Γιατί θα έπρεπε το κίνημα ενάντια στον εργασιακό νόμο 2 να είναι καλλίτερο από το προηγούμενο; Τι συνέβη πραγματικά την άνοιξη του 2016; Πώς μπορούν αυτές οι σκέψεις να τοποθετηθούν στην τρέχουσα κατάσταση και πώς μπορούμε να καθορίσουμε αυτή την κατάσταση; Τόσες πολλές ερωτήσεις που τα συμπεράσματά τους θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν να διαμορφώσουμε κάποιες στρατηγικές σκέψεις για να προχωρήσουμε πέρα από την “κεφαλή της πορείας” με τρόπους άλλους από όμορφες φόρμουλες…
Η πραγματική κατάσταση
Πιστεύουμε ότι το ερώτημα “πώς να οργανωθούμε” είναι καθαυτό ξεπερασμένο. Αν μορφές οργάνωσης διατέμνουν τους αγώνες μας, τα προβλήματα που μπορεί να εμπλέκουν είναι πραγματικά αντιληπτά μόνο όταν δούμε αυτό που ο Bruno Astarian αποκαλεί “δραστηριότητα κρίσης”2. Τότε, τουλάχιστον για το “πραγματικό κίνημα” και όχι για την αντεπανάσταση που παράγεται, η οργάνωση δεν μπορεί να είναι πλέον αυτή των καθηκόντων, των “κομμουνιστικών μέτρων”3, τα οποία η πάλη επιβάλλει βίαια στον εαυτό της και τα οποία από μόνα τους θα είναι ικανά να παραγάγουν καινούριες μορφές ζωής σε ένα μαζικό επίπεδο, νέους τρόπους παραγωγής και διανομής των δραστηριοτήτων μας.
Αυτές οι λίγες δηλώσεις, συγκαλύπτουν προοπτικές που είναι σε αντίθεση με αυτό που μοιάζει να μοιράζονται αρκετά οι κυριότερες από τις πορείες μας: δεν είμαστε σε μια περίοδο αποσταθεροποίησης της καπιταλιστικής οικονομίας· η δραστηριότητα των αγώνων μας ανήκει στην κυριαρχούσα νόρμα κάτω από την καθημερινή πορεία/ρουτίνα της ταξικής πάλης, και αυτή την ώρα δεν προεικονίζει καμμιά πραγματική υπέρβαση· με άλλα λόγια, βρίσκουμε τον εαυτό μας σε μια αντεπαναστατική ακολουθία στην οποία οι αγώνες μας παραμένουν απομονωμένοι παρά την, είναι αλήθεια, ανάγκη για ριζικές αλλαγές στο σύστημα, την οποία μοιράζεται ένα μεγάλο “κομμάτι” του πληθυσμού. Δεν πρόκειται για μια υπερεκτίμηση αυτού του “κομματιού”, ακόμα κι αν υπάρχει σε μια ετερογένεια που θα μπορούσε να “φτιάξει” τη δύναμή του.
Ξεκινώντας από την παρατήρηση ότι υπάρχουν δυναμικές στην ταξική πάλη που μπορεί να θέτουν άμεσα ερωτήματα στην πρακτική μας, ας προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε την “κατάσταση”. Σε ένα άρθρο στο ελληνικό περιοδικό Blaumachen που δημοσιεύθηκε τον Ιούνιο του 2013, “Από τη Σουηδία στην Τουρκία: η άνιση δυναμική της εποχής των ταραχών”, τίθενται τέσσερις σχετικά ανεξάρτητες δυναμικές:
- Οι “ταραχές των αποκλεισμένων”, που λαμβάνουν χώρα σε χώρες τοποθετημένες ψηλά στην καπιταλιστική ιεραρχία αλλά δεν αρθρώνουν λόγο, άλλον από αυτόν των ταραχών, του πλιάτσικου και των καταστροφών, δείτε πληθυσμούς παγιδευμένους σε “λαϊκές γειτονιές” που εξεγείρονται ενάντια στο “κράτος τους” ως “ισόβια φυλακισμένοι”: Γαλλία 2005, Ελλάδα 2008, Αγγλία 2011, Σουηδία 2013, φυλετικές ταραχές στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως αυτές που ξέσπασαν στο Saint Louis μόλις πρόσφατα μετά την αθώωση του Stockley, κ.λπ.. Τουλάχιστον στη μορφή τους, αντιπροσωπεύουν την άρνηση των συνθηκών αναπαραγωγής στον τωρινό κόσμο.
- Οι ταραχές που συνδέονται με τα “κινήματα των πλατειών” των οποίων η ετερογενής σύνθεση είναι ακόμα πιο κοντά στα “μεσαία στρώματα” σε ουσιαστικά δημοκρατικό discourse (Occupy στις ΗΠΑ και Blockupy στη Γερμανία, μέρος του κινήματος στην Ελλάδα, “Αραβική Άνοιξη”, Τουρκία κ.λπ.). Αυτά τα κινήματα διαμορφώνουν συχνά πολύ συγκεκριμένα αιτήματα και προσπαθεί να αντιταχθεί στην “ολιγαρχία” με μια “δημοκρατία από τα κάτω”, από τον λαό, άμεση. Η ιδεολογία του “πολίτη” είναι πλειοψηφική.
- Αυτές οι δύο δυναμικές δεν είναι εντελώς αντίθετες αλλά παραμένουν αντιθετικές προς το παρόν. Και οι δυο επίσης χαρακτηρίζονται από εσωτερικές αντιθέσεις και υπάρχει η τάση όπως φαίνεται να συναντηθούν. Για παραδειγμα, το γεγονός ότι η Ισπανία και η Γαλλία (αν και σε διαφορετικό επίπεδο) έχουν επηρεαστεί από τα κινήματα των πλατειών, ενώ στο παρελθόν τα κινήματα αυτά ήταν σε χώρες των “αναδυόμενων οικονομιών”.
