ακροδεξιός και αριστερός λαϊκισμός και αντιστάσεις στην εποχή της σύγχρονης αντεπανάστασης
Όταν ο εκφασισμός απλώνεται στην καρδιά του καπιταλιστικού κόσμου, και μάλιστα στην πλανητική υπερδύναμη που λέγεται ΗΠΑ, τότε έχουμε κάθε λόγο να προβληματιζόμαστε σοβαρά. Η εκλογή Τραμπ, οι εκλογές στη Γαλλία (αλλά και οι αναλογίες με το Brexit), άνοιξαν ένα ευρύ πεδίο συζήτησης για τα πάντα: ποια είναι η κινητήρια δύναμη του εκφασισμού, πόσο χωμένα σε αυτά τα σκατά είναι κομμάτια των εκμεταλλευόμενων και γιατί, ποιες είναι οι προϋποθέσεις και οι δυνατότητες της δικής μας αντεπίθεσης, ιδιαίτερα σε σχέση με την δυναμική που αναπτύσσεται στο ανταγωνιστικό κίνημα στις ΗΠΑ. Είναι μια συζήτηση σε εξέλιξη (ιδιαίτερα στο πλαίσιο της ομάδας InMediasRes) και αυτό το κείμενο αποτελεί την, προφανώς, προσωπική συμβολή του υπογράφοντος σ’ αυτήν.
Τραμπ: Ένας “αντισυστημικός” πρόεδρος;
Όταν πέρσι το καλοκαίρι η προεκλογική εκστρατεία στις ΗΠΑ ήταν σε πλήρη εξέλιξη (και μάλιστα σε διπλό ταμπλό, καθώς τεράστιο ενδιαφέρον συγκέντρωνε και η μάχη Σάντερς εναντίον Χίλαρυ Κλίντον για την υποψηφιότητα των Δημοκρατικών) παράδοξα πολλά συνέβαιναν: το παραδοσιακό πολιτικο-στρατιωτικό κατεστημένο, ακόμα και από το κόμμα των Ρεπουμπλικάνων, υποστήριζαν με ζέση την Κλίντον και οι περισσότεροι αναλυτές προεξοφλούσαν την επικράτησή της. Ελάχιστοι διακινδύνευαν την πρόβλεψη μιας νίκης του Τραμπ, μεταξύ των οποίων οι σύντροφοι της ελευθεριακής ομάδας Insurgent Notes, που σε ένα διαυγές, κάποιοι θα έλεγαν “προφητικό”, άρθρο πριν τις εκλογές έγραφαν:
“Μπορεί και να συμβεί. Αυτό που φαινόταν, έναν χρόνο πριν, μια καταγέλαστη υποψηφιότητα είναι τώρα ένας πιθανός νικητής στην πιο άγρια πολιτική χρονιά από το 1968. Ανεξάρτητα από το τι θα συμβεί, το παλιό κομματικό σύστημα των ΗΠΑ έχει καταρρεύσει. Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν μοιάζει με κανέναν άλλο υποψήφιο…Η αξιοπρεπής κοινωνία της ανώτερης δημοσιοϋπαλληλίας, συμπεριλαμβανομένων ρευμάτων του Ρεπουμλικανικού κατεστημένου ακόμα και τους συνήθως “απολιτίκ” στρατιωτικούς, είτε αποσύρεται είτε υποστηρίζει ανοιχτά την Κλίντον. Στρατηγοί, διπλωμάτες, ειδήμονες της εξωτερικής πολιτικής και οι New York Times όλοι συμφωνούν ότι μια προεδρία του Τραμπ θα ήταν καταστροφή. Οι Financial Times κλαίνε δακρύβρεχτα για την πιθανή εξαφάνιση της “διεθνιστικής” (διάβαζε: κυριαρχούμενης από τις ΗΠΑ) παγκόσμιας τάξης σε ισχύ μετά το 1945. Τέτοιες διακηρύξεις δεν κάνουν καμμιά διαφορά· αν τίποτα άλλο, απλά προσθέτουν στα “αντι-καθεστωτικά” εύσημα και την “περηφάνεια” του Τραμπ” (Insurgent Notes: “Ο Τραμπ πρόεδρος;”)
Δεν πρόκειται, βέβαια, για “μαντικές” ικανότητες αλλά, μάλλον, για το ότι μέσα από την ανάλυσή τους οι Insurgent Notes κατάφεραν να δούνε τι έριχνε καύσιμο στις μηχανές του Τραμπ ώστε, παρά την προκλητικά ρατσιστική, μισογύνικη και εθνικιστική καμπάνια που διεξήγαγε, η απήχησή του να αυξάνει πέρα από το αναμενόμενο ακροατήριο υπερσυντηρητικών, φανατικών λευκών χριστιανών και της “εναλλακτικής” ή μη ακροδεξιάς. Γιατί δεν ήταν μόνο οι ακροδεξιοί που πείθονταν από τον Τραμπ. Ήταν και ένας κόσμος που, χωρίς να δηλώνει σε καμμιά περίπτωση ρατσιστής ή εθνικιστής, του έσκαγε ένα πονηρό χαμογελάκι, βλέποντας στο πρόσωπό του ένα outsider, έναν αντισυμβατικό και, γιατί όχι, “αντισυστημικό”, που δεν ελέγχεται από το κατεστημένο της Ουάσιγκτον. Ακόμα πιο παράδοξα, το γελάκι αυτό έσκαγε και σε αριστερά χείλη.
Οι μήνες πέρασαν και, τελικά, τον Νοέμβρη του 2016, ο ρατσιστής, μισογύνης και ημιγελείος Τραμπ έκανε την έκπληξη (ευνοημένος και από το ιδιόμορφο αμερικανικό εκλογικό σύστημα), κερδίζοντας την προεδρία και στέλνοντας ρίγη αντιφατικών συναισθημάτων στον πλανήτη. Οι φιλελεύθεροι-αριστεροί (ακαδημαϊκοί, ως επί το πλείστον) κύκλοι ανά τον κόσμο “βυθίστηκαν” στη θλίψη και την απελπισία, ψάχνοντας να βρουν τους υπαίτιους αυτής της ανοίκειας ανατροπής.
