Διεθνισμός εναντίον Ιμπεριαλισμού

Viewpoint Magazine1

 

Στη Ρωσία το 1917, ο ιμπεριαλισμός ήταν μια χειροπιαστή δύναμη στην καθημερινή ζωή. Να καταταγεί κάποιος στον στρατό και να σταλεί μακριά, να επιταχθεί η σοδειά για το μέτωπο, να εντατικοποιηθεί η δουλειά και η πειθαρχία για την πολεμική βιομηχανία – αυτές ήταν εμπειρίες από τον Μεγάλο Πόλεμο για τις λαϊκές τάξεις, και ήταν πολιτική οξυδέρκεια των Μπολσεβίκων να συναρθρώσουν αυτές τις εμπειρίες στο πρόβλημα του ιμπεριαλισμού. Πραγματικά, οι καθοριστικές πολιτικές θέσεις που υιοθετήθηκαν από τον Λένιν και το υπόλοιπο κόμμα σ’ ολόκληρο το 1917 βασίζονταν, στον έναν ή στον άλλο βαθμό, στην άποψή τους για τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του πολέμου και την επακόλουθη αμετακίνητη αντίθεση σ’ αυτόν. Ήταν γι’αυτόν τον λόγο που τα Σοβιέτ, και όχι η Προσωρινή Κυβέρνηση και οι συμμετέχοντες σ’ αυτήν, μπορούσαν να διατηρούν την νομιμοποίησή τους σε μια κατάσταση δυαδικής εξουσίας. Αυτό εξηγούσε την έμφαση που έδιναν οι Μπολσεβίκοι στην οργάνωση των στρατιωτών, που αποδείχτηκε εξαιρετικά αποφασιστική ξανά και ξανά – στις μέρες του Ιουλίου, στη διάρκεια της υπόθεσης Κορνίλοφ και, τελικά, στον Οκτώβρη. Και δεν ήταν τυχαίο ότι ήδη το 1914 ο Λένιν μυρίστηκε την κρίση, αναμφίβολα επειδή κατάλαβε τη σχέση ανάμεσα στη Ρώσικη Επανάσταση του 1905 και τον Ρωσο-ιαπωνικό πόλεμο που προηγήθηκε από αυτήν.

Στην υπόλοιπη Ευρώπη, φυσικά, ο πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος είχε ήδη αποκαλύψει τα όρια ενός συγκεκριμένου, κυριολεκτικού είδους δι-εθνισμού [inter-nationalism]. Ενώ η κομμουνιστική επανάσταση κατανοούνταν από τον Μαρξ και τον Ένγκελς ως ένα παγκόσμιο φαινόμενο, και το προλεταριάτο ως μια παγκόσμια τάξη, το ίδιο το προλεταριάτο ήταν σμιλεμένο από το έθνος, καθρεφτίζοντας τις ιστορίες που είχαν παράγει τις εθνικές αστικές τάξεις στη Δυτική Ευρώπη και τοποθετώντας τις πολιτικές τους στρατηγικές στο επίπεδο του έθνους-κράτους. Η Πρώτη και η Δεύτερη Διεθνείς ήταν τρόποι για τον συντονισμό αυτών των διαφόρων εθνικών προλεταριακών κομμάτων αλλά η ένταση ανάμεσα σε ένα παγκόσμιο πολιτικό σχέδιο και τον ενσυνείδητα εθνικό χαρακτήρα των υποτιθέμενων υποκειμένων του θα παρέμενε. Αυτό οδήγησε, όπως γράφει ο José Aricó, σε:

ένα ακόμα βαθύτερο ρήγμα στο σοσιαλιστικό κίνημα ανάμεσα σε έναν τυπικό διεθνισμό και έναν de facto καθημερινό εθνικισμό. Συνεπώς, η “καθολικότητα” του προλεταριάτου μεταφραζόταν πάντα στο να βλέπει κανείς, συνειδητά ή μη, συγκεκριμένα “εθνικά” κέντρα – στα οποία συγκεντρωνόταν πιο έντονα η επαναστατική ενέργεια των εργατικών μαζών – ως το σπίτι των καθολικών γνωρισμάτων της τάξης: πρώτα στην Αγγλία, μετά στη Γαλλία, μετά από αυτό στη Γερμανία και τέλος στη Ρωσία2.

