουν εκείνες της δεκαετίας του 1930, αλλά γιατί δεν τις θυμίζουν6. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο να πάρουμε τη σύγκριση στα σοβαρά, αντιπαραβάλλοντας συστηματικά την εποχή του κλασσικού φασισμού – χονδρικά, από το 1922 μέχρι το 1939 – με την σημερινή περίοδο, ώστε να επιτρέψουμε μεγαλύτερη θεωρητική και πολιτική σαφήνεια σχετικά με τη σημερινή κατάσταση. Αυτό το κάνω πάνω σε τέσσερις άξονες σύγρκισης: το γεωπολιτικό πλαίσιο, την οικονομική κρίση, τις σχέσεις τάξης και έθνους και, τέλος, τον χαρακτήρα της κοινωνίας των πολιτών και των πολιτικών κομμάτων. Εδώ εστιάζω στην κυβέρνηση Τραμπ, μάλλον, παρά γενικεύω σ’ ολόκληρο το φάσμα των σύγχρονων δεξιών κομμάτων και ηγετών. Όπως έδειξε ο Achin Vanaik για την περίπτωση της Ινδίας, στην σύγκριση που κάνει της ηγεμονίας του Modi σε σχέση με αυτήν του Νεχρού7, κάθε νέα δεξιά πρέπει να τοποθετείται πολύ προσεκτικά στο πολιτικό-πολιτισμικό πλαίσιο της χώρας της πριν μπορέσει να ευθυγραμμιστεί η μια με την άλλη. Το να βάλουμε τους συνήθεις ύποπτους στο οικείο περιβάλλον τους θα ήταν κάτι έξω από το σκοπό του παρόντος άρθρου.
1. Μεσοπολεμική Ευρώπη
Οι κλασσικοί φασισμοί που πήραν σχήμα στην Ιταλία και τη Γερμανία θα ήταν αδιανόητοι χωρίς τις τότε πρόσφατες και αλληλένδετες εμπειρίες των ενδοϊμπεριαλιστικών πολέμων και της σοσιαλιστικής-επαναστατικής εξέγερσης, που εκδιπλώθηκαν σ’ ένα πλαίσιο μαζικής πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας σε παγκόσμια κλίμακα. Η Ρώσικη Επανάσταση εξερράγη από την ανυπολόγιστη καταστροφή του Ανατολικού Μετώπου για να επιστρέψει μετά στις χώρες της Δύσης, προκαλώντας ένα κύμα αδελφικών εξεγέρσεων στη Γερμανία (1917–23), την Ιταλία (1918–20) και την Ουγγαρία (1918–20) που έκαμψαν τον πολιτικό αντίκτυπο του [πολέμου] και αποτέλεσαν το άμεσο σκηνικό για την ανάδυση των φασιστικών κινημάτων. Ήταν σ’ αυτό το πλαίσιο που η δεξιά του SPD (Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα), οι Ebert και Noske, νομιμοποίησαν τους κακοποιούς των Freikorps για να εξοντώσουν τους επαναστάτες ηγέτες. Μαζικά αντικαπιταλιστικά κόμματα της αριστεράς απειλούσαν να μετασχηματίσουν την μεσοπολεμική κρίση εντός του καπιταλισμού σε μια πολιτική κρίση του καπιταλισμού. Το κύμα απεργιών και καταλήψεων εργοστασίων στην Ιταλία το διάστημα 1918–20 ξέσπασε υπό την ηγεσία των σοσιαλιστών που ήταν αφοσιωμένοι στο να εξαλείψουν την ιδιοκτησία μεγάλης κλίμακας. Παρόμοια, το KPD (Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα) συνέχισε να λειτουργεί ως μια μαζική οργάνωση μετά την ήττα των εξεγέρσεων του 1919 και του 1923, ιδιαίτερα στην υπερ-ριζοσπαστική του “Τρίτη Περίοδο” μετά το 1928· πίσω του, ενισχύοντας την απειλή στο γερμανικό κεφάλαιο, στεκόταν το Σοβιετικό κράτος.
Οι μισθωτοί βίωσαν την κρίση της μεσοπολεμικής Ευρώπης εναλλάξ ως αχαλίνωτο πληθωρισμό ή ως μαζική ανεργία. Και οι δυο κλασσικές περιπτώσεις του ευρωπαϊκού φασισμού ήταν εν μέρει αντιδράσεις σ’ αυτό. Στην Ιταλία, εκατομμύρια βετεράνων του πολέμου που επέστρεψαν βρέθηκαν αντιμέτωποι με την οικονομική απόγνωση. Άνεργοι και μη απασχολήσιμοι πρώην στρατιώτες ήταν ένα κυρίαρχο γνώρισμα των φασιστικών ομάδων που, πέρα από την καταστροφή σοσιαλιστικών οργανώσεων με τις κατασταλτικές τους εκστρατείες, καθοδήγησαν επίσης καταλήψεις γης και εργοστασίων και υποσχέθηκαν δουλειά8. Το οικονομικό πλαίσιο της ανόδου του NSDAP9 στη Γερμανία διέφερε από αυτό του PNF10 στην Ιταλία. Η Γερμανία βρισκόταν σε μια δίνη αποπληθωρισμού μετά το 1930, όχι σε μια δίνη πληθωρισμού, όπως ήταν η περίπτωση της μεταπολεμικής Ιταλίας. Όμως, το υποκείμενο πρόβλημα, που αντιμετώπιζε η Γερμανία τη δεκαετία του 1930, δεν ήταν εντελώς διαφορετικό από αυτό της Ιταλίας της δεκαετίας του 1920: η χώρα είχε έναν υπερανοικοδομημένο βιομηχανικό τομέα που προσπαθούσε να ανταγωνιστεί σε μια συνωστισμένη και διαιρεμένη από δασμούς παγκόσμια αγορά, χωρίς μια επαρκή βάση για εσωτερική ζήτηση. Παρ’ όλο που η Δημοκρατία της Βαϊμάρης επιβίωσε της μεταπολεμικής αναπροσαρμογής της, βίωσε λίγα μόνο χρόνια οικονομικής σταθερότητας μεταξύ 1924 και 1928 πριν η Γερμανία χτυπηθεί από το Κραχ του 1929 και την επακόλουθη μαζική ανεργία. Εδώ, όπως και στην Ιταλία, μεγάλο μέρος της απήχησης του φασισμού έγκειται στην υπόσχεσή του να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της ανεργίας11.
Η παγκόσμια υπερπαραγωγικότητα αναδύθηκε για πρώτη φορά στα τέλη του 19ου αιώνα με τον ερχομό της Μακράς Ύφεσης της περιόδου 1873–1896, καθώς δυναμικές νέες βιομηχανικές χώρες – πάνω απ’ όλα η Γερμανία και οι ΗΠΑ – μπήκαν στην παγκόσμια αγορά. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο οποίος ήταν εξαιρετικά καταστροφικός σε ανθρώπινες ζωές, αλλά όχι σε σταθερό κεφάλαιο, απλά ενέτεινε τα προβλήματα αυτά. Ήδη από τη δεκαετία του 1920 οι ευρωπαϊκές οικονομίες ήταν επιβαρυμένες με πολλά παλαιωμένα εργοστάσια και εξοπλισμό, πέραν της επέκτασης των νέων βιομηχανιών. Αντί να εξαλείψουν τις παλιές γραμμές παραγωγής, οι καπιταλιστές μάχονταν για να υπερασπιστούν τις υπάρχουσες επενδύσεις τους μέσω ενός πολέμου τιμών και δασμών, σε συνθήκες κερδών που καταρρέουν, τυπώματος χρήματος και ανεργίας12. Στην Ιταλία, ιδιαίτερα, οι επενδύσεις της πολεμικής περιόδου επέφεραν μια τεράστια επέκταση στην παραγωγική ικανότητα στην βιομηχανία χάλυβα, την αυτοκινητοβιομηχανία και την αεροναυπηγική, που υπερέβαινε κατά πολύ είτε την εσωτερική είτε τη διεθνή ζήτηση για τέτοια προϊόντα το 191813. Η πρώτη αντίδραση των ιταλικών κυβερνήσεων σ’ αυτό το πρόβλημα ήταν να επεκτείνουν τους όρους εύκολης πίστωσης στους βιομήχανους, οδηγώντας σε πληθωρισμό και κερδοσκοπία. Η υπερπαραγωγικότητα ήταν εξίσου καταστροφική για την γεωργία. Στη διάρκεια του Πολέμου, οι μη-εμπόλεμες χώρες είχαν αυξήσει τις εξαγωγές τροφίμων αλλά με το τέλος της δεκαετίας του 1920, οι πρώην αντιμαχόμενες χώρες γυρνούσαν στην παραγωγή, μειώνοντας, συνεπώς, τις τιμές των αγροτικών προϊόντων, οδηγώντας σε αυξανόμενα χρέη την ύπαιθρο και σε μειωμένη ζήτηση14.
Έτσι, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος διόγκωσε τα προβλήματα υπερπαραγωγικότητας που είχαν συμβάλει να μπει σε κίνηαη αυτή η δυναμική της ενδοϊμπεριαλιστικής αντιπαλότητας. Επιπλέον, με την κατάρρευση της Αυστρο-ουγγρικής Αυτοκρατορίας, οι μόλις ανεξαρτητοποιημένες δημοκρατίες ύψωσαν μια σειρά από φραγμούς δασμών σ’ ολόκληρη την κεντρική Ευρώπη ενώ η Ρωσική Επανάσταση αφαίρεσε, μια κι έξω, μια μεγάλη δυνητική αγορά15. Στην Ιταλία και τη Γερμανία, οι αγορές είχαν περιοριστεί εξαιτίας ενός συγκεκριμένου συνδυασμού στοιχείων. Μετά από μια μανιώδη διαδικασία καπιταλιστικής ανάπτυξης, η χαλυβουργία, οι χημικές και ηλεκτρικές βιομηχανίες αυτών των δύο χωρών ήταν πολύ πιο εξελιγμένες, στη δεκαετία του 1920, από τις αντίστοιχες του Ηνωμένου Βασιλείου. Αλλά δίπλα σ’ αυτούς τους εξαιρετικά παραγωγικούς θύλακες παρέμεναν, ακόμα, μεγάλα κομμάτια προ-καπιταλιστικής γεωργίας, που δεν μπορούσαν να καταναλώσουν αυτή τη βιομηχανική παραγωγή σε ικανοποιητικό επίπεδο. Αυτό αύξησε την ανυπομονησία μιας πολεμοχαρούς κυρίαρχης τάξης, ιδιαίτερα στη βαριά βιομηχανία, η οποία ήθελε οι αποικίες να υποστηρίξουν μια μονοπωλιακή θέση στο εξωτερικό, ενώ θα στηριζόταν παράλληλα στους στρατιωτικούς προϋπολογισμούς ως αντιστάθμισμα της ασθενικής εσωτερικής ζήτησης και των κορεσμένων αγορών στο εξωτερικό.
Ιμπεριαλιστική Δυναμική
Συνεπώς, μια αναθεωρητική μορφή ιμπεριαλισμού ήταν κεντρικό γνώρισμα των κλασσικών φασιστικών καθεστώτων. Τόσο στη Γερμανία όσο και στην Ιταλία, αυτά τα καθεστώτα προσανατολίζονταν στην ανατροπή μιας γεωπολιτικής τάξης που είχε οργανωθεί ενάντια στα αντιλαμβανόμενα και πραγματικά συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων που, ως επί το πλείστον, αντιπροσώπευαν. Ειδικά η Γερμανία αισθάνθηκε παγιδευμένη από το γεωπολιτικό σύστημα μετά τις Βερσαλλίες16. Η επιθετική ιμπεριαλιστική επέκταση, όπως αρθρώθηκε από τον Χίτλερ με εντυπωσιακά συγκεκριμένους όρους ήδη στη δεκαετία του 1920, ταίριαζε πολύ καλά με τα συμφέροντα και τις βλέψεις σημαντικών τμημάτων της γερμανικής άρχουσας τάξης και, πάνω απ’ όλα, του στρατού. Όπως επισημαίνει ο Arno Mayer: “ούτε ένας Γερμανός στρατηγός δεν ζήτησε εξαίρεση από την προταθείσα εισβολή και κατάκτηση της Ρωσίας”17. Υπήρχε ένα πεδίο συμβατότητας ανάμεσα στις ναζιστικές και τις συντηρητικές γεωπολιτικές ιδέες. Ο ιταλικός φασιστικός ιμπεριαλισμός ήταν ένα κάπως διαφορετικό φαινόμενο: μεγάλο τμήμα της βιομηχανίας στα βόρεια (με την εξαίρεση της βαριάς βιομηχανίας στη διάρκεια του πολέμου, όπως περιγράφηκε παραπάνω), που ήταν επικεντρωμένο σε καταναλωτικά αγαθά υψηλής αξίας, υποστήριζε την διεθνή συνεργασία και το ελεύθερο εμπόριο. Παρ’ όλα αυτά, όπως και η Γερμανία, η Ιταλία ήταν μια γεωπολιτικά αναθεωρητική δύναμη, που διεκδικούσε τη “θέση της στον ήλιο”. Η ύπαρξή ως μιας αυτοκρατορίας είχε γίνει το κομβικό γνώρισμα μιας μεγάλης δύναμης. Ο ιμπεριαλισμός ήταν ένα ισχυρό ιδεολογικό εργαλείο για να κερδηθεί η μαζική υποστήριξη, επιπλέον οποιουδήποτε οικονομικού λόγου. Ο ιταλικός ιμπεριαλισμός ήταν κατεξοχήν ένα εγχείρημα “κύρους”, με τίμημα μισό εκατομμύριο Αιθίοπες που σκοτώθηκαν κατά την εισβολή στην Αβυσσηνία. Αν και ο επεκτατισμός αυτού του είδους είχε ένα πιο αδύναμο αντικειμενικό θεμέλιο στη δομή της ιταλικής κοινωνικής ελίτ απ’ ό,τι στην αντίστοιχη γερμανική, η ανακήρυξη μιας Ιταλικής “Αυτοκρατορίας” το 1936 προσέδωσε μεγάλη δημοτικότητα στον Μουσολίνι.
