Το μαύρο λούμπεν προλεταριάτο, σε αντίθεση με την εργατική τάξη του Μαρξ, δεν έχει απολύτως κανένα μερίδιο στη βιομηχανική Αμερική. Υπήρχε στον πάτο της αμερικάνικης κοινωνίας, έξω από το καπιταλιστικό σύστημα, που ήταν η βάση της καταπίεσης των μαύρων. Ήταν τα εκατομμύρια των μαύρων οικιακών βοηθών και αχθοφόρων, βοηθών νοσοκόμων και συντηρητών, πλυστρών και μαγείρων, κολίγων, των χωρίς ιδιοκτησία κατοίκων των γκέτο, οι μητέρες των επιδομάτων πρόνοιας και οι μικροαπατεώνες των δρόμων. Στο χαμηλότερο επίπεδό τους, στον πυρήνα, ήταν τα μέλη των συμμοριών, οι νταβατζήδες και οι πόρνες, οι χρήστες ναρκωτικών και οι διακινητές τους, οι κοινοί κλέφτες και δολοφόνοι. Elaine Brown, A Taste of Power2.
Εισαγωγή
Σήμερα, λίγοι εξακολουθούν να πιστεύουν ότι η μισθωτή εργασία θα επεκταθεί σταδιακά για να καλύψει την πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού. Κάποτε, αυτή ήταν η συνθήκη της ιστορικής πεποίθησης ότι ο καπιταλισμός θα δημιουργούσε τις συνθήκες υπό τις οποίες η μισθωτή εργασία θα μπορούσε να οργανωθεί σαν μια παγκόσμια δύναμη, ισάξια αντίπαλος του κεφαλαίου. Αντίθετα, μια άλλη τελεολογία εμφανίστηκε, ισχυριζόμενη ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη συνεπάγεται την αποδιοργάνωση της εργατικής τάξης. Αντί να είναι ένα αφήγημα ανάπτυξης αυτό είναι, μάλλον, ένα αφήγημα παρακμής, επισφάλειας, παράτυπης εργασίας3 και εξαθλίωσης.
Ο Μαρξ είχε προβλέψει κάποτε ότι μια επανάσταση θα γινόταν οργανωτικά εφικτή μέσα από την “ολοένα επεκτεινόμενη ένωση των εργατών” και υλικά κατεπείγουσα εξαιτίας του βαθέματος της προλεταριακής μιζέριας: “Μια ριζική επανάσταση δεν μπορεί παρά να είναι η επανάσταση ριζικών αναγκών”4. Στον 20ο αιώνα, ο συνδυσμός αθλιότητας και οργάνωσης ήταν σπάνιος, εξαιτίας των παραχωρήσεων που έγιναν στην οργανωμένη εργασία στον παγκόσμιο Βορρά, παραχωρήσεις που, σε μεγάλο βαθμό, έγιναν δυνατές από την εκμετάλλευση, την εξαθλίωση και τη βίαιη καταπίεση των πληθυσμών των αποικιών. Σήμερα, αντίθετα, βλέπουμε μια τάση προς την αποδιοργάνωση της εργασίας στον Βορρά, που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον ανταγωνισμό από τους χαμηλά αμοιβόμενους και λιγότερο οργανωμένους εργάτες στον παγκόσμιο Νότο. Φαίνεται, λοιπόν, ότι τα δύο στοιχεία της θεωρίας του Μαρξ είναι αμοιβαία αποκλειόμενα, αλλά με έναν τρόπο διαφορετικό από αυτόν που πολλοί πίστευαν στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν η ιδέα της πλήρους απασχόλησης και της συνδικαλιστικής οργάνωσης θεωρούνταν ως μια δυνατότητα. Αντίθετα, τα ισχυρά επιχειρήματα του ίδιου του Μαρξ για το αδύνατο της πλήρους απασχόλησης έχουν επανα-ενεργοποιηθεί μέσα από ένα ξαναδιάβασμα της θεωρίας του για τον “γενικευμένο νόμο της καπιταλιστικής συσσώρευσης” και της τάσης του καπιταλισμού να παράγει πλεονάζοντες πληθυσμούς5.
Οι πιο επιφανείς ειδήμονες αυτής της επανα-ενεργοποίησης είναι οι υποστηρικτές της θεωρίας της κομμουνιστικοποίησης, μεταξύ των οποίων η κολλεκτίβα Endnotes είναι πιθανόν η φωνή με την μεγαλύτερη επιρροή στον αγγλοσαξωνικό κόσμο. Ο Fredric Jameson, για παράδειγμα, πρόσφερε πρόσφατα την προκλητική πρόταση ότι το Κεφάλαιο είναι ένα βιβλίο μάλλον σχετικά με την ανεργία παρά την εκμετάλλευση6. Τα γραπτά των θεωρητικών της κομμουνιστικοποίησης είναι ενδιαφέροντα τόσο επειδή προσφέρουν ένα επεξηγηματικό πλαίσιο για την κατανόηση των εμπειρικά παρατηρούμενων φαινομένων της “παράτυπης” εργασίας και της ανάπτυξης της εξαθλίωσης και των παραγκουπόλεων, αναλυόμενα από συγγραφείς όπως οι Jan Breman και Mike Davis, και επειδή είναι μια από τις πιο καλά επεξεργασμένες μεταξύ των (έτσι κι αλλιώς λίγων) σύγχρονων μαρξιστικών προσπαθειών να σκεφτούμε τις συνθήκες της επαναστατικής κομμουνιστικής πρακτικής σήμερα.
Το παρόν κείμενο βάζει ως διαγνωστικό σημείο αναφοράς του αυτές τις θεωρητικές εξελίξεις, με σκοπό να εξετάσει τις προκλήσεις που θέτουν με όρους του ζητήματος της ταξικής συγκρότησης και οργάνωσης. Προτείνει ότι το κεντρικό καθήκον της συγκρότησης της τάξης είναι να απαντήσει στο πρόβλημα της ενδεχομενικότητας της προλεταριακής αναπαραγωγής, που είναι κοινή για όλους τους προλετάριους αλλά ο καθένας την αντιμετωπίζει με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Αυτό σημαίνει ότι η συγκρότηση της τάξης πρέπει να ξεκινά αναγνωρίζοντας ότι οι τρόποι της πάλης των προλετάριων είναι εξαιρετικά ποικίλοι: ανάμεσα στην οριακή συνθήκη των αγροτών που αγωνίζονται ενάντια στην προλεταριοποίησή τους μέχρι την κλασσική φιγούρα του μισθωτού εργάτη που απεργεί, υπάρχει ένα ολόκληρο φάσμα αγώνων με τους οποίους οι φεμινίστριες συγγραφείς και οι συγγραφείς ενάντια στην αποικιοκρατία είναι πιο συντονισμένοι, σε σχέση με τους περισσότερους μαρξιστές. Από τη στιγμή που αναγνωρίζουμε αυτή τη συγκροτητική ετερογένεια των εκμεταλλευόμενων και στερημένων πληθυσμών του κόσμου, αναγνωρίζουμε ότι οποιαδήποτε γενική θεωρία “του προλεταριάτου” ως επαναστατικού φορέα θα πρέπει να ξεκινήσει από την αυτο-οργάνωση και τη σύνθεση των διαφορών και ιδιαίτερα των διαφορετικών στρατηγικών ζωής και επιβίωσης.
Για να επεξεργαστούμε μια τέτοια θεωρία, επιστρέφουμε στον Μαρξ της 18ης Μπρυμαίρ, ένα κείμενο που δεν ενδιαφέρεται για την ανάπτυξη της αφηρημένης διαλεκτικής της κομμουνιστικής επανάστασης αλλά για την ανάπτυξη και εφαρμογή μιας μεθόδου ανάλυσης συγκεκριμένων αγώνων. Το κείμενο έχει σωστά εγκωμιαστεί από πολλούς ως υπόδειγμα υλιστικής ανάλυσης της συγκυρίας – της κρίσης, των σχέσεων των ταξικών δυνάμεων, της ιστορικής χρονικότητας των γεγονότων, της δυναμικής της πολιτικής αντιπροσώπευσης και βίας κλπ. Ο πλούσιας υφής διαλογισμός στο παιχνίδι της ενδεχομενικότητας και της αναγκαιότητας στη γαλλική επανάσταση του 1848 και τον απόηχό της, είναι μια σημαντική διόρθωση στην πολύ συνηθισμένη μαρξιστική προσπάθεια να περιοριστεί η πολιτική ανάλυση σε αυτό που απορρέει από την κριτική της πολιτικής οικονομίας ή στο ερώτημα των προοπτικών της επανάστασης. Αυτό που ακολουθεί είναι μια προσπάθεια να σχετίσουμε την ευρέως παρατηρούμενη αντίληψη της πολιτικής ενδεχομενικότητας και της ταξικής συγκρότησης στην 18η Μπρυμαίρ με το ζήτημα της ενδεχομενικότητας της προλεταριακής αναπαραγωγής. Το ότι ξεκινώ από το δεύτερο, μου επιτρέπει να διαβάσω την Μπρυμαίρ όχι απλά ως μια ανάλυση των πράξεων των συγκροτημένων τάξεων αλλά να αντλήσω απ’ αυτήν μια θεωρία της ταξικής συγκρότησης και της διαφοροποίησης εντός της τάξης.
Αν και το πρόβλημα της προλεταριακής αναπαραγωγής προέκυψε με ανανεωμένη επιτακτικότητα εξαιτίας της κρίσης και της αύξησης των πλεοναζόντων πληθυσμών, έχει μια ευρύτερη σημασία. Όπως παρατηρεί ο Michael Denning, το προλεταριάτο δεν ορίζεται από την εκμετάλλευση και την εργασία αλλά από την πραγματική ή δυνάμει φτώχεια. Η βασική ενόραση του παρόντος κειμένου είναι ότι οποιαδήποτε πρακτική της προλεταριακής ταξικής συγκρότησης και οργάνωσης – εκ των ων ουκ άνευ συνθήκη για μια κομμουνιστική στρατηγική – πρέπει να ξεκινά όχι μόνο με αυτή την δυνάμει φτώχεια αλλά και με τις πραγματικές στρατηγικές ζωής και επιβίωσης μέσα από τις οποίες οι προλετάριοι βιώνουν αυτό το πρόβλημα.
Η αναγκαιότητα του πλεονάζοντος πληθυσμού υπό τον καπιταλισμό
Ο Μαρξ έδινε πάντα έναν διπλό ορισμό του προλεταριάτου: σε όρους του προβλήματος της ενδεχομενικότητας της αναπαραγωγής του, δηλαδή της ύπαρξης των προλετάριων ως “δυνάμει φτωχών”, και σε όρους της εκμετάλλευσής τους ως εργατών7. Με άλλα λόγια, το προλεταριάτο ορίζεται από τον χωρισμό του από τα μέσα παραγωγής και τον καταναγκασμό του να αναπαράγει τον εαυτό του αναπαράγοντας το κεφάλαιο8. Η αναπαραγωγή του προλεταριάτου (η αξία της εργατικής του δύναμης) ευθυγραμμίζεται με την αναπαραγωγή του κεφαλαίου μέσα από την “κανονική” λειτουργία του νόμου της αξίας: αν οι μισθοί αυξηθούν πάρα πολύ, το κεφάλαιο θα προσλάβει λιγότερους εργάτες, δημιουργώντας έτσι έναν εφεδρικό στρατό και ασκώντας μια πίεση μείωσης στους μισθούς9. Το σημαντικό εδώ είναι ότι όσο οι εργαζόμενοι και οι άνεργοι δεν συναντιούνται, οι μισθοί θα ευθυγραμμίζονται πάντα με τις απαιτήσεις της συσσώρευσης του κεφαλαίου.
Ο Μαρξ επισήμανε ότι η βία του κράτους θα ξέσπαγε αν ένας τέτοιος “συνδυασμός” [εργαζόμενων και ανέργων] έθετα τον νόμο της αξίας “εκτός λειτουργίας”. Υπάρχουν, όμως, άλλοι δύο κρίσιμοι περιορισμοί στην οργάνωση των εργατών που βασίζονται, αμφότεροι, στις μακροπρόθεσμες σταθερές τάσεις του κεφαλαίου. Πρώτον, η παραγωγή και όξυνση των διαφορών εντός του προλεταριάτου, κατά μήκος των έμφυλων και φυλετικοποιημένων γραμμών, που οδηγεί στον ανταγωνισμό ανάμεσα και εντός των εθνικών εργατικών δυναμικών· και, δεύτερον, η παραγωγή πλεοναζόντων πληθυσμών.
Όπως παρατηρεί ο Μαρξ σχετικά με τις εθνικές και θρησκευτικές συγκρούσεις ανάμεσα στους Άγγλους και τους Ιρλανδούς, ο ανταγωνισμός είναι το μυστικό της αδυναμίας της εργατικής τάξης στην Αγγλία, παρά το επίπεδο οργάνωσης του αγγλικού τμήματός της. Είναι το μυστικό της διατήρησης της εξουσίας της τάξης των καπιταλιστών. Και αυτή η τελευταία, έχει πλήρη επίγνωση αυτού του πράγματος10. Δεν πρόκειται, όμως, απλά για μια στρατηγική “διαίρει και βασίλευε” αλλά ένα αποτέλεσμα του κυνηγιού από το κεφάλαιο της απόλυτης υπεραξίας, κυνήγι που το οδηγεί – από τη στιγμή που έχει επεκτείνει την υπάρχουσα εργάσιμη μέρα όσο το δυνατόν περισσότερο – να ενσωματώνει τα εργατικά δυναμικά περιοχών στις οποίες το κόστος αναπαραγωγής της εργασίας είναι χαμηλότερο και στις οποίες η αναγκαία εργασία είναι λιγότερο σχετική προς τον χρόνο υπερεργασίας. Στα Grundrisse, ο Μαρξ γράφει:
Ο πλεονάζων χρόνος είναι η υπέρβαση της εργάσιμης μέρας πέρα από το τμήμα του που το ονομάζουμε αναγκαίο χρόνο εργασίας· υπάρχει, δεύτερον, ως ο πολλαπλασιασμός των ταυτόχρονων εργάσιμων ημερών, δηλαδή του εργαζόμενου πληθυσμού…Είναι ένας νόμος του κεφαλαίου…να δημιουργεί πλεονάζουσα εργασία, διαθέσιμο χρόνο· αυτό μπορεί να το κάνει θέτοντας την αναγκαία εργασία σε κίνηση – δηλαδή μπαίνοντας σε μια ανταλλαγή με τον εργάτη. Το κεφάλαιο έχει, συνεπώς, εξίσου την τάση να αυξήσει τον εργαζόμενο πληθυσμό αλλά και να θέτει σταθερά ένα τμήμα του ως πλεονάζοντα πληθυσμό – πληθυσμό που είναι άχρηστος μέχρι κάποια στιγμή να μπορεί να τον χρησιμοποιήσει…Το κεφάλαιο έχει εξίσου την τάση να καταστήσει την ανθρώπινη εργασία (σχετικά) περιττή ώστε να την οδηγήσει, ως ανθρώπινη εργασία, στο άπειρο11.
Δεύτερον, ο Μαρξ ανακαλύπτει ότι το ίδιο το κυνήγι της σχετικής υπεραξίας αντικαθιστά εργάτες με εξοπλισμό, οδηγώντας σε μια εσωτερική σταθερή τάση προς την αύξηση πλεοναζόντων πληθυσμών12. Συνεπώς, στρατολογώντας καινούριους πληθυσμούς ως εργάτες και αποβάλλοντας αυτούς που εργάζονται ήδη προς όφελος του εξοπλισμού, το κεφάλαιο παράγει όλο και πολυπληθέστερες εργατικές τάξεις μαζί με όλο και μεγαλύτερους πλεονάζοντες πληθυσμούς, κάτι που καθιστά τις προκλήσεις της αναστολής του νόμου της αξίας ακόμα μεγαλύτερες. Βλέπουμε εδώ δυο τάσεις του καπιταλισμού: είτε σε κρίση είτε σε περιόδους ανάπτυξης, οι υπάρχουσες γραμμές παραγωγής θα αποβάλλουν εργασία. Παρά τις περιοδικές κρίσεις, το κεφάλαιο θα συσσώρευει περισσότερο κεφάλαιο και θα απασχολεί όλο και περισσότερους προλετάριους. Αυτό μας δίνει τον “γενικευμένο νόμο της καπιταλιστικής συσσώρευσης”:
Όσο μεγαλύτερος ο κοινωνικός πλούτος, το λειτουργικό κεφάλαιο, η έκταση και η ενέργεια της ίδιας του της αύξησης, άρα και η απόλυτη μάζα του προλεταριάτου και η παραγωγικότητα της εργασίας του, τόσο μεγαλύτερος είναι ο βιομηχανικός εφεδρικός στρατός. Οι ίδιες αιτίες που αναπτύσσουν την επεκτατική ισχύ του κεφαλαίου, αναπτύσσουν επίσης τη εργατική δύναμη που έχει στη διάθεσή του…Αλλά, όσο μεγαλύτερος είναι αυτός ο εφεδρικός στρατός σε αναλογία προς τον ενεργό στρατό της εργασίας, τόσο μεγαλύτερη είναι η μάζα ενός παγιωνόμενου πλεονάζοντος πληθυσμός, η μιζέρια του οποίου είναι αντιστρόφως ανάλογη των βασάνων που πρέπει να υποστεί με τη μορφή της εργασίας. Και, εν τέλει, όσο πιο διευρυμένα είναι τα φτωχοποιημένα τμήματα της εργατικής τάξης και του βιομηχανικού εφεδρικού στρατού τόσο μεγαλύτερη είναι η επίσημη φτωχοποίηση. Αυτός είναι ο απόλυτος γενικός νόμος της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Όπως και όλοι οι άλλοι νόμοι, τροποποιείται στη λειτουργία του από πολλές περιστάσεις, η ανάλυση των οποίων δεν μας απασχολεί εδώ13.
Αν προσπαθήσουμε να το αναλύσουμε αυτό, έχουμε τρία αποτελέσματα αυτού του νόμου: την αύξηση της μάζας των απασχολούμενων (“ενεργών”) προλετάριων, του αριθμού των άνεργων (“εφεδρικών”) προλετάριων και της μάζας των μη-απασχολήσιμων (“παγιωμένων”) προλετάριων14. Η επίδραση των δύο τελευταίων κατηγοριών είναι η πίεση προς τα κάτω των μισθών, δηλαδή το χρηματικό κομμάτι της αναπαραγωγής του εργαζόμενου πληθυσμού. Πραγματικά, το κεφάλαιο παράγει σταθερά, για να ικανοποιήσει την ώθήσή του για παραγωγή αξίας [αξιοποίηση]15, έναν σχετικά πλεονάζοντα εργαζόμενο πληθυσμό, δηλαδή έναν πληθυσμό που περισσεύει. Η επεκταμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου είναι λοιπόν ταυτόχρονα η επεκταμένη αναπαραγωγή και των εργαζόμενων και των άνεργων πληθυσμών, που θέτει μια ακόμα μεγαλύτερη σχετική υπεραξία, έναν “διαθέσιμο εφεδρικό στρατό” που ανατρέφεται από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής16. “Η συνολική μορφή της κίνησης της σύγχρονης βιομηχανίας εξαρτάται, συνεπώς, από τον σταθερό μετασχηματισμό του εργαζόμενου πληθυσμού σε άνεργα ή ημι-απασχολούμενα ‘χέρια’”17.