Άλλοι, βέβαια, και ήταν πολλοί, πανηγύριζαν: κάποιοι ακομπλεξάριστα και φανερά, σαν τον δικό “μας” υπουργό Άμυνας Καμένο, ο οποίος έσπευσε να δηλώσει αμέσως “Τραμπικός”, και κάποιοι, κι εδώ είναι τα παράδοξα που είπαμε προηγουμένως, που “κρυφοπανηγύριζαν” – όπως το “Aριστερό Ρεύμα” της ΛΑΕ που, μέσω της ιστοσελίδας του ΙΣΚΡΑ, έσπευσε να χαρακτηρίσει την εκλογή Τραμπ ως, αν μη τι άλλο, δυνάμει ρήγμα στην τρισκατάρατη παγκοσμιοποίηση και αποσταθεροποιητικό παράγοντα της “Νέας Τάξης” (την επόμενη μέρα απέσυραν το σχετικό άρθρο, συνειδητοποιώντας, μάλλον, ότι ο ενθουσιασμός τους δεν ήταν και τόσο “διακριτικός”).
Άλλοι, μεταξύ των οποίων και ο υποφαινόμενος, ρίχτηκαν στο διάβασμα, προσπαθώντας να καταλάβουν πώς γίνεται και ένας φασίστας, σαν τον Τραμπ, περνιέται για αντισυστημικός, και μάλιστα όχι μόνο από τους ακροδεξιούς· και, τελοσπάντων, τι είναι “αντισυστημικό” σήμερα. Έχοντας ήδη μια ιδέα για τον καθοριστικό ρόλο που παίζει η παγκοσμιοποίηση και ο νεοφιλελευθερισμός στις αναλύσεις ενός τέτοιου “αντισυστημικού” κόσμου, και εμπνεόμενοι από την ανάλυση συντρόφων από τις ΗΠΑ και αλλού, προσπαθήσαμε να καταλάβουμε την κοινωνική δυναμική πίσω από αυτά τα παράδοξα.
Μα τι ψηφίζει τελοσπάντων (και δεν μιλάμε μόνο για τις ΗΠΑ) αυτή η εργατική τάξη ;
Όπως συνέβη και το καλοκαίρι του 2016 με το Brexit, πολύς λόγος έγινε για τη στάση της εργατικής τάξης και την ψήφο της. Και όπως με το Brexit, η φιλελεύθερη αριστερά απέδωσε την εκλογή Τραμπ στην “ανευθυνότητα” και την “έλλειψη συνείδησης” της εργατικής τάξης, που κλείνει το μάτι προς τον πατριωτισμό (φυσικά, άλλα κομμάτια της αριστεράς, και του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού χώρου, έτειναν να την αθωώνουν και να τα ρίχνουν όλα στους μικροαστούς). Ο ίδιος προβληματισμός τέθηκε και στις πρόσφατες εκλογές στη Γαλλία: τι θα ψήφιζαν, για παράδειγμα, οι οπαδοί του Μελανσόν και άλλα κομμάτια της εργατικής τάξης; Λεπέν, Μακρόν ή θα απείχαν; Το πραγματικό ερώτημα πίσω από αυτά είναι, ουσιαστικά, όπως λένε και οι σύντροφοι της γαλλικής ομάδας Carbure, το εξής: “είναι η εργατική τάξη αντιδραστική”;
Από μια άποψη, η απάντηση μοιάζει να είναι απλή, τουλάχιστον στη βάση της ίδιας της εκλογικής στατιστικής.
“To ερώτημα αυτό μπορεί να απαντηθεί στα γρήγορα με μια εξέταση της εκλογικής στατιστικής: φυσικά και όχι, δεν ήταν η εργατική τάξη μόνο που εξέλεξε τον Τραμπ, ούτε καν ψήφισε μαζικά υπέρ του. Η εργατική τάξη παραμένει σε μεγάλο βαθμό η τάξη της αποχής”. (Carbure: “Ο Ντόναλντ Τραμπ, η αριστερά και η εργατική ψήφος”).
Συμπέρασμα με το οποίο συμφωνούν και οι Insurgent Notes, στο μετεκλογικό editorial τους με τον δικαιολογημένα “χαιρέκακο” τίτλο: “Μπαίνουμε στον πειρασμό να πούμε ότι σας το είχαμε πει αλλά δεν θα το κάνουμε”:
“Το 17% όσων ψήφισαν Τραμπ είχαν υποστηρίξει προηγουμένως τον Σάντερς. Εκατό εκατομμύρια άνθρωποι δεν ψήφισαν – το πλειοψηφικό κόμμα της αποχής”.
Ήδη, όμως, στη θέση των Insurgent Notes, φαίνεται ότι η απάντηση είναι ίσως πιο πολύπλοκη. Ένα, σίγουρα όχι πλειοψηφικό, αλλά, οπωσδήποτε, σημαντικό ποσοστό της εργατικής τάξης, όχι μόνο ψήφισε Τραμπ αλλά και το έκανε αυτό μέσω μιας “αντιφατικής” κινητικότητας, μεταπηδώντας πχ. από τον Σάντερς στον Τραμπ. Κι αυτό φαίνεται προβληματικό γιατί:
“…δίνει έναν χαρακτηριστικό εργατικό “τόνο” στις πρώην βιομηχανικές πολιτείες στα βορειοανατολικά των ΗΠΑ, που σε συνδυασμό με την έλλειψη ενθουσιασμού για μια ψήφο υπέρ των Δημοκρατικών, έγειρε αναμφισβήτητα την πλάστιγγα σε όφελος του Τραμπ. Κι εδώ έγκειται το πρόβλημα: σε αυτό το ανεξίτηλο κατάλοιπο αυτής της αποφασιστικής παρουσίας της ψήφου των εργατών, που δεν ξεπερνιέται, που μοιάζει με μια ακαθαρσία σε αυτές τις εκλογές, που λεκιάζει” (ό.π.).