Ο ίδιος ο Μαρξ θα αμφισβητούσε όλο και περισσότερο αυτόν τον τρόπο σκέψης για τη σχέση ανάμεσα στο εθνικό και το παγκόσμιο, που κουβαλούσε τα απομεινάρια μιας εγελιανής φιλοσοφίας της ιστορίας, αντλώντας ιδιαίτερα από αναλύσεις της αποικιακής σχέσης της Ιρλανδίας με την Αγγλία και τις συνέπειες αυτής της σχέσης για την ταξική πάλη και στις δυο χώρες3. Παρ’ όλα αυτά, το 1914 η επικράτηση ενός πρακτικού εθνικισμού στην Δεύτερη Διεθνή οδήγησε στην εκτεταμένη εκλογίκευση της σοσιαλδημοκρατικής υποστήριξης στην ιμπεριαλιστική βία, σύμφωνα με την οποία τα μεμονωμένα καπιταλιστικά κράτη, εξαιτίας της υποτιθέμενης ιστορικής τους σπουδαιότητας, θα έπρεπε να τύχουν υπεράσπσισης στο όνομα της ιστορικά προοδευτικής ταξικής πάλης: την υποστήριξη για τον πόλεμο στη Γερμανία μπορούσε να τη σκεφτεί κανείς ως αγώνα ενάντια στην αντιδραστική δύναμη του Τσάρου, την αντίθεση της Γαλλίας στη Γερμανία ως μια “Υπεράσπιση της Δημοκρατίας!” ενάντια στον οπισθοδρομισμό του γερμανικού φεουδαλισμού κλπ.

Αν επρόκειτο τελικά τη Ρωσία να τη σκεφτεί κανείς ως τη μεμονωμένη περίπτωση που καταδείκνυε την παγκόσμια δυνατότητα προλεταριακής επανάστασης, αυτό δεν συνέβαινε σε καμμιά περίπτωση πριν ή στη διάρκεια του 1917. Κατά ειρωνικό τρόπο, το γεγονός ότι ακόμα και οι Ρώσοι επαναστάτες καταλάβαιναν τη χώρα τους να είναι “οπισθοδρομική” ίσως τους απέτρεψε από το λάθος να δουν μυωπικά την πιθανή επαναστατική τους νίκη ως την εκπλήρωση μιας εποχικής κοσμοϊστορικής αναγκαιότητας που θα μπορούσε από μόνη της να οδηγήσει στη χειραφέτηση ολόκληρης της ανθρωπότητας. Αντίθετα, μια μη-επένδυση στην εθνικότητα ήταν η βάση της ικανότητας του Λένιν να αναπτύξει μια στρατηγική σύλληψη του ιμπεριαλισμού στην οποία το προλεταριάτο δεν είχε κανένα λόγο να διαλέξει οποιαδήποτε πλευρά ανάμεσα στις αντιμαχόμενες δυνάμεις. Ο Λένιν θεωρητικοποίησε τον ιμπεριαλισμό ως μια σύγκρουση που πηγάζει από την συγκέντρωση και την κεντρικοποίηση του κεφαλαίου στην οποία τα κράτη είναι τόσο “υποχρεωμένα” στους καπιταλιστές των εθνικών μονοπωλίων τους που θα μπορούσαν να εξαπολύσουν πόλεμο απευθείας ως μέρος της πάλης για καινούριες αγορές, πλουτοπαραγωγικές πηγές και τόπους για εξαγωγή κεφαλαίου. Μ’ αυτόν τον τρόπο, ο Μεγάλος Πόλεμος παρουσίαζε μια ευκαιρία: η ενδοκαπιταλιστική σύγκρουση θα δημιουργούσε το είδος εκείνο των κρίσεων που θα επέτρεπαν στα προλεταριακά κόμματα να μετατρέψουν τον “ιμπεριαλιστικό πόλεμο σε εμφύλιο πόλεμο”. Με άλλα λόγια, ο ιμπεριαλισμός θα έπρεπε να κατανοηθεί από τα αποτελέσματά του πάνω στο πεδίο των εθνικών ταξικών αγώνων και στην όξυνση αυτών των αγώνων σε όλα τα έθνη· οι εργαζόμενες τάξεις θα ήταν καλλίτερα να πανηγυρίσουν για την ήττα της δικής τους άρχουσας τάξης παρά να υποστηρίξουν έναν πόλεμο που μόνο το κεφάλαιο θα συνέφερε, με τους εργάτες και τους αγρότες σαν κρέας για τα κανόνια. Πραγματικά, ακόμα και μετά την επιτυχία της Φεβρουαριανής Επανάστασης, και προς αδιαμφισβήτητο πολιτικό όφελος των μπολσεβίκων, ο Λένιν θα κρατούσε αυτή τη γραμμή, υποστηρίζοντας ότι: “ακόμα και η ελάχιστη παραχώρηση στον επαναστατικό αμυντισμό είναι μια προδοσία του σοσιαλισμού, μια πλήρης αποκήρυξη του διεθνισμού, άσχετα από το ποιες ωραίες φράσεις και “πρακτικοί” λόγοι μπορεί να φαίνονται δικαιολογημένοι”4.