Στις πρόσφατες δεκαετίες τέτοιοι πλεονάζοντες πληθυσμοί έχουν κυρίως δημιουργηθεί από την αυτοματοποίηση που “κατασκευάζεται” στον παγκόσμιο Βορρά ενώ οι πλεονάζοντες πληθυσμοί στον παγκόσμιο Νότο παραμένουν, σε πολύ μεγάλο βαθμό, θύματα της συνδυασμένης πίεσης της πληθυσμιακής αύξησης και της εκβιομηχανισμένης γεωργίας στις αγροτικές περιοχές (υποτεμαχισμός της γης, καπιταλιστικός ανταγωνισμός και απαλλοτρίωση). Η προς τον βορρά μετανάστευση [των πληθυσμών] των πρώην αποικιών εισάγει σε μια ντόπια εργατική δύναμη, που έχει καταστεί ανασφαλής από την εξωχώρια παραγωγή, την αυτοματοποίηση και την παράτυπη απασχόληση, έναν ήδη φυλετικοποιημένο πληθυσμό που λαχταρά τις ημέρες της ακμής της εργασίας στον Βορρά κατά τη διάρκεια της ανοιχτής υπεροχής των λευκών και του εθνικού κοινωνικού κράτους
Σ’ αυτή την αυξανόμενη εξαθλίωση του προλεταριάτου είναι δυνατόν να βρούμε τόσο μια βαθαίνουσα αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία – και συνεπώς μια αυξανόμενη ελπίδα για μια επαναστατική σύγκρουση, μάλλον, παρά έναν συμβιβαστικό ταξικό συμβιβασμό – όσο και έναν αυξανόμενο ανταγωνισμό μεταξύ των εργατών και ανάμεσα στους εργάτες και τους άνεργους άρα και μια μειωμένη ελπίδα για αλληλεγγύη και συλλογική δράση. Ανακαλύπτουμε αυτή την αμφισημία στα γραπτά του περιοδικού της κομμουνιστικοποίησης και της συγγραφικής κολλεκτίβας Endnotes. Στο δεύτερο τεύχος τους, οι Endnotes ανέπτυξαν μια δομική ανάλυση που ισχυρίζεται ότι οι αναπαραγωγικοί κύκλοι του κεφαλαίου και της εργασίας αποσυζεύγνυνται όλο και περισσότερο, οδηγώντας σε μια “μόνιμη κρίση” της “αναπαραγωγής της ίδιας της σχέσης κεφάλαιο-εργασία” και μια αντικειμενική πίεση στο προλεταριάτο να καταργήσει το κεφάλαιο18. Η αδυναμία του κεφαλαίου να ικανοποιήσει τις ανάγκες των εργατών ήταν λοιπόν μια συνθήκη δυνατότητας για τον κομμουνισμό. Όμως, στο τρίτο τεύχος τους, αυτή η συνθήκη δυνατότητας εμφανίζεται ως μια συνθήκη αδυνατότητας: “μια αυξανόμενα οικουμενική κατάσταση εξάρτησης από την εργασία δεν έχει οδηγήσει σε μια ομογενοποίηση συμφερόντων. Αντίθετα, οι προλετάριοι στρωματοποιούνται εσωτερικά” και τα συλλογικά τους συμφέροντα έχουν συχνά αιχμαλωτιστεί από διακρίσεις φυλής, έθνους, φύλου κλπ19. Οι παρατηρήσεις αυτές, όπως θα δούμε, δεν επιτρέπουν κάτι περισσότερο από μια ελπίδα γειωμένη σε μια θεωρία της διαρκούς εμβάθυνσης του ανταγωνισμού ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία και την εξάντληση όλων των δυνατοτήτων διαμεσολάβησής της. Στη συνέχεια θα δούμε ότι οι σκέψεις των Endnotes για τις αναγκαιότητες της καπιταλιστικής ανάπτυξης και την αφηρημένη δυνατότητα της κομμουνιστικοποίησης μας αφήνουν χωρίς μια υλιστική μέθοδο της συγκρότησης της τάξης.
Κρίση αναπαραγωγής και επαναστατικές ελπίδες
Η θεωρία της επανάστασης των Endnotes βασίζεται στην τάση για την ανταγωνιστική αναπαραγωγή που δίνεται από τον γενικό νόμο της καπιταλιστικής συσσώρευσης (ΓΝΚΣ). Θέτουν μια εντεινόμενη κρίση της αναπαραγωγής της ίδιας της ταξικής σχέσης, εξαιτίας της οποίας το κεφάλαιο και το προλεταριάτο θα μπουν σε έναν εντεινόμενο ανταγωνισμό:
Με την ίδια την αναπαραγωγή του να διακυβεύεται, το προλεταριάτο δεν μπορεί παρά να παλέψει, και είναι αυτή η ίδια η αναπαραγωγή του που γίνεται το περιεχόμενο των αγώνων του. Καθώς ο μισθός χάνει την κεντρικότητά του στην διαμεσολάβηση της κοινωνικής αναπαραγωγής, η καπιταλιστική παραγωγή φαίνεται όλο και περισσότερο άχρηστη στο προλεταριάτο: είναι αυτή που μας κάνει προλετάριους και στην συνέχεια μας εγκαταλείπει. Σε τέτοιες περιστάσεις ο ορίζοντας εμφανίζεται ως ένας ορίζοντας της κομμουνιστικοποίησης· της άμεσης λήψης μέτρων για το σταμάτημα της κίνησης της αξιακής μορφής και την αναπαραγωγή των εαυτών μας χωρίς κεφάλαιο20.
Η τάση που περιγράφεται εδώ μπορεί να ειδωθεί να καταδείχνει στην κατεύθυνση της επανάστασης ή της κομμουνιστικοποίησης μόνο αν ισχυριστούμε ότι ο καπιταλισμός έχει φτάσει σε ένα απόλυτο όριο επέκτασης, κάποια εξάντληση της ίδιας της καπιταλιστικής τελεολογίας. Διαφορετικά, το κεφάλαιο θα έχει περιθώριο να ελιχθεί και να κάνει κάποιες παραχωρήσεις οπότε θα είχαμε να κάνουμε είτε με ένα ενδεχομενικό όριο, που δεν βάζει τίποτα άλλο από ένα παράθυρο επαναστατικής ευκαιρίας, είτε με πιο ρευστά πεδία αγώνων. Στοιχηματίζοντας τα πάντα σε μια οικουμενική ολοκληρωτική διαδικασία υπαγωγής και αποκειμενοποίησης21, η θεωρία της κομμουνιστικοποίησης περιγράφει μια διαδικασία που οδεύει προς το όριό της. Αυτή η θεωρία τείνει να ανάγει το ζήτημα της επανάστασης στη δομική της συνθήκη: γενικευμένο ξεζούμισμα των συνθηκών ζωής. Αλλά επειδή οι διαδικασίες της καπιταλιστικής συσσώρευσης συνεπάγονται τόσο τον αυξανόμενο ανταγωνισμό και την εξατομίκευση των εργατών, οι Endnotes μπορούν να συλλάβουν τους αγώνες μόνο ως την αυθόρμητη συνάντηση των διαχωρισμένων [προλετάριων], κυρίως σε ταραχές και εξεγέρσεις. Αλλά σ’ αυτή την δυικότητα της αντικειμενικής τάσης και της υποκειμενικής έκρηξης, εύκολα παραβλέπεται το γεγονός ότι οι ταραχές περιορίζονται από τις καθημερινές αντιστάσεις που δουλεύουν ενάντια στην φυσικοποίηση της καταπίεσης και εξερευνούν τους περιορισμούς άλλων λιγότερο ανταγωνιστικών μορφών “επανόρθωσης”. Είναι εξίσου εύκολο να ξεχάσει κανείς τον ρόλο των ψιθύρων, των φημών και της συντροφικότητας, που προηγούνται μιας αναταραχής, θέτοντας τον τόνο της συναισθηματικής ατμόσφαιρας θυμού και μεταδοτικής αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Ίσως είναι η πίστη στην επικείμενη εξάντληση της παγκόσμιας διαδικασίας καπιταλιστικής συσσώρευσης που κάνει εφικτό να αγνοούνται αυτοί οι προβληματισμοί.
Ο Albert O. Hirschman παρατήρησε κάποτε ότι όταν ο Μαρξ και ο Ένγκελς, στα τέλη της δεκαετίας του 1840 – και κυρίως στο Μανιφέστο – σκέφτονταν ότι ο καπιταλισμός έφτανε στο τελικό του όριο, απέτυχαν να αναγνωρίσουν την ικανότητα του ιμπεριαλισμού να μετατοπίσει τις αντιφάσεις του καπιταλισμού και να αναβάλει την κρίση του22. Ακόμα πιο προβληματικό είναι ότι η προτεραιότητα που έδωσε ο Μαρξ στη θέση ότι η επανάσταση θα ερχόταν μέσα από την παγκοσμιοποίηση και την εξάντληση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, τον οδήγησε να στηρίξει για ένα σύντομο διάστημα την αποικιοκρατία ως έναν οδηγό της διαδικασίας που θα έκανε το προλεταριάτο μια παγκόσμια πραγματότητα και, συνεπώς τον κομμουνισμό, μια παγκόσμια δυνατότητα23. Αυτό το συμπέρασμα στηρίζεται σε μια τυπική αφηρημένη διαλεκτική αντιστροφή, που απαλοίφει εντελώς πόσο διαιρεί και πειθαρχεί ο παγκόσμιος καταμερισμός εργασίας και, συνεπώς, το αναγκαστικά δύσκολο καθήκον της ανάπτυξης της αλληλεγγύης μέσα από τα σύνορα. Παρόμοια, σύμφωνα με τον Hirschman, ο Λένιν και η Ρόζα Λούξεμπουργκ πραγματικά δεν αναγνώρισαν αυτή τη δύναμη του ιμπεριαλισμού παρά μόνο όταν μπορούσαν να πουν ότι είχε παίξει τον ρόλο του, δηλαδή όταν αυτή η αναγνώριση δεν αντίφασκε με την ιδέα ότι η επανάσταση είναι αντικειμενικά επικείμενη. Η πρόκληση του Hirschman εγείρει το επόμενο ερώτημα: οδηγεί τους μαρξιστές ο προσανατολισμός της επαναστατικής επιθυμίας τους – στον βαθμό που υποστηρίζεται από τη θεωρία ότι η πραγματική τελεολογία του κεφαλαίου ακολουθεί τον δρόμο της – μακριά από το πρόβλημα ότι πιθανόν να υπάρχουν ακόμα μέρη για καπιταλιστική ανάπτυξη καθώς και άλλες περιστάσεις που τροποποιούν τον γενικό νόμο24; Και επιπλέον, δεν έχει το κεφάλαιο την ικανότητα να υπαγάγει και πάλι, από τη στιγμή που έχουν υποτιμηθεί επαρκώς, περιοχές και πληθυσμούς που είχε αγνοήσει, σαν να του είναι καινούριοι; Το πρόβλημα με τη θέση της εξάντλησης είναι ότι για να δώσει ελπίδα πρέπει να υπονοεί μια ομοιόμοφη εμβάθυνση του προλεταριακού ανταγωνισμού με το κεφάλαιο. Αυτό επιτρέπει στη θεωρία να αποφύγει το ερώτημα της στρατηγικής και της οργάνωσης και της επιτρέπει να “λύσει” το πρόβλημα της προλεταριακής συνθήκης μέσω ενός απλού διαλεκτικού σχήματος του τύπου “οι απαλλοτριωτές απαλλοτριώνονται”. Αν και μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι αυτή είναι πράγματι η τυπική έννοια της κομμουνιστικής επανάστασης, δεν μας λέει απολύτως τίποτα για την πραγματική κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων.
Στην κριτική που ασκεί στην θεωρία της κομμουνιστικοποίησης, ο Alberto Toscano25 αναφέρεται από την “σχεδόν πλήρη αγνόηση του ζητήματος της στρατηγικής” μέχρι την “κατάρρευση ή εξασθένιση” των συλλογικών σωμάτων που μπορούν να προβάλουν μια στρατηγική. Ως μια θεωρία της κομμουνιστικής επανάστασης, η κομμουνιστικοποίηση είναι μια θεωρία της ανεπάρκειας όλων των πραγματικών πρακτικών, και παραδόξως μια θεωρία της ελπίδας. Αυτό συμβαίνει επειδή παράγεται θεωρησιακά από την παρατήρηση ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη συνεπάγεται μια εμβαθυνόμενη αντίφαση ανάμεσα στην αναπαραγωγή της εργατικής τάξης και την αναπαραγωγή του κεφαλαίου26. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η εργασία πρέπει να καταργήσει το κεφάλαιο ή να υποφέρει τον αργό θάνατό της ως πλεονάζοντος πληθυσμού. Πρόκειται για μια θεωρία των “συνθηκών της δυνατότητας του κομμουνισμού”, κατά την καντιανή διατύπωση των Endnotes. Επειδή οι Endnotes εστιάζουν στην “κινούμενη αντίθεση” ανάμεσα στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου και της εργατικής τάξης, τείνουν να θέτουν το ερώτημα της συγκρότησης/σύνθεσης της τάξης από την κλασσική σκοπιά της ενοποίησης “του” προλεταριάτου ώστε να παράγουν ένα ιστορικό υποκείμενο ικανό να καταργήσει το κεφάλαιο, συχνά ορίζοντας το προλεταριάτο με υπερβολικά τυπικούς τρόπους, με τους προλετάριους πλήρως εξατομικευμένους και αμοιβαία ανταγωνιστικούς και αναξιόπιστους· ως εκ τούτου το πρόβλημα του συντονισμού των προλετάριων ριζοσπαστικοποιείται τόσο που ακόμα κι οι αγώνες να νοούνται μόνο ως αυθόρμητα γεγονότα και όχι ως διαδικασίες βασισμένες στην συνάντηση και την αυξανόμενη συνδεσιμότητα ήδη υπαρχόντων δικτύων αλληλεγγύης και εμπιστοσύνης27,28.
Όπως με τον Μαρξ και τον Ένγκελς στο Μανιφέστο, η εντεινόμενη μιζέρια γίνεται η περίσταση για μια υπό συνθήκες πίστη στην πρόοδο, ένα είδος πεισματικής πίστης ότι η ιστορία θα παρακάμψει την κακή πλευρά της – ή ίσως η θέση είναι απλά ότι αν η ιστορία παρακάμψει την κακή της πλευρά, αυτή τη φορά θα το κάνει με έναν πιο κομμουνιστικό τρόπο, χωρίς διαμεσολαβήσεις από συνδικάτα και κόμματα και ελεύθερη από τον εργατίστικο παραγωγισμό παλιότερων εποχών. Απελευθερώνοντας, όμως, μ’ αυτόν τον τρόπο τον εαυτό μας από το βάρος του παρελθόντος, τον βρίσκουμε επίσης σε ένα κενό, “αγκυρώνοντας” τις ελπίδες μας στην απουσία της θετικής τάσης στην οποία στηρίχτηκαν και οι Μαρξ και Ένγκελς, δηλαδή την αυξανόμενη οργάνωση και παραγωγική δύναμη του προλεταριάτου, το όχημα μέσω του οποίου η εξαθλίωση μάλλον σηματοδότησε τη δυνατότητα μαζικής δράσης και όχι τη βαρβαρότητα του πολέμου όλων των προλετάριων εναντίον όλων.
Εξετάζοντας στα σοβαρά αυτή την ένταση, οι Endnotes δεν παρέχουν οποιεσδήποτε επιχειρησιακές έννοιες και τακτικές που ίσως να επιτρέψουν τη σύνθεση ή την κατάργηση αυτών των διαφορών, εκτός από “την ίδια την πάλη”, η οποία αυθόρμητα θα καταργήσει τον διπλό δεσμό στον οποίο βρίσκουν τον εαυτό τους οι εργάτες: “μπορούν να δράσουν συλλογικά αν εμπιστεύονται ο ένας τον άλλο, αλλά μπορούν να εμπιστεύονται ο ένας τον άλλο – εν όψει τεράστιων ρίσκων για τους ίδιους και τους άλλους – μόνο αν αυτή η εμπιστοσύνη έχει ήδη δοκιμαστεί στη συλλογική δράση”. Αντί να συμμετέχουν στην συλλογική ανάπτυξη και το μοίρασμα των τακτικών και των εργαλείων του αγώνα, οι Endnotes παραδέχονται τον θεωρησιακό χαρακτήρα της θεωρίας τους, την οποία θεωρούν μια “θεραπεία ενάντια στην απελπισία”, την απάντηση (επανάσταση) για την οποία οι προλετάριοι δεν έχουν ακόμα ακόμα διατυπώσει την ερώτηση. Εν ολίγοις, η κομμουνιστικοποίηση είναι μια απάντηση της οποίας η μόνη ερώτηση είναι αφηρημένη, ανταποκρίνεται όχι στο συγκεκριμένο πρόβλημα της συγκρότησης της τάξης αλλά στο αφηρημένο πρόβλημα της απόκρουσης της απελπισίας των θεωρητικών της επανάστασης.
Παρ’ όλα αυτά, η αντιπαράθεση που έχει εδώ ενδιαφέρον δεν είναι αυτή ανάμεσα σε μορφές ελπίδας και τη δυνατότητα της ανακάλυψης της επανάστασης σε καλές ή κακές γενικές ιστορικές τάσεις. Είτε, σαν να λέμε, από τους πλεονάζοντες πληθυσμούς στην κομμουνιστικοποίηση, είτε από το “πλήθος” στην κοινοπολιτεία. Είναι εύκολο να καταλάβουμε ότι μια θεωρητική ένδειξη ελπίδας είναι απαραίτητη για να κρατηθεί η πρακτική σκέψη από το να περιπέσει στον κυνισμό, τη μελαγχολία ή τον τυχοδιωκτισμό29. Αλλά τέτοια αφηγήματα ενέχουν τον κίνδυνο να “κολλήσουμε” στην καντιανή προβληματική του προσανατολισμού στην σκέψη, σύμφωνα με την οποία το ορθολογικό υποκείμενο θα δεσμευτεί σε μια πρακτική, ηθική δράση αν ελπίζει ότι η δράση του πετύχει να διευρύνει την ηθικότητα υλικά ή πνευματικά – και στην οποία μόνο το είδος δράσης που ασχολείται με τις τάσεις που δίνουν ελπίδα μπορεί να δει τον εαυτό της να φέρει μια ιστορική υπόσχεση, δηλαδή μια υπόσχεση για κάτι περισσότερο από βραχυπρόθεσμα οφέλη και τελικά την ήττα. Για τον Καντ, η πρακτική αναγκαιότητα της αισιοδοξίας γίνεται τελικά ένα επιχείρημα για την πρακτική αναγκαιότητα της ιδέας του Θεού, για τους Endnotes γίνεται ένα επιχείρημα για τον συνεχή διαλογισμό πάνω στην επανάσταση, με άλλα λόγια, για μια απάντηση για την οποία οι προλετάριοι δεν έχουν ακόμα διαμορφώσει την ερώτηση. Ακόμα και αν η έννοια της κομμουνιστικοποίησης, αντίθετα με τον Θεό του Καντ, θεμελιώνεται σε μια συστηματική υλιστική και διαλεκτική κατανόηση των νόμων της κίνησης του κεφαλαίου, μια τέτοια θεωρία δεν μας παρέχει, όπως έχουμε δει, ούτε έναν στρατηγικό πρακτικό προσανατολισμό της ταξικής συγκρότησης και στρατηγικές της αναπαραγωγής ούτε μια έννοια της κρατικής βίας.
Ακόμα κι αν η συστηματική ανάλυση του Μαρξ για την τάση αύξησης του πλεονάζοντος πληθυσμού επιβεβαιώνεται εμπειρικά, όπως υποτείνουν οι Endnotes και ο Aaron Benanav – δεν αλλάζει το γεγονός ότι υπάρχουν πολλές τροποποιητικές περιστάσεις από τις οποίες κάνει αφαιρέσεις στο Κεφάλαιο30. Παρ’ όλα αυτά, ενώ ο Μαρξ έχει δίκιο να τις εξαιρεί από την έκθεσή του για μεθοδολογικούς λόγους, δεν μπορούμε να αντλήσουμε κανένα πολιτικό μάθημα από έναν νόμο αν δεν θεωρήσουμε τις αντισταθμιστικές του τάσεις που όχι απλά δουλεύουν ενάντια στην τάση αλλά και μπορεί και να την αναστέλλουν. Μερικές από τις τάσεις αυτές είναι εσωτερικές, όπως η περιοδική υποτίμηση της εργασίας σε σημείο που η εργασία να καθιστά την σε υψηλό βαθμό εμκηχανισμένη εργασία μη ανταγωνιστική, τάση που θα μείωνε την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου. Ένας άλλος, και πιο σημαντικός, ρυθμιστικός παράγοντας είναι ο μειωνόμενος ρυθμός γεννήσεων, τον οποίο ο Μαρξ δεν λαμβάνει υπόψιν καθώς μεθοδολογικά θεωρεί τη δημογραφική αύξηση ως μια μεταβλητή που εξαρτάται αποκλειστικά από το επίπεδο των μισθών. Συνεπώς, εξαιτίας της αποβιομηχάνισης, της μείωσης των ρυθμών γεννήσεων, που οφείλεται στους αγώνες των γυναικών για την αναπαραγωγική υγεία και την άρνηση της τεκνοποιίας, της βίαιης κρατικής καταστολής των γεννήσεων κλπ. – είναι δυνατόν, περιοδικά, αυτή η τάση για πλεονάζοντες πληθυσμούς να αντιστρέφεται. Επιπλέον, η διαθέσιμη δεξαμενή εργασίας έχει ιστορικά απομειωθεί από τους πολέμους, τις επιδημίες, την πείνα και τον αργό θάνατο της φτώχειας, μειωνόμενων στάνταρ στη δημόσια υγεία και την δολοφονικής αστυνόμευσης των φτωχογειτονιών και των συνόρων.