Τι καθιστά, όμως, “ευάλλωτα” κομμάτια του προλεταριάτου στις “σειρήνες” του Τραμπ, της Λεπέν, της Χρυσής Αυγής και άλλων ακροδεξιών ρευμάτων; Και ποια είναι αυτά το κομμάτια; Τι σημαίνει αυτό για τη δυνατότητα των αντιστάσεών μας;
Οι Insurgent Notes παρατηρούν ότι:
Όπως ακριβώς στη Γαλλία ή τη Βρετανία, ο νέος δεξιός λαϊκισμός δεν προελαύνει στα καλωδιωμένα γιάπικα μητροπολιτικά κέντρα του Παρισιού ή του Λονδίνου, αλλά μάλλον στις παραμελημένες μεσαίες και μικρές πόλεις, περιλαμβανομένων πόλεων στις οποίες εξαναγκάστηκε να μετεγκατασταθεί η πρώην εργατική τάξη των μητροπόλεων εξαιτίας του αστικού εξευγενισμού. Έτσι συμβαίνει και στις ΗΠΑ, όπου ο Τραμπ δεν έχει καλές επιδόσεις στην περιοχή του Σαν Φρανσίσκο ή στη Νέα Υόρκη, αλλά στις μεσαίες, μικρές και αγροτικές δεξαμενές των “αχρείαστων” (Insurgent Notes: “Mπαίνουμε στον πειρασμό…”).
Διαβάζοντας περισσότερο αρχίσαμε να διαπιστώνουμε ότι τα κομμάτια της εργατικής τάξης που κλείνουν το μάτι στην ακροδεξιά είναι κατεξοχήν λευκοί εργάτες, που φτωχοποιούνται από την κρίση και αναζητούν τη σωτηρία τους στο έθνος-κράτος και ένα καινούριο “κοινωνικό συμβόλαιο”. Το ζήτημα περιπλέκεται γιατί αντίστοιχα συμβόλαια τάζουν και μεγάλα κομμάτια της (κατεξοχήν κρατικιστικής) αριστεράς. Τι συνδέει τα συμβόλαια αυτά και γιατί η ακροδεξιά ρητορική φαίνεται να είναι πειστικότερη και πιο ελκυστική;
(ακρο)δεξιός και (ακρο)αριστερός λαϊκισμός, αλλά, στην ουσία, λευκός εθνικισμός
τι είναι αυτό που τους ενώνει, τι είναι αυτό που μας χωρίζει;
Εδώ έχουμε να κάνουμε με πράγματα που “ενώνουν” και “χωρίζουν”. Η ετερόκλητη στάση του προλεταριάτου έχει μια αντικειμενική βάση την οποία οι αριστερές αφηγήσεις τείνουν να συγκαλύπτουν (επειδή, ακριβώς, η αριστερά έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στην ενσωμάτωση του προλεταριάτου στην καπιταλιστική κανονικότητα). Η βάση αυτή είναι ο κατακερματισμός του προλεταριάτου.
“…‘η’ εργατική τάξη είναι στην πραγματικότητα εξαιρετικά κατακερματισμένη. ‘Το’ προλεταριάτο…δεν περιλαμβάνει μια ομοιογενή κοινωνική πραγματικότητα. Και αυτό δεν είναι τόσο ενδεικτικό μιας ‘δυσκολίας να οργανωθεί’ ή ‘διαιρέσεων’ που πρέπει να υπερβληθούν, αλλά είναι μια πραγματικότητα που σχετίζεται με αυτό που είναι δομικό στον καπιταλιστικό κόσμο” (Carbure: “Ο Ντόναλντ Τραμπ, η αριστερά και η εργατική ψήφος”).
Θέση που χρήζει, βέβαια, μεγάλης ανάλυσης, την οποία δεν θα κάνουμε εδώ. Μπορούμε διαισθητικά να την αντιληφθούμε από την ίδια την εμπειρία μας: πόσα κοινά υπάρχουν ανάμεσα σε έναν εργαζόμενο της ΔΕΗ ή του ΟΤΕ (ιδιαίτερα των “καλών” εποχών) και μια ταμία του σούπερ-μάρκετ ή έναν νεαρό τηλεφωνητή call centre; Ή ανάμεσα σε έναν Έλληνα οικοδόμο και έναν Πακιστανό συνάδελφό του;
Για την αριστερά (εννοώντας εφεξής και κομμάτια του α/α χώρου) οι θεμελιώδεις μετασχηματισμοί της ραγδαίας και βίαιης καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης από τη δεκαετία του 1970 και μετά, η όλο και βαθύτερη υπαγωγή του προλεταριάτου στο κεφάλαιο, η διάλυση της “εργατικής ταυτότητας”, είναι απλά η επέλαση του “νεοφιλελευθερισμού” και της “παγκοσμιοποίησης”. Με άλλα λόγια η δαιμονοποίηση συγκεκριμένων τμημάτων του κεφαλαίου (ιδίως του χρηματοπιστωτικού) που αποκτώντας, δήθεν, όλο και μεγαλύτερη “αυτονομία”, επελαύνουν άπληστα σε ολόκληρο τον πλανήτη, κουρελιάζοντας το “ωραίο” κοινωνικό συμβόλαιο που είχε υπογράψει η εργατική τάξη μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, τότε που κάπως “τρώγαμε με χρυσά κουτάλια”. Η παγκοσμιοποίηση, ιδιαίτερα μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης το 2008, ως το κακοποιό έργο του νεοφιλελευθερισμού, γίνεται η πηγή των δεινών και της χασούρας των “λαϊκών τάξεων”. Το “σύστημα” είναι κάποιες ελίτ πολυεθνικών και τραπεζιτών (συνήθως Εβραίων, βεβαίως-βεβαίως) που συναντιούνται στα ελβετικά βουνά για να ρυθμίσουν τις ροές κεφαλαίου και εργασίας. Έχουν, δε, τόση εξουσία ώστε να συγκροτούν “υπερκράτη” τύπου ΕΕ και ΔΝΤ, απόμακρες οντότητες που “επιβάλλουν” τις ντιρεκτίβες της παγκοσμιοποίησης στα “αδύναμα” έθνη-κράτη.