- Αυτό είναι που το Blaumachen ονομάζει “μεσαία στρώματα σε κατάρρευση” που εξεγείρονται επειδή βλέπουν τον τρόπο ζωής τους να καταρρέει ή επειδή δεν τους επιτρέπεται πλέον να συγκροτούνται ως τέτοια. Στις στιγμές αυτές, υπάρχουν προσπάθειες να δούμε: “η πλατεία Συντάγματος 2011” στην Ελλάδα, φοιτητικές ταραχές στη Χιλή και τον Καναδά και (σε διαφορετικό βαθμό, πάλι) ένα κίνημα εναντίον της αστυνομικής βίας στη Γαλλία (ταραχές στο Bobigny). Στις ταραχές αυτές αναδύεται ένα καινούριο συγκροτούμενο υποκείμενο: “νεολαία”. Παρ’ όλα αυτά, πάει πολύ πιο μακριά από την νεολαία απλά (περιλαμβάνοντας πολλούς ηλικιωμένους ανθρώπους που δεν θέλουν να γεράσουν, αφού “το μόνο που έχουν είναι η παιδικότητα”) και ομαδοποιεί ως επί το πλείστον υποκείμενα που δεν είναι δομικά αποκλεισμένα αλλά δεν βρίσκουν πλέον νόημα σ’ αυτόν τον κόσμο: θέλουν να τον αρνηθούν.
Σε διεθνές επίπεδο, μπορούν να ταυτοποιηθούν ακόμα τρεις δυναμικές οι οποίες όμως δεν αντανακλούν την τρέχουσα σκέψη:
- Τα κινήματα διεκδίκησης μισθού στην περιφέρεια, Κίνα και Νοτιοανατολκή Ασία.
- Τα κινήματα αντίστασης στον νεοφιλελευθερισμό της Νότιας Αμερικής: Βραζιλία, Μεξικό, Χιλή, Βολιβία κ.λπ.
- Οι εξεγέρσεις των παραγκουπόλεων που μπορούν να συνδεθούν με τις ταραχές των αποκλεισμένων αλλά λαμβάνουν χώρα σε ένα πολύ διαφορετικό πλαίσιο, τις μεγαλουπόλεις του Νότου της παγκοσμιοποίησης, και οι οποίες πιστοποιούν/μαρτυρούν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο για το αναπτυξιακό χάσμα.
Τέλος, διεθνείς δυναμικές που διατέμνουν τις λειτουργίες των διεθνών κρατών και διαχειριστών του κεφαλαίου: η οργάνωση της βίας και η οργάνωση της οικονομίας τείνουν να συμφωνήσουν, σε βαθμό που απαλείφει την διάκριση ανάμεσα στον πόλεμο και την ειρήνη. Περισσότερο από έναν αφηρημένο παγκόσμιας κλίμακας εμφύλιο πόλεμο ή μια μόνιμη “κατάσταση έκτακτης ανάγκης”, η ουσία της διατύπωσης πρέπει να σχετιστεί με τις δυσκολίες του κεφαλαίου στη διαχείριση της εργατικής δύναμης.
“Στις φαβέλες της Βραζιλίας, στις φυλακές των ΗΠΑ, στα προάστεια των μεγαλύτερων μητροπόλεων, τις ζώνες ελεύθερο εμπορίου της Κίνας, στις πετρελαϊκές ζώνες της Κασπίας, στην Δυτική όχθη και τη Γάζα, η αστυνόμευση έχει γίνει η κοινωνική, δημογραφική διαχείριση, αναπαραγωγή και εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης”4.
Η κατανόηση της ανασύνθεσης/κανονικοποίησης της διατήρησης της παγκόσμιας τάξης είναι θεμελιώδης για να καταλάβουμε τις “εξεγέρσεις των αποκλεισμένων” και την “κατάσταση ισοβίτη” για τους πλεονάζοντες.
Μοιάζει ενδιαφέρον να ξαναβάλουμε ένα πλαίσιο στο κίνημα ενάντια στον εργασιακό νόμο πάνω στις γραμμές αυτής της διεθνούς δυναμικής. Από την μια επειδή η επανάσταση δεν μπορεί να είναι παρά μόνο διεθνής: αφήνουμε τον μικρό εφιάλτη του “σοσιαλισμού σε μια χώρα” στους λιγοστούς σταλινικούς επιζήσαντες. Από την άλλη, για να κάνουμε ένα βήμα πίσω και να στοχαστούμε, όσο καλλίτερα μπορούμε, το πραγματικό νόημα των δράσεών μας.
Το κίνημα ενάντια στον εργασιακό νόμο
Το κίνημα της άνοιξης του 2016 κινητοποίησε ως επί το πλείστον μια παροπλισμένο μεσοαστικό στρώμα. Σε μια μελέτη αφιερωμένη στη “μεσαία τάξη”, ο Bruno Astarian αφιερώνει ένα κεφάλαιο σ’ αυτήν5. Το περιεχόμενό της μοιάζει κάποιες φορές να είναι πολύ αυστηρό σχετικά με τις πρακτικές μας, αλλά μας φαίνεται ότι έχει πολλά να μας διδάξει, επειδή επιτέλους “βγάζει το κεφάλι μας από τον μεσοαστικό κώλο μας” και μας παρέχει μια ένα σχετικό πλαίσιο. Τι μπορούμε να μάθουμε;
Η αντίσταση στη διάλυση/ξεχαρβάλωμα των “κοινωνικών συνθηκών του φορντισμού” δεν πέτυχε ποτέ, από τη δημιουργία του CDD, στη μορφή ενός μαζικού πανεθνικού κινήματος. Οι απεργίες δεν γενικεύονται παρά μόνο στην δημόσιο τομέα ακόμα και αν, μετά το 1995, έχουν συνδεθεί με “κοινωνικά κινήματα”· ενώ οι περισσότερες παραμένουν τομεακές ή τοπικές.