Ο γεωπολιτικός στόχος της γεωπολιτικής αναθεώρησης δάνεισε στα φασιστικά καθεστώτα στη Γερμανία και την Ιταλία έναν δυναμισμό και μια συνοχή στις πολιτικές αποφάσεις που δεν θα την είχαν διαφορετικά. Η κεντρικότητα της πολεμικής προετοιμασίας άφησε πίσω τα πιο καινοφανή χαρακτηριστικά τους, περιλαμβανομένων των ταξιαρχιών Balilla18 του Μουσολίνι και του δημογραφικού του προγράμματος. Ο πειραματισμός της οικονομικής πολιτικής των Ναζί δεν ήταν μια αφηρημένη εφαρμογή των Κεϋνσιανών ιδεών αλλά ένα εργαλείο ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας, δεμένο στενά με προσπάθειες εξασφάλισης προμηθειών πρώτων υλών και εγγύησης αγορών για την εξαιρετικά ανθούσα, επιδοτούμενη από το κράτος, βιομηχανία όπλων. Οι φασιστικές κοινωνίες παρέμειναν, αναμφισβήτητα, καπιταλιστικές κοινωνίες: η βασική ιδέα ήταν η εγγύηση της ατομικής ιδιοκτησίας, χρησιμοποιώντας, ταυτόχρονα, τη χρηματοδότηση για τον προσανατολισμό της οικονομίας προς την επιθυμητή κατεύθυνση19. Στοιχεία σχεδιασμού συμβάδιζαν συχνά με μια ενδυνάμωση των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Η ίδρυση αναγκαστικών καρτέλ για όλους τους κλάδους της γερμανικής βιομηχανίας τη δεκαετία του 1930 ήταν, για παράδειγμα, μια προσπάθεια να χρησιμοποιηθεί η δύναμη του κράτους για την προστασία υπαρχουσών βιομηχανιών από προβλήματα πλεονάζουσας παραγωγικότητας20. Στο πλαίσιο αυτό, και αντιμέτωπα με τον ανταγωνισμό από την αντικαπιταλιστική αριστερά, τα καθεστώτα αυτά ήταν πρόθυμα να υιοθετήσουν πραγματιστικές οικονομικές λύσεις που έρχονταν σε οξεία ρήξη με την πρότερη ορθοδοξία. Στη Γερμανία, η αντίστιξη με τις πολιτικές λιτότητας που επιβλήθηκαν από τον Brüning το 1930, με την υποστήριξη του SPD, αξίζει ιδιαίτερης επισήμανσης. Επέτρεψε στο NSDAP να παρουσιαστεί ως μια πραγματική εναλλακτική στις οικονομικές δυσκολίες του φιλελευθερισμού υπό τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Στην Ιταλία, η οικονομική πολιτική ήταν λιγότερο αμφιλεγόμενη. Μια από τις πρώτες πράξεις του Μουσολίνι, υπό την ώθηση του αυστηρού φιλελεύθερου Alberto De Stefani, ήταν να περικόψει την απασχόληση στο κράτος21. Αργότερα, όμως, το ιταλικό κράτος ήταν περισσότερο από πρόθυμο να ξοδέψει σε δημόσια έργα και σε σχήματα δημιουργίας θέσεων εργασίας, υιοθετώντας μια συνεταιριστική φρασεολογία, για να δικαιολογήσει αυτές τις προσπάθειες. Στη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης, το Istituto per Ricostruzione Industriale (Ινστιτούτο για τη Βιομηχανική Ανοικοδόμηση) μετέφερε ζημιές στο κράτος αγοράζοντας βιομηχανικές μετοχές που είχαν στην κατοχή τους ιταλικές τράπεζες22. Αλλά το μεγαλύτερο ερέθισμα, τόσο για το ιταλικό όσο και το γερμανικό καθεστώς, ήταν η πολεμική οικονομία· οι στρατιωτικές δαπάνες ήταν το κλειδί στην εσωτερική ανάκαμψη.
Κόμμα, τάξη και έθνος
Με όρους τάξης και κόμματος, οι κλασσικές περιπτώσεις του μεσοπολεμικού φασισμού αντέστρεψαν την πορεία της πολιτικής ανάπτυξης που είχε διαγράψει ο Μαρξ στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Σ’ αυτό, η αστική τάξη είναι η πρώτη τάξη που ιδρύει μαζικές πολιτικές οργανώσεις και η εργατική τάξη “μαθαίνει” από αυτήν καθώς και οι δύο τάξεις μάχονται ενάντια στην παλιά τάξη πραγμάτων. Η ενοποίηση των εργατών θα ήταν “μια συνέπεια της ενότητας της μπουρζουαζίας, που θα πρέπει να θέσει σε κίνηση ολόκληρο το προλεταριάτο ώστε να πετύχει τους δικούς του πολιτικούς σκοπούς”23. Το επιχείρημα του Μαρξ στηρίζεται σε μια στυλιζαρισμένη ιστορία βασισμένη στην δική του κατανόηση των εξελίξεων στην Αγγλία και τη Γαλλία. Αλλά μια τέτοια συμμαχία σπάνια θα μπορούσε να ειδωθεί μετά το 1848. Στη Γερμανία και την Ιταλία ήταν το προλεταριάτο που δίδαξε πολιτική οργάνωση στη μπουρζουαζία· και οι δυο χώρες είχαν δημιουργήσει εντυπωσιακά σοσιαλιστικά κόμματα ήδη στα τέλη του 19ου αιώνα. Στη Γερμανία, το SPD, ιδρυμένο το 1875, ήταν με διαφορά η πιο σημαντική μαζική πολιτική οργάνωση στη χώρα ήδη το 1912. Στην Ιταλία, το PSI (Partito Socialista Italiano, Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα), θεωρούνταν ως “κράτος εν κράτει”, που έβαζε τα μέλη του σε ενδοκομματικές συζητήσεις στα κομματικά συνέδρια και αναλάμβανε εντατικές προσπάθειες πολιτικής εκπαίδευσης, διαπαιδαγώγησης.
Αυτή η κατάσταση ήταν σε έντονη αντίθεση με αυτό που συνέβαινε στη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου μαζικά φιλο-καπιταλιστικά κόμματα κυριαρχούσαν στην πολιτική σκηνή24. Η ιταλική και γερμανική μπουρζουαζία στερούνταν αντίστοιχων κομματικών οργανώσεων. Οι πολιτικοί τους εκπρόσωποι στα τέλη του 19ου αιώνα ήταν οργανωμένοι είτε ως κλίκες αξιωματούχων – οι ακόλουθοι του Giolitti στην Ιταλία, οι Εθνικιστές Φιλελεύθεροι στη Γερμανία – ή ως ομάδες πίεσης: οι Ιταλοί εθνικιστές, η Λίγκα του Ναυτικού, η Αμυντική Λίγκα [Defence League], η Παν-γερμανική Λίγκα. Αυτό που έλειπε και στις δυο περιπτώσεις ήταν ένα φιλο-καπιταλιστικό κόμμα ικανό να συγκεντρώσει μαζική υποστήριξη. Όπως παρατηρεί ο Τολλιάτι για την Ιταλία πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο: “Η αστική τάξη δεν είχε ποτέ ισχυρές, ενιαίες, πολιτικές οργανώσεις σε μια μορφή κόμματος”25. Τα φασιστικά κινήματα θα παρείχαν ακριβώς αυτό.
Το μαζικό κόμμα ήταν οργανικό στον φασισμό του μεσοπολέμου. Χωρίς αυτό, ούτε ο Χίτλερ ούτε ο Μουσολίνι θα μπορούσαν να σταθεροποιήσουν τον έλεγχό τους. Δεδομένης της πολιτικής ισχύος της εργατικής τάξης και της διείσδυσης του κόμματός της στην κοινωνία των πολιτών, μια προσωποκεντρική δικτατορία κατά το Βοναπαρτικό μοντέλο δεν θα μπορούσε να παράγει μια βιώσιμη δομή εξουσίας26. Η μαζική βάση των φασιστικών κομμάτων συγκόλλησε έναν συνασπισμό μισθωτών εργαζόμενων και μικρομαγαζατόρων, ένα τμήμα της εργατικής τάξης και έναν σημαντικό αριθμό μικροαγροτών-άμεσων παραγωγών σε έναν παραστρατιωτικό σχηματισμό, οργανωμένο σε μια εθνικιστική βάση ενάντια στον διεθνή σοσιαλισμό. Από αυτόν τον συνασπισμό του μεσοπολεμικού φασισμού αξίζει να δώσουμε έμφαση σε δυο στοιχεία. Το πρώτο είναι η σχετική επιτυχία της απήχησής του στα αυξανόμενα στρώματα των επαγγελματιών λευκών-κολλάρων: τους αποκαλούμενους “νέους μικροαστούς”, συμπεριλαμβανομένων, σε εξίσου μεγάλο βαθμό, των γυναικών ως μητέρων και συζύγων. Στη Γερμανία και την Ιταλία, αυτά τα στρώματα – προϊόν των εθνικών γραφειοκρατιών και του εκπαιδευτικού συστήματος, ομαδοποιημένα σε μια εθνική βάση σύμφωνα με τις επαγγελματικές ενώσεις και τις ενώσεις συμφερόντων τους, ή συγκροτούντων τις χαμηλότερες βαθμίδες (αξιωματικών) του στρατού – ήταν βασικά υποστηρικτικές των εθνικών-ιμπεριαλισιτκών σχεδίων και βαθιά εχθρικά στον διεθνισμό (στη Βρετανία και τη Γαλλία, αυτά τα στρώματα μπορούσαν να είναι πιο ανοιχτά σε διεθνείς θεσμούς όπως η Κοινωνία των Εθνών, οι οποίοι φαίνονταν να προάγουν τα συμφέροντα και των ίδιων των χωρών τους). Ένα σημαντικό κομμάτι της στελέχωσης των φασιστικών κομμάτων αποτελούνταν από αυτές τις μεσαίες τάξεις27. Οι ήττες της περιόδου 1918-1923 είχαν εξασθενήσει την ικανότητα των σοσιαλιστών να καθοδηγούν αυτά τα μεσαία στρώματα σε μια πάλη για τη βαθιά ανανέωση του κράτους και της κοινωνίας. Καθώς η ικανότητα των σοσιαλιστών υποχωρούσε, αυτές οι ομάδες έγιναν διαθέσιμες για φασιστική κινητοποίηση. Και αντίστροφα, η μαζική κινητοποίηση για πόλεμο βοήθησε στον σχηματισμό του τύπου ανθρώπου που ήταν πιθανό να προσελκυστεί στην υποστήριξη φασιστικών ιδεολογιών και τακτικών, καθώς και στη δημιουργία του πολιτικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο τα φασιστικά κόμματα μπορούσαν να κερδίσουν την υποστήριξη των ελίτ.
Το δεύτερο σημείο που πρέπει να παρατηρήσουμε σχετικά με τον φασιστικό συνασπισμό ήταν η σχετική απουσία πετυχημένης απήχησης στον πυρήνα της βιομηχανικής εργατικής τάξης. Παρά την υποστήριξη της ηγεσίας του SPD – αλλά όχι του PSI – προς την Μητέρα Πατρίδα κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο εθνικισμός “πουλούσε” ελάχιστα στις βιομηχανικές εργατικές τάξεις της Ιταλίας και της Γερμανίας. Αυτό ήταν φανερό στην αποτυχία της φασιστικής αριστεράς – οι αδελφοί Strasser28 στη Γερμανία, οι επαναστάτες συνδικαλιστές στην Ιταλία – να κερδίσει την εργατική τάξη σε μια πολιτική εθνικού-ιμπεριαλιστικού γοήτρου. Η κατάρρευση αυτών των “αριστερών φασιστικών” προσπαθειών, οι οποίες μπορούν γόνιμα να συγκριθούν με τον Περονισμό και αξίζουν μεγαλύτερης προσοχής από αυτήν που έχουν λάβει, είναι κεντρική στην κατανόηση της επακόλουθης πορείας των φασισμών του μεσοπολέμου. Δεν πρόκειται για εκφράσεις ενός δημοφιλούς εθνικισμού μέσα στην ίδια την εργατική τάξη· αντίθετα, αναδύθηκαν ως μέρος μιας συνέπειας της αποτυχίας επέκτασης του εθνικισμού σε ένα διεθνιστικό – και διεθνώς οργανωμένο – προλεταριάτο. Έτσι στην Ιταλία και τη Γερμανία, ταξικές και εθνικές διαιρέσεις επανενδυνάμωναν οι μεν τις δε, τοποθετώντας μια συμμαχία γαιοκτημόνων, καπιταλιστών και “νέων μικροαστών” απέναντι σε μια διεθνιστική εργατική τάξη29.
Ενότητα της άρχουσας τάξης
Τα φασιστικά κινήματα σφυρηλάτησαν επίσης μια πολιτική συμμαχία ανάμεσα σε μέχρι τότε διαιρεμένες φράξιες της κυρίαρχης τάξης. Μια γραμμή διαίρεσης ήταν ανάμεσα στους σχετικά μη-παραγωγικούς, και εν μέρει μόνο “καπιταλιστές”, αγρότες στην ανατολή (Γερμανία) και τον νότο (στην Ιταλία) και τους καπιταλιστές βιομήχανους ως ολότητας. Ένα άλλο ρήγμα ήταν ανάμεσα ανταγωνιστικούς, προσανατολισμένους στις εξαγωγές, κατασκευαστές και τις βαριές βιομηχανίες που απαιτούσαν κρατική υποστήριξη30. Και στις δύο περιπτώσεις, για συγκεκριμένους ιστορικούς και πολιτισμικούς λόγους, αυτές οι ταξικές φράξιες δεν μπορούσαν να βρουν μια ενοποιημένη μορφή ούτε σε μια μοναδική πολιτική οργάνωση ούτε σε ένα λειτουργικό σύστημα εναλλαγής κομμάτων. Αυτά τα ρήγματα ξεπεράστηκαν σε μεγάλο βαθμό κάτω από τα φασιστικά καθεστώτα, τα οποία ανέπτυξαν στενούς δεσμούς τόσο με τους γαιοκτημόνες όσο και με τους καπιταλιστές. Οι φασίστες πρόσφεραν μια εθνική οργάνωση για τις κοινωνικές ελίτ με την μορφή του φασιστικού κόμματος. Πέρα από τα εθνικά-ιμπεριαλιστικά προγράμματά τους, τα φασιστικά καθεστώτα ακολούθησαν πολιτικές περιστολής των μισθών και άμεσης οικονομικής βοήθειας που βοήθησαν όλα τα τμήματα των κυρίαρχων τάξεων πριν από το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ήδη προς τα τέλη της δεκαετίας του 1930 είχαν εξαιρετικές σχέσεις με τις κυρίαρχες τάξεις της χώρας τους.
Tα στελέχη/μέλη του φασιστικού κόμματος είχαν μια αξιοσημείωτη επίδραση στην τροχιά των καθεστώτων. Έχοντας αναδυθεί στο πλαίσιο εξαιρετικά κινητοποιημένων πληθυσμών, η ανάπτυξή τους διαμορφώθηκε από έναν δυισμό του “γραφειοκρατικού” κράτους και του κράτους “προνομίων31. Μιμούμενα τα κομμουνιστικά κόμματα, η ηγεσία τους δεν βασιζόταν “σε μια καθολική διανοητική γνώση αλλά στην αφοσίωση στους σκοπούς και τη ‘γραμμή’ της οργάνωσης και την εμπειρία των αγώνων της”32. Ο Μουσολίνι και ο Χίτλερ ισορροπούσαν ανάμεσα στα μαχητικά μέλη του κόμματος που πίεζαν για μια “δεύτερη επανάσταση” ενάντια στους γραφειοκράτες, που υπερασπίζονταν τις πρακτικές του παλιού καθεστώτος. Έτσι οι πολιτικές των φασιστικών κυβερνήσεων του μεσοπολέμου διαμορφώνονταν από μια τάση προς ανερχόμενα ή πραγματικά “Μετωπικά” κινήματα, καθοδηγούμενα από πραγματικούς πιστούς διαφόρων ειδών: οι Edmondo Rossoni και Roberto Farinacci θα ήταν παραδείγματα στην ιταλική περίπτωση.
Αυτές οι κομματικές εξεγέρσεις λειτουργούσαν ως ένα τονωτικό επιβεβαίωσης για τα φασιστικά καθεστώτα, επιβάλλοντας την επέκτασή τους σε καινούριες περιοχές. Στη Γερμανία, η εδραίωση ενός ναζιστικού κράτους οφειλόταν εν μέρει στην πίεση από το NSDAP μετά τις εκλογές του 1933: οι απαιτήσεις για πόστα και θέσεις για τα πιστά στελέχη εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την επέκταση του κομματικού ελέγχου πάνω στην οικονομική και κοινωνική ζωή. Στην Ιταλία, η τελική εξαφάνιση του πολιτικού πλουραλισμού ήταν μια συνέπεια της κινητοποίησης των ακτιβιστών το κόμματος στον απόηχο της κρίσης Matteotti.33 Τόσο ο Μουσολίνι όσο και ο Χίτλερ, πειθάρχησαν και αποδυνάμωσαν τα κόμματά τους με έναν σχετικό βαθμό επιτυχίας. Αλλά η πάλη ανάμεσα στο κόμμα και το κράτος δεν εξαφανίστηκε ποτέ εντελώς· πραγματικά, ο δυισμός αυτών καθεστώτων αναδύθηκε ξανά καθώς βυθίζονταν στην κρίση μετά το 1941, με την πίεση από το κόμμα να παραμένει μια κύρια πηγή “ριζοσπαστικοποίησης”. Στην περίπτωση της Γερμανίας, το κόμμα ήταν η κύρια θεσμική δύναμη πίσω από την Τελική Λύση. Στην Ιταλία, ήταν η πίεση από το κόμμα που ανάγκασε τον Μουσολίνι να αναλάβει τον έλεγχο των συνδικάτων και των επαγγελματικών ενώσεων.
