Οι ταραχές έξω απ’ τη Βουλή και η νηνεμία στους χώρους εργασίας
Από το 2010 μέχρι και λίγο πριν τις εκλογές του 2015 η κήρυξη μιας γενικής απεργίας έμοιαζε να αποτελεί ένα κρίσιμο συμβάν, ένα crash test για τις διαχειριστικές δεξιότητες των κυβερνώντων, μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να εκφραστεί η δυσαρέσκεια των κυβερνώμενων. Επενδυόταν είτε με έντονες ανησυχίες για μια ενδεχόμενη διασάλευση της τάξης στο κέντρο της Αθήνας είτε με μεγάλες προσδοκίες για μια κάποιου είδους πολιτική ανατροπή ή έστω για την αποτροπή υπερψήφισης μιας ακόμα δέσμης μέτρων «εσωτερικής υποτίμησης».
Οι ανησυχίες εκφράζονταν στους τηλεοπτικούς δέκτες, στις επιφυλλίδες της Καθημερινής, στα πηγαδάκια στο περιστύλιο της Βουλής, στις προπαρασκευαστικές συσκέψεις στη ΓΑΔΑ. Στην απέναντι όχθη, οι προσδοκίες χρωμάτιζαν με έναν τόνο ενίοτε αποκαλυψιακό τα σχόλια των χρηστών των διαδικτυακών μέσων αντιπληροφόρησης, τις τοποθετήσεις των παρευρισκόμενων στις συνελεύσεις των πολιτικών συλλογικοτήτων που ετοιμάζονταν να παρέμβουν στη μεσημβρινή διαδήλωση της ημέρας της απεργίας, αλλά παρείχαν επίσης και τη συναισθηματική πρώτη ύλη στις γεμάτες μελοδραματικά κλισέ προκηρύξεις των αριστερών εμπόρων ελπίδας που έστηναν στον δρόμο τα «κινηματικά» θεμέλια για την επερχόμενη κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου, με το πάθος ενός πρεζέμπορα που καταναλώνει κι ο ίδιος τη νοθευμένη πρέζα την οποία εμπορεύεται.
Και οι ανησυχίες των «από πάνω» και οι προσδοκίες των «από κάτω» είχαν ως κοινό παρονομαστή την πεποίθηση ότι μια γενική απεργία, υπό τις παρούσες συνθήκες, ήταν προπάντων ένα συμβάν πολιτικό: κάτι που θα εκδήλωνε τη δυναμική του μπροστά από το κοινοβούλιο και μπορούσε να καθορίσει τις αποφάσεις που θα λαμβάνονταν εκεί, ανάλογα βέβαια με την εκδηλωνόμενη απεργιακή δυναμική, δηλαδή, με τη μάζα και τη μαχητικότητα του συγκεντρωμένου πλήθους στην πλατεία Συντάγματος. Αυτή η πεποίθηση εξακολούθησε να χαίρει ευρύτατης απήχησης ακόμα και τις μέρες που ο Βαρουφάκης πάλευε με τα ανήμερα νεοφιλελεύθερα θεριά των Βρυξελλών για να περάσει το δικό του «μετριοπαθές» σχέδιο διάσωσης των ελληνικών αφεντικών, με τη διακριτική στήριξη τόσο του ΣΕΒ όσο και της ΓΣΕΕ, και την οργή κατά του δαίμονα Σόϊμπλε να ξεχειλίζει, μπροστά από το μνημείο του άγνωστου στρατιώτη, όπου οι κόκκινες και οι κοκκινόμαυρες σημαίες συνυπήρχαν, χωρίς να προκαλούνται έκδηλα αισθήματα δυσφορίας, με τις γαλανόλευκες.