Αυτές οι αντιστάσεις δεν αντιτίθενται σε ένα συγκεκριμένο αφεντικό ή σε ένα αντιπροσωπευτικό σώμα αφεντικών, αλλά μάλλον στο Κράτος και στη λογική της διάλυσης δεξιοτήτων/ειδικεύσεων που έχουν αποκτηθεί που το Κράτος προωθεί. Έχουν μια αυστηρά αμυντική αφετηρία.
Το κίνημα ενάντια στον εργασιακό νόμο είναι μέρος αυτών των αντιστάσεων αλλά όχι μόνο. Ως μια αντίδραση σε μια συνδυασμένη επίθεση (εναντίον των κλαδικών διαπραγματεύσεων/εναντίον των “μη-ευθυγραμμισμένων” σωματείων) υπήρχε επίσης και μια ενδοθεσμική σύγκρουση κράτους/συνδικάτων στην οποία το δεύτερο μέρος επιθυμούσε να επικυρώσει την ίδια του την αυτεπιβεβαίωση, την ίδια την θέση του στο πλαίσιο διαπραγμάτευσης.
Οι τρεις κύριες συνιστώσες (συνδικάτα, “κεφαλή της πορείας”, οι Nuit Debout) πολεμούσαν η καθεμία για διαφορετικούς στόχους. Δεν υπήρχαν τα μεγάλα πλήθη του 2005 ή του 2010 και ο μειοψηφικός χαρακτήρας του κινήματος οξυνόταν από έναν κατακερματισμό που δουλευόταν από την κυβέρνηση προς τα πάνω [upstream].
Τα σχολεία των πιο φτωχών προαστίων [banlieues] δεν κινητοποιήθηκαν στην πραγματικότητα. Τα λιγότερο ευνοημένα σχολεία που κινητοποιήθηκαν υποβάθμισαν their building the most. Οι καταλήψεις/αποκλεισμοί ήταν, παρ’ όλα αυτά, πολυάριθμοι σε ολόκληρη τη Γαλλία αλλά έμοιαζαν να έχουν σαν κίνητρο το γενικότερο εξωτερικό πλαίσιο. Δεν υπήρξε κάποιος μείζων αποκλεισμός στα [facs], εκτός από τις μέρες εθνικής κινητοποίησης. Οι καταλήψεις δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στην καταστολή και δεν μπόρεσαν πραγματικά να αναπτύξουν κάτι. Προσπάθειες να αποκλειστούν εργασιακοί χώροι από τα “έξω” όπως αυτή στο λιμάνι της Gennevilliers (στις 28 Απριλίου) δεν είχαν την αναμενόμενη επιτυχία και έμειναν ξεκάθαρα ως εντελώς μειοψηφικά επεισόδια.
Η συνιστώσα των συνδικάτων ήταν η πιο προλεταριοποιημένη. Την ίδια στιγμή ο ρυθμός συμμετοχής στα συνδικάτα είναι πολύ χαμηλός και ακόμα χαμηλότερος ανάμεσα στους εργάτες του ιδιωτικού τομέα. Τα “κόκκινα συνδικάτα” έχουν μόνο τα τελευταία προπύργιά τους (λιμάνια, αποβάθρες, διυλιστήρια, πυρηνικά εργοστάσια…). Αν και τα συνδικάτα δεν έφεραν ποτέ μαζί μια μειοψηφικά του προλεταριάτου, η ικανότητά τους για κινητοποίηση υπήρξε ιδιαίτερα αποσυντεθιμένη εδώ: ήταν αναγκαίο να δωθεί μάχη και για να κινητοποιηθούν συγκεκριμένα στρατεύματα και για να περιοριστούν/περιχαρακωθούν άλλες πιο “περιρέουσες” συνιστώσες.
Μπορεί κανείς να αναφέρει “τοπικούς αγώνες” που εκμεταλλεύθηκαν το κίνημα προσπαθώντας να το χρησιμοποιοήσουν σαν ένα “αντηχείο για τα συγκεκριμένα αιτήματά τους”, στον ιδιωτικό τομέα (Amazon, McDonald’s, Campanile Tour Eiffel, κ.λπ.) ή στον δημόσιο τομέα (SNCF, σχολικές καντίνες, κ.λπ.).
Στην πραγματικότητα, η αλλαγή στις διαπραγματεύσεις δεν επρόκειτο να αλλάξει πολλά στην άμεση κατάσταση των εργατών εκτός από τους χώρους στους οποίους η δύναμη της CGT και της FO ήταν σημαντική και συνεπής (κάποιες φορές αρκεί ένα μαχητικό συνδικαλιστικό στέλεχος, ιδιαίτερα framing/αποτελεσματικό – που δεν είναι το ίδιο πράγμα) και όπου η αλλαγή στη διαπραγμάτευση γινόταν αντιληπτή και αισθητή τόσο ως μια επίθεση στο συνδικάτο όσο και ως μια επίθεση στους εργάτες (επίθεση στην ισχύ των αιτημάτων τους, στους ισχυρισμούς τους).