Όμως η παγκοσμιοποίηση δεν είναι έργο κάποιων “τραπεζοκρατών” ούτε κάποιας μυστικής συνομωσίας. Είναι καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, δηλαδή η εγγενής για το κεφάλαιο κίνηση παγκόσμιας επέκτασης και κυριαρχίας, μέσω της οποίας το προλεταριάτο ενοποιείται αντιφατικά μόνο μέσα από αυτά που το διαιρούν, το κεφάλαιο και το αναπόσπαστο συμπλήρωμά του, το έθνος-κράτος. Το έργο της παγκοσμιοποίησης δεν είναι η αποδυνάμωση κράτους και κεφαλαίου αλλά ο περαιτέρω κατακερματισμός του προλεταριάτου. Το προλεταριάτο “δεν είναι αυθόρμητα διεθνιστικό”· “στον παγκόσμιο ανταγωνισμό και στη διαδικασία της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης είναι στο ίδιο ‘πλοίο’ με τους ‘δικούς’ του εθνικούς καπιταλιστές” (Carbure: “Ο Ντόναλντ Τραμπ…”). Η αριστερα αγνοώντας αυτή τη θεμελιώδη συνθήκη, κατασκευάζοντας μια κατά φαντασίαν ενότητα και έναν κατά φαντασία διεθνισμό, απονευρώνει τις αιχμές της προλεταριακής αντίστασης: ατέρμονη αναζήτηση μιας από τα πάνω επιβεβλημένης ενότητας, εμμονή σε παραδοσιακές μορφές οργάνωσης, νερόβραστη σούπα αιτημάτων που δεν φτάνουν ποτέ στην ουσία, δηλαδή στο ξεπέρασμα των δομικών διαιρέσεων εντός του προλεταριάτου. Και δεν φτάνουν, γιατί στη συνθήκη της “ενότητας μέσα στον διαχωρισμό”, το προλεταριάτο δεν μπορεί να ενοποιηθεί παρά μόνο μέσα στην επανάσταση, καταργώντας όλες τις διαιρέσεις που παράγονται από το κεφάλαιο και το κράτος: αξία, χρήμα, εμπόρευμα, μισθωτή εργασία, ιδιοκτησία, ιεραρχία.
Η “παλινόρθωση” της εθνικής εργατικής τάξης δεν είναι κριτική στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση. Η αριστερά που προτάσσει την επιστροφή στις εθνικές ζώνες συσσώρευσης (υπό “εργατικό” έλεγχο, φυσικά) και στις “καλές” εποχές του “μη-φάύλου” “παραγωγικού” κεφαλαίου, ενισχύει τη δυναμική της παγκοσμιοποίησης-ως-κατακερματισμού του προλεταριάτου. Αποτελεί, ουσιαστικά, την αριστερή φράξια του κράτους και του κεφαλαίου, την άλλη όψη του νομίσματος της “αντισυστημικότητας”, τον καθρέφτη της ακροδεξιάς ρητορείας. Μπορεί να μην κραυγάζει για “τους ξένους που μας κλέβουν τις δουλειές” και τα κλειστά σύνορα, αλλά στην ουσία εκφράζει την ίδια ανάγκη να ανακτήσει το έθνος-κράτος τον έλεγχο της δικής του “εθνικής οικονομίας”, δηλαδή του “δικού του” προλεταριάτου (η βασική – ιδεολογική και μόνο – διαφορά είναι ότι στο αριστερό αφήγημα η εργατική τάξη-λαός θα είναι “αφέντης στον τόπο του”). Γι’ αυτό και καταλήγει να διαλαλεί τα ίδια σχέδια “εθνικής παραγωγικής ανασυγκρότησης” και, ακόμα πιο χαρακτηριστικά στην περίπτωση της ελληνικής αντιμνημονιακής αριστεράς, τους ίδιους “στρατηγικούς στόχους” περί εξόδου από την ΕΕ και το Ευρώ, που βάζουν στην ατζέντα τους τα ακροδεξιά επιτελεία ανά την Ευρώπη.
Και αφού “ένας είναι ο εχθρός, ο νεοφιλελευθερισμός”, μπορεί να φαντάζεται απενοχοποιημένα διάφορες “αντισυστημικές” συμμαχίες χωρίς να προβληματίζεται, για παράδειγμα, αν το Brexit στηρίχτηκε κυρίως από τον αγγλική ακροδεξιά ή αν ο “δυνάμει” σύμμαχος Τραμπ χαρακτηρίζει τους Μεξικάνους “βρωμιάρηδες” και τις γυναίκες “τσούλες” ή αν υποστηρίζει κάθε αντιδραστική ψευτοθεωρία των “δεξαμενών σκέψης” του νεοσυντηρητικού συρφετού στις ΗΠΑ ενώ οι οπαδοί του χαιρετούν ναζιστικά στα δείπνα υποστήριξής του.
Αυτή η αριστερά τροφοδοτεί τη δυναμική της ακροδεξιάς ως της “πραγματικά συνεπούς” δύναμης που μπορεί να βάλει φρένο στην απληστία και την ασυδοσία των “τραπεζιτών” και των “τοκογλύφων”, να δώσει δουλειές στην ντόπια εργατιά και να τονώσει το εθνικό γόητρο, καθώς η αντιπαγκοσμιοποίηση που προτάσσει η ακροδεξιά είναι σε πιστότερη αντιστοίχιση με την πραγματικότητα ενός κατακερματισμένου προλεταριάτου. Η “αντισυστημικότητα” της αριστεράς αρθρώνεται αναγκαστικά σε μια γλώσσα ιδεολογικοποιημένης και φενακισμένης “ενότητας” της εργατικής τάξης, που είναι ακριβώς ο “λαός” ή οι “λαϊκές τάξεις”, η διαταξική σούπα μιας οιονεί εργατικής τάξης που συγκαλύπτει την ίδια την ταξική πάλη και όσα υφίσταται το προλεταριάτο. Είναι μια γλώσσα που απευθύνεται σε ένα φάντασμα (και δεν είναι το φάντασμα του Μανιφέστου!).