Εκείνη την, ας την πούμε, «ηρωική» περίοδο της κυβερνώσας αριστερο-ακροδεξιάς, το πολιτικό νόημα της γενικής απεργίας είχε ήδη αρχίζει να μεταστρέφεται. Δεν επρόκειτο πια για μια δοκιμασία, αλλά για ένα ακόμα διαπραγματευτικό χαρτί στις διαβουλεύσεις με τους Ευρωπαίους εταίρους του ελληνικού κράτους. Όταν τα κάστρα στην άμμο που είχε φτιάξει η Αριστερά (εντός κι εκτός ΣΥΡΙΖΑ) έπεσαν και αντί για το «τέλος της λιτότητας» ήλθε το τρίτο, αριστερο-ακροδεξιό αυτή τη φορά, Μνημόνιο, τότε κηρύχθηκε μεν η επαπειλούμενη γενική απεργία, οι συριζαίοι υπουργοί, όμως, τόνιζαν ότι ήταν ευπρόσδεκτη, περίπου ως ένα ακόμα επιχείρημα προς τους ξεροκέφαλους συνομιλητές τους στο εξωτερικό μπας και χαλαρώσουν τις ασφυκτικές πιέσεις τους ή κάνουν τα στραβά μάτια εκ των υστερών, κατά την εφαρμογή των μέτρων. Το ίδιο θα επαναλάμβαναν και φέτος, ενόψει της ψήφισης του νομοσχεδίου για το ασφαλιστικό.
Αυτό δε σήμαινε ότι οι δυνάμεις καταστολής θα απέφευγαν να ανοίγουν κεφάλια ή να κάνουν συλλήψεις στον σωρό, όποτε αυτό κρινόταν τακτικά απαραίτητο βάσει των μακρόπνοων κρατικών σχεδιασμών αντιμετώπισης του εσωτερικού εχθρού, που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ συνέχισε και εκλέπτυνε. Σήμαινε πάντως ότι η γενική απεργία, που είχε από καιρό αναχθεί σε μια απεργιακή συγκέντρωση μπροστά από το κοινοβούλιο, πλέον είχε γίνει ένα κάποιο συμπλήρωμα στις τεχνικές διακυβέρνησης. Κατά τα λοιπά, η μηχανή της εθνικής οικονομίας, ιδίως από το 2012 και μετά, παρά τις κηρυσσόμενες γενικές απεργίες λειτουργούσε κανονικά και αδιαλείπτως, με ορισμένες μονάχα πρόσκαιρες μικρές διαταραχές, ξαναμπαίνοντας μάλιστα σε τροχιά ανάκαμψης.
Η ιδέα ότι μια γενική απεργία, ήτοι, μια γενική άρνηση των εργατών/τριών να πάνε στη δουλειά τους και να κάνουν τη δουλειά τους (δεδομένου ότι σήμερα υπάρχουν πολλοί εργάτες/τριες που δε χρειάζεται να πάνε σε έναν καθορισμένο χώρο εργασίας για να δουλέψουν), πρέπει να εκληφθεί ως ένα συμβάν πολιτικό ή ότι έχει νόημα μονάχα αν μπορεί να προκαλέσει ανακατατάξεις στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό, είναι μια ιδέα η οποία έχει περιβληθεί, εδώ και πολλές δεκαετίες, με την ισχύ του αυτονόητου χάρη στη ακατάπαυστη σχετική προπαγάνδα των αριστερών κομμάτων και οργανώσεων. Τα τελευταία χρόνια, αυτό έγινε μια απτή πραγματικότητα. Οι γενικές απεργίες που κήρυσσαν οι ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ είχαν αδιαμφισβήτητα πολιτική βαρύτητα. Το πρόβλημα, όμως, έγκειται ακριβώς εκεί. Γιατί αυτό που υπόρρητα εννοείται ως «πολιτικό», και αυτό που όντως, είτε μας αρέσει είτε όχι, είναι το «πολιτικό» στην παρούσα μορφή κοινωνικής οργάνωσης, συνηχεί με, και επικαλύπτεται από, το «κρατικό».