Συνοπτικά, τα φασιστικά καθεστώτα του μεσοπολέμου ήταν ένα προϊόν του ενδοϊμπεριαλιστικού πολέμου και της καπιταλιστικής κρίσης, σε συνδυασμό με μια επαναστατική απεική από την αριστερά. Αναδύθηκαν εντός των ώψιμων, δευτεροκλασάτων δυνάμεων, οι οποίες είχαν αποκλειστεί από το ιμπεριαλιστικό παιχνίδι, και στις οποίες η κοινωνία των πολιτών χαρακτηριζόταν από έναν υψηλό βαθμό πολιτικής κινητοποίησης, με μια εθνικιστική αστική τάξη και μια μικροαστική τάξη τοποθετημένες απέναντι σε μια διεθνιστική εργατική τάξη και πρόσφεραν μια ιμπεριαλιστική-αναθεωρητική λύση στην κρίση.
2. Η Αμερική του 21ου αιώνα
Πώς συγκρίνονται οι συνθήκες στις αναπτυγμένες οικονομίες σήμερα με την περίοδο του μεσοπολέμου; Η τελευταία μείζονα γεωπολιτική σύγκρουση, ο Ψυχρός Πόλεμος, έληξε χωρίς να πέσει ούτε ένας πυροβολισμός ανάμεσα στους δύο αρχι-ανταγωνιστές και την, ουσιαστικά, ολική παράδοση του σοβιετικού μπλοκ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν ο αδιαμφισβήτητος νικητής ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) απορρόφησε ολόκληρες ζώνες νέων περιοχών και φτηνής εργασίας. Από το Γιούκον μέχρι την Εσθονία και το Δέλτα του Δούναβη, οι στρατιωτικές δυνάμεις του ΝΑΤΟ ομαδοποιούνται υπό τη διοίκηση των ΗΠΑ. Δεν έχει σοβαρούς γεωπολιτικούς αντιπάλους. Από τότε που τελείωσε ο Ψυχρός Πόλεμος, οι εδώ και σχεδόν δύο δεκαετίες ασύμμετρου πολέμου έχουν καταρημάξει μια σειρά Μουσουλμανικών χωρών, αλλά οι αντίστροφες επιπτώσεις παραμένουν ελάχιστες για την Ουάσιγκτον. Στην θέση εχθρών, το κατεστημένο ασφάλειας των ΗΠΑ επικαλείται τη απειλή-φάντασμα των λεγόμενων επικίνδυνων καθεστώτων, καθεστώτων παριών, που αυτή τη στιγμή περιλαμβάνουν τη Βόρεια Κορέα και το Ιράν, και μια πανταχού παρούσα “τρομοκρατία”. Δεδομένης της κλίμακας της παγκόσμιας υπερίσχυσης των ΗΠΑ, η άνοδος μιας περιφερειακής δύναμης οπουδήποτε απειλεί να την μειώσει και η άνευ προηγουμένου ανάπτυξη και μέγεθος της Κίνας αμφισβητεί την ιδιοκτησία των ΗΠΑ στον Δυτικό Ειρηνικό. Αλλά προς το παρόν, το Μέσο Βασίλειο παραμένει σχετικά απομονωμένο γεωπολιτικά, ακόμα και εντός της δικής του περιφερειακής σφαίρας επιρροής, και περικλείεται από αμερικανικές βάσεις. Σε αντίθεση με τις παραστρατιωτικές κινητοποιήσεις των χρόνων του μεσοπολέμου, οι πληθυσμοί στον αναπτυγμένο κόσμο, και ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, δεν έχουν καμμιά ανοχή για απώλειες πολιτών τους. Δεν είναι διατεθιμένοι να πεθάνουν για τη χώρα τους34. Από τον πόλεμο στο Βιετνάμ, κάθε αμερικάνικη κυβέρνηση έχει καταβάλλει εντατικές προσπάθειες για να εξασφαλίσει ότι ο στρατός μπορεί να επιχειρεί χωρίς μια μαζική κινητοποίηση των πολιτών. Τίποτα δεν θα ήταν πιο απειλητικό από μια στρατολόγηση.
Σε όρους της παγκόσμιας οικονομικής κατάστασης σήμερα, υπάρχει μια γενική αναλογία με την περίοδο του μεσοπολέμου στο ότι μια υπερβολική βιομηχανική ικανότητα υπόκειται μιας μετατόπισης στην χρηματιστικοποίηση και στην τροφοδοτούμενη με χρέος ανάπτυξη, στοιχεία που ήταν ανάμεσα στις αιτίες της κρίσης του 2008 και της Μεγάλης Ύφεσης. Η αποτυχία οποιουδήποτε αποφασιστικής “εξυγίανσης” μετά τη δεκαετία του 1970 αποτελεί μια βάση της μακροχρόνιας στασιμότητας που συνεχίζει να σέρνεται στις αναπτυγμένες οικονομίες, με την κερδοφορία να αυξάνεται εις βάρος των μισθών35. Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν μείζονες διαφορές ανάμεσα στις πολιτικές οικονομίες των δυο περιόδων. Η πιο προφανής είναι ότι το βιωτικό επίπεδο είναι πολύ υψηλότερο στις ΗΠΑ σήμερα απ’ ό,τι ήταν στην Ευρώπη του μεσοπολέμου. Δεύτερον, η διακομματική αντίδραση των κυβερνήσεων Μπους-Ομπάμα στην χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 ήταν, με τους δικούς της όρους, εν μέρει πετυχημένη. Παρά τη δραματική συρρίκνωση στην παγκόσμια οικονομία, το τραπεζικό σύστημα δεν κατέρρευσε, χάρις στον χείμαρο φθηνού χρήματος που προσέφερε το κράτος στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τα οποία με τη σειρά τους μπορούσαν να τα δανείσουν με πολύ υψηλότερα επιτόκια από αυτά που έπρεπε να πληρώσουν τα ίδια.36 Η ανεργία στις ΗΠΑ δεν ξεπέρασε το 10%, σε σύγκριση με το 25% στη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης. Τα απομεινάρια του μεταπολεμικού κράτους προνοίας απάλυναν τις συνέπειες της κρίσης στη μάζα του πληθυσμού και απέτρεψαν τις προ-κυκλικές συμπαγοποιήσεις της δεκαετίας του 1930. Πειραματικές νομισματικές πολιτικές εκτόξευσαν της τιμές των ενεργητικών [assets] των εταιρειών, παρ’ όλο που απέτυχαν να πυροδοτήσουν έναν νέο γύρο επενδύσεων37.
Χρέος και παγκοσμιοποίηση
Αντίθετα, η οικονομική δυσφορία σήμερα εστιάζεται στα “αρνητικά” της παγκοσμιοποίησης – η μετεγκατάσταση των θέσεων εργασίας της βιομηχανίας στο εξωτερικό, για να αντικατασταθούν από την αυξανόμενη επισφάλεια, περισσότερες ώρες εργασίας για μειωμένη πραγματική αμοιβή και αυξανόμενα χρέη στο σπίτι – μειονεκτήματα που ανακουφίζονται κάπως από την κόστους τρισεκατομμυρίων δολλαρίων διάσωση των τραπεζών. Ο λόγος προσωπικού χρέους-προς-εισόδημα στις Ηνωμένες Πολιτείες εκτινάχτηκε στην περίοδο πριν το 2008 και τώρα είναι κατά μέσο όρο στο 100% του οικογενειακού εισοδήματος, με τεράστιες διαφορές κατά περιοχή: στις ακτές και στα Αππαλάχια όρη, τα χρέη ανέρχονται στο τριπλάσιο ή τετραπλάσιο του οικογενειακού εισοδήματος38. Σε κοινωνικούς όρους, το χρέος δεν είναι μια συλλογική εμπειρία, με τον τρόπο που είναι η μαζική ανεργία, αλλά μια εγγενώς ατομική εμπειρία: κάθε οφειλέτης έχει ένα ποσοτικά συγκεκριμένο πιστωτικό σκορ, για παράδειγμα, και η κρίση παίρνει γι’ αυτόν ή αυτήν τη μορφή της δυσκολίας στην πληρωμή των λογαριασμών. Το χρέος τείνει, συνεπώς, σε μια εξατομίκευση ή σειριοποίηση της πολιτικής δραστηριότητας. Αντί να συλλογικοποιεί τους μισθωτούς, εξατομικεύει τον πληθυσμό σ’ αυτό που ο Μαρξ περίφημα έχει περιγράψει σαν “ένα σακί πατάτες”39. Αλλά οι “πατάτες” δεν κάνουν για τον φασισμό· ταιριάζουν στον Βοναπαρτισμό – άτομα που, μάλλον, συνεγείρονται πίσω από έναν χαρισματικό ηγέτη παρά σχηματίζουν ένα συνεκτικό παραστρατιωτικό μπλοκ. Αν πρόκειται να κινητοποιηθούν και πάλι σήμερα αυτό θα είναι πιθανότερα σε μια αμυντική βάση ενός προστατευτικού εθνικισμού παρά στη βάση μιας ακόμα πιο ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας.
Αυτό υποτείνει την δραματική αντιστροφή των σχέσεων τάξης-έθνους που αποτελεί άλλη μια αντίθεση με τη δεκαετία του 1930. Σήμερα στις ΗΠΑ, ένα υπέρ της παγκοσμιοποίησης στρώμα40 τίθεται απέναντι σε μια λευκή “εθνικιστική” εργατική τάξη – ένας σχηματισμός που είναι σχεδόν το αντίθετο του φασισμού του μεσοπολέμου41. Κλασσικά “λαϊκιστικά” κινήματα Περονιστικού τύπου, για τα οποία δεν υπάρχουν ιδιαίτερες ενδείξεις σήμερα, συνέδεαν εθνικιστικές εργατικές τάξεις με εθνικιστικά “λευκά-κολλάρα” ή “νέους μικροαστούς”42. Ο φασισμός, αντίθετα, αναδύθηκε σε πλαίσια στα οποία η πολιτική ηγεσία της εργατικής τάξης, των κομμουνιστικών κομμάτων παρέμεινε διεθνιστική, ενώ οι μικροαστοί στράφηκαν στον ακραίο εθνικισμό. Μακράν του να είναι μια μορφή λαϊκισμού, ο φασισμός είχε, αντίθετα, ως προϋπόθεση την αποτυχία του λαϊκισμού43. Ο σοσιαλισμός, τουλάχιστον στον αναπτυγμένο κόσμο, αναδύθηκε εκεί που τόσο καινούρια επαγγελματικά στρώματα όσο και η ηγεσία της εργατικής τάξης είχαν διεθνιστικό προσανατολισμό: μια ατυχής σπανιότητα. Οι σύγχρονες μορφές δεξιάς διαφέρουν από αυτό στο ότι προσπαθούν να κινητοποιήσουν μια εθνικιστικά προσανατολισμένη εργατική τάξη εναντίον μιας παγκόσμια προσανατολισμένης “νέας μικροαστικής τάξης”.
Μια τελευταία αντίθεση με τη μεσοπολεμική Ευρώπη αφορά το “βασίλειο” της κοινωνίας των πολιτών και των πολιτικών κομμάτων. Στη θέση των μαζικών σοσιαλιστικών οργανώσεων της δεκαετίας του 1930, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν δύο πανίσχυρα καπιταλιστικά κόμματα που έχουν κυριαρχήσει στην πολιτική σκηνή για περισσότερο από έναν αιώνα. Αυτά τα δύο κόμματα, από τη δεκαετία του 1980, έχουν υποστεί μια ακραία ιδεολογική πόλωση ενώ συνεχίζουν να μοιράζονται ένα ευρύ σύνολο ουσιαστικών πολιτικών. Με την μερική εξαίρεση των ευαγγελικών εκκλησιών, η απομαζικοποίηση των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, που κάποτε κινητοποιούσαν την εκλογική στήριξη αυτών των ολογαρχικών σχηματισμών, έχει γίνει μια συνθήκη για τη σταθερή πτώση στα ποσοστά συμμετοχής στις εκλογές – συνεπώς η αμερικανική πολιτική κουλτούρα ενδυναμώνει την οικονομική-πολιτική τάση εξατομίκευσης του πληθυσμού44. Από την άλλη πλευρά, τα κινήματα για τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων και του αυτοκαθορισμού των γυναικών, αν και στερούνται τυπικών οργανωτικών δομών, συνεχίζουν να ανανεώνουν τον εαυτό τους και συνιστούν τώρα ένα σημαντικό γνώρισμα του πολιτικού τοπίου.
3. Η άνοδος του Τραμπ
Αυτό το ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο διαμόρφωσε την πτώση που ακολούθησε την κρίση του 2008. Ότι η αντίδραση της κυβέρνησης Ομπάμα στην κρίση – ενέσεις τρισεκατομμυρίων δολλαρίων για τη Wall Street, “ντροπαλές” χειρονομίες προς τους μη-κατέχοντες – ήταν μια ωρολογιακή βόμβα ήταν προφανές ήδη στις ενδάμεσες εκλογές του 2010, όταν οι Ρεπουμπλικάνοι σάρωσαν το Κογκρέσο και το Δημοκρατικό κόμμα αιμορραγούσε σε πολιτειακά κοινοβούλια σε ολόκληρη τη χώρα45. Μια καινούρια αμερικάνικη αριστερά αναδύθηκε ως απάντηση στην κρίση, τα πρώτα σημάδια της ήταν οι φοιτητικές διαμαρτυρίες το 2010 και οι καταλήψεις Occupy το 2011· αλλά ήταν μικρότερη, πιο αδύναμη και πιο αργή για να κάνει αισθητή την ύπαρξή της, δημιουργώντας πανεθνική ώθηση με την εκλογική εκστρατεία του Sanders το 2015. Ως συνέπεια, η πιο σοβαρή πολιτική επίθεση στην άμεση αντίδραση του Μπους και τις πολιτικές Ομπάμα προήλθαν από την αναρχο-καπιταλιστική δεξιά. Το πρότυπο ήταν εμφανές από την αρχή. Οι πιο πιστοί αντίπαλοι του διαβόητου προγράμματος Troubled Asset Relief, που εξουσιοδότησε το Υπουργείο Οικονομικών να αγοράσει τοξικούς τίτλους από τη χρηματιστική βιομηχανία αξίας 700 δισεκατομμυρίων δολλαρίων, ήταν η Ρεπουμπλικανική δεξιά46. Αν το Tea Party αναδύθηκε αρχικά από την οργή που δημιούργησαν οι διασώσεις, το αμήχανο θέαμα του απρόθυμου Κεϋνσιανισμού του Ομπάμα και το υπερβολικά τεχνοκρατικό νομοσχέδιό του για την υγειονομική περίθαλψη τού πρόσφεραν εύκολους στόχους. Επιπλέον – και σε σύγκριση με τις φοιτητικές διαμαρτυρίες και το κίνημα Occupy – η ανταρσύα της δεξιάς είχε το πλεονέκτημα των εύκολων στην κατανόηση λύσεων.