Αυτό που είναι ενδιαφέρον και προκλητικό, σχετικά με την επανα-ενεργοποίηση της θεωρίας των πλεοναζόντων πληθυσμών σήμερα, είναι ότι, σε αντίθεση με την θέση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου για την εξαθλίωση, αυτή δεν προϋποθέτει μια θέση για έναν σταδιακό εξαστισμό31 του κόσμου ή την ομογενοποίηση του προλεταριάτου. Αντίθετα, η πραγματικότητα των πλεοναζόντων πληθυσμών θέτει το ζήτημα μιας γενικευμένης κρίσης αναπαραγωγής και την πολλαπλότητα των στρατηγικών επιβίωσης που απορρέουν από αυτήν, συμπεριλαμβανομένων τρόπων απαλλοτρίωσης του πλούτου πολύ κοντά στην πραγματική επανάσταση, αγώνων γυναικών και διάφορες μορφές κρατικής και παρακρατικής βίας32. Αντιστρέφοντας τη σχέση ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη, θέτει ένα έντονα μη-Καντιανό ερώτημα: τι σημαίνει ο προσανατολισμός της επαναστατικής πρακτικής από τη σκοπιά του προβλήματος της προλεταριακής συνθήκης και της πολλαπλότητας των τρόπων που αυτή βιώνεται;
Το κοινό πρόβλημα της αναπαραγωγής
Έχουμε δει πώς η προλεταριακή συνθήκη κατανοείται καλλίτερα ως μια συνθήκη διαχωρισμού από τα μέσα αναπαραγωγής. Αυτή είναι η συνθήκη του κεφαλαίου που οργανώνει τους προλετάριους ως μισθωτούς εργάτες. Νέοι διαχωρισμοί παράγονται σταθερά από την επεκτατική ώθηση του κεφαλαίου για απόλυτη υπεραξία, μια τάση μέσω της οποίας καινούριοι πληθυσμοί συμπεριλαμβάνονται στο εργατικό δυναμικό – κυρίως γυναίκες και αγρότες33. Επιπλέον, έχουμε δει πώς η ώθηση για σχετική υπεραξία τείνει να αποβάλλει περισσότερους εργάτες, καθιστώντας τους περιττούς για την καπιταλιστική παραγωγή34. Στην πορεία μεγάλων περιόδων μαζικής ανεργίας και σαν αποτέλεσμα της σταθερής πτώσης της απασχόλησης, βλέπουμε μια αύξηση του παγιωμένου πλεονάζοντος πληθυσμού, δηλαδή ενός πληθυσμού που δεν “κάνει” για δουλειά, δεν μπορεί, δεν θέλει να δουλεύει, εξαιτίας κακής υγείας, ηλικίας ή – κάτι που ο Μαρξ απλά αναφέρει – επειδή έχει υιοθετήσει έναν άλλο τρόπο αναπαραγωγής.
Η πρωταρχική συσσώρευση, κατέστρεψε βίαια και καταστρέφει προηγούμενους τρόπους παραγωγής. Στη φεουδαρχική Ευρώπη και τον παγκόσμιο Νότο σήμερα, όπως και στους χρόνους της αποικιοκρατίας, η πρωταρχική συσσώρευση διαρρηγνύει εθιμικούς δεσμούς εξουσίας, καθώς και τον οργανικό δεσμό των αγροτών με τη γη, αφήνοντας τα άτομα εξατομικευμένα και αποστερημένα από τα μέσα και τις σχέσεις που είναι απαραίτητες για την επιβίωση και την πραγμάτωση των δυνατοτήτων τους. Η αναδρομική ανάλυση, από τον Μαρξ, της πρωταρχικής συσσώρευσης στο Κεφάλαιο, εστιάζει στο πώς αυτή η διαδικασία οδηγεί στη δημιουργία μιας μάζας προλετάριων που θα πρέπει να συνδυαστούν με το κεφάλαιο για να επιβιώσουν. Βλέπουμε, όμως, επίσης στο αφήγημά του το περίγραμμα ενός διαφορετικού συνόλου αγώνων ενάντια στις περιφράξεις, ταραχές για την τροφή και των ποινικοποιημένων και, συνεπώς, υπονομευτικών στρατηγικών επιβίωσης και αναπαραγωγής. Η ανικανότητα των ατόμων έπρεπε και πρέπει να ενδυναμωθεί με ατομική και δημόσια βία, η τάση τους να συνδυάζονται αυτόνομα ή μέσα και ενάντια στους χώρους δουλειάς, έκανε τη διαδικασία της ενσωμάτωσης του προλεταριάτου στην εργασιακή ζωή μια παρατεταμένη διαδικασία35.
Παράλληλα με την καταπίεση άλλων τρόπων επιβίωσης, το χρήμα ανταπτύσσεται σε μια γενική συνθήκη για τη συμμετοχή στην κοινωνία: αν δεν το έχεις αναγάζεσαι να το βρείς, είτε δουλεύοντας, είτε κλέβοντας, είτε πουλώντας τον εαυτό σου είτε με το να παντρευτείς με κάποιον/κάποια που έχει χρήματα. Με άλλα λόγια, οι προλετάριοι πρέπει να αναπαράγουν τον εαυτό τους μέσω της ανταλλαγής. Παρ’ όλα αυτά, αυτό δεν μας δίνει παρά την αφηρημένη κοινωνική μορφή μέσω της οποίας αναπαράγεται η εργασία· όντως, οι τρόποι με τους οποίους η εργασία παίρνει αυτή τη μορφή είναι αναρίθμητοι. Πίσω από το κοινό πρόβλημα των προλετάριων (αποστέρηση των μέσων (ανα)παραγωγής) και την κοινή τους “λύση” (χρήμα), βρίσκεται μια πολλαπλότητα ετερογενών τρόπων ζωής μέσω των οποίων η προλεταριακή συνθήκη μπορεί και πρέπει να βιωθεί36. Έτσι, όπως δείχνει η Σύλβια Φεντέριτσι:
η πρωταρχική συσσώρευση…δεν ήταν απλά μια συσσώρευση και συγκέντρωση εκμεταλλεύσιμων εργατών και κεφαλαίου. Ήταν επίσης μια συσσώρευση διαφορών και διαιρέσεων εντός της εργατικής τάξης, με την οποία ιεραρχίες που οικοδομήθηκαν πάνω στο φύλο, όπως και τη “φυλή” και την ηλικία, έγιναν συστατικές της ταξικής εξουσίας και του σχηματισμού του σύγχρονου προλεταριάτου37,38.
Αυτό που επίσης υποτείνεται εδώ είναι ότι καθώς η αναπαραγωγή του προλεταριάτου άρχισε να διαμεσολαβείται από τον μισθό, αυτό δεν κατάργησε την προλεταριακή αυτο-αναπαραγωγή· ο μισθός είναι, γενικά, πολύ σπάνια τόσο υψηλός ώστε να μπορούν οι εργάτες να αποκτούν όλα τα μέσα της αναπαραγωγής τους (φαγητό έτοιμο για κατανάλωση, σεξ, καθαριότητα, υγειονομική περίθαλψη) άμεσα από την αγορά39. Αντίθετα, ο μισθός έγινε μια μορφή μέσω της οποίας η απλήρωτη αναπαραγωγική εργασία των γυναικών αλλά και των παιδιών και άλλων εξαρτημένων ατόμων, διαμεσολαβούνταν κυρίως μέσα από τον μισθό των αντρών, παράγοντας αυτό που η Mariarosa Dalla Costa αποκαλεί πατριαρχία του μισθού40,41. Ενώ η ανάλυση του Μαρξ εστιάζει στην συσσώρευση των “αντρών” και στη συνέχεια στην αναπαραγωγή και την αναπαραγωγή του κεφαλαίου μέσα από την εκμετάλλευσή τους, συγγραφείς όπως η Φεντέριτσι, η Fortunati, οι Dalla Costa και James παρέχουν μια θεωρία της συνθήκης που καθιστά δυνατή την ανάλυση του Μαρξ: την παραγωγή και την αναπαραγωγή της ίδιας της εργατικής δύναμης42. Για να καταλάβουμε την ιστορία του πώς οι αγώνες για την αναπαραγωγή άρχισαν να παρακμάζουν, δεν φτάνει λοιπόν να αναλύσουμε την ενσωμάτωση των προλετάριων στην μισθωτή εργασία και την ποινικοποίηση εναλλακτικών πρακτικών αναπαραγωγής. Πρέπει να καταλάβουμε, μαζί με την Φεντέριτσι, πώς ένα αποτέλεσμα αυτού του πολέμου κατά των γυναικών, του οποίου το πιο βίαιο επεισόδιο ήταν το κυνήγι μαγισσών, ήταν η διάσπαση του προλεταριάτου43. Αυτό το αποτέλεσμα αυτού του πολέμου δεν ήταν απλά η πρωταρχική συσσώρευση και η πειθάρχηση των γυναικείων σωμάτων από το κεφάλαιο, το κράτος και την εκκλησία αλλά, επίσης, η υποταγή των προλετάριων γυναικών στους προλετάριους άντρες. Γι’ αυτούς τους άντρες ο αγώνας για την αναπαραγωγή ήταν συχνά – ιδιαίτερα από τη στιγμή που οι εναλλακτικές διαδρομές είχαν εξαντληθεί κυρίως – ένας αγώνας για να βρουν γυναίκες που θα μπορούσαν να τους αναπαράγουν. Στην μακρο-βία του κλήρου και του κράτους, προστέθηκε μια μικρο-βία της καθημερινότητας, που αντλούσε συχνά από τις αφηγηματικές πηγές και εικόνες που παράγονταν από την πρώτη. Ο οικονομικός καταναγκασμός και η εξω-οικονομική βία είναι αδιαχώριστα αλλά διακρίσιμα υπό τον καπιταλισμό.
Η καταστροφή των διαφορετικών μορφών αναπαραγωγικής αυτο-οργάνωσης των προλετάριων δεν σήμαινε μια κατατροφή της προλεταριακής αναπαραγωγής καθαυτής, αλλά τη δημιουργία της σύγχρονης πυρηνικής οικογένειας, μέσα στην οποία η απλήρωτη αναπαραγωγική εργασία φρόντιζε τις αναπαραγωγικές ανάγκες των παιδιών και των μισθωτών εργατών, ώστε οι εργάτες να μπορούν να παραμένουν ελεύθερα “επιπλέοντα”, αμοιβαία ανταγωνιστικά παραγωγικά σώματα. Συνεπώς, μπορούμε να καταλάβουμε τη σύγχρονη οικογένεια ως μια ουσιώδη μονάδα επιβίωσης σε μια συνθήκη ανασφάλειας, αλλά πρέπει να καταλάβουμε πώς η σταθερότητα αυτού του μοντέλου πυρηνικής οικογένειας συνδέεται άρρηκτα με τη σταθερότητα του αντρικού μισθού44.
Συνεπώς, αν διαβάσουμε τα κεφάλαια του Μαρξ για την πρωταρχική συσσώρευση με την ανάλυσή του για τις γενικές τάσεις της καπιταλιστικής συσσώρευσης, πρέπει να συμπεράνουμε ότι οι αγώνες για την αναπαραγωγή γίνονται ένα όλο και περισσότερο σημαντικό ζήτημα, όχι απλά με τη μορφή των αγώνων για τον μισθό και την εργάσιμη μέρα αλλά και ως υπεράσπιση του κράτους πρόνοιας (ο κοινωνικός μισθός) και αγώνων για την απαλλοτρίωση των μέσων αναπαραγωγής ή εναντίον της απαλλοτρίωσής τους. Αν το προλεταριάτο είναι, όπως γράφουν οι Endnotes και ο Benanav, “μάλλον μια εργατική τάξη σε μετάβαση, μια εργατική τάξη που τείνει να γίνει μια τάξη αποκλεισμένη από την εργασία”, πρέπει να επισημάνουμε ότι είναι επίσης μια τάξη που χρειάζεται όλο και περισσότερο εναλλακτικούς τρόπους για να διασφαλίσει την ίδια την αναπαραγωγή της. Πριν γίνει ένα ζήτημα επαναστικής πάλης είναι ζήτημα καθημερινών λύσεων και αντιστάσεων στο πρόβλημα της προλεταριακής αναπαραγωγής45.
Προλεταριακή διαφοροποίηση
Ο Μαρξ θεωρητικοποιεί το πρόβλημα της προλεταριακής συνθήκης με δυο τρόπους: με όρους της εκμετάλλευσής του και με όρους της απαλλοτρίωσής του. Αν η πρώτη σχετίζεται με τη (μισθωτή) εργατική τάξη, η δεύτερη αναφέρεται σε οποιονδήποτε είναι αποχωρισμένος από τα μέσα ανα/παραγωγής, ένας φτωχός δυνάμει ή πραγματικά. Ο Μαρξ αναγνώριζε ότι το προλεταριάτο προσπαθεί επίσης να επιβιώσει εκτός της σχέσης-κεφάλαιο, ως λούμπεν προλεταριάτο, αγροτικό ή αστικό. Αυτή η τάξη ζει ως εξαιρεμένη εντός “του σιωπηρού καταναγκασμού των οικονομικών σχέσεων”, αντιμέτωπη όχι με την εκμετάλλευση αλλά με την “άμεσα εξωοικονομική δύναμη που ακόμα…χρησιμοποιείται, αλλά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις”46. Ο Μαρξ εισήγαγε το λούμπεν προλεταριάτο πρώτη φορά σε μια συζήτηση της ρομαντικής ματιάς του Max Stirner για τους μη-παραγωγικούς και αρνητές της εργασίας ragamuffins και lazzaroni47. Μετά το 1848, το πρόβλημα του λούμπεν προλεταριάτου γίνεται ένα πρόβλημα της αποτυχημένης επανάστασης, των προλετάριων που πουλήθηκαν στην αντίδραση. Αυτή η προσέγγιση, που τονίζει τη διαφορά ανάμεσα στην εργατική τάξη και το λούμπεν προλεταριάτο, και περιέχει συγκεκριμένες στιγμές ηθικολογίας από την προοπτική της εργασιακής ηθικής και του νόμου και της τάξης, υπάρχει έκτοτε στο κυρίαρχο ρεύμα του μαρξισμού, με τις πιο αξιοσημείωτες εξαιρέσεις αυτές του Frantz Fanon και του κόμματος των Μαύρων Πανθήρων.
Η εστίαση του Μαρξ στην αντίθεση ανάμεσα στην παραγωγικότητα του προλεταριάτου και τον “παρασιτισμό” του λούμπεν προλεταριάτου, αντικατοπτρίζει καπιταλιστικά κριτήρια της αξίας και της παραγωγής, αντί να θέτει το ερώτημα της κοινής συνθήκης και των δύο, όπως και την συχνά θολή διαχωριστική γραμμή ανάμεσά τους. Η αντίληψη του προλεταριάτου ως διαφοροποιούμενου σε εργάτες και λούμπεν προλετάριους δεν συνεπάγεται την απόδοση προτεραιότητας στην εκμετάλλευση σε σχέση με την κυριαρχία ή το αντίστροφο αλλά, μάλλον, τη θεώρησή τους ως διαφορετικών τρόπων με τους οποίους οι προλετάριοι ζουν τη συνθήκη τους: στα άκρα κάποιοι υφίστανται μόνο την κυριαρχία ή μόνο την εκμετάλλευση αλλά, κυρίως, οι προλετάριοι είναι αντιμέτωποι με ένα μίγμα και των δύο. Και μέσω της διαμεσολάβησης του ανταγωνισμού των θέσεων εργασίας και των δωρεάν παροχών του κράτους κλπ., όλοι οι προλετάριοι υπάγονται άμεσα και στα δύο αλλά με άνισο τρόπο ώστε κάποιοι να είναι σχετικά προνομιούχοι ως προς τους άλλους.
Συνεπώς, η μισθωτή εργασία είναι ένας από τους τρόπους με τους οποίους οι προλετάριοι προσπαθούν να λύσουν το πρόβλημα του διαχωρισμού. Αν ο προλετάριος είναι ένας δυνάμει φτωχός, τότε η προλεταριακή συνθήκη (λέξη που πρέπει να πάρουμε με την έννοια της “ανθρώπινης” αλλά ιστορικοποιημένη και αρνητική) το προλεταριάτο διαστρωματώνεται σε διαφορετικές στρατηγικές αντιμετώπισης αυτού του προβλήματος:
Στην ανάλυση του Μαρξ το προλεταριάτο δεν περιορίζεται στο ενεργά εργαζόμενο βιομηχανικό προλεταριάτο, που ήταν τόσο κεντρικό στην στρατηγική των συνδικάτων, των σοσιαλιστών και των κομμουνιστών στον 19ο και 20ο αιώνα. Αν το προλεταριάτο συνίσταται, όπως ισχυρίστηκε ο Ένγκελς το 1888, στην “τάξη των σύγχρονων μισθωτών εργατών οι οποίοι, μην έχοντας δικά τους μέσα παραγωγής, καταλήγουν να πουλάνε την εργατική τους δύναμη για να ζήσουν”, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι αυτό δεν σημαίνει ότι βρίσκουν πρόθυμους αγοραστές48. Συνεπώς, το προλεταριάτο συνίσταται τόσο από τους εργαζόμενους όσο και τους άνεργους. Αν το προλεταριάτο και το λούμπεν προλεταριάτο δεν είναι ένα “άθροισμα” συγκεκριμένων ατόμων αλλά τρόποι ζωής στους οποίους τα άτομα “μπαίνουν” και “βγαίνουν” ανάλογα με τις ανάγκες και την διαθεσιμότητα εργασίας ή άλλων στρατηγικών επιβίωσης, οι διακρίσεις αρχίζουν να θολώνουν. Παρ’ όλα αυτά είναι καθαρό ότι ανάμεσα σ’ αυτούς τους δυο πληθυσμούς μπορεί να προκύψουν συχνές συγκρούσεις, τόσο για ηθικούς λόγους (πχ. την προτεσταντική εργασιακή ηθική) και την αρνητική επίδραση του εγκλήματος στην καθημερινή ζωή των εργαζόμενων49. Αυτό που διακρίνει το λούμπεν προλεταριάτο από τους άνεργους είναι ο τρόπος ζωής του, οι καθημερινές στρατηγικές της απατεωνιάς, της κλοπής, της εργασίας με σεξ, μια υποκειμενικότητα ή συμπεριφορά που τείνει να το κάνει μη-απασχολήσιμο, ενώ οι άνεργοι ψάχνουν νομοταγώς να βρουν δουλειά. Ανάλογα, υπάρχουν συγκρούσεις ανάμεσα στους άνεργους και τους εργαζόμενους, με πιο προφανή την πίεση μείωσης των μισθών και τις συνθήκες που ασκούνται από τους πρώτους ή τους αγώνες για εργασιακή ασφάλεια από τους δεύτερους. Αυτές οι ομάδες, συνεπώς, δεν μπορούν να μοιράζονται τις ίδιες στρατηγικές στην αντιμετώπιση της ταξικής τους συνθήκης: οι εργάτες απορρίπτουν τον “παρασιτισμό και την εγκληματικότητα” των λούμπεν. Οι άνεργοι ανταγωνίζονται μεταξύ τους και πιέζουν προς τα κάτω τους μσθούς των εργαζόμενων. Πολλοί εργαζόμενοι αγωνίζονται ενάντια στην συμπερίληψη στην αγορά εργασίας νέων ομάδων (γυναικών, λούμπεν, μεταναστών, μαύρων) ώστε να διατηρήσουν τη θέση τους. Τέλος, όσοι αναπαράγουν την εργατική δύναμη – κυρίως γυναίκες – δέχονται πίεση από την ίδια την εργατική δύναμη, να την αναπαράγουν. Αυτό σημαίνει το ότι διάφορα τμήματα του προλεταριάτου ζουν διαφορετικά την προλεταριακή συνθήκη. Τώρα γίνεται πιο καθαρό τι διακυβεύεται στο πρόβλημα της συγκρότησης της τάξης50.