Ήταν στη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου, λοιπόν, που δυο τάσεις του διεθνισμού, ως διακριτές απαντήσεις στον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του καπιταλισμού, θα ξεκαθάριζαν μέσα στο εργατικό κίνημα: πρώτη, ο δι-εθνισμός, της οποίας το εθνικιστικό υπόστρωμα/βάσεις είχαν παραδόξως δημιουργήσει συνενοχή στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, και δεύτερη αυτό που ο Michael Hardt και ο Toni Negri αποκαλούν έναν “αντιεθνικιστικό” διεθνισμό, σύμφωνα με τον οποίο:

ο διεθνισμός ήταν η επιθυμία ενός ενεργού μαζικού υποκειμένου που αναγνώριζε ότι τα έθνη-κράτη ήταν βασικοί παράγοντες της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και ότι το πλήθος συνέχιζε να κατατάσσεται για να πολεμά τους χωρίς νόημα πολέμους τους – εν συντομία, ότι το έθνος-κράτος ήταν μια πολιτική μορφή της οποίας οι αντιφάσεις δεν μπορούσαν να υπαχθούν/απορροφηθούν και να εξαγνιστούν αλλά μόνο να καταστραφούν. Η διεθνιστική αλληλεγγύη ήταν όντως ένα σχέδιο για την καταστροφή του έθνους-κράτους και την οικοδόμηση μιας νέας παγκόσμιας κοινότητας5.

Σ’ αυτή τη δεύτερη άποψη, ένας διεθνισμός που αντιτίθεται στον ιμπεριαλισμό θα έπρεπε να πάει πέρα από το να καθρεφτίζει τη μορφή του σαν μια αλυσίδα για τα έθνη· αυτή ήταν η άποψη του Λένιν, τοποθετημένη ακριβώς στον αδύναμο κρίκο του τελευταίου, εκεί που τα αντιφατικά φαινόμενα της ταξικής πάλης, της πολιτικής κρίσης και της παγκόσμιας διαμάχης θα συμπυκνώνονταν σε μια από τις πρώτες προλεταριακές επαναστατικές ρήξεις του 20ου αιώνα. Αναγνωρίζοντας τον ιμπεριαλισμό σαν ένα φαινόμενο διακριτό αλλά, σε κάθε περίπτωση, αδιαχώριστο από τον καπιταλισμό, οι Μπολσεβίκοι μπορούσαν να πάρουν υπόψιν τους τις πραγματικές συνέπειές του στη σχέση των ταξικών δυνάμεων στη συγκυρία και να αναπτύξουν μια αντιπολεμική πολιτική θέση που πολύ λίγοι άλλοι ήταν διατεθιμένοι να ακολουθήσουν.

Η εύπλαστη αυτή σχέση ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο συλλήψεις του διεθνισμού και το ζήτημα του ιμπεριαλισμού θα επανερχόταν επανειλημμένα στο υπόλοιπο του 20ου αιώνα. Αλλά παραδόξως, τα αποτέλεσμα αυτού του χρόνου που μεσολάβησε που μας έχει δώσει το παρόν υπήρξε να καταστούν οι έννοιες του ιμπεριαλισμού και του διεθνισμού αδιαφανείς. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο ιμπεριαλισμός ο ίδιος απουσιάζει για τους εργάτες τους κόσμου· όσοι είναι αντιμέτωποι με επιθέσεις από drone ή την καθημερινή στρατιωτική κατοχή, όσοι συνθλίβονται κάτω από το βάρος των κρατικών χρεών των κυβερνήσεών τους ή από κυρώσεις από το εξωτερικό, οι στατιώτες που σέρνονται συνεχώς σε πολέμους και αυτοί που ρισκάρουν τη ζωή τους για να διασχίσουν ή να συλληφθούν στα σύνορα, ανάμεσα σε πολλούς άλλους, όλοι σίγουρα ζουν την ύπαρξη του ιμπεριαλισμού. Αλλά το να επανα-συλλάβουμε πραγματικά την ιδιαιτερότητα αυτής της ύπαρξης, και ακόμα περισσότερο να θέσουμε μια στατηγική και διεθνιστική απάντηση, θα σήμαινε να σκεφτούμε από κοινού τι “ενεργεί” πραγματικά σε όλες αυτές τις εμπειρίες. Αν ο ιμπεριαλισμός σήμερα δεν μπορεί να αναχθεί σε οποιοδήποτε μοναδικό φαινόμενο (ούτε καν σε ένα μαζικό φαινόμενο στην κλίμακα ενός παγκοσμίου πολέμου), αυτό συμβαίνει επειδή εμφανίζεται ταυτόχρονα και πανταχού παρών και διάσπαρτος. Πώς να εξηγήσουμε λοιπόν σήμερα την ιστορία που έχει ενισχύσει τον ιμπεριαλισμό ενώ κάνει όλο και πιο δύσκολο τον ορισμό του;