Η εκστρατεία του Τραμπ για το προεδρικό χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων οικοδομήθηκε πάνω σ’ αυτή την αρχική πολιτικοποίηση. Μοχλεύοντας την περιουσία του πατέρα από ακίνητα σε άθλιες συνθήκες, και κινητοποιώντας ταλέντα “ακονισμένα” στον χώρο της τηλεοπτικής διασκέδασης, ο Τραμπ εξαπέλυσε μια δυνατή επίθεση στις φιλικές προς την παγκοσμιοποίηση αμερικανικές ελίτ που είχαν ξοδέψει δισεκατομμύρια βοηθώντας άλλες χώρες – ιδιαίτερα την Κίνα – να γίνουν πλουσιότερες. Προστατευτικοί δασμοί, ένα τείχος στα σύνορα και ένα μαζικό πρόγραμμα υποδομών θα έκαναν την Αμερική “Μεγάλη Ξανά”. Χονδροειδώς “αντιπροεδρικός”, κέρδισε το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων ακριβώς επειδή ήταν διαφορετικός από όλους τους άλλους. Αυτή η απήχηση συνηχεί σε κάποιο βαθμό με την σημερινή “αντεστραμμένη” πολιτική τάξης και έθνους. Εδώ θα ήταν στείρο να διαχωρίσουμε τα “πολιτισμικά” από τα “οικονομικά” ζητήματα: αυτά τα δύο συνδέονται αξεδιάλυτα. Στον βαθμό που η εθνικιστικο-οικονομική ατζέντα του Τραμπ είχε μια λαϊκή βάση, αυτή στηριζόταν σε εργατικά και μεσοαστικά στρώματα που είχαν υποφέρει από την απώλεια των θέσεων εργασίας προς το εξωτερικό και τα οποία μάλλον φοβούνταν τον ανταγωνισμό από την είσοδο των μεταναστών στην απασχόληση, παρά θα τους καλοδέχονταν ως μια φθηνή πηγή εργασίας47. Ανάλυση [της σύνθεσης] των υποστηρικτών του Τραμπ πριν από τις εκλογές του Νοεμβρίου του 2016 υποδήλωνε ότι ήταν πιο πιθανό να στερούνται ενός πανεπιστημιακού πτυχίου και είχαν ελαφρά μεγαλύτερα από τον μέσο όρο εισοδήματα· ο Τραμπ τα πήγαινε επίσης πολύ καλά μεταξύ των ειδικευμένων μπλε-κολλάρων48. Τα άμεσα υλικά συμφέροντα αυτών των ομάδων στην εποχή της παγκοσμιοποίησης μπορούν εύλογα να τεθούν με εθνικιστικούς όρους. Η κομβική κίνηση του Τραμπ το 2015 ήταν να συνδυάσει τον πυρήνα του Ρεπουμπλικανικού εκλογικού σώματος – ευαγγελιστές· σχετικά εύπορους λευκούς, ψηφοφόρους από την ύπαιθρο και τα προάστεια του Νότου· ένα τμήμα της εργατικής τάξης από τα Αππαλάχια – με ένα μικρό τμήμα μετακινούμενων ψηφοφόρων απο την εργατική τάξη στις άνω Μεσοδυτικές πολιτείες49. Θα ήθελε απελπισμένα να διατηρήσει αυτή τη συμμαχία το 2018.
Ακόμα πιο εντυπωσιακή, σε ταξικούς όρους, είναι η εχθρική σχέση του Τραμπ με κομβικούς τομείς της αμερικάνικης ελίτ, σε οξεία αντίθεση με τις καλές σχέσεις που απολάμβαναν οι φασίστες ηγέτες του μεσοπολέμου με τους μεγαλοαστούς και τους μεγαλογαιοκτήμονες. Παραβιάζοντας τις “νόρμες” της καπιταλιστικής δημοκρατίας, ο @realDonaldTrump [στο Τουίτερ] διαλέγει συχνά μεγάλες αμερικανικές εταιρείες – General Motors, Google, Pfizer, Amazon και Comcast, ιδιοκτήτρια του NBC – στις οποίες επιτίθεται με οξύτητα. Οι αμερικανικές επιχειρηματικές ελίτ είναι διαιρεμένες, όχι μόνο ανάμεσα σε τομεακά συμφέροντα που ανταγωνίζονται για τα γενναία δώρα του κράτους σε ένα πλαίσιο δομικής τελμάτωσης – ορυκτά καύσιμα εναντίον πυρηνικών, για παράδειγμα, ή η υπεράσπιση από τις εταιρείες ασφάλειας υγείας του μαζικού ξεπουλήματος προς τις επιχειρήσεις, γνωστού ως Affordable Care Act – αλλά και σχετικά με μείζονα ζητήματα παγκόσμιου ελεύθερου εμπορίου, ροές κεφαλαίου και προστατευτισμού, δεδομένης της συμβιωτικής αλλά (αντ)αγωνιστικής σχέσης ανάμεσα στις ΗΠΑ και μια αναδυόμενη Κίνα. Το αποτέλεσμα της κυβέρνησης Τραμπ είναι μάλλον η όξυνση της βαθιάς σύγκρουσης συμφερόντων εντός της κυρίαρχης τάξης παρά η προσπάθεια της υπέρβασής τους.
Η απουσία οποιασδήποτε οργανικής σύνδεσης με την τάξη της οποίας είναι μέλος μπορεί να ειδωθεί στην κατάρρευση της πρωτοβουλίας του για “δουλειές στη βιομηχανία” [“Manufacturing Jobs Initiative”], στον απόηχο των περιβόητων σχολίων του για το Charlottesville, καθώς και στην παραίτηση του πρώην στελέχους της Goldman Sachs Gary Cohn από τη θέση του προέδρου του Εθνικού Οικονομικού Συμβουλίου εξαιτίας των κυβερνητικών δασμών για το ατσάλι και το αλουμίνιο50. Έτσι, ενώ το Χρηματιστήριο φαίνεται να τα πηγαίνει σχετικά καλά και οι περικοπές φόρων και η απορρύθμιση είναι καλοδεχούμενες, υπάρχει μια έντονη ανησυχία στην τάξη των καπιταλιστών των ΗΠΑ σχετικά με τον Τραμπ. Οι σχέσεις με τα ΜΜΕ και τους διανοούμενους είναι ακόμα χειρότερες. Μεγιστάνες από τον χώρο των Ρεπουμπλικάνων, όπως ο Rove, είναι ανοιχτά επικριτικοί για τις συνεχείς επιθέσεις του στις εταιρείες των “ψευδών ειδήσεων” και για την απουσία υποστήριξης μεταξύ των ατόμων με υψηλό μορφωτικό επίπεδο.
Οι σχέσεις του Τραμπ με την ιντελιγκέντσια της εθνικής ασφάλειας και την ιμπεριαλιστική γραφειοκρατία έχουν υπάρξει επίσης ανταγωνιστικές. Ο Πρόεδρος βλέπει ξεκάθαρα τις σχολές των Διεθνών Σχέσεων και τον “φορέα” τους, το Υπουργείο Εξωτερικών, με περιφρόνηση· ο Λευκός Οίκος είχε προτείνει αρχικά την περικοπή του προϋπολογισμού του κατά 30%51. Έχουν υπάρξει πολυάριθμες κραυγές συναγερμού από αυτόν τον τομέα σχετικά με την “απότομη πτώση στην θέση και την επιρροή των Ηνωμένων Πολιτειών σ’ ολόκληρο τον κόσμο”, με τον Τραμπ να κατηγορείται ότι έχει “δυσφημήσει και αποδεκατίσει” τις επαγγελματικές δημόσιες υπηρεσίες, ιδιαίτερα το Υπουργείο Εξωτερικών, την CIA, και το FBI52. Είναι ο μόνος πρόεδρος στη ζωντανή μνήμη με την “τόλμη” να κάνει δημόσιο ζήτημα το πόσο κοστίζουν οι στρατιωτικές εγκαταστάσεις των ΗΠΑ στην Ευρώπη και την Ασία. Αυτό οδήγησε σε σχόλια αγανάκτησης σ’ ολόκληρο το πολιτικό φάσμα, που καταδίκαζε τον Πρόεδρο για αποτυχία να καταλάβει τον ζωτικό ρόλο που παίζουν οι προκεχωρημένες βάσεις. Πραγματικά, το Υπουργείο Εξωτερικών με την υποστήριξη των Δημοκρατικών έχει υπάρξει συχνά πιο πολεμοχαρές από τον ίδιο τον Τραμπ, αναγκάζοντάς τον να υιοθετήσει μια σκληρότερη γραμμή απέναντι στη Ρωσία και τη Λαϊκή Δημοκρατία της Βόρειας Κορέας53.
Στις εξωτερικές σχέσεις ο Τραμπ σπάει συστηματικά ταμπού, αναμειγνύοντας εμπορικές απαιτήσεις από τους συμμάχους με εκκλήσεις για μεγαλύτερες στρατιωτικές εισφορές. Η ομολογημένη στάση του δεν είναι η ανατροπή της διεθνούς τάξης αλλά, μάλλον, η επιδίωξη μιας αναβάθμισης της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας σ’ αυτήν. Συνεπώς, στον τομέα αυτό υπάρχει πολύ μεγαλύτερη συνέχεια απ’ ό,τι μπορεί αρχικά να φανεί. Ο Τραμπ έχει αυξήσει τις στρατιωτικές δαπάνες και καλεί σε έναν εκσυγχρονισμό του πυρηνικού οπλοστασίου, αλλά οι προτάσεις αυτές είναι, ουσιαστικά, συνέχεια αυτών της προηγούμενης διοίκησης. Για το εμπόριο, είναι ακόμα πολύ νωρίς για να πούμε τι είναι απλό θέαμα για εκλογικούς σκοπούς – αλλαγές στη NAFTA και ξαναπλασάρισμά της: “κρατήσαμε τις υποσχέσεις” – και τι είναι πιο αποφασισμένη και ρεαλιστική πολιτική. Έτσι, κατά συνέπεια, η κυβέρνηση Τραμπ “πάει πακέτο” με τα γεράκια της Κίνας, ανεβάζοντας τους ρυθμούς του “άλματος στην Ασία” του Ομπάμα, αν και η εγκατάλειψη της λιμνάζουσας συμφωνίας Trans-Pacific Partnership (TPP) κατάργησε μια εμπορική συμφωνία που ήταν ενάντια στα κινεζικά συμφέροντα. Στη Μέση Ανατολή, ο Λευκός Οίκος κλίνει προς την δεξιά πλευρά της δικομματικής συναίνεσης, συνεχίζοντας την υποστήριξη του Ομπάμα στον πόλεμο που διεξάγει η Σαουδική Αραβία στην Υεμένη, σφίγγοντας ταυτόχρονα τις “βίδες” στον Ιράν. Το ξήλωμα της συμφωνίας Comprehensive Plan of Action (JCPA) είναι ένα χτύπημα στον προκάτοχό του, αλλά και ο Ομπάμα είχε απειλήσει την Τεχεράνη ότι “όλες οι επιλογές είναι στο τραπέζι”, επισείοντας την απειλή του κυβερνοπολέμου εναντίον του καθεστώτος και προσπαθώντας να στραγγαλίσει την ιρανική οικονομία.
Στο εσωτερικό, η πάγια ρεπουμπλικανική οικονομική πολιτική των περικοπών φόρων και της απορρύθμισης έχει γαρνιριστεί με διοικητικά επιβεβλημένους δασμούς και επαναδιαπραγματευθείσες εμπορικές συμφωνίες. Το υπουργικό συμβούλιο του Τραμπ συνδυάζει συμβατικό προσωπικό του GOP54 με σκόρπιους διορισμένους “μπαλαντέρ”. Τα πιστά μέλη του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος καταλαμβάνουν τα υπουργεία Εξωτερικών, Εσωτερικής ασφάλειας, Υγείας και Κοινωνικών Υπηρεσιών, Ενέργειας, Εργασίας, Μεταφορών, Εσωτερικών, Γεωργίας, Θεμάτων Βετεράνων και το Γραφείο Διαχείρισης και Προϋπολογισμού. Η CIA είναι στα χέρια ενός βετεράνου με τριακονταετή καριέρα. Το υπουργείο Οικονομικών είναι, ως συνήθως, στα χέρια κάποιου τύπου από την Goldman Sachs. Το υπουργείο Άμυνας είναι υπό τον έλεγχο ενός στρατηγού καριέρας. Αυτά αφήνουν τον νευροχειρουργό και γκουρού του λάιφ-στάιλ Ben Carson στο υπουργείο Στέγασης και Αστικής Ανάπτυξης, την δισεκατομμυριούχο ευαγγελίστρια Betsy DeVos στο υπουργείο Παιδείας, τον κερδοσκόπο προβληματικών εταιρειών Wilbur Ross στο υπουργείο Εμπορίου και τον λομπίστα της βιομηχανίας λιγνίτη Andrew Wheeler στην EPA (Environmental Protection Agency, Υπηρεσία Προστασίας Περιβάλλοντος). Αυτές οι υπηρεσίες είναι εκείνες που ασχολούνται με τον πιο άμεσο τρόπο με την πρόνοια και την ευημερία των μαζών του πληθυσμού και είναι, συνεπώς, σχετικά περιθωριακοί με τις κεντρικές έγνοιες του αμερικανικού καπιταλισμού. Τα προγράμματα που προωθούνται εδώ δεν είναι καθόλου αντίθετα με τους στόχους των συντηρητικών: υπονόμευση του νόμου για τη δίκαιη στέγαση, Fair Housing Act (Carson), υποστήριξη για κερδοσκοπικά κολλέγια και ληστρικά φοιτητικά δάνεια (DeVos), αλλοίωση της καταμέτρησης της απογραφής (Ross), άρνηση της κλιματικής αλλαγής, απορρύθμιση της υδραυλικής ρηγμάτωσης55 και η αποχώρηση από τη Συμφωνία του Παρισιού για το περιβάλλον (Wheeler). Ο Τραμπ εξαρτάται εκλογικά από τις ψήφους των ευαγγελιστών του Ρεπουμπλικανικού κόμματος και έχει κάτι ό,τι καλλίτερο για να τους ικανοποιήσει στο Ανώτατο Δικαστήριο: μια ατζέντα που οποιοσδήποτε πετυχημένος Ρεπουμπλικάνος υποψήφιος θα είχε επιδιώξει.
Το στυλ ηγεσίας του Τραμπ είναι σίγουρα αντισυμβατικό: η αδιαφορία του για την “ιερή βαρύτητα” της προεδρίας και η ολοφάνερη επιμονή του για προσωπική αφοσίωση· η επίδειξη λήψης αποφάσεων “στο πόδι” με άμεση απεύθυνση προς τα 56 εκατομμύρια των ακολούθων του στο Τουίτερ· τα ρατσιστικά μηνύματά του και η γενικότερη χοντροκοπιά του56. Οι μάχες του όμως με τον δημόσιο τομέα είναι κυρίως προσωπικές – ζητήματα αυταρχικής διαχείρισης – και δεν έχουν τίποτα κοινό με την ριζοσπαστικοποίηση των στρατιωτικών στελεχών που βοήθησαν στη διαμόρφωση των φασιστικών καθεστώτων του μεσοπολέμου, γιατί ο Τραμπ δεν έχει κάποια στρατιωτική οργάνωση υπό τη διοίκησή του. Προϊόν μιας πολιτικής κουλτούρας που κυριαρχείται από το χρήμα και το θέαμα, έχει προσδέσει το αστέρι του στο GOP και η κυβέρνηση είναι σε μεγάλο βαθμό το δημιούργημά του.