Η διαμόρφωση της τάξης μέσα από την πάλη
Ο Μαρξ διέκρινε ανάμεσα στις μορφές που υπάγουν τάξεις (αξιακή-μορφή, μορφή-χρήμα, μορφή-κεφάλαιο, μορφή-κράτος κλπ.) και τις ενεργές διαδικασίες της διαμόρφωσης της τάξης στην πάλη51. Αυτή η διάκριση επανέρχεται στην έννοια της σύνθεσης/συγκρότησης της τάξης στον εργατισμό, η οποία έχει τόσο μια παθητική όσο και μια ενεργή μορφή: η σύνθεση της τάξης ως εργατών και η ενεργή προσπάθεια της σύνθεσης των στοιχείων της τάξης, αυτόνομα. “Η πολιτική ταξική σύνθεση…καθορίζεται από το πώς η τάξη ιδιοποιείται ‘υποκειμενικά’ τις ‘αντικειμενικές’ συνθήκες της εκμετάλλευσης και τις στρέφει ενάντια στις ίδιες αυτές τις συνθήκες”52. Εδώ είναι χρήσιμο να ανακαλέσουμε μια παράγραφο από τη Γερμανική Ιδεολογία που περιγράφει τον ενεργό και τον παθητικό σχηματισμό της τάξης:
Διαφορετικά άτομα σχηματίζουν μια τάξη μόνο στον βαθμό που έχουν να πολεμήσουν μια κοινή μάχη ενάντια σε μια άλλη τάξη· διαφορετικά τίθενται με εχθρικούς όρους μεταξύ τους ως ανταγωνιστές. Από την άλλη, η τάξη με τη σειρά της πετυχαίνει μια ανεξάρτητη ύπαρξη απέναντι στα άτομα, ώστε τα τελευταία να βρίσκουν τις συνθήκες ύπαρξής τους προκαθορισμένες και, συνεπώς, έχουν τη θέση τους στη ζωή και την προσωπική τους εξέλιξη να τους αποδίδεται από την τάξη τους, υπάγονται σ’ αυτήν53. Αυτό είναι το ίδιο φαινόμενο με την υποταγή των ξεχωριστών ατόμων στον καταμερισμό της εργασίας και μπορεί να απαλοιφθεί μόνο με την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας και της ίδιας της εργασίας54.
Τα άτομα συγκροτούνται ως τάξη μέσω της υπαγωγής τους και του περιορισμού τους στον ιστό των αναγκών της κοινωνικής τους συνθήκης αλλά συγκροτούν μια τάξη μέσω της κοινής πάλης τους. Όταν δεν υπάρχει κοινή πάλη, αυτοί που θα μπορούσαν να συγκροτήσουν μια τάξη επιστρέφουν πίσω στον εσωτερικό ανταγωνισμό ή την αμοιβαία αδιαφορία. Στην απουσία αγώνων τα “αντικειμενικά ταξικά συμφέροντα” γίνονται αφηρμένα συνθήματα σε σύγκριση με την συγκεκριμένη πραγματικότητα των συμφερόντων των ατόμων και των οικογενειών στο να ανταγωνιστούν μεταξύ τους για τους περιορισμένους πόρους. Αυτό θα έπρεπε να μας εξηγεί γιατί προσπάθειες να “ανυψωθεί η προλεταριακή συνείδηση” αντιμετωπίζονται, γενικά, με λοιδωρία. Το να πούμε ότι οι άνθρωποι μοιράζονται ένα κοινό πρόβλημα στο οποίο υπάρχει μια κοινή λύση είναι μια αφηρημένη αλήθεια που από μόνη της θα πείσει λίγους μόνο να συμπράξουν σε έναν κοινό αγώνα· αυτό απαιτεί εμπιστοσύνη του ενός προς την άλλην καθώς και στις τακτικές της πάλης. Ένα κοινό πρόβλημα είναι απλά ένα πρόβλημα αν μπορούμε να φανταστούμε μια λύση· αν όχι, είναι απλά μια συνθήκη, ένα δοσμένο αλλά ενοχλητικό γεγονός που μπορεί, επίσης, να ενσταλλάξει κυνισμό και τυχοδιωκτισμό. Οι αγώνες προκύπτουν μόνο εκεί που οι άνθρωποι πιστεύουν – λογικά ή συναισθηματικά – ότι η συλλογική αντίδραση σε ένα πρόβλημα είναι καλλίτερη ή συμπληρωματική στους τρόπους με τους οποίους αντιμετωπίζουν την συνθήκη τους στην καθημερινότητά τους.
Το τελευταίο κομμάτι της παραπομπής υποδεικνύει ότι το πρόβλημα της προλεταριακής συνθήκης δεν μπορεί τελικά να “λυθεί” αλλά μόνο να διαλυθεί, μέσα από “την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας και της ίδιας της εργασίας”55. Αυτός είναι ένας από τους λόγους της επένδυσης ελπίδας στους πολιτικούς εκπροσώπους που ίσως λύσουν το πρόβλημα, στις θρησκείες, που υπόσχονται λύτρωση σε έναν άλλο κόσμο, και στα ναρκωτικά που σε βοηθούν να ξεχάσεις όλο αυτό το χάος. Αυτό παρέχει επίσης μια δικαιολόγηση για τις προβολές της κομμουνιστικής θεωρίας, στον βαθμό που προβάλλει μια λύση που τουλάχιστον στηρίζεται στη συλλογική αυτενέργεια αυτών που την πιστεύουν.
Αλλά είναι σημαντικό ότι αυτός ο κομμουνιστικός ορίζοντας δεν ερμηνεύεται ως ένα ζήτημα υπέρβασης και άρνησης συγκεκριμένων ατομικών στρατηγικών αναπαραγωγής, με την έννοια της ανύψωσης του εαυτού μας στο επίπεδο της καθολικότητας της τάξης στην ομοιογένεια του ανταγωνισμού της με το κεφάλαιο. Μάλλον, το πρακτικό καθήκον της συγκρότησης της τάξης – που είναι απαραίτητη για να τεθεί το πρόβλημα της κατάργησης της προλεταριακής συνθήκης συγκεκριμένα αντί της προσκόλλησης στον αμοιβαίο ανταγωνισμό και την αφηρημένη ελπίδα – συνίσταται στην ανάπτυξη συλλογικών στρατηγικών ζωής και επιβίωσης που είτε συνδυάζονται είτε συμπληρώνουν είτε καθιστούν περιττές τις εξατομικευμένες μορφές αναπαραγωγής.
Έστω κι αν ο πρώτος στόχος της αντίστασης ήταν απλά η διατήρηση των μισθών, σύνδεσμοι, αρχικά απομονωμένοι, συγκροτούνται οι ίδιοι σε ομάδες, καθώς οι καπιταλιστές, με τη σειρά τους, ενώνονται κι αυτοί στο καθήκον της καταπίεσης και, μπροστά στο ενωμένο κεφάλαιο, η διατήρηση της σύνδεσης γίνεται πιο αναγκαία από αυτήν των μισθών. Αυτό αληθεύει τόσο πολύ που οι Άγγλοι οικονομολόγοι εντυπωσιάζονται να βλέπουν τους εργάτες να θυσιάζουν ένα σημαντικό μέρος των μισθών τους προς όφελος των ενώσεων, οι οποίες, στα μάτια των οικονομολόγων, ιδρύονται μόνο και μόνο για χάρη των μισθών56.
O Μαρξ διατυπώνει αυτό το επιχείρημα, που προσανατολίζεται καθαρά στην πρακτική των Άγγλων εργατών, ενάντια στην θεωρητίστικη απόρριψη από τον Προυντόν των εργατικών συνενώσεων. Ο Προυντόν επιχειρηματολογεί ενάντια σε αυτό που θα πετύχουν, ακόμα κι αν κερδίσουν αυξήσεις των μισθών: η τάξη των καπιταλιστών θα ρίξει τους μισθούς για να αναπληρώσει τα χαμμένα κέρδη, το κόστος της οργάνωσης θα είναι το ίδιο υψηλότερο από ό,τι έχει κερδηθεί και στο τέλος της ημέρας οι εργάτες θα εξακολουθούν να είναι εργάτες και τα αφεντικά αφεντικά. Ενώ αμφισβητεί την οικονομική πτυχή του επιχειρήματος του Προυντόν, η εστίαση του Μαρξ στις εμπειρίες των εργατών του Μπόλτον υπονοεί ότι κάτι περισσότερο και πιο σημαντικό από τον μισθό, μπορεί να αποκτηθεί από τις συνενώσεις και τους αγώνες57.
Παρ’ όλα αυτά, το πρόβλημα της προλεταριακής συνθήκης είναι πολύ ευρύτερο από οποιαδήποτε ή ακόμα και δυνατή οργάνωση της μισθωτής εργασίας. Μπροστά στους πλεονάζοντες πληθυσμούς, τα συνδικάτα θα δουν την διαπραγματευτική τους δύναμη να υπονομεύεται από τον αυξανόμενο ανταγωνισμό από τους άνεργους ή τους υποαπασχολούμενους και κάποια θα εμπλακούν σε μια χαμένη μάχη να κατεβάσουν τον ανταγωνισμό διευρύνοντας τον αποκλεισμό κάποιων ομάδων, στη βάση της φυλής, του φύλου της κατάστασης της υπηκοότητας. Ο W.E.B. Du Bois επεσήμανε το πρόβλημα αυτό, όταν έγραψε για τη μαύρη εργατική τάξη στις Ηνωμένες Πολιτείες:
Θεωρητικά είμαστε ένα κομμάτι του παγκόσμιου προλεταριάτου με την έννοια ότι είμαστε η πιο εκμεταλλευόμενη τάξη των φτηνών εργατών· αλλά πρακτικά δεν είμαστε κομμάτι του λευκού προλεταριάτου και δεν αναγνωριζόμαστε από το προλεταριάτο σε κάποιον σημαντικό βαθμό. Είμαστε τα θύματα της φυσικής τους καταπίεσης, κοινωνικού εξωστρακισμού, οικονομικού αποκλεισμού και προσωπικού μίσους· και όταν, βρισκόμενοι σε αυτοάμυνα, επιδιώκουμε την καθαρή επιβίωση, μας χαρακτηρίζουν, ουρλιάζοντας, σαν “ψώρα”58.
Το πρόβλημα του προλεταριακού διαχωρισμού μπορεί να αντιμετωπιστεί σε κείνα τα κομβικά σημεία στα οποία μπορούν να παραχθούν κοινές λύσεις και να υπονομευθούν μορφές ανταγωνισμού – φυλετικοποιημένες, έμφυλες, εθνικιστικές κλπ. Είναι σημαντικό ότι αυτό συνεπάγεται την αντιμετώπιση της πρόκλησης να σκεφτούμε τις συνθήκες σύνθεσης εκείνων που δεν είναι μέρος του εργατικού δυναμικού, που στα γραπτά του Μαρξ είναι κατεξοχήν το πρόβλημα των αγροτών και των λούμπεν προλετάριων και αναδεικνύεται στην 18η Μπρυμαίρ.
Οι υλικές συνθήκες της συγκρότησης
Εκεί που το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, γραμμένο λίγο πριν από τις επαναστάσεις του 1848, ήταν ένα κείμενο στοχασμού πάνω στην ιστορική τάση προς την εξαθλίωση, την προλεταριακή ταξική δύναμη και την επανάσταση, ο Μαρξ έγραψε την 18η Μπρυμαίρ, το 1852, ως έναν συλλογισμό πάνω στην αποτυχία της επανάστασης, ιδιαίτερα μια αποτυχία που οφειλόταν στην αποτυχία του προλεταριάτου να συντεθεί με το λούμπεν προλεταριάτο και τους αγρότες59. Είναι χρήσιμο να επιστρέψουμε σ’ αυτό το κείμενο σήμερα που είναι καθαρό ότι η γενική τάση προς τους πλεονάζοντες πληθυσμούς μας αφήνει με μια θεωρία τόσο της δυσκολίας της επανάστασης όσο και του επείγοντος χαρακτήρα της. Στην 18η Μπρυμαίρ ο Μαρξ ανέπτυξε μια υλιστική θεωρία της ταξικής σύνθεσης, ως μια διόρθωση στις γενικές, ιστορικιστικές προβολές του Μανιφέστου. Η Μπρυμαίρ διαβάζεται συχνά ως ένα κείμενο στο οποίο το πρόβλημα των ταξικών διαιρέσεων – ανάμεσα στους προλετάριους και ανάμεσα στους προλετάριους και τους συμμάχους τους – είναι ένα πρόβλημα διαφώτισης των προλετάριων σχετικά με το αντικειμενικό κοινό συμφέρον και οργάνωσής τους, της εμπέδωσης συμμαχιών με τις οργανώσεις άλλων τάξεων, και της εύρεσης τρόπων πολιτικής αντιπροσώπευσης των μη οργανωμένων και “μη πεφωτισμένων” τμημάτων του προλεταριάτου και των άλλων υποδεέστερων τάξεων. Έτσι το ζήτημα της στρατηγικής και της δύναμης ανάγεται στο ζήτημα της ανασύνθεσης των πολιτικών δυνάμεων με προοπτική τη θεμελίωση νέων πολιτικών συμμαχιών. Όμως, αν κοιτάξουμε προσεκτικά τις σκέψεις του Μαρξ για τις τάξεις σ’ αυτό το κείμενο, θα δούμε ότι πρόκειται για έναν βαθύ στοχασμό πάνω στις σχέσεις μεταξύ των τάξεων ως συγκροτημένων κατηγοριών ανθρώπων, και τις μετατοπιζόμενες και εγγενώς πρακτικές και υπαρξιακές αντιδράσεις στην ενδεχομενικότητα της προλεταριακής αναπαραγωγής μέσω των οποίων οι τάξεις αποκρυσταλλώνονται ή εξαφανίζονται. Η ανάλυση του Μαρξ για το χάος της επαναστατικής κρίσης αποκλειστικά με όρους της πολιτικής ενδεχομενικότητας διαμορφώνεται υπόρρητα αλλά αδιαμφισβήτητα από προϋποθέσεις σχετικά με το ζήτημα της αναπαραγωγικής ενδεχομενικότητας.
Η αγροτιά
Η 18η Μπρυμαίρ θεωρητικοποιεί το πρόβλημα του διαχωρισμού στις πιο ριζικές και περισσότερο διάσπαρτες και μεμονωμένες μορφές: τους αγρότες με μικροεκτάσεις, μια μάζα ημι-προλετάριων που υπονομεύονται κυρίως από τις αναπτυσσόμενες αγορές στο φαγητό, τους φόρους και τα χρέη, και το λούμπεν προλεταριάτο. Η ανάλυση του Μαρξ για το αντεπαναστατικό τμήμα του λούμπεν προλεταριάτου, που οργανώθηκε από τον Βοναπάρτη, ακουμπά αρκετά βαθιά το ζήτημα της αναπαραγωγής. [Ο Βοναπάρτης] τους πρόσφερε όχι μόνο αντιπροσώπευση και μερική προστασία αλλά και μια προσωρινή λύση στην κατάσταση της ανασφάλειας και της φτώχειας: πληρωμή, συντροφικότητα και μια αποστολή. Ενώ ήταν το λούμπεν προλεταριάτο που εξασφάλισε την κυριαρχία του Λουδοβίκου Βοναπάρτη στους δρόμους του Παρισιού, ήταν η αγροτιά εκείνη που τον εξέλεξε τον Δεκέμβριο του 1848. Ο Μαρξ ρωτά: τι είναι αυτό, στην αγροτική ζωή, που κάνει τους αγρότες επιδεκτικούς να εκλέξουν έναν ηγέτη τόσο ξένο προς τους ίδιους. Σε αντίθεση με τους μικροαστούς, οι αγρότες δεν παράγουν ούτε έρχονται σε επαφή με λιγότερο ή περισσότερο “οργανικούς” διανοούμενους. Αυτό μας δίνει τη βάση της διατύπωσης του Μαρξ, που έχει επικριθεί, ότι οι μικροϊδιοκτήτες αγρότες:
“δεν είναι ικανοί να διεκδικήσουν τα δικό τους ταξικό συμφέρον στο όνομά τους, είτε μέσω ενός κοινβουλίου είτε μέσω μιας συνέλευσης. Δεν μπορούν να εκπροσωπήσουν τον εαυτό τους, πρέπει να εκπροσωπούνται. Ο εκπρόσωπός τους πρέπει ταυτόχρονα να εμφανίζεται και ως ο κύριός τους, ως μια εξουσία πάνω τους, μια απεριόριστη κυβερνητική δύναμη που τους προστατεύει από τις άλλες τάξεις και τους στέλνει τη βροχή και τη λιακάδα από ψηλά. Συνεπώς, η πολιτική επιρροή των μικροϊδιοκτητών αγροτών βρίσκει την τελική της έκφραση στην εκτελεστική εξουσία που υποτάσσει την κοινωνία σ’ αυτήν”60.
Αλλά τι είναι αυτό στον τρόπο ζωής τους που κάνει τους αγρότες επιδεκτικούς σ’ αυτόν τον τρόπο εκπροσώπησης [Vertretung]; Εδώ πρέπει να ρωτήσουμε: πώς έγινε ο Βοναπάρτης μια απάντηση στην ανάγκη των αγροτών για προσανατολισμό και αντιπροσώπευση; Κατανοώντας αυτή την ανάγκη καταλαβαίνουμε, από την ανάποδη, με ποιο τρόπο μπορεί αυτή η ανάγκη να ικανοποιηθεί από ένα κίνημα με επαναστατική σύνθεση. Η διερεύνηση του ζητήματος από τον Μαρξ ξεκινά όχι με τη συνείδηση των αγροτών αλλά με μια περιγραφή του συγκεκριμένου τρόπου ζωής τους, των προβλημάτων τους και των πιθανών λύσεων:
Οι μικροϊδιοκτήτες αγρότες σχηματίζουν μια τεράστια μάζα, τα μέλη της οποίας ζουν σε παρόμοιες συνθήκες χωρίς όμως να εισέρχονται σε κάποια πολλαπλότητα σχέσεων μεταξύ τους. Ο τρόπος παραγωγής τούς απομονώνει τον έναν από τον άλλο, αντί να τους φέρνει κοντά σε αμοιβαία επαφή. Η απομόνωση επιτείνεται περισσότερο από τα κακά μέσα επικοινωνίας στη Γαλλία και από τη φτώχεια των αγροτών…Κάθε ξεχωριστή αγροτική οικογένεια είναι σχεδόν αυτάρκης…και συνεπώς [η αγροτιά] αποκτά τα προς το ζην περισσότερο μέσα από μια ανταλλαγή με τη φύση παρά μέσα από μια επαφή με την κοινωνία. Ένα μικρό χωράφι, ένας αγρότης και η οικογένειά του· δίπλα τους ένα άλλο χωράφι, ένας άλλος αγρότης και μια άλλη οικογένεια. Ένα μικρό πλήθος από αυτά φτιάχνουν ένα χωριό και ένα μικρό πλήθος από χωριά φτιάχουν μια Νομαρχία. Με τον τρόπο αυτό, η μεγάλη μάζα του γαλλικού έθνους συγκροτείται με την απλή προσθήκη ομόλογων μεγεθών, αρκετά παρόμοια με τον τρόπο που οι πατάτες σε ένα σακί σχηματίζουν ένα σακί πατάτες61.
Συνεπώς, η καθημερινότητα και ο τρόπος (ανα)παραγωγής των αγροτών διαχωρίζει τον έναν από τον άλλο και κάνει πιο δύσκολη τη συγκρότητση οποιωνδήποτε πολιτικών συλλογικοτήτων. Και σε αντίθεση με τους μεμονωμένους προλετάριους στην πόλη, που ζουν κοντά και πηγαίνουν στους ίδιους εργασιακούς χώρους, οι αγροτικές οικογένειες ζουν μια στατική ζωή με λιγοστούς γείτονες62. Εκεί που ένας λόγος, που εκκινεί από την ανάγκη της επιστήμης και της ιδεολογίας θα ρωτούσε: πώς μπορούν να εκπροσωπηθούν οι αγρότες και πώς μπορούν να διαφωτιστούν σχετικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ζουν, μια έρευνα, που ξεκινά με τον τρόπο που οι αγρότες ζουν τις συνθήκες τους, καταλήγει σε διαφορετικά αποτελέσματα:
Στον βαθμό που εκατομμύρια οικογενειών ζουν κάτω από συνθήκες που διαχωρίζουν τον τρόπο ζωής, τα συμφέροντά τους και την κουλτούρα τους από εκείνα των άλλων τάξεων και τις θέτουν σε μια εχθρική αντίθεση με τις τελευταίες, τότε αυτές συγκροτούν μια τάξη. Στον βαθμό που υπάρχει απλά μια τοπική διασύνδεση μεταξύ αυτών των μικροϊδιοκτητών αγροτών και η ταυτότητα των συμφερόντων τους δεν συγκροτεί μια κοινότητα, κανέναν εθνικό δεσμό και καμμιά πολιτική οργάνωση μεταξύ τους, [αυτοί] δεν σχηματίζουν μια τάξη63.