Η μεταψυχροπολεμική περίοδος έχει σίγουρα παράγει έναν αριθμό προσπαθειών για μια διακριθούν αναλυτικά και να κεντραριστούν νέοι τρόποι πολιτικής και οικονομικής υποτέλειας ακόμα και μέσα στα θραύσματα παλιότερων σχηματισμών κυριαρχίας και κοινωνικής ισχύος. Μια συστάδα ιστορικών μελετών, μερικές πιο φιλόδοξες από άλλες, υποδεικνύουν ότι ο ιμπεριαλισμός καλά κρατεί, έστω κι αν οι μελέτες αυτές διαφέρουν στην προσπάθεια να ξεκαθαριστεί ο ακριβής χαρακτήρας του οι αιτίες και τα αποτελέσματα6. Για τους σκοπούς του παρόντος, μπορούμε να αναλύσουμε μερικά από τα κομμάτια που μας εμποδίζουν να καταλάβουμε τόσο τη θέση του ιμπεριαλισμού σε μια εξήγηση του παρόντος καθώς τις προσδοκίες για οποιαδήποτε αντιιμπεριαλιστική προοπτική σε μια κομμουνιστική πρακτική.

Πρώτο κομμάτι, όπως σηματοδοτήθηκε παραπάνω, είναι η συνεχιζόμενη συνάφεια του έθνους-κράτους υπό τον “μετα-αποικιακό καπιταλισμόή την “καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση”, αν και επαναστοιχειοθετημένη με ποικίλους τρόπους7. Οι άνισες γεωγραφίες, οι διαστρωματωμένες χρονικότητες, και τα πολλαπλά εργασιακά καθεστώτα που σηματοδοτούν τη σύγχρονη καπιταλιστική συσσώρευση και χρηματιστικοποίηση σήμερα σίγουρα έχουν μετασχηματίσει τη διεθνή τάξη· αλλά ο ρόλος και η εμβέλεια πολλών κρατών έχει επανεγγραφεί και (εκ)συγχρονιστεί ώστα να ταιριάξει με τον τέμπο και τι απαιτήσεις της καπιταλιστικής παραγωγής και αναπαραγωγής. Η μετάβαση από αντι-αποικιοκρατικά κινήματα ή κινήματα αυτοχθόνων σε διαδικασίες κρατικής οικοδόμησης και, εν μέσω της παγκόσμιας αντεπανάστασης, ενσωμάτωσης στην παγκόσμια αγορά μεγάλων τμημάτων της Αφρικής, της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής έχουν καταδείξει τις δυσκολίες προηγούμενων αστερισμών αντιιμπεριαλισμού και της εξάρτησής τους από τη μορφή-έθνος8. Φυσικά, πολλά από τα κινήματα αυτά προσέφεραν ουσιώδεις ενοράσεις/διεισδυτικές ματιές στην πολιτική του αντιιμπεριαλισμού και τα περισσότερα περιείχαν στοιχεία που επεδίωκαν την εθνική απελευθέρωση μόνο σαν ένα συγκυριακό σκαλοπάτι προς την διεθνή κομμουνιστική επανάσταση. Όμως καθώς πολλά μετα-αποικιακά ή αναπτυσσόμενα κράτη έχουν ενσωματωθεί – όχι χωρίς σημαντικές συγκρούσεις, κρίσεις και βία – στις οικονομικές συμφωνίες και τους πολιτικούς σχηματισμούς του καπιταλιστικού μπλοκ, το ριζοσπαστικό φαντασιακό μιας συνεργασίας Νότου-Νότου έχουν ξεθωριάσει9. Φυσικά μια τέτοια ενσωμάτωση είναι πιο ποικιλόχρωμη από τον “επίπεδο κόσμο” της αυταπάτης του Friedman. Η συστοιχία των τεχνολογιών στοχοποίησης των ΗΠΑ – κυρώσεις ενάντια στο Ιράν και την Ζιμπάμπουε, εμπάργκο στην Κούβα, λίστες τρομοκρατών στις Φιλιππίνες, την Τουρκία, τον Λίβανο και την Παλαιστίνη, καθώς και η απροκάλυπτη/ευθεία επιθετικότητα – μας προσκαλεί να εξετάσουμε με ποιο τρόπο μπορούν οι ιδιαιτερότητες των μορφών καπιταλιστικής εξουσίας να ανιχνευτούν στην κατακερματισμένη ιστορία του σύγχρονου ιμπεριαλισμού και αποικιοκρατίας.