Το επίδομα ανεργίας, σε συνδυασμό με το υψηλό επίπεδο επισφαλούς απασχόλησης μεταξύ των προσλήψεων (ειδικότερα σε σχέση με το πραγματικό τους ποσοστό στο συνολικό μερίδιο των θέσεων εργασίας, όπου οι συμβάσεις “αορίστου χρόνου” [CDI]6 εξακολουθούν να είναι η κανονικότητα, καθώς οι επισφαλείς θέσεις εργασίας ευπολογίζονται γύρω στο 15%) επιτρέπει μια ρύθμιση της απασχόλησης και της κοινωνικής πάλης. Παρέχει στον άνεργο μια περίοδο ξεκούρασης καθιστώντας, όμως, παράλληλα δυνατή τη σύναψη μιας σύμβασης αορίστου χρόνου και τη διατήρηση του εργαζόμενου, όταν βρίσκει μια δουλειά, σε απασχόληση παρά τις, μερικές φορές, ιδιαίτερα δύσκολες εργασιακές συνθήκες. Είναι αυτές οι εργασιακές συνθήκες, οι επιπτώσεις στην υγεία, οι επαγγελματικές ασθένειες, ο φυσικός πόνος, η καταπόνηση που γίνονται αισθητά ως πρόβλημα από τους εργάτες και τους “παροπλισμένους” εργάτες· αλλά ο ρυθμός της δομικής ανεργίας και η δυνατότητα σήμερα εργασίας στον οικονομικό τομέα κάνει δυνατή την αποφυγή έντονων προβλημάτων προς το παρόν.
Ο νόμος El Khomri επεδίωξε να προκαλέσει μια καθυστέρηση στην αποξήλωση του φορντιστικού συμβιβασμού γιατί σ’ αυτή τη διαδικασία, νομικά τουλάχιστον, η Γαλλία είναι πίσω από άλλες χώρες του κέντρου του κύκλου συσσώρευσης. Λογικά, υπάρχει ο κίνδυνος επιτάχυσνης αυτής της διαδικασίας αποξήλωσης, ιδιαίτερα υπό τον Μακρόν.
Παρ’ όλα αυτά, πέρσι, όπως και το 2012, ο κόσμος δεν βγήκε έξω μαζικά για να τον απορρίψει. Η καταστολή που δέχτηκε το κίνημα δραματοποίησε την πραγματικότητά του. Σφυρηλατήσαμε κοινότητες αγώνα, δυναμώσαμε δεσμούς και μια κάποια ενοποίηση, “ενεργοποιημένη” ή “ανανεωμένη”, πραγματώθηκε με την συγκέντρωση δυνάμεων που προηγουμένως είχαν διασπαστεί. Αλλά η γαλλική οικονομία δεν παρέλυσε, το ποσοστό των απεργών και της αποχής από τη δουλειά δεν ήταν ιδιαίτερα υψηλό, τα περιστατικά/επεισόδια πέρα από τις περικυκλωμένες και καθιερωμένες διαδηλώσεις δεν ήταν πολλά ούτε συστηματικά…παρά το όσα ζήσαμε, τα αφεντικά δεν ίδρωσαν και το κράτος, παρά την ακραία καταστολή, φάνηκε ικανό να διατηρεί τον έλεγχο των πραγμάτων παρά το γεγονός ότι οι δημοσκοπήσεις δεν ήταν ευνοϊκές γι’ αυτό και το “χαρτί” [ισολογισμός] της εντολής δεν ξεγελούσε πλέον κανέναν.
Ο συνομιλητής ήταν πάντα το Κράτος, που απάντησε αδιαμφισβήτητα στέλνοντας τους μπάτσους· δεν ήταν ποτέ το κεφάλαιο.
Το ποσοστό της “Ανυπότακτης Γαλλίας”7 στις προεδρικές εκλογές χτίστηκε πάνω στα απομεινάρια της φωτιάς αυτού του κινήματος και στον αέρα της γενικότερης δυσαρέσκειας. Το ποσοστό της αποχής πιθανόν προεικονίζει, εφόσον η διαδικασία αποξήλωσης οξυνθεί, μια τομή/σημαντική εξέλιξη στην διαταξική σύνδεση ανάμεσα στο προλεταριάτο και την μεσαία τάξη.
Και το κίνημα ενάντια στον εργασιακό νόμο 2;
Εκ των προτέρων, δεν βλέπουμε τον λόγο, εκτός από εξωγενείς παράγοντες, που το κίνημα ενάντια στον εργασιακό νόμο 2, που ξεκίνησε στις 12 Σεπτεμβρίου, θα μπορούσε να τα καταφέρει καλλίτερα από το προκάτοχό του. Η ανεργία και ο μετα-φορντικός μετασχηματισμός της εργασίας εξακολουθούν να έχουν τον ρόλο τους ως βαλβίδες ασφαλείας.
Λέγοντας αυτό, δεν είμαστε βέβαια προφήτες και πιστεύουμε ότι είναι ακόμα δυνατό το κίνημα να επιταχυνθεί. Η μεταρρύθμιση του σημερινού συστήματος επιδομάτων ανεργίας, αν εφαρμοστεί κατά γράμμα και όχι ως μια “πρόταση φάντασμα” (που υποτίθεται ότι θα καταργηθεί στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων) δεν θα ευνοούσε καθόλου τον ρόλο της βαλβίδας της ανεργίας σήμερα.
Και ακόμα περισσότερο καθώς γίνεται φανερό ότι ένα κομμάτι του πληθυσμού αισθάνεται μια έντονη ανάγκη να επαναστατήσει…αλλά:
- Δεν έχει απαραίτητα τα μέσα. Όταν μεγαλώνεις ένα παιδί, χτυπήσεις και χάσεις τη δουλειά σου, που έχεις σκληρά κερδίσει, συμμετέχοντας στην απεργία ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο, είναι μερικές φορές δύσκολο να κατέβεις στον δρόμο.
- Δεν νοιάζεται απαραίτητα για σλόγκαν έξω από συνταγές [anti-prescription slogans] και τον κώδικα υπέρ της εργασίας [pro-code of work]. Στην πραγματικότητα ο κώδικας της εργασίας δεν είναι πλέον ηγεμονικός. Η ευθυγράμμιση με της θέσεις των σοσιαλδημοκρατών, ακόμα και το να περιμένει κανείς ότι οι σοσιαλδημοκράτες από τις “βασικές” γραμμές [tracts] θα φέρουν πίσω τον κόσμο, αποδεικνύεται μια από τις πιο παραλυτικές αντιδράσεις μακροπρόθεσμα.