Η αγροτιά ζει αυτό το κοινό πρόβλημα αλλά ο ίδιος ο χαρακτήρας του προβλήματος, καθώς και τα περιορισμένα μέσα επικοινωνίας των αγροτών και ο τοπικοποιημένος τρόπος ζωής τους, σημαίνει ότι ενώ συγκροτούνται ως μια τάξη δεν μπορούν να συγκροτήσουν μια τάξη. Αυτό δείχνει τον αυστηρά σχεσιακό και αυτο-συσχετιστικό χαρακτήρα της έννοιας της τάξης του Μαρξ· οι αγρότες μοιράζονται κοινά προβλήματα (διακυμάνσεις της αγοράς στις τιμές των προϊόντων τους, ανταγωνισμός, υποδούλωση στο κεφάλαιο μέσω των χρεών), αλλά ο τρόπος που αυτά διαμορφώνονται και αντιμετωπίζονται είναι τοπικός64. Ενώ αυτό μπορεί να δημιουργήσει ή να διατηρήσει ισχυρούς δεσμούς στις τοπικές κοινότητες και ηθικές οικονομίες, ο αγροτικός πληθυσμός ως σύνολο είναι μια απλή μάζα. Δεν βρίσκει την συλλογικότητα στην οποία αυτά τα προβλήματα θα μπορούσαν να αρθρωθούν ως κοινά συμφέροντα, όπου οι καθημερινοί αγώνες κάθε αγροτικής οικογένειας ή χωριού θα μπορούσαν να γίνουν μια κοινή πάλη.
Η απομόνωση των μικροϊδιοκτητών αγροτών σήμαινε ότι είχαν “χαθεί” για την επανάσταση: αντίθετα ενοποιήθηκαν από τον Βοναπάρτη, έναν άνθρωπο στη φήμη και την εξουσία του οποίου αυτοί οι εξατομικευμένοι αγρότες βρήκαν έναν προστάτη. Η εμπιστοσύνη τους σ’ αυτόν ως εκπρόσωπό τους βασιζόταν στην ιστορική μνήμη της συμμαχίας τους με τον παλιό Ναπολέοντα. Μια μάζα, είτε ετερογενής και συνδεόμενη από την εντοπιότητα (όπως το λούμπεν προλεταριάτο) είτε σχετικά ομοιόμοφη και διαχωρισμένη (όπως η αγροτιά), ενοποιείται πολύ εύκολα κάτω από έναν κύριο ή κάποιον που συμβολίζει την εξουσία. Όμως, η απομόνωση επισημαίνει επίσης το γεγονός ότι ένα κίνημα που αναπτύσσει τα τεχνικά μέσα και τις οργανωτικές μορφές μέσω των οποίων οι αγρότες μπορούν να επικοινωνήσουν και μπορούν να συνδεθούν είναι ένα κίνημα που θα καταργήσει την ανάγκη για έναν εκπρόσωπο και θα δώσει στην αγροτιά τη δυνατότητα να εκπροσωπήσει τον εαυτό της. Και πράγματι, οι περισσότερες από τις επιτυχημένες επαναστάσεις και αντιαποικιοκρατικούς αγώνες του 20ου αιώνα – με πιο παραδειγματική αυτήν στην Κίνα – ήταν σε μεγάλο βαθμό επιτυχημένες εξαιτίας της κεντρικής εμπλοκής της αγροτιάς, εν μέρει εξαιτίας μιας κομμουνιστικής επανεκτίμησης του ρόλου της αγροτιάς όπως και εξαιτίας της αυξημένης ικανότητας για μετακίνηση και επικοινωνία και, συνεπώς, συντονισμό, χάρις στους τηλέγραφους, τα τηλέφωνα, τους σιδηρόδρομους, τα αυτοκίνητα κλπ.
Ενώ οι αλλαγές στα μέσα επικοινωνίας και μεταφοράς δεν ήταν μια σχετική μεταβλητή στην περιγραφή μιας επαναστατικής και αντεπαναστατικής περιόδου τεσσάρων χρόνων, [ο Μαρξ] έλαβε υπόψιν το επαναστατικό γίγνεσθαι της αγροτιάς. Συνεπώς, επένδυσε τις ελπίδες του στην επαναστατική οργάνωση των μικροϊδιοκτητών αγροτών στην επιδείνωση των συνθηκών τους, δείχνοντας προς τη δυνατότητα ότι μια αλλαγή στον χαρακτήρα του προβλήματος των αγροτών θα μπορούσε να τους οδηγήσει στο να ψάξουν τον εκπρόσωπό τους στο προλεταριάτο. Εν συντομία, ο Μαρξ δεν υπονόησε ότι οι αγρότες δεν θα μπορούσαν να είναι επαναστάτες:
Η δυναστεία του Βοναπάρτη δεν αντιπροσωπεύει τον επαναστάτη αλλά τον συντηρητικό αγρότη· δεν αντιπροσωπεύει τον αγρότη που θέλει να ξεπεράσει τη συνθήκη της κοινωνικής του ύπαρξης, το μικρό χωράφι, αλλά μάλλον αυτόν που θέλει να παγιώσει τη μικρή του ιδιοκτησία· δεν αντιπροσωπεύει τον άνθρωπο της υπαίθρου που σε συμμαχία με τις πόλεις θέλει να ανατρέψει την παλιά τάξη μέσα από τις ίδιες τις δικές του ενέργειες αλλά, αντίθετα, αυτόν που, σε στέρεη απομόνωση μέσα σ’ αυτήν την παλιά τάξη, θέλει να δει τον εαυτό του και τη μικροϊδιοκτησία του να διασώζονται και να ευνοούνται από το φάντασμα της Αυτοκρατορίας65.
Ο Μαρξ ορίζει τους επαναστάτες ως αυτούς που σκοπεύουν να καταργήσουν την παλιά τάξη και όχι να βελτιώσουν τη θέση τους μέσα σ’ αυτήν, που διαλέγουν ένα μέλλον διαφορετικό, μάλλον, παρά μια επανάληψη του παρελθόντος στο παρόν. Επιπλέον, σημειώνει ότι οι τάξεις των επαναστατών αγροτών είναι πιθανόν να μεγαλώσουν με την αύξηση του λούμπεν προλεταριάτου στην ύπαιθρο, “τα πέντε εκατομμύρια που κρέμονται πάνω από τα όρια της ύπαρξης και έχουν τα στέκια τους στην ίδια την ύπαιθρο” ή πηγαινοέρχονται ανάμεσα στην πόλη και την ύπαιθρο με “τα κουρέλια τους και τα παιδιά τους”, θυμίζοντάς μας τις σύγχρονες αναλύσεις του Jan Breman για την κυκλοφορία και την μετανάστευση των ακτήμονων και των φτηνών εργατών γης στον Νότο και τη Νοτιοανατολική Ασία66. Όπως η τάξη των μικροαγροτών σύρεται πιο βαθιά στην αστική τάξη, η συντηρητική παγίωση θα αποτελεί επιλογή για ακόμα λιγότερους αγρότες· με άλλα λόγια, οι στρατηγικές και οι τρόποι ζωής της συνθήκης του αγρότη θα αλλάξουν καθώς αυτή η συνθήκη αλλάζει. Τώρα, γράφει ο Μαρξ (σε κάτι που ήταν σίγουρα επίσης μια στρατηγική παρέμβαση σε μια διαδικασία ταξικής σύνθεσης), τα συμφέροντα των αγροτών είναι κοντά σε αυτά του αστικού προλεταριάτου, στο οποίο θα βρουν έναν “φυσικό σύμμαχο και ηγέτη” – ενώ πολλοί νέοι λούμπεν αγρότες θα πάνε στον στρατό67. Το πεδίο της πάλης και της πολιτικής σύνθεσης της τάξης επίσης αλλάζει – η πλειοψηφία των αγροτών δεν βρίσκει πλέον τα συμφέροντά της να ευθυγραμμίζονται με την αστική τάξη, όπως υπό τον Ναπολεόντα, αλλά να στρέφονται εναντίον της. Έτσι, αν και ο Βοναπάρτης θα ήθελε να εμφανίζεται ως ο “πατριάρχης ευεργέτης όλων των τάξεων…δεν μπορεί να δώσει στη μια τάξη χωρίς να πάρει από μια άλλη”, περιορίζοντας δραματικά την ικανότητά του να συνενώσει διαφορετικές τάξεις κάτω από την αντιπροσώπευσή του68.
Περιέργως, η προλεταριακή καθοδήγηση της αγροτιάς που υποστηρίχτηκε από τον Μαρξ φαίνεται να βάζει το προλεταριάτο σε θέση αντιπροσώπευσης της απομονωμένης αγροτιάς, παρόμοια μ’ αυτήν του νεαρού πρίγκηπα Βοναπάρτη, από την μια πλευρά, ή μιας συγκεκριμένης αυτοματοποίησης στην συνένωση των αγροτών με το προλεταριάτο στην πόλη – αντί των λούμπεν. Μοιάζει, λοιπόν, το διάβασμά μας να μας φέρνει στην πολύ παραδοσιακή ερμηνεία ότι ο Μαρξ – σύμφωνα με τη σιδηρά λογική του ίδιου του επιχειρήματός της – θα μπορούσε να είναι προασπιστής μόνο του βιομηχανικού προλεταριάτου. Όμως, ο Μαρξ δεν είναι εχθρικός στους αγρότες καθαυτούς, ούτε τους παρουσιάζει, όπως έχουμε δει, ως αναγκαστικά αντεπαναστάτες. Τα επιχειρήματα σχετικά με την υπαγωγή τους στην προλεταριακή καθοδήγηση συνδέονται κυρίως με την ανάπτυξη των μέσων επικοινωνίας και σύνθεσης, με άλλα λόγια των μέσων σύνδεσης και σύνθεσης στον αγώνα, και της αντιπροσώπευσης των ίδιων. Όπως έχουμε δει στην περίπτωση των μικροαστών είναι ο χαρακτήρας του τρόπου ζωής τους, τα προβλήματα και οι λύσεις που τους κρατούν κομφορμιστές: καθώς το πρόβλημά τους αλλάζει, το ίδιο θα γίνει και με τον πολιτικό τους προσανατολισμό. Στο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία, γραμμένο στο 1871, ο Μαρξ ρωτά: “πώς θα μπορούσε [η προηγούμενη πίστη των αγροτών στον Βοναπάρτη] να αντισταθεί στην έλξη της Παρισινής Κομμούνας για τα ζωντανά συμφέροντα και τις επείγουσες ανάγκες της αγροτιάς;”. Η αντιδραστική επαρχιακή συνέλευση των γαιοκτημόνων, επισήμων, ενοικιαστών και εμπόρων…
ήξερε ότι τρεις μήνες ελεύθερης επικοινωνίας της Παρισινής Κομμούνας με τις επαρχίες θα προκαλούσε μια γενική εξέγερση των αγροτών, εξ ου και η ανησυχία τους να εγκαταστήσουν έναν αστυνομικό αποκλεισμό γύρω από το Παρίσι, ώστε να σταματήσουν την εξάπλωση της “αρρώστιας”69.
Στην 18η Μπρυμαίρ ο Μαρξ ήταν εχθρικός προς το λούμπεν προλεταριάτο, σκεπτικιστής για τις επαναστατικές δυνατότητες της αγροτιάς και έτρεφε ελπίδες για το αστικό προλεταριάτο. Το όλο ζήτημα εδώ είναι να κρατήσουμε στο μυαλό μας ότι οι σκέψεις του Μαρξ, ενώ μορφοποιούνται από μια δομική ανάλυση, έχουν να κάνουν πρώτα απ’ όλα με τη συγκυρία. Εστιάζονται στις υλικές συνθήκες της σύνδεσης ή της συμμαχίας αυτών που είναι διαχωρισμένοι γύρω από κοινούς αγώνες και στην εφεύρεση και κατασκευή νέων λύσεων στα προβλήματα της εποχής και της ζωής. Τεχνολογίες επικοινωνίας (σαν να λέμε, μέσα “μόλυνσης”) και η ικανότητα υπέρβασης, ή παράκαμψης του κράτους, είναι αποφασιστικές. Αλλά, πρώτα απ’ όλα, είναι ζήτημα ευθυγράμμισης και διαμόρφωσης των συμφερόντων πληθυσμών που βρίσκονται υπό την πίεση του χρόνου. Στην αντίκρουση της κριτικής του Μπακούνιν, ο οποίος επιθυμεί να κάνει το προλεταριάτο κύριο των αγροτών, ο Μαρξ παρατηρεί ότι είναι απλά ένα ζήτημα σύνθεσης συμφερόντων. Με τους αγρότες-ιδιοκτήτες το ζήτημα είναι να μπορεί το προλεταριάτο να κάνει γι’ αυτούς τουλάχιστον αυτό που μπορεί να κάνει η αστική τάξη, ενώ οι προλεταριοποιημένοι εργάτες γης μπορούν να οργανωθούν μαζί με τους προλετάριους άμεσα, καθώς οι στρατηγικές αναπαραγωγής μπορούν στην περίπτωση αυτή να συντεθούν. Τέλος, σε σχέση με τους εργάτες της υπαίθρου, ο στόχος δεν είναι απλά μια ταξική συμμαχία αλλά, στην πραγματικότητα, μια αναδιοργάνωση της αναπαραγωγής τους προς την κοινή ιδιοκτησία, χωρίς ανταγωνισμό με τους αγρότες, δηλαδή χωρίς την καταναγκαστική κολλεκτιβοποίησή τους ή την αφαίρεση των δικαιωμάτων τους πάνω στη γη70. Βλέπουμε τώρα, εδώ, πώς ο Μαρξ κατανοεί την ταξική συγκρότηση ως ένα ζήτημα σύνθεσης διαφορετικών αγώνων γύρω από την αναπαραγωγή, χωρίς να προσποιείται ότι αυτές οι διαφορές είναι απλά μια ψευδαίσθηση που αποκρύπτει την κοινή τους ουσία, ταυτότητα ή πρόβλημα.
Σύνθεση με το λούμπεν προλεταριάτο
Το να αναδείξουμε το πρόβλημα της ταξικής σύνθεσης με την αγροτιά σήμερα, αλλά και ήδη στην εποχή του Μαρξ, σημαίνει να συζητάμε τους αγώνες σχετικά με το ρίσκο ή την πραγματικότητα της έλλειψης κλήρου γης ή της μικρής αγροτικής ιδιοκτησίας και του χρέους. Μαζί με το ζήτημα των πλεοναζόντων πληθυσμών, που παράγονται από την εκμηχάνιση (η οποία συμβαίνει επίσης και στη βιομηχανική γεωργία), αυτό μας οδηγεί στο ζήτημα του λούμπεν προλεταριάτου, ως μιας ακραίας, παράτυπης συνθήκης και τρόπου επιβίωσης και θανάτου.
Οι Μαρξ and Ένγκελς είχαν προειδοποιήσει εναντίον αυτής της ομάδας ήδη από το Μανιφέστο:
Η “επικίνδυνη τάξη”, το κοινωνικό απόβρασμα, αυτή η μάζα που σαπίζει παθητικά και έχει αποβληθεί από τα κατώτερα στρώματα της παλιάς κοινωνίας, μπορεί, εδώ κι εκεί, να παρασυρθεί στο κίνημα από μια προλεταριακή επανάσταση· οι συνθήκες της ζωής της, όμως, την προετοιμάζουν πολύ περισσότερο για τον ρόλο ενός δωροδοκούμενου εργαλείου της αντιδραστικής ίντριγκας71.
Στην 18η Μπρυμαίρ το λούμπεν προλεταριάτο επενέρχεται ως μια προβληματική φιγούρα στο σχήμα του Μαρξ για την επανάσταση: ως μια τάξη οι “λούμπεν” είναι αδιαμφισβήτητα ένα προϊόν της αστικής κοινωνίας και της δυναμικής της και μια τάξη ριζικών αναγκών, οργανωμένη, παρ’ όλα αυτά, ενάντια στην επανάσταση του 1848 στη Γαλλία.
Η επανάσταση του Φεβρουαρίου έδιωξε τον στρατό απο το Παρίσι. Η Εθνοφρουρά, δηλαδή η αστική τάξη στις διαφορετικές της διαβαθμίσεις, συνιστούσε τη μοναδική εξουσία. Δεν αισθανόταν, όμως, από μόνη της ικανή αντίπαλος απέναντι στο προλεταριάτο. Επιπλέον, αναγκάστηκε σταδιακά να ανοίξει τις τάξεις της και να δεχτεί ένοπλους προλετάριους, αν και μόνο μετά από την πιο επίμονη αντίσταση και έχοντας βάλει εκατοντάδες διαφορετικά εμπόδια. Συνεπώς, δεν απέμενε παρά μια διέξοδος: να τεθεί το ένα τμήμα του προλεταριάτου ενάντια στο άλλο72.
Έτσι μπήκε το λούμπεν προλεταριάτο στο αφήγημα της αποτυχίας της επανάστασης, αποκτώντας ιστορική σχέση με τους 24.000 νεαρούς άντρες που στρατολογήθηκαν στην Μεταφερόμενη Φρουρά [Mobile Guard] για να καταστείλουν το επαναστατικό προλεταριάτο. Ο σκεπτικισμός του Μαρξ σε σχέση με το λούμπεν προλεταριάτο είναι αποτέλεσμα της επίγνωσής του για το πώς οι πολιτικές συμμαχίες μιας τάξης διαμορφώνονται από τους τρόπους με τους οποίους η τάξη αυτή αναπαράγει τον εαυτό της. Ενώ αυτό δεν τον οδήγησε να υποτείνει ότι η πολιτική ανασύνθεση μπορεί να επιτευχθεί μέσα από την ανασύνθεση της αναπαραγωγής, θα δούμε ότι τέτοια συμπεράσματα μπορούν και πρέπει να αντληθούν από τα γραπτά του σχετικά με το λούμπεν προλεταριάτο.
Στην 18η Μπρυμαίρ, θα φαινόταν ότι ο Μαρξ ολισθαίνει στην οργανιστική ιδέα του παρασιτισμού όταν, επικαλούμενος το έθνος, γράφει ότι οι λούμπεν προλετάριοι, όπως και ο αρχηγός τους ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης, “αισθάνθηκαν την ανάγκη να επωφεληθούν σε βάρος του εργαζόμενου έθνους”73. Όμως, η έννοια του Μαρξ για το “έθνος” ως θύματος, εμφανίζεται ειρωνικά, σε σχέση με την συστηματική αυτοαναπαράσταση από τον Βοναπάρτη του εαυτού του ως σωτήρα του έθνους. Αυτό που ο Βοναπάρτης και το λούμπεν προλεταριάτο έχουν κοινό είναι ο χαρακτήρας τους ως “επιπλεόντων” στοιχείων στην κατάσταση – αν ο Βοναπάρτης γίνεται, τελικά, η φιγούρα που ενοποιεί αντιτιθέμενα ταξικά συμφέροντα είναι ακριβώς εξαιτίας της φαινομενικής άρσης του πάνω από τις τάξεις. Από την άλλη, το λούμπεν προλεταριάτο έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης ακριβώς ως ένα στοιχείο που δεν έχει σταθερή θέση ή διακύβευμα στην κοινωνία. Για τον Βοναπάρτη – όπως και για την οικονομική αριστοκρατία – η εκμετάλλευση μιας ασταθούς κατάστασης απαιτεί νοητική αφαίρεση και χρήμα. Ένα σημαντικό παράδειγμα είναι η περίπτωση των νεαρών μελών της Μεταφερόμενης Φρουράς, που μαγεύτηκαν από τις “μεγαλαυχίες για τον θάνατο για την πατρίδα και την αφοσίωση στη δημοκρατία” των Βοναπαρτιστών αξιωματικών τους74. Και, πάνω από αυτή την ιδεολογική “αποπλάνηση”, χρειάστηκε και η χρηματική διαφθορά (1 φράγκο και 50 σεντς την ημέρα) για να προσέλθουν οι εύπλαστοι νεαροί λούμπεν προλετάριοι στις τάξεις του Βοναπάρτη75. Το πρόβλημα του λούμπεν προλεταριάτου ίσως δεν είναι ότι αποτελεί το παράδοξο προϊόν της αστικής κοινωνίας που στέκεται στον δρόμο της κοσμοϊστορικής επανάστασης, αλλά το ότι η άκαιρη εξαθλίωσή τους γίνεται τόσο επίκαιρη σε εποχές που “οτιδήποτε στέρεο λιώνει στον αέρα”, έτσι που η οργάνωσή του στην επανάσταση να απαιτεί έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο πολιτικής συγκρότησης.