Ονομάζουμε εθνολαϊκισμό αυτή την πρακτική ιδεολογία εθνοκρατισμού και προσήλωσης στην εθνική οργάνωση/εκμετάλλευση του προλεταριάτου που διατρέχει το πολιτικό φάσμα από την ακροδεξιά μέχρι την ακροαριστερά. Διαπιστώνουμε, επιπλέον, ότι το υπόστρωμα του εθνολαϊκισμού είναι ο ίδιος ο λευκός εθνικισμός. Είναι μια κρίσιμη διαπίστωση, κατά την άποψή μας, γιατί, όπως θα εξηγήσουμε παρακάτω, στη συγκρότηση του λευκού εθνικισμού αναπτύσσεται και η δυναμική του εκφασισμού που συνοδεύει τη εθνο-λαϊκιστική ρητορική.
Αν στην περίπτωση της ακροδεξιάς η σύνδεση εθνολαϊκισμού και λευκού εθνικισμού είναι κάπως αυτονόητη, στην περίπτωση της λαϊκιστικής, “αντισυστημικής” αριστεράς είναι λιγότερο προφανής. Για να αναδειχθεί πρέπει να δει κανείς πώς συγκροτήθηκε η ίδια η “εργατική ταυτότητα” στην περίοδο της ανάπτυξης και ακμής του εργατικού κινήματος (βλέπε, πχ., το άρθρο των Endnotes: “Μια ιστορία διαχωρισμού: Η άνοδος και η παρακμή του εργατικού κινήματος, 1883-1982”). Η μελέτη αυτής της περιόδου δείχνει ότι όντως η κυρίαρχη ταυτότητα του εργατικού κινήματος ήταν αυτή του λευκού άντρα εργάτη. Ακόμα και σήμερα (το βλέπουμε έντονα στην ελληνική περίπτωση), τα εργατικά συμφέροντα είναι συνήθως τα συμφέροντα των λευκών και πιο προνομιούχων εργατών· τα μη-λευκά κομμάτια του προλεταριάτου παραμένουν συνήθως αόρατα, υποτιμούνται ή αγνοούνται. Μερικές, μάλιστα, φορές απαξιώνονται ρητά. Για παράδειγμα, η Ναόμι Κλάιν έσπευσε να καταλογίσει την νίκη του Τραμπ στα μη-λευκά εκείνα κομμάτια της εργατικής τάξης (Αφροαμερικανούς και Λατίνος) που, μην καταφέρνοντας να “συνδεθούν” με τον Σάντερς, στήριξαν την Κλίντον (“αυτή την ενσάρκωση της νεοφιλελεύθερης μηχανής”).
Η Angela Mitropoulos, ασκώντας κριτική, χαρακτηρίζει αυτή τη στάση “…αλλαζονεία που προσεγγίζει τα όρια του ξεκάθαρου ρατσισμού”, αποτέλεσμα της άρνησης να παραδεχτεί κανείς ότι:
“η σοσιαλδημοκρατία ήταν πάντα μια μορφή λευκού προστατευτισμού, ιδιαίτερα στις αποικίες εποίκων όπως στις ΗΠΑ, και ότι η χρήση όρων όπως ο “νεοφιλελευθερισμός” έχει να κάνει με τον θρήνο της απώλειας της προστασίας για τους λευκούς” (Angela Mitropoulos: “Οι γυρολόγοι της δυσαρέσκειας”, https://inmediasres.espivblogs.net/2016/11/28/hucksters).
Το αίσθημα επίθεσης από τα προνομιούχα τμήματα της “κοσμοπολίτικης” ελίτ, των κερδισμένων, δηλαδή, της παγκοσμιοποίησης, το αίσθημα της απειλής για τη συνοχή του αμερικανικού έθνους διατέμνει σημαντικά κομμάτια της λευκής εργατικής τάξης σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα (αυτά που φλερτάρουν με την ακροδεξιά ταυτίζουν, βέβαια, την απειλή αυτή ως προερχόμενη από τους εκφραστές της “ιδεολογικής ηγεμονίας” της αριστεράς, γεγονός που ενισχύεται και από την αλλαζονική στάση της ακαδημαϊκής-φιλελελεύθερης αριστεράς· κάπως έτσι και η “δαιμονοποίηση” του Τραμπ από αυτή την αριστερά μάλλον ενίσχυσε, παρά έπληξε, την εικόνα του). Από την πλευρά της, η “αντισυστημική” αριστερά, όσο κι αν προσπαθεί να αποσυνδέσει το έθνος από το κράτος – θέση βαθιά αντιιστορική – δεν κάνει τίποτα άλλο από το να ενισχύει την αντίληψη αυτών των κομματιών της λευκής εργατικής τάξης ότι η λύση στα δεινά της παγκοσμιοποίησης είναι η αποκατάσταση του πυρήνα της εθνικής ενότητας, δηλαδή της απειλούμενης λευκής (εργατικής) ταυτότητας.
Σχετικά με αυτό, η Mitropoulos διατυπώνει μια ιδέα που θεωρούμε ότι είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Την ιδέα ότι η δυναμική του (εκ)φασισμού αναπτύσσεται εντός της δημοκρατίας ως η προσπάθεια των, μέχρι πρότινος, κυρίαρχων, κυρίως λευκών κομματιών, να ανακτήσουν τον έλεγχο της κοινωνίας και του έθνους που τους “γλιστράει από τα χέρια”.