4. Αταίριαστος πατρογονισμός
Αλλά αν ο “φασισμός”, όπως κι αν αξιολογείται, είναι μια παραπλανητική κατηγορία για να συλλάβουμε την προεδρία Τραμπ, τότε ποια είναι μια καλλίτερη εννοιολογική προσέγγιση; Εδώ είναι, ίσως, βοηθητικό να ανακαλέσουμε τις τρεις μορφές διακυβέρνησης του Βέμπερ, κάθε μια με το δικό της όργανο κυριαρχίας και τη δική της λογική νομιμοποίησης: η χαρισματική, η κληρονομική/πατρογονική57 και η γραφειοκρατική. Εκεί που ο Τραμπ είχε χώρο να καθορίσει τον χαρακτήρα της εκτελεστικής εξουσίας, έχει λειτουργήσει λιγότερο όπως ένας ηγέτης ενός σύγχρονου γραφειοκρατικού κόμματος παρά ως κληρονομική κεφαλή ενός νοικοκυριού. Σύμφωνα με την περιγραφή του Βέμπερ:
Το πατρογονικό αξίωμα στερείται πάνω απ’ όλα τον γραφεικοκρατικό διαχωρισμό της “ιδιωτικής” και της “επίσημης” σφαίρας. Αλλά και για την πολιτική διαχείριση, κι αυτή, επίσης, αντιμετωπίζεται ως καθαρά προσωπικό ζήτημα του κυβερνήτη και η πολιτική εξουσία θεωρείται μέρος της προσωπικής του περιουσίας, η οποία μπορεί να αξιοποιηθεί με τα μέσα των συνεισφορών και των τελών58.
Παρ’ όλα αυτά, το πατρογονικό δικαίωμα, κατανοούμενο μ’ αυτόν τον τρόπο – η διακυβέρνηση ασκούμενη όπως σε ένα νοικοκυριό, με ελάχιστη, αν οποιαδήποτε, διάκριση ανάμεσα στα δημόσια και ιδιωτικά συμφέροντα του κυβερνήτη, του οποίου οι προτιμήσεις εξασφαλίζουν την αφοσίωση των εξαρτώμενων και ακολούθων – ήταν μια μορφή κυριαρχίας σχεδιασμένη για προ-νεωτερικές, προ-καπιταλιστικές κοινωνίες, στις οποίες το ιδεολογικό βάρος της “παράδοσης” θα αρκούσε για να νομιμοποιήσει τη διαδικασία κυριαρχίας. Στην ύστερη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και τη μεσαιωνική Ευρώπη, αυτό το σύστημα μπορούσε να οργανώσει ολόκληρα βασίλεια. Η ιδέα του Τραμπ για τη διακυβέρνηση είναι πατρογονική, μ’ αυτήν ακριβώς την έννοια. Γι’ αυτόν, η σχέση του προσωπικού με τον ηγέτη δεν είναι μια απρόσωπη δέσμευση στις αρχές του κράτους αλλά η “πίστη και αφοσίωση ενός υπηρέτη, που βασίζεται σε μια αυστηρά προσωπική σχέση”59. Με λίγα λόγια, είναι οικογενειακή. Δεσμοί καθαρά προσωπικής αφοσίωσης δένουν αυτό το άθλιο περιβάλλον των λούμπεν-εκατομμυριούχων (οι Ross και Kushner μέσα στην κυβέρνηση, ο Thomas Barrack εκτός) και “κολλιτσίδες” διαφόρων ειδών (Miller, Whitaker) με τον Τραμπ. Παρ’ όλα αυτά, εξασκεί αυτό το στυλ εξουσίας στην ηγεσία ενός σύγχρονου καπιταλιστικού κράτους. Αυτός είναι ένας εγγενώς παραδοξολογικός συνδυασμός60.
Η εκλογή του Τραμπ εισήγαγε αυτή την κληρονομική δομή σαν ένα ξένο σώμα μέσα στο μαζικό νομικο-ορθολογικό αμερικανικό γραφειοκρατικό κράτος, δημιουργώντας σοβαρά προβλήματα διακυβέρνησης. Ένα ζήτημα είναι ότι το πατρογονικό δίκτυο του Τραμπ είναι απλά πολύ μικρό για να στελεχώσει ομοσπονδιακές υπηρεσίες με άτομα που να είναι εξίσου και ελάχιστα ανταγωνιστικά και να πληρούν τα επιθυμητά στάνταρ αφοσίωσης. Ο υψηλός ρυθμός αντικαταστάσεων – το ένα τρίτο σχεδόν του προσωπικού με την μεγαλύτερη επίδραση στο εκτελεστικό γραφείο του Προέδρου έπρεπε να αντικατασταθεί τον πρώτο χρόνο – είναι ένα σύμπτωμα αυτού του μη-ταιριάσματος61. Η βραδύτητα της κυβέρνησης Τραμπ στην πλήρωση ηγετικών θέσεων στην ομοσπονδιακή γραφεικοκρατία μοιάζει, ίσως, σαν μια καθιερωμένη ρεπουμπλικανική στρατηγική υπονόμευσης των υπηρεσιών αλλά, μάλλον, είναι πιθανότερο να οφείλεται στην απόμακρη σχέση του Τραμπ με το Ρεπουμπλικανικό κόμμα και το μικρό μέγεθος του δικτύου του.
Ένα δεύτερο πρόβλημα είναι η ενεργή αντίσταση του νομικο-ορθολογικού κράτους στο “πατρογονικό” νοικοκυριό. Σχολιαστές παρουσιάζουν συχνά την σύγκρουση ανάμεσα στον Τραμπ και τη γραφειοκρατία σαν μια σύγκρουση ανάμεσα σε έναν αυταρχικό πρόεδρο και τους φορείς των “δημοκρατικών νορμών”62. Αλλά ο Comey (συγγραφέας ενός υπομνήματος που ενέκρινε δεκατρείς μορφές βασανισμού υπό την κυβέρνηση Μπους), ο Mueller (πιστός υπερασπιστής της μυστικής μαζικής επιτήρησης), ο Wray (που εργάστηκε υπό τον Comey όταν εκείνος παρείχε νομική δικαιολόγηση των βασανισμών) και ο Rosenstein (μια επιμελής “πηγή” διαρροών) έχουν μια, τουλάχιστον, αμφιλεγόμενη αφοσίωση στη δημοκρατία ή ακόμα και στο Σύνταγμα, στον βαθμό που αυτό σηματοδοτεί την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων. Αν μη τι άλλο, ο προσανατολισμός τους είναι προς τη νομιμότητα με την στενή έννοια των γραπτών κανόνων ως βάσης για νομιμοποιημένη δράση· οι γραφειοκράτες υπάλληλοι, σε αντίθεση με τους πατρογονικούς ομοτράπεζους τους, υποτίθεται ότι βλέπουν τις δραστηριότητές τους ως την εκπλήρωση ενός καθήκοντος προς το αξίωμα, την υπηρεσία, όχι το πρόσωπο63. Η άνοδος του Τραμπ στον Λευκό Οίκο έχει λοιπόν απελευθερώσει μια τιτάνια πάλη ανάμεσα σε αντιτιθέμενες δομές κυριαρχίας, εμφανέστερα ενσαρκωμένες στην έρευνα Mueller. Αυτή η εξουθενωτική σύγκρουση είναι ένα φανερό όριο στην ατζέντα της κυβέρνησης. Σημαίνει ότι, πρακτικά, ο πατρογονισμός δεν μπορεί να είναι πλήρης.
Περιορισμένη ελκυστικότητα
Επιπλέον, ενώ το στυλ εξουσίας του Τραμπ μπορεί να είναι πατρογονιστικό, η νομιμοποίησή του είναι καθαρό ότι δεν μπορεί να εξαρτάται από το βάρος της παράδοσης – η συμβολική εξουσία του αιώνιου χθες· ούτε είναι νομικο-ορθολογική. Δεν μπορεί παρά να είναι χαρισματική. Αυτή είναι μια δεύτερη αντίφαση, μιας και πατρογονικός ηγεμόνας δεν χρειάζεται να έχει χάρισμα, κάτι που στις προ-νεωτερικές κοινωνίες είναι τυπικά γνώρισμα των προφητών, όχι των ηγετών. Η εκδοχή χαρίσματος του Τραμπ απορρέει από την ικανότητά του να μιλά μια γλώσσα που – όσο συχνά κι αν ξεστομίζει ολοφάνερα ψέμματα – μοιάζει να είναι πολύ πιο κοντά στις συνηθισμένες, αφτιασίδωτες σπιτικές αλήθειες απ’ ό,τι οι ρουτινιάρικες φράσεις και οι επίσημοι ευφημισμοί οποιουδήποτε άλλου πολιτικού αυτή τη στιγμή. Μια άλλη ειδικότητά του είναι ο τρόπος με τον οποίο ξεφεύγει από τις βαρετές ρουτίνες της επίσημης εξουσίας: σκίσιμο έτοιμων λόγων, προσβολή ξένων αξιωματούχων, χαρακτηρισμός της οικογένειας Μπους ως μιας συλλογής μετριοτήτων κοκ. Η θελκτικότητά του είναι αυτή του ατόμου που σπάει τα ταμπού – αν και, αδιαμφισβήτητα, με μια μάτσο αλλαζονεία64.
Αλλά το χάρισμα θα πρέπει να μεταδίδεται. Υπάρχουν δυο τρόποι που μπορεί να γίνει αυτό: μέσω μιας οργάνωσης- ενός κινήματος, ή κόμματος: αυτή είναι τυπικά η σύγχρονη μορφή – ή μέσω ενός κάποιου είδους ΜΜΕ, την τυπικά μεταμοντέρνα μορφή. Το κανάλι Fox και το Τουίτερ, μαζί με ένα πλήθος ιστοτόπων της δεξιάς, παρέχουν αυτή την προβολή προς τα κάτω στον πληθυσμό στην περίπτωση του Τραμπ. Το αποτέλεσμα προσομοιάζει με την περιγραφή του Μαρξ στην 18η Μπρυμαίρ της επιρροής του Λουδοβίκου Ναπολέοντα πάνω στον εξατομικευμένο αγροτικό πληθυσμό της Γαλλίας. Αλλά αν αυτό ήταν, ίσως, το πιο πρώιμο παράδειγμα χαρίσματος χωρίς μια μαζική οργάνωση, αυτό δεν διαδόθηκε μέσω των ΜΜΕ αλλά από τον “θρύλο” – τη μνήμη του Ναπολέοντα του Πρώτου, ως του στερεωτή της Επανάστασης, που διένειμε γη στους αγρότες, όπως την δανείστηκε η καθόλου εντυπωσιακή προσωπικότητα του ανηψιού του. Σήμερα, η χαρισματική ηγεσία πολώνει ένα σειριοποιημένο κοινό μέσω των ΜΜΕ, σύμφωνα με τις γραμμές της περιγραφής του Σαρτρ για μια ουρά στο λεωφορείο: η ενότητα των υποστηρικτών του Τραμπ συνίσταται στην εικόνα του Τραμπ ακριβώς όπως η ενότητα αυτών που περιμένουν στην ουρά για το λεωφορείο συνίσταται στο λεωφορείο που περιμένουν. Αλλά αυτή είναι μια συνηθισμένη μεταμοντέρνα μορφή, παραδείγματα της οποίας είναι, πριν από τον Τραμπ, ο Ομπάμα και ο Μπερλουσκόνι65.
Το μεταμοντέρνο χάρισμα αναδεικνύει ακόμα μια αντίφαση για έναν επίδοξο πατρογονιστή ηγέτη. Ιδανικά, η χαρισματική αύρα μεταδίδεται στο επιτελείο μέσω κάποιου είδους ιδεολογίας, δημιουργώντας στρώματα μαθητών που μπορούν να διαδώσουν το κεντρικό μήνυμα προς τα έξω και προς τα κάτω. Αλλά ο Τραμπ δεν έχει μηχανισμό για κάτι τέτοιο και έτσι στερείται μαθητών. Ο Bannon παραμερίστηκε γρήγορα, εν μέρει μέσω της απώθησης από το νομικο-γραφειοκρατικό κράτος, ιδιαίτερα την στρατοκρατική-ιμπεριαλιστική του πτέρυγα – αρχικά εκδιώχτηκε από το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας (NSC) – αλλά και εξαιτίας του ότι ο Τραμπ ενστικτωδώς κατάλαβε ότι οι διανοητικές βλέψεις του Bannon ήταν μια απειλή στην καθαρά προσωπική αφοσίωση, η οποία αποτελεί τη μοναδική βάση για να είναι κανείς μέλος στην κυβέρνηση. Ο Jefferson Sessions, ό,τι πλησιέστερο σε έναν ιδεολόγο στο υπουργικό συμβούλιο, προσφέρει μια άλλη περίπτωση. Ο αντιμεταναστευτικός φανατισμός του Sessions είναι ριζωμένος σε μια θεωρία της εξέλιξης των ΗΠΑ κατά τα ενενήντα περίπου προηγούμενα χρόνια. Σύμφωνα μ’ αυτόν, οι τεράστιες ανισότητες της Επίχρυσης Εποχής66 ήταν μια έκφραση της ανεξέλεγκτης μετανάστευσης από την Νότια και την Ανατολική Ευρώπη. Με την ψήφιση του Μετανστευτικού Νόμου67 (ή Νόμου για την Εθνική Καταγωγή) το 1924, ο ευρωπαϊκός πληθυσμός αφομοιώθηκε, γινόμενος μια ομοιογενής λευκή εργατική και μεσαία τάξη – το θεμέλιο της παγκόσμιας ισχύος των ΗΠΑ και της ηρεμίας στο εσωτερικό κατά τον 20ο αιώνα.68 Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Τραμπ εξανάγκασε την απομάκρυνσή του εξαιτίας της ανεπαρκούς αφοσίωσής του, αντικαθιστώντας τον με τον δύσμοιρο και, κατά τα φαινόμενα, στερούμενο ιδεών Matthew Whitaker. Αυτός ο απεγνωσμένος πατρογονισμός εκφράζεται ο ίδιος στο μείγμα δουλοπρεπούς δημόσιας αφοσίωσης και των διαρκών διαρροών, συκοφαντιών και πισώπλατων μαχαιρωμάτων που χαρακτηρίζει τον ενδότερο κύκλο της κυβέρνησης.
Ο συνδυασμός ενός χαρισματικού ηγέτη που κυβερνά με έναν πατρογονιστικό τρόπο σε ένα νομικο-ορθολογικό γραφειοκρατικό κράτος, σε ένα πολιτικό σύστημα που είναι σε μεγάλο βαθμό ολιγαρχικό, εντός των δημοκρατικών του φορμών, είναι καταστατικά – και πολλαπλά – αντιφατικός. Συνεπώς, η ασυνέπεια του Τραμπ ως κυβερνήτη δεν είναι απλά, αν και είναι και αυτό, μια ιδιοσυγκρατική αποτυχία. Είναι ένα δομικό αποτέλεσμα του είδους της εικόνας που θέλει να περάσει, προεδρεύοντας στο είδος αυτό πολιτικο-πολιτισμικής τάξης που είναι η μεταμοντέρνα Αμερική. Η ακραία μορφή υβριδικότητας που ενσαρκώνει υποτείνει ότι είναι άγονο να του αποδώσει κανείς οποιαδήποτε γενική ταξινόμηση όπως ο φασισμός, η αυταρχικότητα ή ο λαϊκισμός, αν και ίσως επιδεικνύει ίχνη τουλάχιστον αυτού του τρίτου, αν όχι και του δεύτερου – καθώς και εθνικισμού, ρατσισμού και σεξισμού. Τυχαία στην αφετηρία της, αυτή η μορφή εξουσίας παραείναι ασταθές συστατατικό για να έχει μόνιμη ισχύ. Δεν υπάρχει “ιδεολογία” ή “σκοπός” του Τραμπ στον οποίο να δεσμευτούν οι νομιμόφρονες σ’ αυτόν, όταν φύγει από το αξίωμα. Άλλωστε, το πολιτικό υπόβαθρο του ίδιου του προέδρου είναι σταθερά ριζωμένο στον δημοκρατικό μηχανισμό της Νέας Υόρκης.