- Δεν επηρεάζεται απαραίτητα από μια δυναμική που έχει επαναληφθεί επί δυο χρόνια, που έχει υποστεί υπερ-καταστολή, και έχει εγκαταστήσει τη δική της ρουτίνα και δεν φαίνεται ικανή να μεταλλαχθεί, όπως συνέβη στο ξεκίνημά της: η κεφαλή της πορείας [cortège de tête].
Την ίδια στιγμή, το κίνημα μπορεί εύκοκα να “ξεφουσκώσει”. Οι δυνατότητες κινητοποίησης της CGT δεν είναι τεράστιες, παρ’ όλες τις προσπάθειες του “Κοινωνικού Μετώπου” με όρους ενοποίησης. Είμαστε στην αρχή της σχολικής χρονιάς και οι μαθητές δεν θέλουν κατανάγκην να κάνουν καταλήψεις και αποκλεισμούς. Επιστρέφουμε στον χειμώνα, και ό,τι κι αν σκεφτεται κανείς, όταν ζει στη Γαλλία, ο χειμώνας επιδρά στην ενέργεια των νέων ανθρώπων – που συχνά φαίνεται να μειώνεται στην διάρκεια του εγκλιματισμού.
Οι διαπιστώσεις αυτές μπορούν να οδηγήσουν σε δύο βασικές στρατηγικές προτάσεις:
Πρώτη: προσπάθεια να θέσουμε τους αποκλεισμούς στο επίκεντρο των κινητοποιήσεων, όχι τη διαδήλωση. Μπλοκάροντας, οι επισφαλείς, αυτοί που εξαναγκάζονται να πάνε για δουλειά, μποριύν να κινητοποιηθούν. Μπλοκάροντας μπορούμε να δούμε τους εαυτούς μας διαφορετικά σε σχέση με το τελετουργικό των ταραχών που είναι καθαρό ότι αρχίζουν να μην έχουν νόημα. Η απεργία δεν πρέπει πλέον, και δεν μπορεί, να είναι κεντρική. Ο αποκλεισμός, όμως, είναι “δίκοπο μαχαίρι”: μπορεί να βοηθήσει τον κόσμο να βγει έξω αλλά μπορεί, εξίσου, να στρέψει ολόκληρη τη Γαλλία εναντίον μας. Αν συμβαίνει αυτό, είναι επειδή η κατάσταση δεν είναι αυτή μιας εξέγερσης…Τελεία. Οι αποκλεισμοί από τους μαθητές των σχολείων έδειξαν ξεκάθαρα την αποτελεσματικότητά τους την άνοιξη του 2016. Αν οι “συνιστώσες” των συνδικάτων και των “ξάγρυπνων” [night-deboutist] μπορούν να πειστούν να ξεκινήσουν αποκλεισμούς στους εργασιακούς τους χώρους ή σε στρατηγικά σημεία, έρθουν να συμμετάσχουν σε αποκλεισμούς ολόκληρων περιοχών, τότε ίσως ο συνομιλητής μας να μην είναι μόνο το Κράτος αλλά και το κεφάλαιο. Αυτοί οι αποκλεισμοί θα μπορούσαν να πάρουν διαφορετικές μορφές και να συνδυαστούν με τοπικοποιημένους/αστικούς αγώνες όπως οι αγώνες γύρω από την περιοχή La Plaine στην Μασαλλία.
Είναι όταν καταλαμβάνονται οι επιχειρήσεις που τα μέρη αποκτούν ζωή, που υπάρχει ένα ζήτημα σχεδιασμού χρήσης της γης, που η οικονομία μπλοκάρεται, σε συντομία, όταν οι “από πάνω” αρχίζουν και φρικάρουν καθώς η δύναμη “από κάτω” αυξάνει, που τα ΜΑΤ επεμβαίνουν και οι ταραχές γίνονται πραγματικές. Είναι αυτή τη στιγμή που η πόλη επαναοικειοποιείται τον εαυτό της. Δεν είναι κατά μήκος μιας ευθείας από την Nation στη Βαστίλλη που μπορεί να βιωθεί ένα “μπάχαλο”. Ή, μάλλον, θα ήταν αναγκαίο να συμφωνήσουμε στον ορισμό των “ταραχών”. Μια διαδήλωση δεν γίνεται απαραίτητα “εναλλακτική” επιζητώντας τα “μπάχαλα”8. Είναι η ίδια η δραστηριότητά της που καθορίζει αυτό που πραγματικά είναι. Η δραστηριότητα αυτή εξαρτάται τόσο από ένα πολύ γενικότερο πλαίσιο όσο και από μια άμεση σχέση με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Δεν υπάρχει κάτι που μας εκπλήσσει στο γεγονός ότι, όταν η καταστολή είναι ασθενής, μια διαδήλωση που έχει ίσως και 5000 “κουκουλοφόρους” είναι άχρηστη. Είναι άχρηστη επειδή η διαδήλωση γίνεται κατανοητή – και ορίστηκε ως τέτοια και στις 12 Σεπτεμβρίου – μόνο σαν μια πορεία, ως η επιβεβαίωση μιας δύναμης αλλά σε καμμιά περίπτωση ως μια δραστηριότητα που θα αμφισβητούσε τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Δεν υπάρχουν 150 επιλογές για να ξεκινήσει μια τέτοια δραστηριότητα: να μπλοκάρεις την οικονομία, να καταλάβεις αν είναι ακόμα εφικτό, να την καταστρέψεις αν είναι αναγκαίο. Και όχι μόνο έναν από τους τέσσερις τοίχους των μπάτσων οπλισμένων σαν μπετόν, αλλά μια ολόκληρη πόλη. Προσωρινά θα “σπρώξει” [jostled] τον ίδιο τον εαυτό της. Αυτός ο μετασχηματισμός της σχέσης μας με τον χρόνο δεν θα χρειάζεται πλέον ένα αφηρημένο κάλεσμα γραμμένο από οποιονδήποτε προφήτη του πληκτρολογίου για να πραγματοποιηθεί, αλλά θα γίνεται αισθητός άμεσα μέσα από την δραστηριότητά μας, την αγωνιστική πρακτική μας. Ας σταματήσουμε να κοιτάμε τον κώλο μας, ας στραφούμε σε έναν πιο ανοιχτό, επαναστατικό ορίζοντα κατανοούμενο με την ιστορική του έννοια.