“…Το φασιστικό κάλεσμα για την αναστολή των δημοκρατικών διαδικασιών δεν είναι μόνο μια έκκληση σε ανταρσύα ή επανάσταση, όπως κάποιοι έχουν προτείνει. Είναι ένα κάλεσμα για την αναστολή της δημοκρατίας ή της συνταγματικότητας ώστε να αποκατασταθεί η πολιτική στην υποτιθέμενα αληθινή και αυθεντική της τάξη. Το κάλεσμα να αναστείλουμε ώστε να σώσουμε και να αποκαταστήσουμε την αληθινή ουσία του έθνους είναι αναπόσπαστο στον φασισμό (Αngela Mitropoulos: “Φασισμός, από τον φορντισμό στον ‘τραμπισμό’”)
Μilo Yiannopoulos: gay και ρατσιστής; Μα πώς είναι δυνατόν;
Τα μυστήρια της “εναλλακτικής” ακροδεξιάς.
Υπάρχει στις ΗΠΑ και αλλού (όχι ιδιαίτερα στην ελλαδική περίπτωση) αυτό το είδος ακροδεξιάς που αυτοχαρακτηρίζεται “εναλλακτική” (στα αγγλικά alt-right, δηλαδή alternative right), που διακρίνεται από ένα πιο εξεζητημένο και εκλεπτυσμένο είδος ρητορικής σε σχέση με την ωμή γλώσσα της βίας που χαρακτηρίζει πιο παραδοσιακές ακροδεξιές δυνάμεις. Η ρητορική της “εναλλακτικής” ακροδεξιάς στηρίζεται έντονα στην έννοια της “ταυτότητας”.
Χωρίς να μπούμε σε λεπτομέρειες, θα λέγαμε χονδρικά ότι η έννοια της ταυτότητας (μια εκτενής ανάλυση υπάρχει στο άρθρο “Κρίση Ταυτότητας”) αναφέρεται σε γνωρίσματα που συγκροτούν μια συλλογική υποκειμενικότητα, “ταυτοποιώντας” ένα υποκείμενο ή μια ομάδα ως διακριτά και ξεχωριστά. Το να είναι, για παράδειγμα, κάποιος/κάποια μαύρος/μαύρη ή ομοφυλόφιλος/ομοφυλόφιλη/queer προσδιορίζει και προσδιορίζεται από μια ταυτότητα. Ξεκινώντας από ακαδημαϊκές αναζητήσεις και ακτιβίστριες του μαύρου φεμινιστικού κινήματος τη δεκαετία του 1970, η έννοια της ταυτότητας συνδέθηκε σύντομα με “δικαιωματικούς” αγώνες αναγνώρισης και υπεράσπισης “ταυτοτήτων”, με “πολιτικές ταυτοτήτων”. Καθώς οι ταυτότητες αφαιρούνται από άλλα συγκείμενα, όπως για παράδειγμα της ταξικής θέσης, αποκτούν μια αυτονομία και μπορούν να “επικαλύπτονται” με όχι κατανάγκην αντιφατικούς τρόπους.
Έτσι ο Μilo Yiannopoulos, βρετανικής καταγωγής εμβληματική μορφή της “εναλλακτικής” ακροδεξιάς, γνωστός λόγω των προκλητικά διατυπωμένων απόψεών του ενάντια στον φεμινισμό, το Ισλάμ, την κοινωνική δικαιοσύνη και την πολιτική ορθότητα και άλλες ιδεολογίες και απόψεις που ο ίδιος θεωρεί “ολοκληρωτικές” και “αριστερές”, μπορεί να δηλώνει ανοιχτά ομοφυλόφιλος και ταυτόχρονα να υποστηρίζει ότι οι “gay θα πρέπει να επιστρέψουν στην ντουλάπα” και ότι “τα δικαιώματά τους είναι ‘επιβλαβή’ για την ανθρωπότητα”. Ή να διεκδικεί να μιλήσει στο πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϋ φέτος τον Φεβρουάριο για τις “πανεπιστημιουπόλεις-άσυλα”, όπου πιθανόν να κατέδιδε ονόματα φοιτητών “χωρίς χαρτιά”, στο όνομα της ελευθερίας του λόγου!
Η “εναλλακτική” ακροδεξιά αξιοποιώντας το, κατεξοχήν, αριστερό εργαλείο της ταυτότητας προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει τον ίδιο τον ρατσισμό της, παρουσιάζοντας τον ως μια πολιτική υπεράσπισης της “λευκής ταυτότητας”, που απειλείται προφανώς από τον πολυπολιτισμικό κυκεώνα της εποχής της παγκοσμιοποίησης.
Κι εμείς; Πού βρισκόμαστε απέναντι σε όλα αυτά;
Αντιστάσεις στις ΗΠΑ και black-bloc
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, το ανταγωνιστικό κίνημα στις ΗΠΑ βρίσκεται σε μια πραγματικά πολύ ενδιαφέρουσα φάση ανάπτυξης, που δεν περιορίζεται στον ακτιβισμό και την εξαγωγή εύκολων συμπερασμάτων αλλά, αντίθετα, θέτει υπό συζήτηση κρίσιμα ζητήματα και μορφής-οργάνωσης και περιεχομένου. Κεντρική θέση έχει το ζήτημα της (διαλεκτικής) σχέσης τακτικής και στρατηγικής.
Ο Salar Mohandesi, συντάκτης του Viewpoint Magazine, σημειώνει στο άρθρο “Για το μπλακ-μπλοκ”:
“[Για την Wall Street Journal] η ‘αλληλοεξοντωτική’ διαμάχη αυτή τη στιγμή στην υπερ-αριστερά είναι αυτή σχετικά με το ‘μπλακ-μπλοκ’. Και αν αυτή η διαμάχη έχει οδηγήσει την WSJ να μιλά για ‘υπερ-αριστερισμό’, τότε είναι σίγουρα μια διαμάχη που θα πρέπει να την αντιμετωπίσουμε”.