«Πολιτικό», στην κυρίαρχη γλώσσα αλλά και στην αντικειμενική πραγματικότητα, είναι ό,τι μπορεί να εγγραφεί στο πεδίο του κράτους, μιας άρθρωσης μηχανισμών αυτονομημένης από την κοινωνία. Και «πολιτική» είναι, όπως εύστοχα είχε κάποτε πει ο Μπίσμαρκ, η τέχνη του εφικτού, με άλλα λόγια: ένα σύνολο από τεχνικές για την εξεύρεση και επιβολή λύσεων στις κοινές, δημόσιες υποθέσεις χωρίς να θίγονται οι ίδιες οι κοινωνικές σχέσεις (σχέσεις ταξικής εκμετάλλευσης, έμφυλης και εθνικής-φυλετικής καταπίεσης) που κατανέμουν αφετηριακά διαφορετική ισχύ στα αφηρημένα υποκείμενα-«πολίτες», τα οποία καλούνται να αποφασίσουν, ή μάλλον, αφού άμεσα αποφασίζουν τυπικά μονάχα ορισμένοι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι, να συναινέσουν εκ των υστέρων σε αυτές τις λύσεις ή να τις απορρίψουν.
Είναι γι’ αυτόν τον λόγο που τελικά δεν πρέπει να παραξενευόμαστε από το γεγονός ότι η πρόσφατη μετατροπή των γενικών απεργιών σε πολιτικά συμβάντα, έτσι όπως συντελέστηκε στην τωρινή ελληνική πραγματικότητα, με την κριτική, τόσο στις πράξεις όσο και στα λόγια, να στρέφεται μακριά από τις σχέσεις εκμετάλλευσης και καταπίεσης που διαμορφώνουν το βασικό περίγραμμα αυτής της πραγματικότητας, συνεπαγόταν και την εξουδετέρωση του όπλου της απεργίας ως μέσου άμυνας για την εργατική τάξη και ως δυνητικής απειλής για την ευρυθμία της εθνικής οικονομίας. Η κήρυξη μιας γενικής απεργίας, κάμποσο καιρό τώρα, κατά τεκμήριο σημαίνει ένα μαζικό διάβημα διαμαρτυρίας προς το κράτος, μια άσκηση πίεσης προς τους φορείς της νομοθετικής εξουσίας, και όχι μια κήρυξη πολέμου στον πόλεμο των αφεντικών. Οι κίνδυνοι παράλυσης που σήμερα αντιμετωπίζει η οικονομία της Γαλλίας, λόγω των απεργιακών αποκλεισμών, στην Ελλάδα αποφεύχθηκαν από νωρίς. Αντίθετα, εδώ επικράτησε, σχεδόν παντού, η λογική ότι οι προλεταριακές αντιστάσεις δε βγάζουν τάχα πουθενά «από μόνες τους», και ότι είχε φθάσει η ώρα των «πολιτικών εναλλακτικών λύσεων» που θα μας οδηγούσαν ως δια μαγείας στον παράδεισο … μιας ζωής με αφεντικά, αλλά «χωρίς λιτότητα».