Η πρόκληση της επαναενεργοποίησης ενός αποτελεσματικού προλεταριακού διεθνισμού γίνεται ακόμα πιο επιτακτική από την επιθετική άνοδο των δεξιών εθνικισμών, οι οποίοι έχουν πάρει ένα φάσμα οργανωτικών και ιδεολογικών προσωπείων. Η ξεκαθαρισμένη ιδεολογική μορφή αυτής της δεξιόστροφης μετατόπισης/στροφής είναι ένας ενθαρρυμένος “κτητικός εθνικισμός” στον Βορρά, που περιστρέφεται γύρω από περιοριστικές πολιτικές για τη μετανάστευση και το εμπόριο, σαν απάντηση σε αυτό που γίνεται αντιληπτό ως διάβρωση των εδαφικών λογικών της εθνικής κυριαρχίας, και η υβριδοποίηση της εθνικής-εθνοτικής κοινότητας10. Οποιαδήποτε παρατεταμένη μάχη ενάντια σε αυτές τις ιθαγενιστικές παρορμήσεις11 ιδιαίτερα καθώς αυτές διαχέονται στα σοσιαλδημοκρατικά ή αριστερά φιλελεύθερα κόμματα στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ – θα χρειαστεί να επανενδυναμώσει τη σύνδεση ανάμεσα στη μετανάστευση και τον ιμπεριαλισμό, με την πρώτη να συνιστά με πολλούς τρόπους μια αναρροή [reflux] του δεύτερου. Εδώ μπορούμε, ίσως, να επικεντρώσουμε στην πλούσια κληρονομιά και την πραγματικότητα της πάλης των μεταναστών για κομμουνιστικές πολιτικές και το πώς ζητήματα κινητικότητας, ελέγχου και αποστέρησης είναι τώρα στον πυρήνα της ιμπεριαλιστικής δυναμικής. Οι πολιτικοί και κοινωνικοί, άτυποι και τυπικοί χώροι μετανάστευσης παραμένουν ένα ανοιχτό πεδίο για διερεύνηση. Όπως παρατήρησε ο Etienne Balibar πριν από 40 χρόνια: “η συγκεκριμένη γνώση των αιτιών και των αποτελεσμάτων της μετανάστευσης είναι ένα αμφίδρομο οδηγητικό νήμα για την κατανόηση του ιμπεριαλισμού”, ένα γεγονός που “καθιστά τον διεθνισμό, περισσότερο από ποτέ, την ίδια τη συνθήκη των αγώνων για την απελευθέρωση των εργατών12. Αυτό εγείρει την πρακτική αναγκαιότητα της αναθεώρησης του ρεπερτορίου των τακτικών και των στρατηγικών οριζόντων του αντιιμπεριαλισμού. Ο επί δύο σχεδόν δεκαετίες “Πόλεμος ενάντια στην Τρομοκρατία” – ένας ευφημισμός για έναν πόλεμο ενάντια στην ανθρώπινη ευημερία στη Μέση Ανατολή και έναν πόλεμο ενάντια στους Μουσουλμάνους στο εσωτερικό – έχει αποδειχτεί δύσκολος κόμπος για τον αντιπολεμικό και αντιστατοκρατικό ακτιβισμό στο “υπογάστριο του κτήνους”, ιδιαίτερα καθώς η βία των ΗΠΑ, εν μέσω μιας ακόμα ρηχότερης ηγεμονίας στο εσωτερικό, παίρνει μορφές άλλες από αυτήν της αμερικάνικης αρβύλας στο έδαφος. Το ξεθώριασμα – ή η καταστροφή -του αντιπολεμικού κινήματος μετά το 2005, που ακολούθησε μαζικές διαδηλώσεις ενάντια στην εισβολή στο Ιράκ που εμφάνισε αξιόλογη από τα κάτω κινητοποίηση, είναι ένα κρίσιμο επεισόδιο πάνω στο οποίο θα πρέπει να αναλογιστούμε. Οι πανταχού παρόντες επανδρωμένοι και μη αεροπορικοί βομβαρδισμοί, η διάχυση και συχνά συγκαλυμμένη φύση των επιχειρήσεων ενάντια σε εξεγέρσεις, ο πολλαπλασιασμός των αντιπροσώπων [proxies] των ΗΠΑ, και πυκνά οικονομικά δεσμά έχουν καταστήσει τις στρατιωτικές συγκρούσεις της αμερικάνικης αυτοκρατορίας, ίσως της πιο ορατής εμφάνισης τιυ ιμπεριαλισμού, μια ασύμμετρη αλλά συνεχή παρουσία. Οποιαδήποτε μάχη με διάρκεια εναντίον της πρέπει να συντονιστεί γύρω από διάφορα μέτωπα. Πρόσφατες εμπειρίες μαζικής διαμαρτυρίας δείχνουν ότι ένα ισχυρό αντιπολεμικό κίνημα, αν πρόκειται να επανεμφανιστεί, θα πρέπει να το κάνει με μια άλλη μορφή/σχήμα και σε στενή σχέση με άλλες ανατρεπτικές δυνάμεις στην κοινωνία, σαν επέκταση της παρεκβατικής και στρατηγικής τους απεύθυνσης/επίρρειας. Το υψηλό επίπεδο οργανωμένης αντίστασης στην στρατιωτικοποιημένη συνοριακή ασφάλεια και στις καταπιεστικές μεταναστευτικές πολιτικές, οι περιβαλλοντολογικές/αντι-εξορυκτικές εκστρατείες γύρω από το Standing Rock και αλλού, και οι εκκολαπτόμενες συμμαχίες και ακτιβιστικά περιβάλλοντα που έχουν ενισχυθεί γύρω από τις πρωτοβουλίες για τηςν Διεθνή Απεργία των Γυναικών (σε συντονισμό με καλέσματα από τη Λατινική Αμερική για μια νέα φεμινιστική Διεθνή) υποδεικνύουν ένα πραγματικό δυναμικό για την οικοδόμηση ενός λαϊκού αντιιμπεριαλισμούαπό γειωμένους κοινωνικούς αγώνες, συνδέοντας τους τόπους του [κοινωνικού] ανταγωνισμού κατά μήκος νεο-αποικιοκρατικών και αυτοκρατορικών μετώπων. Μπορεί να δει κανείς πώς αυτό αλλάζει τους σκοπούς και τους στόχους των κινημάτων μιας εναλλακτικής-παγκοσμιοποίησης [alter-globalization], όπως φαίνεται παραδειγματικά στη μαχητικότητα των διαδηλώσεων που ακολουθούν κατά πόδας τις συναντήσεις κορυφής συγκρουόμενες άμεσα με τα ηγετικά οικονομικά και χρηματιστηριακά σώματα, ή στην παράλληλη θεσμική οικοδόμηση και τη διεθνική δικτύωση οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών που εμπλέκονται στα Παγκόσμια Κοινωνικά Φόρουμ13. Μια πιο επαρκής προσέγγιση στα ζητήματα συντονισμού και αλληλεγγύης μεταξύ συνόρων θα έπρεπε να διερευνήσει πώς η πολιτική οργάνωση συνδυάζεται με τις υλικές πρακτικές της μετάφρασης και να αναγνωρίσει ότι ακόμα και κάποιες τοπικοποιημένες ανησυχίες συχνά εμπλέκουν τις κοινοτοπίες και τις διαιρέσεις του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού14. Οι μεταλλάξεις της ταξικής πάλης, όπου ένα μισθωτό προλεταριάτο έχει δώσει τη θέση του σε πιο διαφοροποιημένες κοινωνικές συμμαχίες και ενώσεις αυτού που ο Goran Therborn αποκαλεί “πληβειακά στρώματα” ή “λαϊκές τάξεις”, έχει προσφέρει αναλαμπές αυτού με το οποίο θα μπορούσε να μοιάζει μια αντιιμπεριαλιστική κινητοποίηση: νέες στρατηγικές συνύφανσης ξεσπασμάτων αναστάτωσης, συνέργειας και ανταγωνισμού καθώς επεκτείνονται πάνω σε ένα ασταθές έδαφος15.