Το ενδιαφέρον της WSJ είναι δικαιολογημένο δεδομένου ότι οι πρακτικές του μπλακ-μπλοκ, η φήμη του οποίου στις ΗΠΑ δυναμώνει ιδιαίτερα με το κίνημα της αντι-παγκοσμιοποίησης (θυμηθείτε τη μάχη του Σηάτλ), είναι πάλι με έναν τρόπο δημοφιλείς και απασχολούν, ιδιαίτερα μετά την εκλογή του Τραμπ, ένα μεγάλο τμήμα του ανταγωνιστικού κινήματος,.
Μπέρκλεϋ: η φλόγα είναι ζωντανή!
Σε τρεις περιπτώσεις φέτος το αντιφασιστικό κίνημα με τον καθοριστικό ρόλο του black-bloc, υπερασπίστηκε στο Μπέρκλεϋ τις αντιφασιστικές ιδέες και τους ίδιους τους φοιτητές/φοιτήτριες από την παρουσία διαφόρων φασιστικών/ρατσιστικών ομάδων. Την 1η Φεβρουαρίου, όταν ο Milo Yiannopoulos, όπως προαναφέραμε, προσπάθησε να μιλήσει καθώς και στις 4 Μαρτίου και στις 15 Απριλίου, όταν ομάδες φασιστών, υποστηρικτών του Τραμπ, προσπάθησαν να κάνουν την εμφάνισή τους (οι μπάτσοι κλασσικά, όπως παντού, έπαιζαν τον ρόλο της κάλυψης). Να τα αισθήματα με τα οποία αντιμετωπίζονται αυτές οι συγκρούσεις:
“…αρκετοί φοιτητές στο Μπέρκλεϋ υποστήριξαν τις μαχητικές ενέργειες που απέτρεψαν τον Milo Yiannopoulos να μιλήσει εκεί, ομιλία στην οποία σκόπευε να ξεκινήσει μια καμπάνια εναντίον των “πανεπιστημιουπόλεων-ασύλων”, και πιθανόν να είχε σχεδιάσει να αποκαλύψει τα ονόματα φοιτητών “χωρίς χαρτιά”. “Η πανεπιστημιούπολή μου δεν έκανε τίποτα για να σταθεί ανάμεσα στην κοινότητά μας, όσων δεν έχουμε χαρτιά, και τα μισητά χέρια των ριζοσπαστικοποιημένων λευκών αντρών – οι Αντίφα το έκαναν”, έγραψε ένας φοιτητής χωρίς χαρτιά για τα γεγονότα με τον Milo. “Μια ειρηνική διαμαρτυρία δεν επρόκειτο να ακυρώσει αυτή την εκδήλωση, όπως δεν το έκαναν οι πολυάριθμες επιστολές από το Τμήμα, το προσωπικό, βετεράνους του Κινήματος Ελευθερίας του Λόγου (Free Speech Movement) ακόμα και τους δωρητές. Μόνο η καταστροφή των τζαμαριών και οι βολές των φωτοβολίδων το έκαναν”, (Salar Mohandesi: “Back in Black”).
Το γεγονός ότι το μπλακ-μπλοκ γίνεται αντικείμενο καθημερινής κουβέντας και προβάλλεται από τα καθεστωτικά μέσα αντανακλά την αναμφισβήτητη ριζοσπαστικοποίηση της πολιτικής κατάστασης.
“Κινητοποιούμενοι από τον Τραμπ, εκαταντάδες χιλιάδες Αμερικανών, που δεν είχαν συμμετάσχει σε μια διαδήλωση ποτέ πριν από αυτές τις εκλογές, θυσιάζουν τώρα τον ελεύθερο χρόνο τους για πολιτικές συναντήσεις, για να πορευτούν ενάντια στην κυκλοφορία, να κλείσουν αεροδρόμια, να εκπαιδευτούν σαν διοργανωτές, ακόμα και να σκέφτονται την πιθανότητα μιας γενικής απεργίας. Πολλοί φθάνουν να αισθάνονται ότι η βία μιας σπασμένης τζαμαρίας ωχριά σε σύγκριση με την βία της διακυβέρνησης του Τραμπ. Στην πραγματικότητα, είναι ακριβώς αυτή η απρόσμενη ανοιχτότητα στις τακτικές του μπλακ-μπλοκ που έφερε τους κριτικούς σε μια τέτοια κατάσταση παραληρήματος” (Salar Mohandesi: “Back in Black”).
Πολύ χαρακτηριστικές στιγμές των αγώνων αυτών ήταν η τεράστια πορεία γυναικών την ημέρα της ορκωμοσίας του Τραμπ όπως και η αποφασιστική και αποτελεσματική αντίσταση δεκάδων χιλιάδων Αμερικανών στην ανακοίνωση του μέτρου απαγόρευσης εισόδου στις ΗΠΑ από συγκεκριμένες μουσουλμανικές χώρες (με αξιοσημείωτη την αλληλεγγύη πχ. των ταξιτζήδων της Νέας Υόρκης).
Η διαλεκτική τακτικής-στρατηγικής και το “πρόβλημα της σύνθεσης”
Σε αρκετούς κύκλους του ανταγωνιστικού κινήματος αυτό που αναδεικνύεται ως καθοριστικό ζήτημα είναι κατά πόσον το μπλακ-μπλοκ θα μπορέσει να ξεπεράσει το επίπεδο μιας “αιωρούμενης” τακτικής, να ξεφύγει, δηλαδή, από την “καταναγκαστική λογική” μιας εμμονικής επανάληψης της σύγκρουσης στον δρόμο (με το σκεπτικό ότι η επανάληψη αυτής της τακτικής θα δημιουργήσει μια στρατηγική) και να μπορέσει να ενταχθεί ως μια εμπλουτισμένη τακτική (και όχι ως μια “ταυτότητα”) σε μια στρατηγική. Με άλλα λόγια αν μπορούν οι μαχητές του μπλακ-μπλοκ “να ενσωματώσουν οργανικά την σύγκρουση στον δρόμο μέσα σε ένα ολόκληρο οικοσύστημα αγώνων” (ό.π.)