Δεύτερη στρατηγική πρόταση: να καταβάλουμε κάθε προσπάθεια για να εξασφαλίσουμε ότι όλες οι συνιστώσες του κινήματος διευρύνουν τα συνθήματα. Ποιοί είναι οι δρώντες που εμπλέκονται στις απεργίες των υγειονομικών, στις πορείες για αξιοπρέπεια και ενάντια στον ρατσισμό, στις επιτροπές υποστήριξης των Κούρδων, στους επαναστάτες της Riff; Πολλοί είναι εκεί, άλλοι όχι γιατί πρέπει να δουλέψουν ή να συνεχίσουν να επιβιώνουν στις γειτονιές τους. Τα συνθήματα δεν στοχεύουν στην αστυνομική βία αλλά στις διαδηλώσεις. Οι οποίες γίνονται στο κέντρο της πόλης και εξασκούν ένα τελετουργικό “μπάχαλο” που διακινδυνεύει όλο και περισσότερα στο νομικό επίπεδο.
Το Κράτος μπορεί να συντρίψει οποιοδήποτε άτομο υφίσταται φυλετικές διακρίσεις από τα προάστια που συλλαμβάνεται για το ρίξιμο μας πέτρας. Εμείς οι λευκοί που σπουδάζουμε αισθανόμαστε λίγο πιο προστατευμένοι από το κοινωνικο-πολιτισμικό μας κεφάλαιο. Τα κεντρικά μας συνθήματα δεν βάζουν στο επίκεντρο την διάρρηξη της ασφάλειας στην ανεργία. Πολλοί αισθάνονται την ανάγκη να βγουν στον δρόμο αλλά δεν νιώθουν να νοιάζονται πραγματικά για τον εργασιακό νόμο 2 ή για τις μορφές των διαμαρτυριών μας. Γιατί να μην προσπαθήσουμε να στήσουμε επιτροπές σύνδεσης μετακύ των εργαζόμενων στις επιχειρήσεις, να φέρουμε κοντά όσο περισσότερες ενώσεις αποό τις γειτονιές, συλλόγους καλλιτεχνών, τον κόσμο του “ελεύθερου κόμματος” [free party], τα αντιαποικιοκρατικά κινήματα καθώς και όλους τους τοπικούς αγώνες που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το κίνημα ως ένα “αντηχείο”;
Αν το “Κοινωνικό Μέτωπο” αναδύεται από τα μοναδικά κατηγορηματικά αιτήματα που αφορούν τον εργασιακό κώδικα, αυτό θα μπορούσε, για παράδειγμα, να αλλάξει την κατάσταση. Αλλά δεν μπορούμε να αφήσουμε σ’ αυτό το μονοπώλιο της “σύνδεσης” με έναν υπονομευτικό στόχο…Σκεφτόμαστε το ισχυρό απεργιακό κίνημα στα νοσοκομεία που μοιάζουν να είναι τόσο μακριά από μας…Τα νοσοκομεία είναι μοντέρνα, δεν μπορούμε να μιλήσουμε εκεί; Όσοι εμπλέκονται με αυτό θα πρέπει να είναι μόνο μεγαλοαστοί που δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον για εξέγερση;
Η κολλεκτίβα “Médecine Libertaire” (δημιουργοί του περιοδικού Micrurus9), όμως, έκανε πολύ καλή, υπέροχη δουλειά, που δυστυχώς δεν φαίνεται να έχει συνέχεια με όρους “συζήτησης” στον ιατρικό κόσμο.
Η διεύρυνση των συνθημάτων σε εικονικές μπροσούρες δημοσιευμένες μόνο σε μαχητικά δίκτυα δεν θα εξυπηρετήσει κανέναν σκοπό. Αυτό το άρθρο είναι επίσης μια πρόσκληση να πολλαπλασιάσουμε τα υψωμένα χέρια. Να γενικεύσουμε την ιδέα ότι μια εξέγερση μπορεί να ξεσπάσει στην διάρκεια της θητείας του Μακρόν. Αργή ή γρήγορα. Να συνεχίσουμε να εξηγούμε τι σημαίνει η διαδικασία της ρήξης, τι λένε οι ταραχές και τι μπορούν να κάνουν, να μιλήσουμε για τους διεθνείς αγώνες (Βολιβία, Βραζιλία, Μεξικό, οι Ηνωμένες Πολιτείες, το Μπαγκλαντές κ.λπ., δεν μιλάμε πια γι’ αυτά!). Μέσα από μπροσούρες, άρθρα, αλλά και στη δουλειά, το σχολείο, παντού. Και όσο το δυνατόν περισσότερο μέσα από δράσεις. Θυμόμαστε σαν τέτοια, το κάλεσμα από νέους ανθρώπους πριν από το Bobigny TGI στις 23 Σεπτεμβρίου στις 4μμ, ενάντια στην αστυνομική βία και σε απάντηση στο πρόσφατο περιστατικό εξαιρετικά βίαιης ανάκρισης ενός νεαρού ατόμου στο Bobigny.