Σήμερα είναι αναγκαίο να επαναθέσουμε την έννοια και το ζήτημα του ιμπεριαλισμού. Συμφωνούμε με τον Λένιν ότι αναγνωρίζουμε πως καμμιά επανάσταση, ούτε καν εθνική, δεν είναι δυνατή αν δεν συλλάβουμε την επίδραση του ιμπεριαλισμού πάνω σε οποιαδήποτε τοπική συνάρθρωση της εργατικής τάξης. Και, φυσικά, συμφωνούμε περαιτέρω ότι καμμιά εθνική επανάσταση δεν είναι αρκετή για τον στόχο του κομμουνισμού. Με λίγα λόγια, βλέπουμε τον ιμπεριαλισμό τόσο σαν εμπόδιο στον όσο και σαν εχθρό του διεθνισμού και, με τη σειρά του, βλέπουμε τον διεθνισμό ώς μια θέση που θα πρέπει να συγκροτηθεί μέσα στην ίδια την πάλη της εργατικής τάξης. Συνεπώς, και με τον κίνδυνο απλούστευσης της προσέγγισής μας, προτείνουμε ότι να εξετάσουμε τον ιμπεριαλισμό σήμερα σημαίνει να τον φέρουμε στο βασίλειο της σύνθεσης/συγκρότησης της τάξης. Αυτό δεν μπορεί να περιλαμβάνει την αποκήρυξη της πολύπλοκης ιστορίας του μαρξισμού και της λαϊκής πάλης σε σχέση με τον ιμπεριαλισμό, ούτε μια απλή επανάληψη οποιωνδήποτε στιγμών της. Στο έκτο τεύχος του Viewpoint, επιδιώκουμε, αντίθετα, την δυνατότητα μιας συνάντησης, φέρνοντας μαζί ιστορικές εξηγήσεις, τεχνήματα αγώνων, και θεωρητικές παρεμβάσεις, παρελθούσες και παροντικές. Συνεπώς ούτε “προσυπογράφουμε” όλες τις θέσεις που αντιπροσωπεύονται στο παρόν τεύχος ούτε απορρίπτουμε όσες πιθανόν απουσιάζουν από αυτό, που αποτελεί μια από θέση εμπλοκή με το πρόβλημα της αντίθεσης στον ιμπεριαλισμό μέσα από την αμερικανική αυτοκρατορία· είμαστε περήφανοι που προσφέρουμε αυτές τις συνεισφορές ως ένα υλικό για τη μακροπρόθεση δουλειά της σκέψης πάνω και της πάλης ενάντια στον ιμπεριαλισμό τον 21ο αιώνα.