Είναι καθαρό ότι ο αντεπαναστατικός χαρακτήρας αυτής της ομάδας εξαιρετικά νεαρών αντρών λούμπεν προλετάριων δεν επιτρέπει να διατυπωθούν οποιαδήποτε γενικά σημεία σχετικά με το λούμπεν προλεταριάτο ως τέτοιο. Ας εξετάσουμε τους αριθμούς του Μαρξ: 25.000 στην Μετακινούμενη Φρουρά, σε σχέση με τα 4 εκατομμύρια “βεβαιωμένων φτωχών, απατεώνων, εγκληματιών και πορνών στη Γαλλία” – ένα μεγάλο μέρος των οποίων ήταν γυναίκες76. Περαιτέρω, ακόμα και αυτό το συγκεκριμένο τμήμα που κατατάχθηκε στην Μετακινούμενη Φρουρά, “ικανών για τις πιο ηρωικές πράξεις και τις πιο υψηλές θυσίες καθώς και για τις χειρότερες ληστείες και την πιο αχρεία διαφθορά”, δεν μπορεί να ειπωθεί ότι είναι αντεπαναστατικό καθαυτό77. Αντίθετα, ενώ ο Μαρξ δεν προτείνει οποιεσδήποτε τακτικές με τις οποίες μπορούν οι λούμπεν προλετάριοι να κερδηθούν στην επαναστατική υπόθεση, η περιγραφή του για το πώς έγιναν αντεπαναστάτες υπονοεί ότι άλλες ιδεολογικές επεξεργασίες, και άλλοι τρόποι ικανοποίησης των αναγκών τους, θα μπορούσαν να τους φέρουν σε έναν άλλο σκοπό. Εδώ έχουμε πολύ βασικές ανάγκες που δεν ορίζονται με όρους σταθερών ταξικών συμφερόντων αλλά ως ταλαντευόμενα συμφέροντα μιας ετερογενούς ομάδας που μπορεί να συντεθεί με οποιονδήποτε μπορεί να βοηθήσει στην ικανοποίηση των αναγκών και των επιθυμιών της, με οποιονδήποτε μπορεί να μοιραστεί ένα σύνθημα, μια ιδέα και ένα γεύμα (ακριβώς, θα προσθέταμε, όπως και η ίδια η εργατική τάξη πριν ομογενοποιηθεί ιδεολογικά και οργανωτικά στο εργατικό κίνημα). Από αυτή την σκοπιά, των αναγκών και της δίψας για ιδέες και ευθυμία [conviviality], το πρόβλημα με τους λούμπεν προλετάριους σε σχέση με την επανάσταση δεν είναι, πλέον, ότι οι τρόποι ζωής τους είναι ουσιαστικά αντεπαναστατικοί αλλά ότι, σε αντίθεση με τους εργάτες που ταΐζονται από το κεφάλαιο, δεν θα ικανοποιηθούν με συνθήματα αλλά μόνο με μετρητά και φαγητό (και κάτι από ηθικό “άλλοθι”78). Δεν υπάρχει, λοιπόν, δομικός λόγος για τον οποίον ο στρατηγικός προσανατολισμός του Μαρξ δεν θα μπορούσε να λάβει υπόψιν την επείγουσα έκκληση του Frantz Fanon να οργανώσουμε το (κυρίως άκληρο και στην ύπαιθρο) λούμπεν προλεταριάτο, του οποίου οι συμμαχίες δεν είναι ποτέ δοσμένες εκ των προτέρων, αλλά που θα συμμετέχει πάντα στην σύγκρουση: “αν αυτή η διαθέσιμη δεξαμενή ανθρώπινης προσπάθειας δεν οργανώνεται απευθείας με τις δυνάμεις της εξέγερσης, θα βρει τον εαυτό της να πολεμά ως μισθοφόροι στρατιώτες, πλάι-πλάι με τα αποικιακά στρατεύματα”79. Και δεν υπάρχει δομικός λόγος – μάλλον το αντίθετο – που οι υποστηρικτές της κομμουνιστικοποίησης δεν θα έπρεπε να θεωρήσουν τις πρακτικές των Μαύρων Πανθήρων, οι οποίοι ξεκίνησαν με το ζήτημα της ένοπλης και νόμιμης αυτοάμυνας ενός πλεονάζοντος πληθυσμού απέναντι στη ρατσιστική αστυνόμευση των εναλλακτικών μορφών επιβίωσής τους – τις “κομπιναδόρικες” και παράτυπες οικονομίες – και να προχωρήσουν στην εφαρμογή προγραμμάτων επιβίωσης που θα μπορούσαν να φέρουν δεκάδες χιλιάδες στον αγώνα και δυνατές δημοτικές εκλογικές καμπάνιες στο Όκλαντ και την Καλιφόρνια80.
Η προθυμία των νεαρών λούμπεν προλετάριων να καταταχθούν στην Μεταφερόμενη Φρουρά εγείρει το ζήτημα όχι απλά των ριζικών αναγκών και του επαναστατικού δυναμικού τους αλλά και το ζήτημα της πρακτικής οργάνωσης γύρω από συγκεκριμένες λύσεις: το πρόβλημα όλων αυτών που δεν μπορούν να εργαστούν ή δεν θα εργαστούν έχει έναν άμεσο καθημερινό χαρακτήρα. Οι ανάγκες των λούμπεν προλετάριων είναι πιο άμεσες από αυτές των εργαζόμενων και περισσότερο μη-συμβατικές από αυτές των ανέργων· στην απουσία εκμετάλλευσης, οι τρόποι ζωής τους είναι ποινικοποιημένοι, οι γειτονιές τους αποικιοποιημένες, με τους όρους των Μαύρων Πανθήρων, από την αστυνομία81. Συνεπώς, η προγραμματική απαίτηση της κατάργησης της αστικής ιδιοκτησίας θα είναι αναποτελεσματική αν δεν αντιμετωπίζει τις άμεσες ανάγκες αυτών που, διαφορετικά, θα πουλήσουν τον εαυτό τους στην αντεπανάσταση.
Η ζωή του προλεταριάτου έξω από τη μισθωτή-σχέση, των προλετάριων που καθίστανται περιττοί για την καπιταλιστική παραγωγή (και έμμεσα, αλλά όχι απαραιτήτως σκόπιμα, ως ένας εφεδρικός στρατός) και των προλετάριων που ήταν πάντα πλεονάζοντες, είναι η ιστορία σταθερών προσπαθειών να δημιουργηθούν άλλοι τρόποι αναπαραγωγής, η νίκη, η αφομοίωση ή η καταστολή τους. Αν πρόκειται να μπει στην ατζέντα η προλεταριακή αναπαραγωγή ενάντια στο κεφάλαιο – δηλαδή μια αναπαραγωγή που είναι άνοιγμα για την αυτοκατάργηση του προλεταριάτου ως προλεταριάτο – δεν αρκεί να πούμε ότι η κομμουνιστικοποίηση είναι ένα αμετάβλητο επαναστατικό σχέδιο του προλεταριάτου (Gilles Dauvé and Karl Necic) ή ένα πρότζεκτ που είναι εφικτό μόνο σήμερα, μια ριζική ανάγκη που βαθαίνει (Théorie Communiste, Endnotes)82. Για να ανοίξουμε τον ιστορικό προσανατολισμό της θεωρίας της κομμουνιστικοποίησης στο πρακτικό ζήτημα της οργάνωσης, γίνεται αναπόφευκτο να τον συσχετίσουμε με τις συνεχιζόμενες πρακτικές της απο-προλεταριοποίησης. Για να πάμε πέρα από αυτό, χρειάζεται να δούμε όχι μόνο δυνατότητες και αυξανόμενες ανάγκες ύπαρξης αλλά δυνητικότητες που μπορούν – ή πασχίζουν – να πραγματωθούν. Για να κάνουμε κάτι τέτοιο πρέπει να ανοιχτούμε στο ζήτημα της σύνθεσης, της “άμιλλας”, της οργάνωσης και της διάδοσης μεταξύ ετερογενών στρατηγικών αναπαραγωγής, όπως αυτές υπάρχουν, ή χρειάζονται, για να ικανοποιήσουν τις πρακτικές ανάγκες των προλετάριων σε σχέση με τους πολλούς διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους ζουν αυτή τη συνθήκη-πρόβλημα.
Ενώ η αναπαραγωγή μεγάλων τμημάτων του Δυτικοευρωπαϊκού προλεταριάτου διαμεσολαβούνταν από το κράτος πρόνοιας, αυτό που ο Μπαλιμπάρ αποκαλεί “εθνικο-κοινωνικό κράτος”, μια άλλη σειρά αγώνων έχει αρχίσει να ξεσπάει ανάμεσα σε μετανάστες στην Ευρώπη και προλετάριους στον “παγκόσμιο Νότο”83. Παράτυπη εργασία και παράνομες δραστηριότητες, καταλήψεις σπιτιών και, ιδιαίτερα, καταλήψεις γης, αλλά κι αυτό που ο Asef Bayat αποκαλεί ήσυχες καταπατήσεις, μια δημοφιλής έκδοση αυτού που οι ακόλουθοι της ιταλικής αυτονομίας αποκαλούσαν αυτομείωση, στη φτωχή Levantine84 και στις γειτονιές και παραγκουπόλεις της Βόρειας Αφρικής85. Ακόμα κι εκεί που τέτοιες δραστηριότητες έγιναν από μια μικρή ομάδα ή σε ατομική βάση, οι προσπάθειες καταστολής τέτοιων τρόπων αναπαραγωγής έχουν συχνά καταλήξει σε μαζική λαϊκή αντίσταση, όπως επισημαίνει ο Bayat· εν ολίγοις, μπορούμε να μιλήσουμε γι’ αυτές τις δραστηριότητες ως αναδυόμενες “εθιμικές” οικονομίες του προλεταριάτου86. Ανάλογα, οι συχνά “εξατομικευμένοι” – αν και υψηλά δικτυωμένοι – τρόποι μετακίνησης των μεταναστών, συνέχονται σε κοινούς αγώνες όταν έρχονται αντιμέτωποι με έναν φράχτη. Ο Bayat δείχνει ότι στρατηγικές “ήσυχης” καταπάτησης, μαζί με υπάρχουσες οργανώσεις αντίστασης, όπως συνδικάτα, άτυπες κοινότητες γύρω από τζαμιά και σύλλογοι οπαδών ποδοσφαιρικών ομάδων, ήταν όλες πρακτικές συνθήκες για την πρακτική ικανότητα της αυθόρμητης εξέγερσης να θέσει το ζήτημα της ύπαρξης του καθεστώτος Μουμπάρακ ως ένα πρακτικό πρόβλημα.
Αυτό που έχει σημασία είναι στρατηγικές που ίσως οικοδομήσουν την προλεταριακή ικανότητα αντίστασης και, συνεπώς, προβολής λύσεων στη μιζέρια του, δηλαδή να δει αυτή τη μιζέρια ως πρόβλημα, μάλλον, παρά ως μοίρα. Σήμερα, οι τακτικές και στρατηγικές αντιμετώπισης και κατάργησης της προλεταριακής συνθήκης μπορούν, λοιπόν, να αναχθούν μόνο στο κράτος πρόνοιας και τα συνδικάτα, μέσα από τεράστια παραμέληση. Επιπλέον, στρατηγικές που ήταν συναφείς, εδώ και καιρό, εκεί που η “ανάπτυξη” ήταν πάντα μια φαντασίωση, θα γίνουν όλο και πιο σημαντικές σε μια Ευρώπη που “επαρχιοποιεί” ή ίδια τον εαυτό της και καταργεί σωρηδόν τα προνοιακά δικαιώματα. Οι μορφές οργάνωσης και συγκρότησης της τάξης, που είναι δυνατές και αναγκαίες συνθήκες πλεονάζοντος πληθυσμού και συμπίεσης της προλεταριακής αναπαραγωγής, ξεκινούν με προγράμματα “επιβίωσης”. Αν όχι, η σημερινή βίαιη και οικονομική εξαφάνιση της προλεταριακής ικανότητας αντίστασης και σύνθεσης θα αποτρέψει οποιαδήποτε επαναστατική αποκρυστάλλωση.
Συμπέρασμα
Να ξεκινάμε με το ζήτημα της προλεταριακής αναπαραγωγής έχει αρκετά πλεονεκτήματα: συνδέει άμεσα την “μικροανάλυση” του κεφαλαίου με τον υπαρξιακά επείγοντα χαρακτήρα ατομικών και συλλογικών στρατηγικών ζωής και επιβίωσης. Περαιτέρω, μας επιτρέπει να αποφύγουμε θετικιστικές κοινωνιολογίες της τάξης βασισμένες στην “διαμερισματοποίηση” ενός πληθυσμού και οικονομίστικους ορισμούς της τάξης με όρους οικονομικών λειτουργιών εντός του καταμερισμού της εργασίας. Μας επιτρέπει να σκεφτούμε τις δομικές και υπαρξιακές πτυχές του σχηματισμού της τάξης από κοινού και να καταλάβουμε πώς τόσο η σύνθεση όσο και η διαφοροποίηση είναι αποκρίσεις στο ίδιο πρόβλημα.
Έχω ισχυριστεί ότι το πρόβλημα του προλεταριάτου πρέπει να οριστεί ευρύτερα από αυτό της εκμετάλλευσης. Οι λούμπεν προλετάριοι, οι άνεργοι, οι απλήρωτοι εργάτες της αναπαραγωγής και η εργατική τάξη ζουν τον ίδιο πρόβλημα-συνθήκη – τον διαχωρισμό από τα μέσα (ανα)παραγωγής. Παρ’ όλα αυτά, ζουν αυτό το πρόβλημα-συνθήκη διαφορετικά, και αυτές οι διαφορές καθημερινών πρακτικών δημιουργούν μια διαφοροποίηση στις ανάγκες και τις επιθυμίες, κάτι που είναι βαθιά πεπλεγμένο με τις διαδικασίες παραγωγής διακρίσεων φύλου, ικανοτήτων, φυλής κλπ. Ο προσανατολισμός της κομμουνιστικοποίησης στις συνθήκες της δυνατότητας του κομμουνισμού θέτει το ερώτημα μιας λύσης που να είναι επαρκής για τη γενικότητα του προβλήματος: το προλεταριάτο γίνεται το όνομα για όλους αυτούς που ιδεατά μοιράζονται ένα συμφέρον με την κατάργηση αυτού του προβλήματος. Από την απόσταση ενός θεατή, αυτή η προσέγγιση επισημαίνει τα όρια των υφιστάμενων αγώνων από την σκοπιά της καπιταλιστικής ολότητας, ολότητα που της προσδίδει μια θεωρία για το ποια μορφή πρέπει απαραίτητα να αποκτήσει μια τέτοια επανάσταση για να είναι επαρκής. Για τους διανοούμενους, αυτή είναι μια θεωρία της λογικής μορφής και της δυνατότητας της επανάστασης· για τους προλετάριους είναι μια θεωρία της ανεπάρκειας των προσπαθειών τους. Η απλή επισήμανση των ορίων οποιουδήποτε αγώνα, με αναφορά στην εποχική ριζοσπαστικότητα ενός προβλήματος, είναι μια συνταγή για κυνισμό και αδιαφορία. Δεν είναι αρκετό να είμαστε αντιμέτωποι με ένα κοινό πρόβλημα· αυτό δεν μας αποφέρει τίποτα παραπάνω από μια κατανόηση της προλεταριακής συνθήκης ως δυστυχίας. Αν δεν υπάρξει η ανάπτυξη κοινών τακτικών και στρατηγικών αντιμετώπισης συγκεκριμένων προβλημάτων, οι διαφορετικές αμοιβαία ανταγωνιστικές στρατηγικές αντιμετώπισης θα επικρατήσουν. Οποιαδήποτε επαναστατική πρακτική πρέπει να ξεκινά με λύσεις που είναι πιο πειστικές ή επιθυμητές για την κατάσταση από τις υπάρχουσες. Αντί να αποτραβιέται στη δική της γωνιά, στο πλαίσιο του καταμερισμού της εργασίας από συνήθεια ή από φόβο ότι θα παραβιάσει την καθαρότητα των αγώνων, η θεωρία, θεωρούμενη ως μέρος αυτών των κινημάτων, είναι η ενεργή προσπάθεια διάχυσης στρατηγικών σύνθεσης και πάλης, και της επεξεργασίας κοινών και εγκάρσιων σημείων σύνδεσης μεταξύ διαφορετικών αγώνων87. Να πάρουμε στα σοβαρά το γεγονός ότι οι αντιστάσεις και τα δίκτυα αλληλεγγύης προϋπάρχουν των εκρήξεων της ανοιχτής πάλης σημαίνει να πάμε πέρα από την πίστη στο αυθόρμητο. Αυτό συνεπάγεται μια ηθική της μαχητικότητας, εμβαπτισμένη έρευνα, παραγωγή γνώσης και λαϊκή παιδαγωγική, που προχωράνε μέσα από πρακτικές συλλογικής χαρτογράφησης των δυνατοτήτων σύνθεσης και στοχασμού πάνω στο πώς να συνδέσουμε και να επεκτείνουμε δίκυα εμπιστοσύνης και αλληλεγγύης88. Συνεπάγεται την κοινοχρησία εργαλείων οργάνωσης και τακτικών πάλης, εκτίμηση των φημών και των ψιθύρων και την εμπλοκή σε μικρούς αγώνες με τρόπους που μπορούν να συμβάλλουν στο να μετατρέψουν τον φόβο και την δυσπιστία σε κουράγιο και αλληλεγγύη.
Το πρόβλημα της επαναστατικής οργάνωσης των διαφορών εντός του προλεταριάτου είναι ένα πρόβλημα εφεύρεσης κοινών λύσεων στο κοινό πρόβλημα του προλεταριάτου, είτε λούμπεν, είτε εργαζόμενου είτε άνεργου. Αλλά αυτό πρέπει να ξεκινήσει με μια αναγνώριση ότι οι στρατηγικές της πάλης θα διαφέρουν σημαντικά, σύμφωνα με τους πολλούς τρόπους που το πρόβλημα με βιώνεται και απαντιέται. Το καθήκον μας δεν μπορεί να είναι να ψάξουμε για την εξίσωση που θα μας δώσει το αποτέλεσμα που θέλουμε, αλλά να εξερευνήσουμε τις μέγιστες δυνατότητες της κατάργησης των διαχωρισμών εδώ και τώρα, των διαχωρισμών μεταξύ μας και του διαχωρισμού μας από τα μέσα αναπαραγωγής μας – είτε μέσα από ταραχές και ομάδες συνάφειας, αλληλοβοήθεια και αυτόνομες ζώνες, είτε αποκτώντας δημοτική ή κρατική εξουσία. Όλα αυτά εξαρτώνται από την εκτίμηση, στην συγκεκριμένη κατάσταση, των δυνατοτήτων σύνθεσης, την κατάσταση των αντιπάλων και τον συσχετισμό των δυνάμεων89. Αν η πάλη εξελιχθεί με επιτυχία, οι ταξικές διαφορές θα καταργηθούν τόσο βαθμιαία όσο και με άλματα. Οι προλετάριοι θα μένουν όλο και λιγότερο προσκολημένοι στον τρόπο ζωής που έχουν αναπτύξει για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα του διαχωρισμού τους, καταργώντας αυτόν τον διαχωρισμό και συνεπώς την ύπαρξή τους ως προλετάριων. Οι αγώνες για τον απο-διαχωρισμό δεν είναι απλά θαραλλέοι αγώνες για αγάπη, αλλά συχνά συνεπάγονται, επίσης, και έντρομη αναζήτηση για ασφάλεια. Η αισθαντική ατμόσφαιρα του κομμουνισμού δεν μπορεί να δωθεί παρά μόνο μέσα από την ευαισθησία στις μικρο- και νανο-πολιτικές διαστάσεις κάθε κινήματος. Επιπλέον, αν ο κομμουνισμός είναι να νοηθεί ξανά ως μια πραγματική κίνηση πρέπει να δεχτούμε ότι δεν μπορεί να είναι μια ενιαία διαδικασία, αλλά μόνο ο συνδυασμός μιας πολλαπλότητας επιθυμιών και αναγκών λίγο-πολύ διαχωρισμένων προλετάριων, που ενώνονται για ιδιοτελείς λόγους, αλλά που παράγουν ένα τέλος που ξεπερνά την ιδιοτέλειά τους, μια υπερ-ατομικιστική υπέρβαση90 της ατομικότητάς τους. Ο Μαρξ το είδε αυτό ξεκάθαρα όταν συμμετείχε στην ζωντανή φιλικότητα των προλετάριων του Παρισιού. Παρατήρησε ότι τα μέσα για τη δημιουργία του κομμουνισμού είναι ο ίδιος ο κομμουνισμός91: με άλλα λόγια, η κομμουνιστική πρακτική, ο κομμουνισμός όταν πράττεται, παράγει τον εαυτό του ως μια ανάγκη και έναν σκοπό καθεαυτόν.92 Ο κομμουνισμός δεν είναι ένα αφηρημένο Καντιανό “ιδεώδες” ή ένα σχέδιο, ούτε ένας καθολικός και παγκόσμιος ορίζοντας από τον οποίον να κρίνουμε κάθε αγώνα ή για να βρούμε ελπίδα. Ο κομμουνισμός, αντίθετα, περιγράφεται κατά τον καλλίτερο τρόπο ως ένα δυνατό αναδυόμενο τέλος σε διαδικασίες συνδυαστικές, όταν ενδιπλώνονται πίσω στον εαυτό τους και γίνονται αυτοαναπαραγώμενες, αυτοοργανωμένες και υπερασπίζονται τον εαυτό τους. Ένας τέτοιος αποδιαχωρισμός μπορεί να είναι αποτελεσματικός μόνο αν περιλαμβάνει τον κόσμο των πραγμάτων και αρχίζει να καταργεί την ιδιοκτησία ως μια μορφή διαχωρισμού. Αυτό που χρειάζεται για να συμβεί κάτι τέτοιο δεν είναι η συντήρηση της ελπίδας, αλλά πρακτικές σύνθεσης και πειραματισμού με την ανάγκη, την επιθυμία και τη δυνατότητα. Η παγκοσμιότητα ή η καθολικότητα δεν είναι πεδία συλλογικής δράσης αλλά επίπεδα θεωρητικής αφαίρεσης. Τα ζητήματα της κλιμάκωσης και της καθολικότητας θα παραμένουν πρακτικά άσχετα μέχρι να τεθούν ως συγκεκριμένα ζητήματα των συνθηκών αναπαραγωγής, συνδυασμού και υπεράσπισης πραγματικών κινημάτων.