Αυτό το οικοσύστημα στις ΗΠΑ συγκροτείται από τη συνάντηση δυνάμεων που δεν αμφισβητούν μόνο τη σχέση εκμετάλλευσης κεφάλαιο-εργασία αλλά και άλλες σχέσεις κυριαρχίας, για παράδειγμα της φυλετικής και της έμφυλης. Χαρακτηριστική είναι, πχ. η αλληλεπίδραση του κινήματος Black Lives Matter με το κίνημα “15$”, που αναπτύχθηκε για τη διεκδίκηση των 15 δολαρίων ως ελάχιστου ωρομίσθιου. Τα κομμάτια αυτά οικειοποιούνται πρακτικές του μπλακ-μπλοκ:
Στην διάρκεια της ορκωμοσίας του Τραμπ, οι τακτικές του μπλακ-μπλοκ βοήθησαν τους ακτιβιστές του κινήματος Black Lives Matter να κλείσουν ένα σημείο ελέγχου και να κυνηγήσουν κάποιους νεοναζί. Τι άλλες χρήσεις μπορεί να εξυπηρετήσει το μπλοκ σήμερα; Το κλείσιμο αεροδρομίων; Την προστασία κλινικών έκτρωσης; Το σταμάτημα επιδρομών απελάσεων; Την άμυνααυτοοργανωμένων προγραμμάτων επιβίωσης που θα αναπτύξουμε στα επόμενα χρόνια; (ό.π.).
Η συνάρθρωση των διαφόρων κοινωνικών δυνάμεων με έναν τρόπο που θα σέβεται τις διαφορετικές ανάγκες, συμφέροντα και επιθυμίες και θα αντιστοιχεί στη συγκεκριμένη σύνθεση της εργατικής τάξης στις ΗΠΑ αποτελεί κατεξοχήν στρατηγικό ζήτημα των συζητήσεων των Αμερικανών συντρόφων/ισών. Οι Endnotes (δείτε πχ. το κείμενο “Θέσεις του LA”, στο παρόν τεύχος του “Ελέφαντα”) αναφέρονται σε αυτό ως το “πρόβλημα της σύνθεσης”. Καμμιά από τις διάφορες φράξιες του προλεταριάτου δεν μπορεί να εκφράσει καθολικά τα συμφέροντά του και παρ’ όλο που η ενότητά τους είναι αναγκαία αυτή δεν μπορεί να βρεθεί έτσι απλά “μέσα στους όρους αυτής της κοινωνίας που ξηλώνεται”.
Από την άλλη, η σύνδεση του μπλακ-μπλοκ με τους ευρύτερους αγώνες δεν μπορεί να εξαντλείται απλά στην “οικειοποίηση” των πρακτικών του.
“…υπάρχει η πρόκληση της τυποποίησης της σύνδεσης ανάμεσα στο μπλακ-μπλοκ και στους άλλους αγώνες. Για να είναι αποτελεσματικό, το μπλακ-μπλοκ απαιτεί έναν συγκεκριμένο βαθμό αυτονομίας, ιδιαίτερα με δεδομένους τους νομικούς κινδύνους της σύγκρουσης. Από την άλλη πλευρά…αν πρόκειται να ενισχύσει τα κινήματα αντί να εργάζεται για ανταγωνιστικούς σκοπούς, θα πρέπει να είναι διαφανές και να ‘δίνει λογαριασμό’” (ό.π.).
Αυτή η τυποποιημένη σχέση πρέπει να αναδημιουργηθεί καθώς η “τυπική” οργανωτική ενότητα, μέσω της οποίας επιτυγχανόταν αυτή η ισορροπία, δεν είναι δεδομένη σήμερα: “Στην πραγματικότητα, στο σημερινό πλαίσιο, το ίδιο το ερώτημα της ενότητας έχει πολύ λίγο νόημα χωρίς την οργάνωση” (στο “Back in Black”).
Αν και βρισκόμαστε σε διαφορετική συνθήκη, νομίζουμε ότι τα ζητήματα που τίθενται στην προβληματική του ανταγωνιστικού κινήματος στις ΗΠΑ, είναι εξαιρετικά ουσιώδη και αξίζει να μας απασχολήσουν κι εμάς σοβαρά. Άλλωστε η ελληνική κοινωνία, με όλες τις ιδιομορφίες της, είναι μια καπιταλιστική κοινωνία και, μάλιστα, από πολλές απόψεις, προηγμένη.
Θεωρούμε ότι το να ξεκινάμε από αφηρημένες αντιλήψεις για το “πώς θα πρέπει να είναι οι αγώνες” δεν είναι ιδιαίτερα παραγωγικό. Είναι προτιμότερο να ξεκινάμε από μια συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης πραγματικότητας. Χρειάζεται να πειραματιστούμε, να εφεύρουμε νέες μορφές ενότητας και συλλογικής οργάνωσης, αντλώντας έμπνευση από την ίδια την εμπειρία των πραγματικών αγώνων, όσο αντιφατικοί κι αν είναι. Να διευρύνουμε τη φαντασία μας, προσπαθώντας να μην μένουμε “έξω” από τις ανεπανάληπτες δυνατότητες κάθε συγκυρίας, να είμαστε στη ροή των πραγμάτων. Όπως λέει και ο Mohandesi στο “Back in Black”:
Αντί να βγάζουμε συμπεράσματα πίσω από κλειστές πόρτες, θα πρέπει να βασίσουμε τη στρατηγική μας σε αυτό που συμβαίνει στους δρόμους.
q.
ΥΓ. Όλα τα αναφερόμενα άρθρα όπως και τα ακόλουθα: “Λευκή Αγνότητα”, του Asad Haider, “Η κονκάρδα και η σβάστικα”, του Shuja Haider, “Ένα βήμα πίσω, δύο βήματα μπροστά” του Salar Mohandesi, είναι διαθέσιμα στον ιστότοπο της ομάδας InMediasRes: https://inmediasres.espivblogs.net/translations.