Δεν θα υπερβάλλουμε σχετικά με τη συστηματικότητα αυτής της προσέγγισης· το να προχωρήσουμε με αυτόν τον τρόπο συνεπάγεται το ρίξιμο μιας ζαριάς. Πιθανόν να περιλαμβάνει το να ακολουθήσουμε μια ιστορία και να την παρατήσουμε, μόνο και μόνο για να συνειδητοποιήσουμε εντελώς ξαφνικά τη σπουδαιότητά της όταν θα έχουμε προχωρήσει σε μια άλλη φαινομενικά άσχετη ή όταν αργότερα συζητάμε ένα πιεστικό πρόβλημα σε μια πολιτική συνάντηση. Οι κατηγορίες που παρουσιάζουμε εδώ θα μπορούσαν να παρουσιαστούν κι αλλιώς, και τα διάφορα θέματα και αντικείμενα που έχουν μπει στο παρόν τεύχος σίγουρα δεν αρκούν για να γεμίσουν το κενό στην έννοια του ιμπεριαλισμού που απαιτεί το παρόν μας. Υπο-αντιπροσωπεύονται ή δεν αντιπροσωπεύονται καθόλου η μετανάστευση και οι αγώνες που την περιβάλλουν· ο οικολογικός ιμπεριαλισμός και το κλιματικό χρέος· ο ρόλος της Κίνας και άλλων χωρών με αυξανόμενο οικονομικό βάρος και πολιτική σπουδαιότητα· η μεταβαλλόμενη φύση του πολέμου – συμβατικός, πυρηνικός ή άλλος· οι κυρώσεις των ΗΠΑ και της ΕΕ ως ένα εργαλείο της τέχνης του πολέμου και του κράτους· ο ρόλος της πρωτογενούς εξόρυξης16 και άλλες περιβαλλοντικές απειλές· η συνεχιζόμενη παρουσία και τα αποτελέσματα της εποικιστικού αποικισμού· και σίγουρα πολλά περισσότερα ακόμα. Όπως πάντα, ελπίζουμε ότι το παρόν τεύχος του Viewpoint είναι μόνο η αρχή. Αν τα έργα που περιλαμβάνονται εδώ μπορούν να είναι ένα θεμέλιο για περισσότερη θεωρητική και πολιτική δουλειά, θα είμαστε ευχαριστημένοι. Και αν άλλοι παρακινηθούν να συμπληρώσουν αυτό που εμείς, και όσοι συνεισέφεραν εδώ, έπρεπε να αφήσουμε στην άκρη, τότε ακόμα κι αυτές οι ελλείψεις θα έχουν έναν σκοπό.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από το: https://www.viewpointmag.com/2018/02/01/internationalism-against-imperialism. Είναι το editorial του 6ου τεύχους του Viewpoint Magazine, αφιερωμένο στον “Ιμπεριαλισμό”.