Οι ενδιάμεσες εκλογές του 2018 υπογράμμισαν αυτή την αδυναμία. Ακόμα και με τα πλεονεκτήματα ενός σχετικά εξαιρετικά ευνοϊκού κλίματος και του εντυπωσιακού μαγειρέματος69 των εκλογικών περιφερειών από το Ρεπουμπλικανικό κόμμα, οι ενδιάμεσες εκλογές έδειξαν μια έντονη μετακίνηση από τον Τραμπ στις κρίσιμες Άνω Μεσοδυτικές πολιτείες – Ουισκόνσιν, Μίτσιγκαν, Πενσυλβάνια – και οξεία διάβρωση της υποστήριξής του στην Αριζόνα και το Τέξας. Πάνω από 60 εκατομμύρια ψήφισαν το Δημοκρατικό Κόμμα έναντι περίπου 50 εκατομμυρίων που ψήφισαν τους Ρεπουμπλικάνους. Οι γυναίκες ψήφισαν εναντίον του με διαφορά 19 ποσοστιαίων μονάδων· το πλεονέκτημα που είχε το 2016 μεταξύ των λευκών γυναικών εξαφανίστηκε. Οι νέοι ψηφοφόροι και οι Ισπανόφωνοι συμμετείχαν στις εκλογές σε ποσοστά ρεκόρ για ενδιάμεσες εκλογές και οι ψηφοφόροι στις ηλικίες 18-29 ψήφισαν τους Δημοκρατικούς με διαφορά 35 μονάδων. Οι Δημοκρατικοί ξαναπήραν το Κογκρέσο με βάση μεγάλα κέρδη στα προάστια, όπου ζει η μεγάλη πλειοψηφία των Αμερικανών, και κέρδισαν τους ανεξάρτητους ψηφοφόρους με διαφορά 12 μονάδων. Η κυριαρχία του GOP στις αραιοκατοικημένες περιοχές των αγροτικών πολιτειών τους δίνει ένα πλεονέκτημα στη Γερουσία και το Κολλέγιο των Εκλεκτόρων και η υποστήριξη από τον Τραμπ – και οι ομοβροντίες των μηνυμάτων του στο Τουίτερ εναντίον των Κεντροαμερικανών μεταναστών – ίσως βοήθησε τους Ρεπουμπλικάνους υποψήφιους στην Ινδιάνα και τη Βόρεια Ντακότα. Αλλά οι εκλογές ήταν μια καταστροφή στις “ευμετάβλητες”70 πολιτείες και στις προαστιακές περιφέρειες για το Κογκρέσο71.
5. Προοπτικές
Η πολιτική λογική του καρφιτσώματος της ταμπέλας “φασίστας” στον Τραμπ είναι αρκετά απλή. Σημαίνει την ενοποίηση πίσω από το πρόγραμμα της τωρινής ηγεσίας των Δημοκρατικών – Pelosi, Schumer, οι Κλίντον, οι Ομπάμα και άλλοι επιθεωρητές της ολιγαρχικής τάξης· αυτό το ίδιο σχέδιο που έδωσε στον Τραμπ τον Λευκό Οίκο το 2016. Παρ’ όλα αυτά, η “μετριοπαθής” στρατηγική τους υπέστη κάποιες εντυπωσιακές ήττες στην Ιντιάνα, τη Βόρεια Ντακότα και το Μιζούρι, ενώ πιο ριζοσπάστες υποψήφιοι για τη θέση του κυβερνήτη στην Τζόρτζια και την Φλόριδα τα πήγαν αρκετά καλά, φέρνοντας ανταγωνιστικά αποτελέσματα. Οι Δημοκρατικοί έχασαν στους λευκούς άντρες χωρίς κολλεγιακή μόρφωση με διαφορά 34 ποσοστιαίων μονάδων στις ενδιάμεσες εκλογές, αλλά υπάρχουν ενδείξεις ότι μια εξισωτιστική, φιλεργατική πολιτική μπορεί να διασπάσει αυτό το τείχος72. Οι αξιοθαύμαστες απεργίες των δασκάλων στη Δυτική Βιρτζίνια, το Κεντάκυ και την Οκλαχόμα, συν οι επιτυχημένες πρωτοβουλίες ψηφοφοριών για την αποκατάσταση των εκλογικών δικαιωμάτων των καταδικασμένων στην Φλόριδα – δικαιολογημένα η πιο σημαντική νίκη του 2018 – και η επέκταση του προγράμματος υγείας Medicaid στο Αϊντάχο και την Νεμπράσκα, μαζί με το γεγονός ότι ο Sanders παραμένει ο πιο δημοφιλής πολιτικός στη χώρα, όλα δείχνουν την πιθανότητα ενός ριζοσπαστικού συνασπισμού που μπορεί ίσως να καλύψει το χάσμα πόλης-υπαίθρου. Αυτό απαιτεί, όμως, συνεπή κριτική της πολιτικής που στηρίζεται στα πολλά λεφτά και την κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού τομέα με την οποία η νεοφιλελεύθερη πτέρυγα του Δημοκρατικού κόμματος είναι σταθερά συμμαχική. Η ευπρόσδεκτη εκλογή μελών του Κόμματος των Δημοκρατών Σοσιαλιστών73 στο Κογκρέσο – και οι χωρίς προηγούμενο αριθμοί συμμετοχής των γυναικών και των υπο-αντιπροσωπευόμενων μειονοτήτων – θα έχουν ελάχιστη επίδραση στη χώρα αν δεν είναι τίποτα περισσότερο από πεζικάριοι της Πελόσι.
Η λογική αυτού που κάποτε αποκαλούνταν “λαϊκομετωπισμός” μπορεί να ειδωθεί πιο καθαρά εκεί που δέχεται αντίσταση. Έτσι ο Thus John Bellamy Foster, ένας ένθερμος υπερασπιστής της θέσης για τον “Τραμπ ως νεοφασίστα”, ισχυρίζεται ότι “η παλιά στρατηγική της αριστεράς για το Λαϊκό Μέτωπο της ένωσης με τον κατεστημένο φιλελευθερισμό είναι πρακτική μόνο σε έναν περιορισμένο βαθμό σε συγκεκριμένες περιοχές”, μεταξυ των οποίων η προστασία “βασικών πολιτικών δικαιωμάτων” όπως ο “διαχωρισμός των εξουσιών και οι συνταγματικές ελευθερίες”74. Φυσικά η υπεράσπιση των βασικών ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων75 είναι ένα σημαντικό καθήκον για την αμερικανική αριστερά. Αλλά σημαίνει αυτό την υπεράσπιση μιας ιμπεριαλιστικής προεδρίας, ενός διορισμένου από τη Γερουσία ανώτατου ομοσπονδιακού δικαστικού σώματος και ενός πλειοψηφικού εκλογικού συστήματος76 που είναι “στημένο” από τα δυο κυρίαρχα κόμματα, όπως προσδιορίζεται από τον διαχωρισμό των εξουσιών και το Σύνταγμα; Το αμερικανικό κράτος, όπως είναι αυτή τη στιγμή διαμορφωμένο, είναι ένα από τα πιο ξεκάθαρα παραδείγματα αυτού που ο Luciano Canfora αποκαλεί ως “μικτό σύστημα”: “λίγη δημοκρατία και μεγάλη δόση ολιγαρχίας”77. Απαντώντας στο κάλεσμα της δεξιάς για μια νέα Συντακτική Συνέλευση – η οποία θα έπρεπε να είναι ευπρόσδεκτη και όχι να γίνεται δεκτή με τρόμο – η αριστερά πρέπει να προτάξει το δικό της πολιτικό όραμα: αναλογική αντιπροσώπευση στις πολυεδρικές περιφέρειες· ένα άμεσα εκλεγμένο ενιαίο Κοινοβούλιο στο οποίο η εκτελεστική εξουσία, η κεντρική τράπεζα και το δικαστικό σώμα θα πρέπει τελικά να λογοδοτούν· κατάργηση του FBI, της CIA και του υπουργείου “Εσωτερικής Ασφάλειας”.
Ένα θετικό της υπάρχουσας Κυβέρνησης είναι ότι, παρά το ότι ο ίδιος στερείται ιδεολογικής συνοχής, ο Τραμπ πολιτικοποιεί τα πάντα, υπονομεύοντας έτσι τη φαντασίωση της τεχνοκρατικής συναίνεσης και της καθοριζόμενης από τους κανόνες συμπεριφοράς. Δεν υπάρχει πραγματικό ανάλογο των ανοιχτών επιθέσεών του στο υπουργείο Δικαιοσύνης, τα δικαστήρια και τα όργανα ασφαλείας, για να μην μιλήσουμε για την απόρριψη εκ μέρους του της ιδέας ότι δομές όπως το NATO, η NAFTA και ο ΠΟΕ, για παράδειγμα, δεν είναι πολιτικές. Αυτή η διαπεραστική πολιτικοποίηση των θεσμών και των συνθηκών του νεοφιλελεύθερου κράτους μπορεί να έχει μη ηθελημένες συνέπειες. Στις εκλογές για το Κογκρέσο του 2018, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Τραμπ φέρει σε μεγάλο βαθμό την ευθύνη για ένα χωρίς προηγούμενο αποτέλεσμα τα τελευταία πενήντα χρόνια: ένα ποσοστό συμμετοχής 49% σε ενδιάμεσες εκλογές. Μ’ αυτή τη στοιχειώδη έννοια, η άνοδος του Τραμπ δεν έχει ως αποτέλεσμα τη διάβρωση της αμερικανικής δημοκρατίας αλλά, μάλλον, λειτούργησε ως μια ένεση αδρεναλίνης σε ένα ετοιμοθάνατο σύστημα. Μπορεί η αριστερά να μεταστρέψει αυτό το νέο έδαφος σε πλεονέκτημά της; Το αμερικανικό εκλογικό σύστημα παραμένει ένα από τα πιο αντιδημοκρατικά στον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο, με διακαστήρια που δεν λογοδοτούν, αυθαίρετη εκτελεστική εξουσία, αλλοιωμένες εκλογικές περιφέρειες και ευθύς εξαρχής εξαναγκασμό του ψηφοφόρου να στηρίξει το σύστημα “ο νικητής τα παίρνει όλα”. Η Γερουσία λειτουργεί όλο και περισσότερο όπως η Bundesrat78 στην Αυτοκρατορική Γερμανία. Η μόνη βελτίωση είναι ότι αυτές οι δομές συζητούνται πιο συχνά στον κυρίαρχο τύπο γι’ αυτό που είναι: εμπόδια στη δημοκρατία. Είναι ήδη αργά και τα διακυβεύματα είναι πολύ μεγάλα· αλλά κακές ιστορικές αναλογίες δεν θα βοηθήσουν να αντιμετωπίσουμε την παρούσα κρίση.
1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://cominsitu.wordpress.com (αναδημοσιευμένο από το https://newleftreview.org/issues/II114/articles/dylan-riley-what-is-trump).
2 Timothy Snyder, ‘Symposium: Repeating History’, TLS, 16 Νοεμβρίου 2018. Ο Jason Stanley σε συνέντευξη στον Isaac Chotiner: “εντάξει, ο Τραμπ δεν είναι ένας φασίστας ηγέτης – αλλά η ρητορική του μήπως σημαίνει ότι είναι καθ’ οδόν να γίνει ένας;”, στο Slate, 10 Σεπτεμβρίου 2018· δείτε επίσης Jason Stanley, How Fascism Works: The Politics of Us and Them, New York 2018, σελ. xiv. Richard Evans, ‘Symposium: Repeating History’.
3 Chauncey Devega, “Max Boot on the End of Conservatism”, Salon, 16 Οκτωβρίου 2018. Robert Kagan, “This is how Fascism comes to America”, Washington Post, 18 Μαΐου 2016. John Bellamy Foster, “Neo-Fascism in the White House”, Monthly Review, Απρίλιος 2017, και “This Is Not Populism”, Monthly Review, Ιούνιος 2017· δείτε επίσης: Trump in the White House: Tragedy and Farce, New York 2017, σελ. 29. Judith Butler: “Trump, fascism and the construction of ‘the people’”, μετάφραση της συνέντευξης του Christian Salmon με την Butler, “Pourquoi Trump est un Phénomène Fasciste”, Mediapart, 18 Δεκεμβρίου 2016. Geoff Eley: “Is Trump a Fascist?”, Historians for Peace & Democracy, Φεβρουάριος 2018. Mark Bray, “Συνέντευξη: ‘At Its Core, Anti-Fascism Is Self-Defence’”, Truthout, 11 Φεβρουαρίου 2018. Από αυτά όλα, ο Bellamy Foster διακρίνεται για την εισαγωγή της κατηγορίας του “νεοφασισμού”, μιας υπο-οικογένειας μέσα στο “είδος/γένος του φασισμού”, στο οποίο ισχυρίζεται ότι ανήκει ο Τραμπ αδιαμφισβήτητα, οπότε δεν είναι αυστηρά αντιπροσωπευτικός αυτού του αποφατικού: “δεν είναι πραγματικά φασίστας, αλλά, παρ’ όλα αυτά, είναι” είδους λόγου για τον Τραμπ.
4 G. W. F. Hegel, Reason in History: A General Introduction to the Philosophy of History, New Jersey 1997, σελ. 8 (στμ. Ελληνική έκδοση: “Ο Λόγος στην Ιστορία: Μια γενική εισαγωγή στη Φιλοσοφία της Ιστορίας”, Μεταίχμιο, 2006).
5 Καρλ Μαρξ, The Eighteenth Brumaire of Louis Bonaparte, New York 1963, σελ. 15 (στμ. Ελληνική έκδοση: Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2012).
6 Στμ. Αυτό το καταλαβαίνουμε και ως την ανάγκη να εμβαθύνουμε στην ιδέα γιατί σήμερα η δυναμική εκφασισμού εκφράζεται μέσα από το ίδιο το φιλελεύθερο κράτος και όχι μέσα από την κατάληψη ή την εκτροπή του, όπως στην περίοδο του κλασσικού φασισμού.
7 Achin Vanaik, ‘India’s Two Hegemonies’, NLR 112, Ιούλιος–Αύγουστος 2018.
8 Ο Angelo Tasca στο Nascita e avvento del fascismo, Milan 2012, σελ. 542 κάνει έναν παραλληλισμό ανάμεσα στους “σοσιαλιστές ηγέτες που δεν καταλάβαιναν τους βετεράνους της περιόδου 1919–22 και τους ηγέτες των γερμανικών συνδικάτων που δεν καταλάβαιναν τους ανέργους της περιόδου 1929–32”. Ο πόλεμος είχε αφαιρέσει τη δυνατότητα μετανάστευσης η οποία ήταν πρωτίστης σημασίας στη διαχείριση της δομικής ανεργίας στην προπολεμική Ιταλία. Έτσι ο Tasca (ό.π. σελ. 17) παρατηρεί: “Οι παραδοσιακές διέξοδοι μετανάστευσης στις οποίες προωθήθηκαν το 1913 σχεδόν 900.000 εργάτες και πάνω απ’ όλα αγρότες, έκλειναν όλο και περισσότερο”.
9 Στμ. NSDAP: Nationalsozialistische Deutsche Arbeiterpartei, Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα των Γερμανών Εργατών, το πολιτικό κόμμα που οδηγήθηκε στην εξουσία της Γερμανίας με την καθοδήγηση του Αδόλφου Χίτλερ το 1933.