Αυτά τα τεντωμένα χέρια μπορούν επίσης να απευθυνθούν σε κόσμο εκ των προτέρων αντιδραστικό. Θα μπορούσαμε βέβαια, αντίθετα, να παραμείνουμε ανάμεσα στους μιλιτάντηδες, αλλά πιστεύουμε ότι μια τέτοια δυναμική δεν μπορεί παρά να μας σπρώξει να ανοίξουμε πιο βαθύ τον λάκκο μας, πηγαίνοντας ακόμα πιο πίσω το πιθανό διάστημα μιας γενικευμένης εξέγερσης. Γιατί λοιπόν να μην μιλήσουμε στους χώρους του νομαδισμού, της γιορτής, της οικειοποίησης του δρόμου, του χώρου και της υπαίθρου; Αυτά είναι αντικείμενα που αυτός ο κόσμος γνωρίζει και νομίζουμε ότι έχουμε πράγματα να μοιραστούμε σχετικά. Σίγουρα, τώρα ζητάνε χρήματα…Αλλά ποιος δεν θέλει;
Μας αρέσει να φανταζόμαστε να αποκλείουμε μέρη ή γειτονιές με τη βοήθεια fairgrounds, που να μετατρέπονται σε χώρους άγριας γιορτής αυτοχρηματοδοτούμενους από ταμεία αλληλεγγύης.
Πέρα από τις λίγες αυτές στρατηγικές προτάσεις, οι οποίες μας προσκαλούν επίσης να αφήσουμε τις συνηθισμένες φαντασιώσεις, πολλές από τις οποίες επιμένουν από την αρχή των κινητοποιήσεων σε διάφορες άλλες χρονικότητες των αγώνων που κυριαρχούν σε περιόδους κρίσης. Αν και η επαναοικειοποίηση της ίδιας της πρακτικής μας αυτονομίας είναι πολύ σημαντική, νομίζουμε ότι σε όρους επαναφυσικοποίηση/επανακοινωνικοποίησης, τίποτα πιο ανησυχητικό δεν μπορεί να παρεμβληθεί απ’ ό,τι στη διάρκεια μιας κρίσης. Τα υπόλοιπα είναι μόνο ένας περιθωριακός τρόπος ζωής, που δεν μπορεί να γενικευτεί μακροπρόθεσμα, ιδιαίτερα αφού παραμένει θεμελιωδώς “κρατημένος” για συγκεκριμένες κατηγορίες πληθυσμού καταλήγει πάντα τελικά να ενσωματώνεται στην αναπαραγωγή του συστήματος10. Μπορεί να ικανοποιούμαστε μ’ αυτόν τον τρόπο ζωής και να περιοριζόμαστε να τον διαφημίζουμε, αλλά μας φαίνεται ότι είναι μια φτωχή προοπτική…
Αν δεν υπάρχει κάποιο εξωγενές γεγονός11 να ριζοσπαστικοποιήσει και να κάνει εντονότερο τον αγώνα, και να ενωθεί και με άλλες συνιστώσες, θα επιστρέψουμε σε μια επίπεδη περίοδο. Δεν υπάρχει λόγος να κουραστούμε από αυτό και να αντλήσουμε δικαιολογημένη περηφάνεια, παρά μόνο για λόγους επιβίωσης: εδαφικοί αγώνες, αγώνες μεταναστών, κοκ. Αγώνες που στην πραγματικότητα κείνται σε μια άλλη χρονικότητα και τους οποίους πρέπει να επικαλεστούμε όσο το δυνατόν περισσότερο στις γενικότερες κινητοποιήσεις. Θα μπορούσαμε επίσης να επαναθεμελιώσουμε μια συγκεκριμένη αγκίστρωση στον “κόσμο της εργασίας”…Ίσως καταλήξαμε κάπως βιαστικά στην εξαφάνισή του ή στο τέλος της κεντρικότητάς του. Ποιος δεν χρειάζεται σήμερα μετρητά12; Και για ποιον δεν εξαρτάται αυτό από την κατάσταση τς αγοράς εργασίας, την θέση του στις σχέσεις παραγωγής, τη σχέση του με την ανεργία; Ως τέτοιες, μπορεί κανείς να παραθέσει τις εμπειρίες από εργατικές έρευνες, όπως αυτές από την Kolinko στη Γερμανία13 ή το Motarbetaren στην Σουηδία:
“Οι μαχητικές έρευνες είναι εργαλεία παρέμβασης που δουλεύουν επαγωγικά. Επαγωγικά εργαλεία, από το γεγονός ότι μας βοηθούν να περιγράψουμε την ταξική πάλη και εργαλεία παρέμβασης με την έννοια ότι συμβάλλουν στην ανάπτυξη αυτών των αγώνων. Σήμερα, στη Σουηδία, το Motarbetaren (ο αντι-εργάτης) – είναι μια ενημερωτική μπροσούρα που κυκλοφορεί σε εργασιακούς χώρους σε διάφορα σημεία της Σουηδίας – είναι μια πιο συστηματική έκφραση αυτής της μαχητικής έρευνας. Το Motarbetaren περιγράφει και διαχέει τακτικές έξω από τα συνδικάτα που χρησιμοποιούν οι εργάτες για να κάνουν τη ζωή τους ευκολότερη στους χώρους δουλειάς. Η ενημερωτική μπροσούρα κάνει τους ανθρώπους να συναντιούνται, τουλάχιστον έμμεσα. Όσοι διαδίδουν και διαβάζουν το Motarbetaren, παίρνοντας το περιεχόμενό του στα σοβαρά, παράγουν τώρα ήδη καινούριες σχέσεις οικοδομημένες σε δυνατότητες και αξίες διαφορετικές από αυτές της αντιπροσώπευσης. Το Motarbetaren είναι, συνεπώς, μια μετριοπαθής προσπάθεια να διαδοθεί η αυτόνομη δραστηριότητα, με την έννοια ότι η παραγωγή της αυτοδραστηριότητας σήμερα είναι ένα απαραίτητο κομμάτι της μελλοντικής θριαμβευτικής επανάστασης”.