Κατά ειρωνικό τρόπο, μετά από 150 περίπου χρόνια, μοιάζουν να δικαιώνονται, ή τουλάχιστον να ξαναφαίνονται χρήσιμες, ορισμένες διαπιστώσεις του Μιχαήλ Μπακούνιν, εκείνου που πρώτος συνέδεσε την έννοια της γενικής απεργίας με την προοπτική της κοινωνικής επανάστασης. Χαράσσοντας, το 1869, έναν προσανατολισμό αντίθετο από εκείνον που θα προτείνουν, τρία χρόνια αργότερα1, οι αντίπαλοί του στην (Πρώτη) Διεθνή Ένωση Εργατών, οι οποίοι πίστευαν πως ο ασφαλέστερος δρόμος προς την κοινωνική επανάσταση είναι εκείνος της «οργάνωσης», εννοώντας με αυτό τη συγκρότηση μαζικών εργατικών κομμάτων ικανών να διεκδικήσουν μια θέση στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό, ο Μπακούνιν υποστήριξε τη θέση ότι η ίδια η εμπειρία της απεργίας, ως εμπειρία ταξικού αγώνα, δημιουργεί μια συλλογική δύναμη ικανή να αμφισβητήσει την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Είναι οι αναγκαιότητες του αγώνα, τα πρακτικά προβλήματα με τα οποία αναμετρώνται όσες/οι αγωνίζονται, που καθιστούν δυνατή την ανάπτυξη δεσμών ανάμεσα σε εργάτες διαφορετικών κλάδων και διαφορετικών εθνικών ταυτοτήτων2. Οι πολιτικές μηχανορραφίες κάθε λογής, οι τακτικές για τη συσσώρευση πολιτικής ισχύος, όσο κι αν ντύνονται στα κόκκινα, είναι, δε θα κουραστεί να υπογραμμίζει στα γραπτά του των επόμενων χρόνων ο Μπακούνιν, πάντοτε, επί της ουσίας, αστικές τακτικές. Ακόμα και στην καλύτερη εκδοχή τους, προϋποθέτουν την αποσύνδεση της πολιτικής χειραφέτησης από την κοινωνική χειραφέτηση, την εξιδανίκευση της πρώτης ως πρωταρχικού καθήκοντος του παρόντος, γύρω απ’ το οποίο τα πάντα οφείλουν να περιστρέφονται, και τον εξοβελισμό της δεύτερης στον άξονα ενός απροσδιόριστου, μακρινού μέλλοντος. Έτσι, όμως, οι κοινωνικές σχέσεις εκμετάλλευσης και εξουσίας μένουν, σε πραγματικό χρόνο, ανέπαφες. Η υπάρχουσα τάξη πραγμάτων αναπαράγεται, δεν ανατρέπεται, με πολιτικά μέσα.
Η αλήθεια είναι πως κάτι ανάλογο είχε πει και ο σημαντικότερος από τους αντιπάλους του Μπακούνιν στην Πρώτη Διεθνή, ο Μαρξ, δυο δεκαετίες, όμως, πριν. Σε ένα κείμενο πολεμικής που δημοσίευσε το 1844, θα γράψει τα εξής:
Μια κοινωνική επανάσταση βρίσκεται στη σκοπιά του όλου ακριβώς επειδή –ακόμα κι αν λαμβάνει χώρα μόνο σε μία εργοστασιακή περιφέρεια– είναι μια διαμαρτυρία του ανθρώπου ενάντια στον απάνθρωπο βίο, διότι βαίνει από τη σκοπιά του μεμονωμένου πραγματικού ατόμου, διότι η κοινότητα, ενάντια στο χωρισμό της οποίας από αυτό το ίδιο αντιδρά το άτομο, είναι η αληθινή κοινότητα του ανθρώπου, η ανθρώπινη ουσία. Αντιθέτως, η πολιτική ψυχή μιας επανάστασης συνίσταται στην τάση των πολιτικά ανίσχυρων τάξεων να άρουν την απομόνωσή τους από την κρατική οργάνωση και από την κυριαρχία. Η σκοπιά τους είναι εκείνη του κράτους, ενός αφηρημένου όλου, το οποίο υπάρχει μόνο μέσω του χωρισμού του από τον πραγματικό βίο, το οποίο είναι αδιανόητο χωρίς την οργανωμένη αντίθεση μεταξύ της γενικής ιδέας και της ατομικής ύπαρξης του ανθρώπου, Συνεπώς μια επανάσταση με πολιτική ψυχή, σύμφωνα με την περιορισμένη και δισχιδή φύση αυτής της ψυχής, οργανώνει έναν κυρίαρχο κύκλο στην κοινωνία εις βάρος της κοινωνίας.3