1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://www.viewpointmag.com/2015/10/31/surplus-population-social-reproduction-and-the-problem-of-class-formation. Ο Bue Rübner Hansen είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής και μέλος της συντακτικής κολλεκτίβας του Viewpoint.
2 Στμ. Elaine Brown: Αμερικανίδα ακτιβίστρια, συγγραφέας, τραγουδίστρια και πρώην πρόεδρος του Κόμματος των Μαύρων Πανθήρων. Για ένα σύντομο διάστημα διεκδίκησε την υποψηφιότητα του Κόμματος των Πρασίνων για την προεδρία των ΗΠΑ.
3 Στμ. Στο πρωτότυπο: informalization. Η άτυπη απασχόληση αποτελεί ένα σημαντικό μέρος πολλών οικονομιών στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Μερικές από τις δραστηριότητες που συμπεριλαμβάνονται σ’ αυτό που λέμε “άτυπη” απασχόληση είναι οικείες ακόμα και στους πιο ευκαιριακούς παρατηρητές: μικροπωλητές στον δρόμο, για παράδειγμα, και καθάρισμα παπουτσιών στις μεγάλες πόλεις του αναπτυσσόμενου κόσμου. Μεγάλο κομμάτι όμως της άτυπης απασχόλησης είναι ένα λιγότερο ορατό γνώρισμα του οικονομικού τοπίου, όπως το ράψιμο ρούχων στο σπίτι ή η ανακύκλωση βιομηχανικών αποβλήτων.
4 Καρλ Μαρξ και Φρήντριχ Ένγκελς, “Κομμουνιστικό Μανιφέστο”, στο Selected Works, vol. 1 (Moscow: Progress Publishers, 1973), σελ. 118. Καρλ Μαρξ: “Μια συμβολή στην κριτική της Φιλοσοφίας του Δικαίου του Χέγκελ. Εισαγωγή”, στο Early Writings, (London: Penguin, 1992), σελ. 252.
5 Καρλ Μαρξ, Κεφάλαιο: Τόμος Πρώτος, μετάφραση Ben Fowkes (London: Penguin Books, 1976), σελ. 762-872.
6 Fredric Jameson, Representing Capital (London: Verso, 2012).
7 Michael Denning, “Wageless Life,” New Left Review 66 (November-December 2010), σελ. 79-97.
8 Στμ. Συνθήκη από την οποία μπορούμε να δούμε να απορρέει σχεδόν “λογικά”, η αδυναμία κατάργησης του κεφαλαίου χωρίς την αυτοκατάργηση του ίδιου του προλεταριάτου ή αλλιώς η βασική θέση της κομμουνιστικοποίησης ότι η κατάργηση του κεφαλαίου είναι η αυτοκατάργηση του προλεταριάτου.
9 Εδώ ο Μαρξ παραλείπει τον ρόλο του κράτους, ο οποίος κάνει πιο πολύπλοκη την εικόνα, χωρίς να εγκαταλείπει τη γενικότερη δυναμική, ιδιαίτερα υπό συνθήκες έντονου διακρατικού ανταγωνισμού για επενδύσεις.
10 Γράμμα του Μαρξ στους Vogt και Mayer, Απρίλιος 1870 στο MECW – Marx and Engels: April 1868-July 1870, vol. 43 (Moscow: Progress Publishers, 1988), σελ. 475.
11 Καρλ Μαρξ, Grundrisse: Θεμέλια της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας (προσχέδιο), The Pelican Μαρξ Library (Harmondsworth: Penguin, 1973), σελ. 398–9.
12 Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Μαρξ δεν έχει καμμιά σχέση με τις προγενέστερες θεωρίες του Τόμας Μάλθους για τον περισσευούμενο πληθυσμό. Εκεί που ο Μάλθους υπέθεσε ότι φυσικοί παράγοντες, όπως η δημογραφική αύξηση και η σπάνη της γης και του φαγητού, θα οδηγούσαν σε πλεονάζοντα πληθυσμό, ο Μαρξ ανάλυσε την ανάδυση πλεοναζόντων πληθυσμών ως ένα αυστηρά ιστορικό φαινόμενο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Μοιράζονται, όμως, μια εθελοτυφλία ως προς το γεγονός ότι οι αγώνες των γυναικών θα αύξαναν σημαντικά την ικανότητά τους να περιορίσουν τον αριθμό των παιδιών που γεννιούνται.
13 Μαρξ, Κεφάλαιο: Τόμος I, 798. Ο Μαρξ δεν παρουσιάζει ποιες μπορεί να είναι αυτές οι τροποιητικές περιστάσεις, και το αφήνει αυτό σαν μια απλή πρόταση ceteris paribus. Ο Henryk Grossman έχει μια χρήσιμη λίστα των οικονομικών παραγόντων τους οποίους ο Μαρξ αφαιρεί στη συστηματική του ανάλυση στο 3ο κεφάλαιο: “Modifying countertendencies” [“Τροποποιητικές αντίρροπες τάσεις”] του Law of the Accumulation and Breakdown, μετάφραση Jairus Banaji (στο marxists.org, 1929).
14 Ο Μαρξ διακρίνει μεταξύ τεσσάρων τρόπων ύπαρξης των πλεοναζόντων πληθυσμών: 1. “επιπλέων”: αστικός πληθυσμός εντός και εκτός εργασίας, 2. λανθάνων: οι μάζες που μπορεί να κληθούν από τις αγροτικές περιοχές, 3. στάσιμος: εξαιρετικά ακανόνιστη απασχόληση, 4. φτωχοποιημένος: λούμπεν προλεταριάτο· συγκροτούμενο από αυτούς που δεν είναι απασχολήσιμοι, είτε επειδή αρνούνται να δουλέψουν είτε επειδή δεν μπορούν. Αυτός ο πληθυσμός είναι που μπορούμε να αποκαλέσουμε απόλυτα πλεονάζοντα πληθυσμό. Μαρξ: Κεφάλαιο, Τόμος I, σελ. 794–97.
15 ό.π., 782.
16 ό.π., 783-4.
17 ό.π., 786.
18 Endnotes και Aaron Benanav, “Αθλιότητα και Χρέος”, Endnotes 2 (2010), σελ. 32. Στμ. Στα ελληνικά από τους “Φίλους του κεραυνοβόλου κομμουνισμού”, 2015.
19 Endnotes, “Αυθορμησία, Διαμεσολάβηση, Ρήξη”, Endnotes 3 (2013), σελ. 230. Στμ. Στα ελληνικά από τους “Φίλους του κεραυνοβόλου κομμουνισμού”, 2015.
20 Endnotes, “Κρίση στην ταξική σχέση”, Endnotes 2 (2010), σελ. 19.
21 Στμ. Μετάφραση του αγγλικού όρου abjection. Δείτε σχετικά το κείμενο “Ένα ταυτόσημο αποκείμενο-υποκείμενο;”, Endnotes #4, https://inmediasres.espivblogs.net/endnotes_abject_subject.
22 Albert O. Hirschman, “On Hegel, Imperialism and Structural Stagnation,” στο Journal of Development Economics, vol. 3 (1976), σελ. 1-8.
23 Καρλ Μαρξ: “British Rule in India”, στο Selected Works, vol. 1 (Moscow: Progress Publishers, 1969). Όμως, ο Μαρξ διόρθωσε γρήγορα αυτή τη θέση του σχετικά με την αποικιοκρατία: δείτε Kevin B. Anderson: Μαρξ at the Margins: On Nationalism, Ethnicity, and Non-Western Societies (Chicago: University Of Chicago Press, 2010.), Lucia Pradella, Globalization and the Critique of Political Economy New Insights from Marx’s Writings (London: Routledge, 2015).
24 Hirschman: “On Hegel, Imperialism and Structural Stagnation”, σελ. 6-7.
25 Alberto Toscano: “Now and Never”, στο Communization and its Discontents, εκδότης Benjamin Noys (Wivenhoe/New York/Port Watson: Minor Composition, 2013), σελ. 92.
26 Στμ. Η κριτική αυτή στην κομμουνιστικοποίηση χρήζει μεγάλης κουβέντας. Χονδρικά μπορούμε να πούμε, ως μια πρώτη άποψη, ότι η κριτική του Hansen παρουσιάζει ουσιαστικά την θεωρία της κομμουνιστικοποίησης ως μια πιο εξεζητημένη θεωρία “παρακμής”.
27 Στμ. Σε συνέχεια της προηγούμενης σημείωσής μας να πούμε ότι η κριτική είναι μερική και σίγουρα χρήζει επικαιροποίησης με την έννοια ότι αντιστοιχεί σε ένα προηγούμενο στάδιο εξέλιξης της προσέγγισης των ίδιων των Endnotes, όπως φαίνεται αρκετά καθαρά στο 4ο τεύχος της έκδοσης (δείτε άλλωστε και τη σημείωση του συγγραφέα που ακολουθεί αμέσως μετά).
28 Αυτή είναι μια κριτική στην ρητή προσπάθεια ανάπτυξης ιδεών για να σκεφτούμε τη συγκρότηση της τάξης στο “Διαμεσολάβηση, Αυθορμησία, Ρήξη”, σελ. 230-232. Σε κείμενα που οι Endnotes εμπλέκονται σε εμπειρική συζήτηση των εξεγέρσεων του 2011 στο “The Holding Pattern”, ό.π., βλέπουμε μια πολύ πλουσιότερη και ευέλικτη σύλληψη των αγώνων διαλεκτικά συναρθρωμένη με την ανάλυσή τους για την αντίθεση κεφαλαίου και τάξης αλλά, από τη στιγμή που εστιάζουν στο ζήτημα της κομμουνιστικοποίησης, η αντίληψή τους για τους αγώνες γίνεται φορμαλιστική. Ελπίζω ότι αυτό το είδος δυσκολίας μπορεί να μας “συντονίσει” στη σπουδαιότητα της συζήτησης των ορίων της μαρξιστικής μεθόδου των “επιπέδων αφαίρεσης”, ειδικότερα του τρόπου με τον οποίο η απόδοση προνομιακότητας στην κριτική της πολιτικής οικονομίας τείνει να καταστήσει “μαύρο κουτί” αυτό που έχει την μεγαλύτερη ανάγκη πρακτικά προσανατολισμένης θεωρητικοποίησης ή, ακόμα χειρότερα, το τοποθετεί σε ένα βασίλειο του “καθαρά συγκεκριμένου” το οποίο δεν αξίζει σκέψης ή την αξίζει μόνο με έναν τρόπο που διατηρεί έναν δυισμό ανάμεσα σ’ αυτό και την καθολικότητα της κριτικής της πολιτικής οικονομίας.
29 Καντ: “What Is Orientation in Thinking?,” στο Political Writings, μετάφραση H.B. Nesbit, 2nd ed. (Cambridge: Cambridge University Press, 1990).
30 “Αθλιότητα και Χρέος”, στο Endnotes 2 (2010)· Mike Davis, Πλανήτης των Παραγκουπόλεων (London: Verso, 2007). “Όπως κάθε νόμος, τροποποιείται στη λειτουργία του από πολλές περιστάσεις, η ανάλυση των οποίων δεν θα μας απασχολήσει εδώ.” Κεφάλαιο, Τόμος 1, σελ. 798.
31 Στμ. Embourgeoisement – εξαστισμός: η διαδικασία κοινωνικής “ανόδου” στη μεσαία τάξη και υιοθέτησης των αντίστοιχων αξιών της μεσαίας τάξης, ιδιαίτερα της εξατομίκευσης, του πλουτισμού και του καταναλωτισμού. Αναλυτικότερα, πρόκειται για τη θεωρητική θέση που βλέπει τη μετάβαση των ατόμων στην αστική τάξη ως αποτέλεσμα των προσπαθειών των ίδιων ή συλλογικών δράσεων, όπως αυτών που ανέλαβαν τα συνδικάτα στις ΗΠΑ και αλλού από τη δεκαετία του 1930 μέχρι και αυτή του 1960, που εδραίωσαν ένα καθεστώς μεσαίας τάξης για τους εργοστασιακούς εργάτες και άλλα στρώματα, που δεν θεωρούνταν μεσαία τάξη από την ίδια την απασχόλησή τους, επιτρέποντας σε όλο και περισσότερους ανθρώπους, που παραδοσιακά θα ταξινομούνταν ως εργατική τάξη, να υιοθετήσουν τον τρόπο ζωής και τις ατομικιστικές αξίες των λεγόμενων μεσαίων τάξεων και συνεπώς να απορρίψουν την προσήλωση στους συλλογικούς κοινωνικούς και οικονομικούς στόχους. Η αντίθετη διαδικασία είναι η προλεταριοποίηση. Ο κοινωνιολόγος John Goldthorpe αμφισβήτησε το 1967 αυτή την θέση.
32 Δείτε, για παράδειγμα, Melinda Cooper: “Workfare, Familyfare, Godfare: Transforming Contingency into Necessity,” South Atlantic Quarterly 111, no. 4 (Fall 2012): σελ. 643-61.
33 Αυτή η ανάλυση θα βασιστεί στην ανάλυση της θεωρίας του Μαρξ για την διευρυμένη αναπαραγωγή από την Ρόζα Λούξεμπουργκ. Ρόζα Λούξεμπουργκ: “Η Συσσώρευση του κεφαλαίου” (London: Routledge, 2003).
34 Στμ. Θα λέγαμε ότι η τάση για τη δημιουργία πλεοναζόντων πληθυσμών – δηλαδή ο ΓΝΚΣ – φαίνεται να απορρέει τελικά από την αντιφατική τάση του κεφαλαίου για αύξηση και της απόλυτης και της σχετικής υπεραξίας, δηλαδή από μια αντίφαση ανάμεσα στην απόλυτη και τη σχετική υπεραξία ως συγκεκριμένης μορφής ή “υλοποίησης”, πραγμάτωσης της αντίφασης κεφαλαίου-εργασίας (δηλαδή αυτή την αντίφαση που καθιστά το κεφάλαιο κινούμενη αντίφαση, η εργασία είναι πάντα πολύ λίγη και πάρα πολλή για το κεφάλαιο). Αυτή η αντιφατική κίνηση μεταφράζεται εν τέλει στην τάση προς αύξηση της απόλυτης και της σχετικής υπεραξίας, που είναι αντιθετικές.
35 Μαρξ, Κεφάλαιο: Τόμος I, σελ. 897, Silvia Federici: Καλιμπάν και η Μάγισσα: Γυναίκες, Σώμα και Πρωταρχική Συσσώρευση (Autonomedia, 2004, στμ. στα ελληνικά από τις Εκδόσεις των Ξένων, 2014), ιδιαίτερα σελ. 87-91. Peter Linebaugh και Marcus Rediker, The Many-Headed Hydra: The Hidden History of the Revolutionary Atlantic (London: Verso, 2002), σελ. 15-29. Για τους Diggers, δείτε Christopher Hill, The World Turned Upside Down: Radical Ideas During the English Revolution, νέα έκδοση (London: Penguin, 1991), σσ. 110· για τις εξεγέρσεις, δείτε Roger B. Manning, Village Revolts: Social Protest and Popular Disturbances in England, 1509-1640 (Oxford: Clarendon Press, 1988).
36 Στμ. Μήπως όμως αυτή η πολλαπλότητα είναι τελικά μια “στατιστική” πολλαπλότητα στην οποία όλες αυτές οι διαφορετικές υλοποιήσεις της προλεταριακής συνθήκης απλά συντίθενται σε ένα παιχνίδι “μεδενικού-κέρδους”; Με άλλα λόγια, αλληλοαναιρούνται στο επίπεδο της “μακροσκοπικής” κοινωνικής δυναμικής; Ή, για να το θέσουμε από την ανάποδη, θα έκανε κάποια διαφορά η μελέτη στο “ατομικό” ή “μοριακό” επίπεδο αυτών των τρόπων και η προσπάθεια εφαρμογής “μοριακών”, “ατομικών” στρατηγικών; Προφανώς ο κάθε προλετάριος και η κάθε προλετάρια έχει μια δική του/της “στρατηγική” αλλά μπορούμε να μιλήσουμε για μια συλλογική τέτοια;
37 Federici: Καλιμπάν και η Μάγισσα, σελ. 64.
38 Στμ. Όπως το καταλαβαίνουμε, η Φεντέριτσι ουσιαστικά μιλά εδώ για την σύμπλεξη των μη-ταξικών ιεραρχιών με την ταξική σχέση (τον επικαθορισμό της ταξικής σχέσης από αυτές) μέσω της πρωταρχικής συσσώρευσης η οποία, μ’ αυτή την έννοια, υπερβαίνει ή δεν ανάγεται σε μια αμιγώς “ταξική” διαδικασία, κάτι εντελώς λογικό καθώς η πρωταρχική συσσώρευση πρέπει να ειδωθεί ως ένας ριζικός κοινωνικός σχηματισμός που είναι προϋπόθεση της ίδιας της δυναμικής του κεφαλαίου χωρίς, όμως, να ανάγεται σ’ αυτήν (ακόμα κι αν θεωρήσουμε το κεφάλαιο όχι απλά ως την αντίθεση κεφάλαιο-εργασία αλλά ως συνολική κοινωνική σχέση, η σχέση της ταξικής κυριαρχίας είναι διαλεκτική με τις άλλες μορφές κυριαρχίας και δεν τις επικαθορίζει και η πρωταρχική συσσώρευση τελικά μπορεί να ειδωθεί ως αυτο-προϋπόθεση του κεφαλαίου).
39 Ivan Illich, Shadow Work (Boston: Marion Boyars Publishers, 1981), K. Hart, J.-L. Laville, & A.D. Cattani, The Human Economy, (London: Polity Press, 2010).
40 Mariarosa Dalla Costa και Selma James, The Power of Women and the Subversion of the Community (Bristol: Falling Wall Press, 1973).
41 Στμ. Κατά την άποψή μας αυτό που έχουμε εδώ είναι κυρίως μια επαγωγή της πατριαρχίας στον καθορισμό της αξίας της εργατικής δύναμης και όχι το αντίστροφο. Είναι οι εμπεδωμένες σχέσεις ιεραρχίας που αφενός αποτρέπουν αρχικά την πληρωμένη εργασία των γυναικών και αφετέρου ενσωματώνουν ένα μέρος του κόστους της προλεταριακής αναπαραγωγής στην απλήρωτη εργασία των γυναικών, αυξάνοντας προφανώς την κερδοφορία του κεφαλαίου. Στον βαθμό που αυτό ήταν βολικό διατηρούνταν. Όμως δεν πρέπει να αγνοούμε την ευελιξία του κεφαλαίου και την θεμελιώδη και σταθερή τάση του: αύξηση της υπεραξίας. Έτσι, καΙ για να κρατηθεί πάλι χαμηλά ο μισθός, το κεφάλαιο δεν είχε πρόβλημα να αρχίσει να ενσωματώνει τον γυναικείο πληθυσμό στην μισθωτή εργασία και μάλιστα καθιστώντας τον μισθό ένα μέτρο “εξίσωσης” των φύλων, δηλαδή μέσο μερικής άρσης μιας πτυχής των έμφυλων ιεραρχιών. Για την ακρίβεια άρχισε να επικαθορίζει αυτές τις ιεραρχίες.
42 ό.π. Δείτε επίσης Mariarosa Dalla Costa, “Capitalism and Reproduction,” The Commoner 8 (Autumn/Winter 2004).