2 José Aricó, Marx and Latin America, trans. David Broder (Chicago: Haymarket, 2014).

3 Kolja Lindner, “Marx’s Eurocentrism: Postcolonial studies and Marx scholarship”, Radical Philosophy 161 (Μάιος – Ιούνιος 2010).

4 Β.Ι. Λένιν, “Τα καθήκοντα του Προλεταριάτου στην Επανάστασή μας”, 1917, γνωστό και ως: “Θέσεις του Απρίλη”, διαθέσιμο δικτυακά εδώ: https://www.marxists.org/ellinika/archive/lenin/works/1917/04/04/april.htm.

5 Michael Hardt και Antonio Negri, “Αυτοκρατορία”, εκδόσεις Scripta, 2002.

6 Οι David Harvey, Ellen Meiksins Wood, Robert Brenner, και, πιο πρόσφατα οι Γιάννης Μηλιός και Δ.Σωτηρόπουλος μας έρχονται εδώ στο μυαλό· δείτε επίσης το πρόσφατο έργο του John Smith, τις συνεχιζόμενες συνεισφορές από τους Utsa και Prabhat Pantnaik, παρεμβάσεις από τον Samir Amin, και άλλες προσπάθειες συγκεντρωμένες γύρω από το περιοδικό Monthly Review. Κανείς μπορείς επίσης να συμβουλευτεί τα δοκίμια των Salar Mohandesi και Jerome Roos στο παρόν τεύχος. Στμ. Η αναφορά στους Μηλιό και Σωτηρόπουλο πρέπει να αφορά προφανώς το “Rethinking Imperialism: a study of capitalist rule”, Pelgrave-MacMillan, 2009, διαθέσιμο: http://users.ntua.gr/jmilios/1__Rethinking_Imperialism__A_Study_of_Capitalist_Rule.pdf, και στα ελληνικά μάλλον ως: “Ιμπεριαλισμός, Χρηματοπιστωτικές Αγορές, Κρίση”, εκδόσεις νήσος, 2011, διαθέσιμο δικτυακά στο: http://users.ntua.gr/jmilios/Imperialismos_XP-Agores_Krisi.pdf.

7 Δείτε Leo Panitch και Sam Gindin, The Making of Global Capitalism: The Political Economy of U.S. Empire (London: Verso, 2013).

8 Δείτε Etienne Balibar, “The Nation Form: History and Ideology,” μετάφραση Chris Turner, στο Immanuel Wallerstein and Etienne Balibar, Race, Nation, Class (London: Verso, 1991).

9 Δείτε Vijay Prashad, The Poorer Nations: A Possible History of the Global South (New York: Verso, 2012).

10 Δείτε το άρθρο του Brenna Bhandar στο παρόν τεύχος.

11 Στμ. Στο πρωτότυπο: nativist: ο αναφερόμενος στον ιθαγενή, ντόπιο, αυτόχθονα.

12 Δείτε Etienne Balibar, “Lénine, les communistes, l’immigration,” στο Cinq études sur matérialisme historique (Paris: Maspéro, 1974), 195–201. Μια μετάφραση αυτού του κειμένου θα εκδοθεί προσεχώς στο Viewpoint.

13 Donatella Della Porta, Globalization from Below: Transnational Activists and Protest Networks (Minneapolis: University of Minnesota Press, 2006)· Research Unit for Political Economy, Mumbai, “The Economics and Politics of the World Social Forum,” Aspects of India’s Economy 35 (Σεπτέμβριος 2003).

14 Δείτε Sandro Mezzadra και Brett Neilson, Border as Method (Durham: Duke University Press, 2013); Kelly Mulvaney, “Translating Constituent Process, or the Political Work of Translation,” Eipcp transversal, Σεπτέμβριος 2016.

15 Goran Therborn, “Class in the 21st Century,” New Left Review II, no. 78 (Νοέμβριος–Δεκέμβριος 2012): 5–29. Δείτε επίσης Michael Denning, “Representing Global Labor,” Social Text 25, no. 3 (Φθινόπωρο 2007): 125–45· Sandro Mezzadra και Verónica Gago, “In the Wake of the Plebeian Revolt: Social Movements, ‘Progressive’ Governments, and the Politics of Autonomy in Latin America,” Anthropological Theory 17, no. 4 (2017): 474–496.

16 Στμ. Στο πρωτότυπο: primary extraction.

Leave a Reply

Your email address will not be published.