Αφορμή για τις σκέψεις του Μπακούνιν περί της γενικής απεργίας ήταν το ξέσπασμα δύο μεμονωμένων απεργιών στη Γενεύη. Αφορμή για τo παραπάνω απόσπασμα του Μαρξ ήταν μια μεμονωμένη απεργία στη Σιλεσία. Και στις δύο περιπτώσεις, η έμφαση δίνεται στην εμπειρία του ταξικού αγώνα και τις πραγματικές δυνατότητες, τις οποίες αυτή η εμπειρία αναδεικνύει, για την άρση των διαχωρισμών που κάνουν τη ζωή κάθε ξεχωριστού ατόμου να είναι ένας ανελεύθερος, απάνθρωπος βίος. Ο σύγχρονος καπιταλισμός είναι, οπωσδήποτε, πολύ διαφορετικός από τον καπιταλισμό που γνώρισαν ο Μπακούνιν και ο Μαρξ. Έχοντας, όμως, πια την ευχέρεια να διακρίνουμε πόσο σημαντικότερες, από την άποψη μιας έμπρακτης κριτικής στην κοινωνική βαρβαρότητα, ήταν οι μεμονωμένες απεργίες των μεταναστών προλετάριων στη Σκάλα Λακωνίας ή τη Μανωλάδα από τις απεργιακές κινητοποιήσεις της ΑΔΕΔΥ στο Σύνταγμα, χρειάζεται να επιστρέψουμε στο ίδιο σημείο εκκίνησης.
Οι προλεταριακοί αγώνες δεν είναι τυφλές μορφές τις οποίες πρέπει να γεμίσουμε με «πολιτικά περιεχόμενα». Είναι προτιμότερο να γυρίσουμε αυτήν την εξίσωση ανάποδα: η μορφή και το περιεχόμενο της «πολιτικής», όπως και η μορφή και το περιεχόμενο της «κοινωνίας», πρέπει να αμφισβητηθούν ριζικά από τους προλεταριακούς αγώνες, γιατί όπως σωστά επισήμαινε και πάλι ο Μπακούνιν «η κοινωνική τάξη, η εξουσία, και το κράτος είναι τρεις όροι αδιάρρηκτα συνδεδεμένοι μεταξύ τους, κάθε ένας εκ των οποίων προϋποθέτει τους δύο άλλους, και που λαμβανόμενοι από κοινού μπορούν να συμπυκνωθούν στις ακόλουθες λέξεις: η πολιτική καθυπόταξη και η οικονομική εκμετάλλευση των μαζών»4.
Lenorman
1 Στο Συνέδριο της Χάγης (1872) που σηματοδότησε την οριστική οργανωτική ρήξη ανάμεσα στη μαρξιστική και την αναρχική πτέρυγα της Διεθνούς Ένωσης Εργατών.
2 Βλ. M. Bakounine, “La double grève de Genève”, στο: M. Bakounine, Œuvres, τόμ. 5, Paris : P.-V. Stock, 1911, σελ. 37-52.
3 K. Marx, «Κριτικές σημειώσεις στο περιθώριο για το άρθρο ‘Ο βασιλιάς της Πρωσίας και η κοινωνική μεταρρύθμιση’. Από έναν Πρώσο (Εμπρός!, τευχ. 60)», στο: K. Marx, Κείμενα από τη δεκαετία του 1840: Μια ανθολογία, μετάφραση-επιμέλεια: Θανάσης Γκιούρας, Αθήνα: Εκδόσεις ΚΨΜ, 2014, σελ. 342-358 – το παράθεμα στις σελ. 357-358.
4M. Bakounine, “[Lettre au journal «La Liberté», de Bruxelles] A la rédaction de «La Liberté»” [5 octobre 1872], στο: Arthur Lehning (επιμ.), Archives Bakounine 2: Michel Bakounine et les conflits dans l’Internationale, 1872, Leiden: E. J. Brill, 1965, σελ. 145-168 – το παράθεμα στη σελ. 161.