10 Στμ. Partito Nazionale Fascista, (PNF), Εθνικό Φασιστικό Κόμμα, το πολιτικό κόμμα που ιδρύθηκε από τον Μουσολίνι το 1921 και θεωρείται η πολιτική έκφραση του φασισμού. Το κόμμα ιδρύθηκε το 1921 και στην συνέχεια, με την έναρξη ενός πραξικοπήματος, κατέλαβε την εξουσία. Το κόμμα παρέμεινε στην εξουσία από το 1922 μέχρι το 1943. Πριν από το PNF, το πρώτο πολιτικό κόμμα του Μουσολίνι ήταν γνωστό ως το Φασιστικό επαναστατικό κόμμα (Partito Fascista Rivoluzionario, PFR), το οποίο, σύμφωνα με τον Μουσολίνι, ιδρύθηκε το 1915. Μετά τα φτωχά αποτελέσματα των εκλογών του Νοεμβρίου του 1919, το PFR μετονομάστηκε τελικά σε Εθνικό Φασιστικό Κόμμα κατά τη διάρκεια του Τρίτου φασιστικού Κογκρέσου στη Ρώμη στις 7-10 Νοεμβρίου 1921.
11 Το πρώτο ραδιοφωνικό διάγγελμα του Χίτλερ, μετά τον διορισμό του ως Καγκελαρίου, περιείχε την υπόσχεση της καταπολέμησης της ανεργίας. Δείτε: Adam Tooze, The Wages of Destruction, New York 2006, σελ. 37.
12 Για τη βασική λογική αυτού του επιχειρήματος δείτε Robert Brenner “The Economics of Global Turbulence”, NLR 229, Μάιος–Ιούνιος 1998, σελ. 26–29.
13 Vera Zamagni, The Economic History of Italy: 1860–1990, New York 1993, σελ. 223–227. Δείτε επίσης: Franklin Adler, Italian Industrialists from Liberalism to Fascism: The Political Development of the Industrial Bourgeoisie, New York 1995, σελ. 162.
14 Για μια καλή αναφορά σ’ αυτό, δείτε: Michael Mann, The Sources of Social Power Volume 3: Global Empires and Revolution, 1890–1945, New York 2012, σελ. 217.
15 Alex Anievas, Capital, the State and War: Class Conflict and Geopolitics in the Thirty Years’ Crisis, 1914–1945, Ann Arbor, ΜΙ 2014, σελ. 20· Mann, The Sources of Social Power Volume 3, σελ. 218· Arno Mayer, Why Did the Heavens Not Darken? The ‘Final Solution’ in History, New York 1989, σελ. 7· Franz Neumann, Behemoth: The Structure and Practice of National Socialism, New York 1941, σελ. 18.
16 Νίκος Πουλαντζάς, Fascism and Dictatorship: The Third International and the Problem of Fascism, London 1974, σελ. 17 (στμ. Στα ελληνικά: “Φασισμός και Δικτατορία: Η Τρίτη Διεθνής αντιμέτωπη στον Φασισμό”, εκδόσεις Θεμέλιο, 2006). Εδώ ο Πουλαντζάς γράφει: “όποιος δεν θέλει να συζητήσει για τον ιμπεριαλισμό θα πρέπει επίσης να σιωπήσει για τον φασισμό”. Ο Franz Neumann ερμηνεύει “τον θελεμιώδη στόχο του Εθνικοσοσιαλισμού” ως “την επίλυση, μέσω του ιμπεριαλιστικού πολέμου, του χάσματος μεταξύ της βιομηχανικής υποδομής της Γερμανίας και της πραγματικότητας που υπήρχε και συνέχιζε να υπάρχει”: Neumann, Behemoth, σελ. 38.
17 Mayer, Why Did the Heavens Not Darken?, σελ. 203.
18 Στμ. Opera Nazionale Balilla (ONB), ιταλική φασιστική οργάνωση νεολαίας που έδρασε ανάμεσα στο 1926 και το 1937, όταν απορροφήθηκε από την Gioventù Italiana del Littorio (Ιταλική Νεολαία του Ραβδούχου, GIL). Πήρε το όνομά της από τον Balilla, παρατσούκλι του Giovan Battista Perasso, ενός αγοριού από τη Γένοβα που, σύμφωνα με τον τοπικό μύθο, ξεκίνησε την εξέγερση του 1746 εναντίον των δυνάμεων των Αψβούργων που κατείχαν την πόλη στη διάρκεια του πολέμου της διαδοχής του Αυστριακού θρόνου. Ο Perasso επιλέχθηκε ως πηγή έμπνευσης για την υποτιθέμενη νεαρή ηλικία του και την επαναστατική δράση του, ενώ η παρουσία του στον αγώνα εναντίον της Αυστρίας αντανακλούσε την αλυτρωτική στάση που έλαβε ο Φασισμός και τις νίκες της Ιταλίας στον Πρώτο Παγκόσ Πόλεμο.
19 Giuseppe Bottai, Esperienza corporativa (1929–1934), Ρώμη 1934, σελ. 144, 152 και εξής. Στις πρώτες από αυτές τις σελίδες, ο Bottai προτείνει ότι το κράτος θα πρέπει να “προσανατολίζει” και να “καθοδηγεί” την οικονομική δραστηριότητα· στις δεύτερες τονίζει τον “εξαιρετικό χαρακτήρα” της κρατικής παρέμβασης.
20 Δείτε Neumann, Behemoth, σελ. 266. Ο Roland Sarti σχολιάζει: “Ήδη στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι βιομήχανοι ήταν πολύ περισσότερο εδραιωμένοι στο οικονομικό και πολιτικό σύστημα από ό,τι ήταν πριν έρθει ο φασισμός στην εξουσία”, Fascism and the Industrial Leadership in Italy, Berkeley 1971, σελ. 2.
21 Alberto Aquarone, L’organizzazione dello stato totalitario, Turin 1995, σελ. 10–11.
22 Alberto Aquarone, “Italy: The Crisis and Corporative Economy”, Journal of Contemporary History, vol. 4, no. 4, 1969, σελ. 46.
23 Καρλ Μαρξ, “Manifesto of the Communist Party”, στο Terrell Carver, εκ., Marx: Later Political Writings, Cambridge 1996, σελ. 9 (στμ. Στα ελληνικά: “Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος”, εκδόσεις Θεμέλιο, 2006).
24 Pace, ο Geoff Eley ισχυρίστηκε ότι “το σύγχρονο μαζικό κόμμα, που έγινε το κυρίαρχο μοντέλο πολιτικής κινητοποίησης από τη δεκαετία του 1890 μέχρι αυτήν του 1960, εφευρέθηκε από τους σοσιαλιστές στο τελευταίο τρίτο του 19ου αιώνα” – αγνοώντας τα κύρια καπιταλιστικά κόμματα στον αγγλόφωνο κόσμο. Δείτε: Forging Democracy: The History of the Left in Europe 1850–2000, New York 2000, σελ. 25. Για τον ρόλο του PSI στην Ιταλία δείτε: Maurizio Ridolfi, Il psi e la nascita del partito di massa: 1892–1922, Bari 1992, σελ. 46.
25 Παλμίρο Τολλιάτι, Corso sugli avversari. Le lezioni sul fascismo, Turin 2010, σελ. 39. Πρόκειται για μια διάλεξη που δόθηκε το 1935 προς τα μέλη της Κομμουνιστικής Διεθνούς.
26 Ο Τρότσκυ, ο οποίος αρχικά ταξινόμησε τον φασισμό ως έναν τύπο Βοναπαρτισμού, είχε επίγνωση της διαφοράς: “Στην εποχή της ιμπεριαλιστικής παρακμής, ένας καθαρά Βοναπαρτικός Βοναπαρτισμός είναι εντελώς ανεπαρκής· ο ιμπεριαλισμός βρίσκει ότι είναι απολύτως απαραίτητο να κινητοποιήσει τη μικροαστική τάξη και να συντρίψει το προλεταριάτο κάτω από το βάρος της”: “Bonapartism, Fascism and War” [1940], στο Trotsky, The Struggle Against Fascism in Germany, New York 2001, σελ. 518. Ο Γκράμσι φαίνεται να έχει μια ανάλογη αίσθηση: “Στον σύγχρονο κόσμο, με τους μεγάλους οικονομικο-συνδικαλιστικούς και κομματικο-πολιτικούς συνασπισμούς του, ο μηχανισμός του φαινομένου του Καίσαρα είναι πολύ διαφορετικός από αυτό που ήταν μέχρι την εποχή του Ναπολέοντα του ΙΙΙ”, στο Selections from the Prison Notebooks, New York 1971, σελ. 220. Αυτή η σημείωση είναι όμως αρκετά δύσκολο να κατανοηθεί, καθώς μοιάζει να βάζει μαζί ρεφορμιστικές κυβερνήσεις, όπως αυτή του Ramsay MacDonald, με τα πρώτα χρόνια του Μουσολίνι στην εξουσία.
27 Υπάρχει πολλή θεωρία και πολύ λίγα στοιχεία για τις κοινωνικές βάσεις του μεσοπολεμικού φασισμού. Για τη Γερμανία, εξαιτίας της εκλογικής ιστορίας του NSDAP, υπάρχει καλό υλικό σχετικά με εκλογικές τάσεις αλλά δεν υπάρχουν καλά δεδομένα για την κομματική συμμετοχή, πριν την κατάληψη της εξουσίας· κατά πόσον η συμπεριφορά στις κάλπες είναι καλός δείκτης της “κοινωνικής βάσης” του φασισμού, είναι ένα καλό ερώτημα. Η καλλίτερη μελέτη είναι του Thomas Childers: “The Social Bases of the National Socialist Vote”, Journal of Contemporary History, vol. 11, no. 4, 1976, σσ. 17–42, ιδιαίτερα οι πίνακες 40–2. Το Ιταλικό [φασιστικό] κόμμα δεν είχε ουσιαστικά εκλογική ιστορία· παρ’ όλα αυτά, το PNF διεξήγαγε όντως μια έρευνα το 1921, η οποία έδειξε μια τεράστια υπερ-αντιπροσώπευση των λευκών-κολλάρων σε σχέση με τον πληθυσμό ως σύνολο: Michael Mann, Fascists, New York 2004, σελ. 377.
28 Αδελφοί Strasser: οι Gregor και Otto Strasser ήταν υποστηρικτές μιας τάσης του ναζισμού, που ονομάστηκε γι’ αυτόν τον λόγο Στρασσερισμός, και καλεί για μια πιο ριζοσπαστική, μαζική και βασισμένη στους εργάτες μορφή ναζισμού – εχθρική προς τους Εβραίους όχι από μια φυλετική, εθνοτική, πολιτισμική ή θρησκευτική οπτική αλλά από μια αντικαπιταλιστική βάση – για την επίτευξη της εθνικής αναγέννησης. Ο Otto Strasser, ο οποίος αντιτέθηκε στρατηγικά στις απόψεις του Χίτλερ, αποβλήθηκε από το ναζιστικό κόμμα το 1930 και κατέφυγε εξόριστος στην Τσεχοσλοβακία, ενώ ο Gregor Strasser δολοφονήθηκε στη Γερμανία στις 30 Ιουνίου 1934 στη διαβόητη “Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών”, την επιχείρηση των εκτεταμένων εκκαθαρίσεων στο ναζιστικό κόμμα. Ο Στρασσερισμός παραμένει μια ενεργή θέση εντός των τάσεων του νεοναζισμού.
29 Για μια καλή ανάλυση της εργατικής βάσης του Περονισμού στην Αργεντινή δείτε David Rock, ‘Argentina, 1930–1946’, στο The Cambridge History of Latin America Volume viii: Latin America Since 1930. Spanish South America, Cambridge 1984, σσ. 3–71. Συζητώντας τους αγώνες του 1944, ο Rock σημειώνει ότι ο Περόν αντιμετώπισε αντίσταση από τις ενώσεις των “κτηματιών και αγροτών” αλλά μπορούσε να υπολογίζει στους “ακολούθους τους στα συνδικάτα και την εργατική τάξη”: σελ. 64. Για μια συναρπαστική αντίθεση ανάμεσα στον Λατινομαερικάνικο λαϊκισμό και τον μεσοπολεμικό Ευρωπαϊκό φασισμό δείτε: Gino Germani, Autoritarismo, fascismo e classi sociali, Bologna 1975, σσ. 71–3. Ο Germani μεγάλωσε στην Ιταλία και ήταν ενεργό μέλος του PSI· αναγκάστηκε στη συνέχεια να ξενιτευτεί στην Αργεντινή εξαιτίας των ρατσιστικών νόμων του 1938. Ως συνέπεια, ανέπτυξε μια μοναδική συγκριτική οπτική στον λαϊκισμό και τον φασισμό. Το έργο του συνδέθηκε ατυχώς με την “θεωρία του εκσυγχρονισμού”
30 David Abraham, The Collapse of the Weimar Republic: Political Economy and Crisis, Princeton 1981, σσ. 9–10.
31 Paolo Pombeni, Demagogia e tirannide: uno studio sull forma-partito del fascismo, Bologna 1984, σσ. 448–9.
32 Göran Therborn, What Does the Ruling Class Do When it Rules?, London and New York 2008, σελ. 49.
33 Στμ. Τζάκομο Ματτεόττι: Ιταλός νομικός και σοσιαλιστής πολιτικός. Στις 30 Μαΐου του 1924, σε ομιλία του στο ιταλικό κοινοβούλιο, ως αρχηγός κόμματος της αντιπολίτευσης, κατηγόρησε ευθέως το Εθνικό Φασιστικό Κόμμα, που είχε έρθει στην εξουσία, για ψηφοθηρικές απάτες και βία που άσκησε στις πρόσφατες εκλογές. Έντεκα ημέρες μετά, απήχθη και δολοφονήθηκε από φασίστες.
34 Όπως δείχνεται ξεκάθαρα στο: First Class Passengers on a Sinking Ship του Richard Lachmann (προς έκδοση από τις εκδόσεις Verso).
35 Robert Brenner, The Boom and the Bubble: The us in the World Economy, London and New York 2002, σσ. 26–7.
36 Για μια διαυγή εξήγηση των μηχανισμών που εμπλέκονται, δείτε Robin Blackburn, “Crisis 2.0”, NLR 72, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2011, σελ. 38.
37 David Kotz, “End of the Neoliberal Era?”, NLR 113, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2018, σελ. 36.
38 Michael Ahn, Mike Batty and Ralf Meisenzahl, ‘Household Debt-to-Income Ratios in the Enhanced Financial Accounts’, feds Notes, 11 Ιανουαρίου 2018.
39 Μαρξ, 18η Μπρυμαίρ, σελ. 124. Ο Mike Davis είδε τη συνάφεια αυτής της ερμηνείας της πολιτικής με την άνοδο της καμπάνιας του Howard Jarvis “Proposition 13” το 1978. Δείτε: City of Quartz: Excavating the Future in Los Angeles, London and New York 2006, σσ. 209–10. (στμ. Howard Jarvis: επιχειρηματίας και πολιτικός, στον οποίο οφείλεται η ψήφιση της “Πρότασης 13” ως νόμου της πολιτείας της Καλιφόρνια – και η οποία ενσωματώθηκε τελικά ως τροπολογία στο σύνταγμα της πολιτείας – που επέβαλλε ένα μέγιστο ταβάνι στη φορολογία των ακινήτων, στο 1% της αξίας σε μετρητά).
40 Η υποστήριξη της παγκοσμιοποίησης [globalism] είναι περισσότερο πολιτισμική παρά πολιτική: μια κομβική διαφορά ανάμεσα στον “διεθνισμό” της εργατικής τάξης και αυτόν των επαγγελματιών.
41 Perry Anderson, “Internationalism: A Breviary”, NLR 14, Μάρτιος-Απρίλιος 2002.
42 Νίκος Πουλαντζάς: Classes in Contemporary Capitalism, London 1978, σσ. 204–6 (στμ. Στα ελληνικά: “Οι κοινωνικές τάξεις στον σύγχρονο Καπιταλισμό”, εκδόσεις Θεμέλιο, 2008).