Οι μαχητικές έρευνες μπορούν να βοηθήσουν να αντιληφθούμε λίγο πιο συγκεκριμένα τις προϋποθέσεις αυτού που ο εργάτης θα μπορούσε να κάνει στη δραστηριότητα κρίσης.
Αν οι διαμαρτυρίες ενταθούν, καλούμε για το σχηματισμό επιτροπών σύνδεσης φοιτητών και εργατών, στο μοντέλο κάπως αυτού που είχε γίνει στο Censier το 1968. Πολλαπλασιάζοντας τις “απρόβεπτες αντιπαραθέσεις”, αυτές οι αυτόνομες επιτροπές είχαν, στην πραγματικότητα, τοποθετήσει τον εαυτό τους στο κέντρο της ριζοσπαστικότητας εκείνων των δύο μηνών της γενικευμένης εξέγερσης. Επιτρέποντας διασυνδέσεις αγροτών-εργατών, ενισχύοντας τις χειρονομίες αλληλεγγύης ανάμεσα στα αγωνιζόμενα εργοστάσια, επεκτείνοντας το μέγεθος της απεργίας, υποστηρίζοντας τους πιο μαχητικούς εργάτες, το Censi επιθυμούσε να διευρύνει τις δυνατότητες μέχρι τη στιγμή που προείδε την οργάνωση μιας “φτώχειας” του κόσμου στη μορφή μιας κομμουνιστικοποίησης, ενός “μετασχηματισμού” αυτού που παράγεται από τα κάτω.
Είναι στις στιγμές που η αλληλεγγύη, το δώρο και το αντίδωρο, η συλλογική προσπάθεια επικρατούν πάνω σε όλα τα άλλα συμφέροντα και εξασκούνται ενάντια στην ατομική ιδιοκτησία που ένας χειροπιαστός κομμουνισμός γίνεται αντιληπτός, παίρνει σχήμα στις “κοιλότητες” των άμεσων στόχων του. Και σ’ αυτό το σημείο τα ΜΑΤ θα είναι στην έξοδο [seront de sortie]. Δεν θα χρειάζεται πλέον να παίζουμε το παιχνιδάκι του “πού είναι ο τρελλός” σε υπερασφαλείς δρόμους όπου μπορούμε να κρυφτούμε μέσα στο πλήθος, αλλά να υπερασπιστούμε συγκεκριμένα τα μέτρα που λαμβάνονται στη δραστηριότητα κρίσης, όπου έχουν παρθεί. Μας είναι δύσκολο να γράψουμε ένα τέτοιο κείμενο: απεχθανόμαστε τις οδηγίες για δράση που την σκέφτεται κανείς πέρα από την ίδια τη δράση και το νόημα που η ίδια δίνει στον εαυτό της· είναι απαραίτητα άβολο να οραματίζεσαι ένα κοντινό μέλλον και να θες να εγγράψεις σ’ αυτό εντολές· ελπίζουμε πραγματικά ότι το παρόν κείμενο δεν θα γίνει καλά κατανοητό. Γράφτηκε τόσο ως ένα χτύπημα όσο και ως ένα πισωγύρισμα. Να σταματήσουμε σ’ αυτά τα δυο στάδια μας φάνηκε κάπως περιφρονητικό και δεν επιθυμούμε να προωθήσουμε την αδράνεια· ζήσαμε υπέροχα πράγματα το 2016. Εξού και οι προκαταρκτικές προτάσεις και τακτικές που διαβλέπουμε. Ο μοναδικός στόχος τους είναι να δώσει ιδέες, να ανοίξει διαδρομές, να καλέσει σε πραγματικές αντιπαραθέσεις πέρα από τις πορείες “λειτανίες”.
Επιβεβαιώνοντας τους εαυτούς μας βγαίνοντας στους δρόμους και λέγοντας στο κράτος ότι υπάρχουμε, δεν έχουμε και πολλά να κάνουμε. Θέλουμε να ανατρέψουμε αυτόν τον κόσμο, όχι να κάνουμε διαφήμιση μιλιταντισμού, αυτοκόλλητα, “αποδομητικούς” εναλλακτικούς τρόπους ζωής…που καταστρέφονται, όμως, αμέσως από την πολιτικο-δικαστική μηχανή που μας περιθωριοποιεί γρήγορα, φτάνοντας να καταστρέφει την οικογενειακή και κοινωνική μας ζωή.
Αμφιβάλλουμε: εξακολουθούμε να βλέπουμε τους εαυτούς μας όπως οποιονδήποτε άλλον, μπροστά από τον καθένα; Αυτή είναι σίγουρα μια από τις πιο σημαντικές μας ιδέες. “Τώρα παίζονται όλα” λένε με ενοχή μερικοί νεο-μιλιτάντηδες, αυξάνοντας έτσι τις αναστολές αυτών που δεν βγαίνουν έξω. Τους λέμε, για πολλοστή φορά, να βγάλουν το κεφάλι τους από τον πισινό τους.
Ναι, ας συνεχίσουμε να ανοίγουμε καταλήψεις, να κρατάμε εναλλακτικούς χώρους. Αλλά ας μην το αφήσουμε αυτό να γίνει μια πανάκεια! Επιβιώνουμε και τραβάμε κουπί όπως ο καθένας. Προσπαθούμε να ανακτήσουμε μια ελάχιστη αυτονομία.
Ναι, ας συνεχίσουμε να συνδέσυμε τους αγώνες μας, να προσπαθούμε, να προσπαθούμε. Αλλά ας μην το εμφανίζουμε λες και η επανάσταση είναι ήδη εδώ, όχι σαν τον ζωντανό κομμουνισμό, γιατί, πέρα από τα να μας κάνει γελείους, αυτό μας αποτρέπει σίγουρα από το να εγγράφουμε τις δράσεις μας στην ιστορική και διεθνιστική προοπτική.
P.-S.