43 Federici: Καλιμπάν και η Μάγισσα· Leopoldina Fortunati: The Arcane of Reproduction: Housework, Prostitution, Labor and Capital (New York: Autonomedia, 1995).
44 Στμ. Στην πραγματικότητα, με βάση τα προηγούμενα σχόλιά μας, πώς συνδέεται με την υποτίμηση του αντρικού μισθού, καθώς θεωρούμε ότι η απλήρωτη αναπαραγωγική εργασία των προλετάριων γυναικών είναι στην ουσία ένας τρόπος να μετακυλιστεί μεγάλο μέρος του κόστους της προλεταριακής αναπαραγωγής στην προλεταριακή οικογένεια, εν τέλει στο προλεταριάτο.
45 Στμ. Ίσως πρέπει εδώ να τονίσουμε ότι το ζωτικό ζήτημα για το προλεταριάτο σήμερα είναι ότι δεν μπορεί να συνεχίσει να αναπαράγεται ως τάξη του κεφαλαίου, ως προλεταριάτο, κάτι που καθιστά στην πραγματικότητα το ζήτημα της αναπαραγωγής μια πτυχή ή μια άλλη μορφή του επαναστατικού ζητήματος και όχι απλά ζήτημα “καθημερινής επιβίωσης”. Συνεπώς και οι εναλλακτικοί τρόποι αναπαραγωγής του προλεταριάτου αρχίζουν και διασταυρώνονται με τον ίδιο τον ορίζοντα του κομμουνισμού.
46 Μαρξ, Κεφάλαιο: Τόμος I, σελ. 899. Για την έννοια της συμπερίληψης και του αποκλεισμένου ως αποκλεισμένου δείτε Colectivo Situaciones, 19&20 Notes for a New Social Protagonism, μετάφραση Nate Holdren και Sebastián Touza (Wivenhoe: Minor Compositions, 2011), σελ. 103-106.
47 Στμ. Lazzaroni:
48 Σε μια σημείωση στην αγγλική έκδοση ό.π., σελ. 108. Denning, “Wageless Life.”
49 Η ανάλυση του Μαρξ για την αλληλεπίδραση ανάμεσα στην κοινή λογική και το καθημερινό εύλογο της εργασίας και της νομοταγούς συμπεριφοράς μεταξύ των “εργαζόμενων ανθρώπων” έχει επικαιροποιηθεί με χρήσιμο τρόπο στο Stuart Hall et al., Policing the Crisis: Mugging, the State and Law and Order (London: Macmillan, 1993), σελ. 142, 149.
50 Στμ. Θα επαναλάβουμε, όμως, ότι οι διαφοροποιήσεις αυτές είναι τρόπον τινά “συμμεταβλητές” με την εξέλιξη του ταξικού ανταγωνισμού και τη σχέση κεφάλαιο-εργασία. Θα πρέπει να ψάξουμε πιο βαθιά στην ιστορικότητα της σχέσης κεφάλαιο-εργασία για να δούμε αν ο κατακερματισμός της τάξης έχει κάποια συγκεκριμένα γνωρίσματα που αντιστοιχούν συγκεκριμένα στη τωρινή συγκυρία, δηλαδή αν η τελευταία περίοδος στην δυναμική της αντίθεσης κεφάλαιο-εργασία αναδεικνύει μια συγκεκριμένη διαφοροποίηση στον τρόπο που οι διαφοροποιήσεις εντός του προλεταριάτου αντανακλούν κάποιες αντικειμενικές αλλαγές στην αντιμετώπιση των στρατηγικών “επιβίωσης”. Είναι εδώ ακριβώς που θεωρούμε ότι η σημαντική συνεισφορά των Endnotes, για παράδειγμα, είναι η ανάδειξη της “ενότητας στον διαχωρισμό” ως μιας τέτοιας συγκεκριμένης δυναμικής των διαιρέσεων του προλεταριάτου αλλά και της εξέλιξης της σχέσης κεφάλαιο-εργασία. Δηλαδή η καθολικότητα του κεφαλαίου ως κοινωνικής σχέσης, η πλήρης σχεδόν υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο, το γεγονός ότι το προλεταριάτο πλέον αναπαράγεται ως τάξη του κεφαλαίου, είναι τα γνωρίσματα αυτά που μας δείχνουν ότι η στρατηγική για το προλεταριάτο δεν είναι πλέον η αναπαραγωγή για επιβίωση αλλά η αυτοκατάργησή του, αυτοκατάργηση που προϋποθέτει και θα επιφέρει και την κατάργηση των διαχωρισμών. Αναγνωρίζουμε ότι αυτή η προσέγγιση δεν προσφέρει εύκολες “καθημερινές στρατηγικές”, όπως επιζητά, ίσως, ο Hansen, αλλά είναι, καλώς ή κακώς, το όριο με το οποίο έχουμε να αναμετρηθούμε. Όπως είπαμε και προτύτερα, όλο και περισσότερο το πρόβλημα της σύνθεσης και των διαιρέσεων της τάξης και αυτό της αναπαραγωγής/αυτοκατάργησής της διαπλέκονται διαλεκτικά, στην πραγματικότητα συνιστούν, το ίδιο το πρόβλημα του επαναστατικού ορίζοντα.
51 Με όρους της φιλοσοφίας της φύσης, το λεξικό της συγκρότησης [composition] υπονοεί εξωτερικότητα, αντιπαραβολή και σύνδεση ενώ οι έννοιες της μορφής υποτείνουν εσωτερίκευση της οργάνωσης, είτε ως “κατανάλωση” είτε ως αυτο-οργάνωση. Η πρώιμη ιδέα του Μαρξ για την κρυσταλλοποίηση και την αυτο-οργάνωση της μάζας μας δίνει μια λογική του περάσματος από την συγκρότηση της τάξης στην μορφοποίηση/διαμόρφωση της τάξης.
52 Matteo Mandarini: “Translator’s Introduction,” στο Time For Revolution, από τον Αντόνιο Νέγκρι (London: Continuüm, 2004), σελ. 265.
53 Στμ. Θα λέγαμε ότι η τάξη γίνεται η “μακροσκοπική” συνθήκη που καθορίζει την ατομική θέση.
54 Μαρξ και Ένγκελς: “Η Γερμανική Ιδεολογία”, στο Selected Works. Vol. 1. (Moscow: Progress Publishers, 1969), σελ. 65.
55 Στμ. Πραγματικά! Η διάλυση αυτή δεν είναι παρά η αυτοκατάργηση του προλεταριάτου, στη “γλώσσα” της κομμουνιστικοποίησης. Το πρόβλημα της αναπαραγωγής του προλεταριάτου ως τάξης του κεφαλαίου δεν επιδέχεται λύση.
56 Καρλ Μαρξ: “Η Αθλιότητα της Φιλοσοφίας” στο MECW. Vol. 6. (Moscow: Progress Publishers, 1976), σελ. 211.
57 ό.π.
58 W.E.B. Du Bois: “The Class Struggle”, The Crisis 22, no. 4. (Αύγουστος 1921), 151. [Στμ. Στο πρωτότυπο: scabs, που σημαίνει και “απεργοσπάστης”].
59 Καρλ Μαρξ: “18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη” στο Selected Works, vol. 1 (Moscow: Progress Publishers, 1973).
60 Μαρξ: “18η Μπρυμαίρ”, σελ. 479.
61 ό.π., 478.
62 Στην συχνά παρεξηγημένη φράση “ιδιωτία της αγροτικής ζωής” [“idiocy of rural life”], ο Hal Draper παρατηρεί ότι η ιδέα της “ιδιωτίας” που ισοδυναμεί με την ανοησία/ηλιθιότητα βασίζεται σε λανθασμένη μετάφραση: “Τα γερμανικά του 19ου αιώνα διατηρούν ακόμα την αρχαία ελληνική σημασία μορφών που βασίζονται στη λέξη ιδιώτες [idiotes]: ένα άτομα ιδιώτης, αποτραβηγμένο από τις κοινές υποθέσεις, απολίτικο με την αρχική έννοια της απομόνωσης από την ευρύτερη κοινότητα”. Η οπισθοδρομικότητα του αγροτικού πληθυσμού δεν έχει καμμιά σχέση με μια απόρριψη της αγροτικής ζωής, αλλά με το γεγονός ότι – στην απουσία μέσων επικοινωνίας και μεταφοράς – δεν μπορούν να συμμετάσχουν εύκολα στην οργανωμένη κοινωνική ζωή και τους αγώνες της παρά μόνο δια αντιπροσώπων, όπως φαίνεται παραδειγματικά από την εκτενή αντιπροσώπευση της γαλλικής αγροτιάς από την οικογένεια Βοναπάρτη. Παράθεση από τον Hal Draper στο “Notes from the Editors”, Monthly Review 55, no. 5 (Οκτώβριος 2003).
63 Μαρξ: “18η Μπρυμαίρ” σελ. 479.
64 “…η υποχρέωση στον φεουδάρχη αντικαταστάθηκε από την υποθήκη…” ό.π., σελ. 481.
65 Μαρξ, “18η Μπρυμαίρ”, σελ. 479.
66 ό.π., σελ. 482. Ως εκ τούτου ο αριθμός των αγροτών άπορων στη Γαλλία, σύμφωνα με τα νούμερα του Μαρξ, είναι μεγαλύτερος από το αστικό λούμπεν προλεταριάτο, το οποίο το θέτει γύρω στα 4 εκατομμύρια· επίσης ο Fanon θεωρεί ότι το πιο σημαντικό τμήμα των λούμπεν προλετάριων στις αποικίες και τις μετα-αποικιακές χώρες μεταξύ των ακτήμονων αγροτών, Frantz Fanon: The Wretched of the Earth, 1st Evergreen Black Cat Edition (New York: Grove Press, n.d.), σελ. 111. Ο συνολικός αριθμός των πάμφτωχων, 11 εκατομμύρια, θα ήταν λοιπόν το 1/3 σχεδόν (32.7%) όλων των κατοίκων της μητροπολιτικής Γαλλίας, που την περίοδο 1848-1852 ήταν περίπου 36 εκατομμύρια. Αυτό, παρεμπιπτόντως, είναι ακριβώς το ίδιο ποσοστό με αυτούς που ζουν σε “ακραία φτώχεια” (με λιγότερα από $1.25 την ημέρα) στην Ινδία το 2010, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τη Παγκόσμιας Τράπεζας: “Poverty & Equity Data | India”, The World Bank, 2010.
67 Μαρξ, “18η Μπρυμαίρ,” σελ. 482–3.
68 ό.π., σελ. 486.
69 Καρλ Μαρξ, “Ο Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία”, στο Selected Works, vol. 1 (Moscow: Progress Publishers, 1969), σελ. 226.
70 Καρλ Μαρξ: “Από σχόλια στο βιβλίο του Μπακούνιν: ‘Κρατισμός και Αναρχία’, στο Selected Works, vol. 2 (Moscow: Progress Publishers, 1969), σελ. 410–411.
71 Μαρξ και Ένγκελς: “Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο”, σελ. 118.
72 Καρλ Μαρξ: “η Ταξική Πάλη στη Γαλλία”, Selected Works, vol. 1 (Moscow: Progress Publishers, 1973), σελ. 219.
73 Μαρξ: “18η Μπρυμαίρ”, σελ. 442.
74 Καρλ Μαρξ: “Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία”, Selected Works, vol. 1 (Moscow: Progress Publishers, 1973), σελ. 220.
75 Μαρξ, “18η Μπρυμαίρ”, σελ. 422.
76 Μαρξ, “18η Μπρυμαίρ”, σελ. 482.
77 Έστω κι αν, όπως αναφέρεται από τον Τρότσκυ και τον Fanon, ο κίνδυνος μιας δεξιάς αφομοίωσης των λούμπεν προλετάριων παραμένει. Τρότσκυ: “μέσα από τη μεσολάβηση του φασισμού, ο καπιταλισμός θέτει σε κίνηση τις μάζες των τρελλαμένων μικροαστών και τις συμμορίες του αποχαρακτηρισμένου και αποθαρρυμένου λούμπεν προλεταριάτου – όλα τα αναρίθμητα ανθρώπινα πλάσματα των οποίων τα οικονομικά το κεφάλαιο το ίδιο έφερε σε απελπισία και φρενίτιδα”, Λέων Τρότσκυ, “Fascism: What It Is and How to Fight It”, Pioneer Publishers, Αύγουστος 1944.
78 Στμ. Στο πρωτότυπο: moral license, ηθικό “άλλοθι” ή “άδεια”: η γνωστική προκατάληψη της χρήσης από ένα άτομο της πρότερης “καλής” συμπεριφοράς του για να δικαιολογήσει μεταγενέστερη “κακή” συμπεριφορά, συχνά χωρίς την εκπεφρασμένη χρήση αυτής της λογικής.
79 Frantz Fanon, The Wretched of the Earth, 1st Evergreen Black Cat Edition (New York: Grove Press, 1968), 137.
80 Ο Eldridge Cleaver ανέπτυξε μάλιστα μια θεωρία πλεοναζόντων πληθυσμών που προκλήθηκαν από τις αποικιοκρατικές εκτοπίσεις και την αυτοματοποίηση, την οποία και ονόμασε “λουμπενοποίηση της ανθρωπότητας”. Eldridge Cleaver, “On the Ideology of the Black Panther Party,” 1970. Δείτε επίσης: Elaine Brown, A Taste of Power: A Black Woman’s Story (New York: Anchor Books, 1993), Joshua Bloom και Waldo E. Martin, Jr., Black Against Empire: The History and Politics of the Black Panther Party (Los Angeles: University of California Press, 2013).
81 Πβλ. Bobby Seale, Seize the Time: The Story of the Black Panther Party and Huey P. Newton (Baltimore, MD: Black Classic Press, 1991).
82 Για μια συλλογή κειμένων από την αντιπαράθεση ανάμεσα στην Théorie Communiste και τους Dauvé και Nesic δείτε Endnotes: “Gilles Dauvé και Καρλ Nesic” και “Théorie Communiste” στο Endnotes, τόμος 1 (London, 2008). Στμ. Στα ελληνικά από τους Φίλους του κεραυνοβόλου κομμουνισμού, 2015.
83 Étienne Balibar, Masses, Classes, Ideas: Studies on Politics and Philosophy before and after Marx (New York: Routledge, 1994), σελ. 134.
84 Στμ. Levantine: Λεβάντες (από την ιταλική λέξη Levante, που σημαίνει Ανατολή) ανακριβής γεωγραφικός όρος που αναφέρεται ιστορικά σε μια μεγάλη περιοχή της Μέσης Ανατολής νότια της οροσειράς του Ταύρου, και ορίζεται δυτικά από τη Μεσόγειο, νότια από την Αραβική Έρημο και ανατολικά από την Άνω Μεσοποταμία.
85 Asef Bayat, Life as Politics: How Ordinary People Change the Middle East, (Stanford: Stanford University Press, 2013).
86 Για να μιλήσουμε με τον Edward P. Thompson: “The Moral Economy of the English Crowd in the Eighteenth Century”, Past & Present no. 50 (February 1, 1971): σελ. 76-136.
87 Στμ. Εξαιρετικό σχόλιο για τη διαλεκτική θεωρίας-πράξης. Συναφές και με την προσπάθεια εφαρμογής της αρχής της απροσδιοριστίας από τον Alain της Carboure (δείτε: “Αρχή της αβεβαιότητας, πάλη των τάξεων και θεωρία, στο https://inmediasres.espivblogs.net/incertitude). Να παρατηρήσουμε, όμως, ότι στο πεδίο της κοινωνικής θεωρίας και πρακτικής οι όροι μοιάζουν να αντιστρέφονται, με την έννοια ότι το “όργανο παρατήρησης”, δηλαδή η πρακτική δραστηριότητα που διαταράσει το “σύστημα” ή ”παρατηρούμενο”, είναι η θεωρητική παρατήρηση, ο στοχασμός και αναστοχασμός της πρακτικής (εν ολίγοις, ο θεωρητικός της επανάστασης ως παρατηρητής της επαναστατικής δραστηριότητας!). Οπότε, τρόπον τινά το παρατηρούμενο σύστημα στην φυσική περίπτωση είναι μάλλον το “θεωρητικό αντικείμενο” ενώ στο κοινωνικό πεδίο το “παρατηρούμενο”, πχ. οι αγώνες, όπως αναφέρει και ο συγγραφέας, είναι η πρακτική και το νόημα της βαθυστόχαστης πρότασής του είναι ότι όντως η θεωρία δεν θα πρέπει να φοβηθεί να “διαταράξει” το πεδίο της πρακτικής, θα πρέπει να αναδράσει σ’ αυτό επάγοντας έτσι την ίδια τη δημιουργική της ανέλιξη/υπέρβαση. Φυσικά, από την άλλη, θεωρώντας την πρακτική δραστηριότητα ως το θεωρητικό μας υλικό, η πρακτική συμμετοχή σ’ αυτή είναι που την “διαταράσσει” – αυτός που δρα ως παρατηρητής! Αλλά, τελικά, στο διαλεκτικό της ξεδίπλωμα, και επειδή ο θεωρητικός ανα-στοχασμός είναι πρακτική δραστηριότητα, η πρακτική γίνεται, με τη σειρά της, αυτή που τον διαταράσσει, που “παρατηρεί” τον αναστοχασμό – ο “εμπλουτισμός” της θεωρίας, θα λέγαμε. Αυτή είναι η έφραση της διαλεκτικής του υποκειμένου-αντικειμένου ως διαλεκτική σχέση θεωρίας-πρακτικής, που είναι συζυγής, αμφίπλευρη, ανελισσόμενη και κατατείνει τελικά στο aufhebung της πρακτικής θεωρίας και της θεωρητικής πρακτικής, της δραστηριότητας που δρα και το ξέρει.
88 Δείτε για παράδειγμα το τεύχος για την “Εργατική Έρευνα” στο Viewpoint Magazine, τεύχος 3, με εκδότες τους Asad Haider και Salar Mohandesi. Δείτε επίσης Marta Malo de Molina, “Common Notions, part 1: Workers-inquiry, Co-research, Consciousness-raising”, στο eipcp, Απρίλιος 2004, Colectivo Situaciones, “On the Researcher-Militant”, στο eipcp, Σεπτέμβριος 2003. Για μια εκτεταμένη βιβλιογραφία, δείτε http://fuckyeahmilitantresearch.tumblr.com. Για την λαϊκή παιδαγωγική κάποιος μπορεί να ξεκινήσει με το The Pedagogy of the Oppressed (London: Penguin, 1996) του Paolo Freire. Το Countercartography, ένα άλλο παράδειγμα μαχητικής έρευνας, αναπτύσσει αντι-χάρτες των ροών του χρήματος, των αγαθών και των υποκειμενικοτήτων, και μορφών αγώνα και οργάνωσης εντός ενός πεδίου ισχύος. Δείτε για παράδειγμα τη δουλειά της κολλεκτίβας 3Cs-Collective και της Countermapping Qmary.
89 Σχετικά με το ερώτημα της οικοδόμησης ισχύος, δείτε τη συνεισφορά μου με την Manuela Zechner, “Building Power in a Crisis of Social Reproduction,” στο προσεχές τεύχος του ROAR Magazine.
90 Στμ. Στο πρωτότυπο: sublation, λεπτός φιλοσοφικός όρος που σημαίνει κατάργηση ή υπέρβαση αλλά μέσα από την αφομοίωση, απορρόφηση, το aufhebung της εγελιανής διαλεκτικής.
91 Στμ. Επαγώμενη από την ίδια τη διαλεκτική κεφαλαίου-εργασίας η αρχή αυτή αποτυπώνει ότι δεν είναι μόνο το κεφάλαιο αυτοπροϋπόθεση του εαυτού του αλλά το ίδιο ισχύει και για την άρνηση του κεφαλαίου. Για την ακρίβεια, και για να είμαστε συνεπείς στη διαλεκτική διαδικασία του aufhebung, η άρνηση της άρνησής του, δηλαδή η άρνηση της εργασίας, η άρνηση της προλεταριακής συνθήκης, με άλλα λόγια ο κομμουνισμός είναι επίσης αυτοπροϋπόθεση του εαυτού του. Έτσι, για άλλη μια φορά και από μια ανώτερη εννοιολογικά θέση, βλέπουμε ότι ο κομμουνισμός δεν είναι η νίκη της εργασίας, αλλά η ήττα της, η κατάργηση/υπέρβασή της, ότι ο κομμουνισμός είναι αυτοπροϋπόθεση του εαυτού του γιατί είναι η κίνηση της κατάργησης της ίδιας της συνθήκης που τον δημιουργεί ως ανάγκη (δηλαδή της εργασίας).
92 Καρλ Μαρξ “Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα, Παρίσι 1844,” στο Early Writings (London: Penguin, 1992), 365.