43 Στμ. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα παρατήρηση. Η σχέση λαϊκισμού και κλασσικού φασισμού πρέπει όντως να αναλυθεί σε βάθος, ιδιαίτερα όταν οι όροι φασισμός, νεοφασισμός, μεταφασισμός κλπ. χρησιμοποιούνται με σχετική ευκολία για να χαρακτηρίσουν διάφορες κοινωνικές τάσεις και πολιτικά μορφώματα στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, αντανακλώντας μια θεμελιώδη σύγχυση στην κατανόηση της τρέχουσας συγκυρίας και των ειδοποιών στοιχείων της.
44 Robert Putnam, Bowling Alone: The Collapse and Revival of American Community, New York 2000, σσ. 31–64· Rogers Brubaker, ‘Why Populism?’, Theory and Society, vol. 46, no. 5, 2017, σελ. 369· Peter Mair, ‘Ruling the Void? The Hollowing of Western Democracy’, NLR 42, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2006.
45 Mike Davis, “The Last White Election?”, NLR 79, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2013, σσ. 36, 47.
46 Η καταμέτρηση στην πρώτη, αποτυχημένη, προσπάθεια να περάσει ο TARP ήταν 205 υπέρ και 228 κατά. Μόνο 65 Ρεπουμπλικάνοι ψήφισαν υπέρ στην πρώτη ψηφοφορία, σε σύγκριση με τους 105 Δημοκρατικούς. Adam Tooze, Crashed: How a Decade of Financial Crises Changed the World, New York 2018, σελ. 184.
47 Στμ. Σημαντική παρατήρηση, μας υπενθυμίζει ότι οι μετανάστρες/μετανάστριες δεν είναι και δεν αντιμετωπίζονται μόνο ή κύρια ως πηγή φτηνής εργατικής δύναμης, όπως θέλει μια εργατίστικη αντίληψη.
48 Jonathan Rothwell and Pablo Diego-Rosell, “Explaining Nationalist Political Views: The Case of Donald Trump”, SSRN, 15 Αυγούστου 2016. Αν και πιο ουσιαστικές σε σχέση με αυτά που υπάρχουν για τον μεσοπολεμικό φασισμό, οι ενδείξεις για την κοινωνική υποστήριξη στον Τραμπ δεν είναι γερές, ιδιαίτερα με όρους μιας ταξικής ανάλυσης. Υπάρχουν τρία βασικά είδη πληροφορίας: exit poll, στα οποία η “εκπαίδευση” χρησιμοποιείται ως αντιπροσωπευτικό της ταξικής θέσης· έρευνες που στοχεύουν να συσχετίσουν “στάσεις” με την ψήφο, και συνεπώς μαστίζονται επίσης από τη σκιά της ταυτολογίας· και “οικολογικές” αναλύσεις, στις οποίες είναι τα χαρακτηριστικά των συγκεκριμένων τόπων παρά τα άτομα που συνδέονται με τα αποτελέσματα των ψηφοφοριών.
49 Η καλλίτερη ανάλυση είναι αυτή του Mike Davis, “The Great God Trump and the White Working Class”, Catalyst, vol. 1, no. 1, 2017, η οποία δίνει έμφαση στη σημασία της συμμαχίας του Τραμπ με τους ευαγγελιστές Χριστιανούς μέσω του Mike Pence, τονίζοντας επίσης ότι οι ψηφοφόροι της εργατικής τάξης των Άνω Μεσοδυτικών πολιτειών υπήρχαν ήδη σε σημαντικό βαθμό ως “Δημοκράτες του Ρήγκαν”.
50 Δείτε David Gelles et al., “Inside the CEO Rebellion Against Trump’s Advisory Councils”, NYT, 16 Αυγούστου 2017, και “Gary Cohn’s Departure from White House Has Wall Street Worried”, NYT, 7 Μαρτίου 2018.
51 Nahal Toosi, “Tillerson Scales Back State Department Restructuring Plan’, Politico, 7 Φεβρουαρίου 2018.
52 Αντίστοχα: Samantha Power, “How Mike Pompeo Could Save the State Department”, NYT, 13 Μαρτίου 2018· John Shattuck, Amanda Watson and Matthew McDole, “Trump’s First Year: How Resilient is Liberal Democracy in the US?”, Carr Center for Human Rights Policy, 2018.
53 Ένα μέλος της κυβέρνησής του είναι περιβόητο ότι έγραψε ένα ανώνυμο άρθρο για τους New York Times κομπάζοντας ότι ο Τραμπ “παραπονιόταν για εβδομάδες για τα ανώτερα στελέχη που τον άφηναν να εγκλωβίζεται περισσότερο σε μια αντιπαράθεση με τη Ρωσία, και εξέφρασε την απογοήτευσή του για το ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες συνέχιζαν να επιβάλλουν κυρώσεις σ’ αυτή τη χώρα για την κακή συμπεριφορά της. Αλλά η ομάδα της εθνικής ασφάλειας ήξερε καλλίτερα – τέτοιες κυρώσεις έπρεπε να ληφθούν, για να κρατούν τη Μόσχα σε μια θέση λογοδοσίας”, Anonymous, ‘I am Part of the Resistance inside the Trump Administration’, NYT, 5 Σεπτεμβρίου 2018.
54 Στμ. GOP: Grand Old Party, παρωνύμιο του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.
55 Στμ. Στα αγγλικά ο όρος είναι fracking, η διαδικασία της εισαγωγής υγρού σε υψηλή πίεση σε υπόγεια βραχώδη στρώματα, γεωτρήσεις κλπ. ώστε να επιτευχθεί το άνοιγμα υπαρχουσών ρηγμάτων, σχισμών κλπ. για την εξαγωγή πετρελαίου ή αερίου.
56 Για την ανατροφή του Τραμπ και την προσωπική του διαμόρφωση, δείτε Sidney Blumenthal, “A Short History of the Trump Family”, LRB, 16 Φεβρουαρίου 2017. Για μια από τις σπάνιες περιπτώσεις υπεράσπιση της συμπεριφοράς του στο αξίωμα του Προέδρου, δείτε Charles Kesler, “Breaking Norms Will Renew Democracy, Not Ruin It”, NYT, 23 Αυγούστου 2018.
57 Στμ. Ο αγγλικός όρος είναι patrimonial (και patrimonialism). Η λέξη patrimony σημαίνει θα λέγαμε πατριά, η κληρονονική γραμμή με βάση τον πατέρα ή κάποιον αρσενικό πρόγονο. Έγινε συνώνυμη με την κληρονομιά ακριβώς λόγω του ότι (πχ. στην Αγγλία) το κληρονομικό δικαίωμα μεταβιβαζόταν μόνο στα άρρενα παδιά. Ο Βέμπερ έγραψε για τον πατρογονισμό ως μια μορφή παραδοσιακής κυριαρχίας που επεξέτεινε την παραδοσιακή κυριαρχία του πατέρα μέσα στην οικογένεια, με άλλα λόγια την πατριαρχία, σε ευρύτερες κοινωνικές σχέσεις. Οι κληρονομικές μοναρχίες είναι, για παράδειγμα, τυπικές μορφές πατρογονισμού. Στον πατρογονισμό όλη η εξουσία απορρέει απευθείας από τον ηγέτη και δεν υπάρχει διάκριση ανάμεσα στο ιδιωτικό και το δημόσιο πεδίο.
58 Max Weber, Economy and Society: An Outline of Interpretative Sociology ii, Berkeley 1978, σσ. 1028–9 (στμ. Στα ελληνικά: “Οικονομία και Κοινωνία 2: Κοινότητες”, εκδόσεις Σαββάλας, 2007).
59 Weber, Economy and Society, σσ. 1030–1.
60 Στμ. Πολύ ενδιαφέρον. Αυτή η συζήτηση ίσως σχετίζεται με τη συζήτηση από την Mitropoulos για την σχέση δημόσιου-ιδιωτικού στον φασισμό.
61 Kathryn Dunn Tenpas et al., ‘Tracking Turnover in the Trump Administration’, Brookings, 7 Νοεμβρίου 2018.
62 Μεταξύ πολυάριθμων παραδειγμάτων, δείτε Steven Livitsky and Daniel Ziblatt, How Democracies Die: What History Reveals about Our Future, New York 2018, σελ. 99.
63 Economy and Society, σελ. 959.
64 Δείτε τις αιχμηρές αναλύσεις από τον David Bromwich στο “Act One, Scene One”, LRB, 16 Φεβρουαρίου 2017, και “American Breakdown”, LRB, 9 Αυγούστου 2018.
65 Jean-Paul Sartre, Critique of Dialectical Reason, vol. 1, London and New York 2004, σελ. 262.
66 Στμ. Gilded Age, η περίοδος στην αμερικανική ιστορία στα τέλη του 19ου αιώνα, από τη δεκαετία του 1870 (μετά το τέλος του αμερικανικού εμφυλίου) μέχρι περίπου το 1900, περίοδος που συμπίπτει με τη Βικτωριανή εποχή στην Αγγλία και την Μπελ Επόκ στη Γαλλία. Η περίοδος ήταν μια εποχή ραγδαίας οικονομικής ανάπτυξης, ιδιαίτερα στον Νότο και τη Δύση. Καθώς οι αμερικάνικοι μισθο ήταν πολύ μεγαλύτεροι από αυτούς στην Ευρώπη, ειδικά για ειδικευμένους εργάτες, είχαμε μια μαζική έλευση εκατομμυρίων Ευρωπαίων μεταναστών. Η ραγδαία εκβιομηχάνιση οδήγησε σε πραγματική αύξηση μισθών σε ποσοστό 60% ανάμεσα στο 1860 και το 1890, που απλωνόταν σε μια διαρκώς αυξανόμενη εργασιακή δύναμη. Ο μέσος ετήσιος μισθός για έναν βιομηχανικό εργάτε αυξήθηκε από 380 δολλάρια το στα 564 το 1890. Η (επί)χρυση εποχή ήταν όμως και μια περίοδος φτώχειας και ανιότητας που οδηγούσε σε αποκλεισμό [abjection] καθώς εκατομμύρια μετανάστες – πολλοί από φτωχοποιημένες περιοχές – μπήκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, και η μεγάλη συγκεντροποίηση του πλούτου έγινε ακόμα πιο ορατή και επίμαχη.
67 Στμ. Ο Νόμος της Μετανάστευσης (Immigration Act) του 1924, ή νόμος Johnson–Reed, που συμπεριελάμβανε τις πράξεις Asian Exclusion Act και National Origins Act, ήταν ένας ομοσπονδιακός νόμος των Ηνωμένων Πολιτειών που απέτρεπε τη μετανάστευση από την Ασία και επέβαλε ποσόστωση στον αριθμό των μεταναστών από το Ανατολικό ημισφαίριο χρηματοδοτώντας, ταυτόχρονα, έναν μηχανισμό επιβολής για την εφαρμογή της μακροχρόνιας απαγόρευσης για άλλους μετανάστες.
68 Adam Serwer, “Jeff Sessions’s Unqualified Praise for a 1924 Immigration Law”, Atlantic, 10 Ιανουαρίου 2017. Ο Serwer παραθέτει μια συνέντευξη στο Breitbart News απότο 2015, στην οποία ο Sessions είπε: “μερικοί άνθρωποι πιστεύουν ότι είχαμε πάντα αυτούς τους αριθμούς [μεταναστών], κι αυτό δεν ισχύει, είναι πολύ ασυνήθιστο, είναι μια ριζική αλλαγή. Όταν οι αριθμοί έγιναν αντίστοιχα υψηλοί το 1925, και ο Πρόεδρος και το Κογκρέσο άλλαξαν την πολιτική, κι αυτό επιβράδυνε σημαντικά τη μετανάστευση· είχαμε αφομοίωση μέχρι και το 1965 και δημιουργήσαμε πραγματικά την στέρεη μεσαία τάξη της Αμερικής, με αφομοιωμένους μετανάστες, και αυτό ήταν καλό για την Αμερική”.
69 Στμ. Στα αγγλικά: gerrymandering. Αναφερόμαστε εδώ στην προέλευση του όρου γιατί αποτελεί ένα ενδιαφέρον ιστορικό ανέκδοτο. Η λέξη προέρχεται από τον συνδυασμό του ονόματος του κυβερνήτη της Μασσαχουσέτης Elbridge Gerry και της λέξης σαλαμάνδρα (στα αγγλικά salamander) και χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει σκωπτικά τον επανασχεδιασμό των εκλογικών περιφερειών της Μασσαχουσέτης από τον Elbridge ώστε να ευνοήσει το Δημοκρατικό-Ρεπουμπλικανικό κόμμα του. Όταν απεικονιστεί στον χάρτη, μια από τις αλλοιωμένες περιφέρεις στην περιοχή της Βοστώνης λέγεται ότι θύμιζε το σχήμα της μυθολογικής σαλαμάνδρας!
70 Στμ. Στην ορολογία της αμερικανικής πολιτικής, οι πολιτείες αυτές ονομάζονται “swing states”, δηλαδή πολιτείες που είναι εξίσου πιθανόν να κερδηθούν είτε από τους Δημοκρατικούς είτε από τους Ρεπουμπλικάνους. Οι πολιτείες Κολοράντο, Φλόριδα, Αϊόβα, Μίσιγκαν, Μινεσσότα, Οχάιο, Νεβάδα, Νιου Χαμσάιρ, Βόρεια Καρολίνα, Πενσυλβάνια, Βιρτζίνια και Ουισκόνσιν θεωρούνται ως σταθερά “ευμετάβλητες” πολιτείες.
71 Nate Silver, “Trump’s Base Isn’t Enough”, FiveThirtyEight, 20 November 2018; Geoffrey Skelley, ‘The Suburbs—All Kinds of Suburbs—Deliver the House to Democrats”, FiveThirtyEight, 8 Νοεμβρίου 2018.
72 Alec Tyson, “The 2018 Midterm Vote: Divisions by Race, Gender, Education”, Pew Research Center, 8 Νοεμβρίου 2018.
73 Στμ. DSA, Democratic Socialists of America (Kόμμα Δημοκρατών Σοσιαλιστών), η σημαντικότερη σήμερα οργάνωση δημοκρατών σοσιαλιστών, σοσιαλδημοκρατών και εργατικών μελών, με ρίζες στο παλιό Σοσιαλιστικό Κόμμα της Αμερικής (Socialist Party of America, PSA), και η οποία γνωρίζει μια σημαντική αύξηση μελών και επιρροής, ιδιαίτερα μετά την εκλογή Τραμπ.
74 Trump in the White House, σελ. 54.
75 Στμ. Στα αγγλικά: civil and political rights.
76 Στμ. Στα αγγλικά: first-past-the-post, το εκλογικό σύστημα στο οποίο κερδίζει ο υποψήφιος που λαμβάνει τις περισσότερες ψήφους.
77 Luciano Canfora, Democracy in Europe: A History of an Ideology, Oxford 2006, σελ. 216.
78 Στμ. Η Bundesrat (Ομοσπονδιακό Συμβούλιο), ήταν, θεωρητικά τουλάχιστον, η ανώτατη αρχή εξουσίας στην Γερμανική Αυτοκρατορία, από το 1871 μέχρι το 1918. Στην πραγματικότητα, όμως, εξωθήθηκε στο παρασκήνιο από τον Κάιζερ και τον Καγκελάριο εξαιτίας του απλού γεγονότος ότι ο πρόεδρος του πρωσικού συμβουλίου κατείχε συχνά τη θέση του Καγκελαρίου και συνεπώς ήταν και ο πρόεδρος της Bundesrat. Επιπλέον η Πρωσία κατείχε την πλειοψηφία στο συμβούλιο με 17 ψήφους, οπότε είχε και τη δυνατότητα άσκησης βέτο σε οποιαδήποτε νομοθετική διαδικασία, βέτο για το οποίο απαιτούνταν απλά 14 ψήφοι.