Από το blog της Carbure1
Για τριάντα χρόνια στη Γαλλία, όλες οι κοινωνικές συγκρούσεις φαίνεται να εκφράζονται μέσα από αγώνες για τις δημόσιες υπηρεσίες, μέσα από μεγάλες απεργίες που ενορχηστρώνονται από τα συνδικάτα, σε αυτά που αποκαλούνται κοινωνικά κινήματα. Τα περισσότερα από τα κινήματα αυτά είχαν την πρόκληση να αντιταχθούν σε μια μεταρρύθμιση που επηρεάζε τον δημόσιο τομέα ή τη διαχείριση από το κράτος διαφόρων στοιχείων σχετιζόμενων με τη συνολική αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης (εξασφάλιση για την ανεργία, κοινωνική ασφάλεια, συντάξεις κλπ.).
Υπάρχουν ένας σωρός λόγοι, που έχουν αναλυθεί χιλιάδες φορές, οι οποίοι ποικίλουν από το ειδικό βάρος και τον ιδεολογικό ρόλο του δημόσιου τομέα σε αυτό το παλιό έθνος-κράτος μέχρι την συγκεντρωτική αυτή οργάνωση από την εποχή του Μεσαίωνα, που είναι η Γαλλία, μέχρι την αποδυνάμωση των συνδικάτων του ιδιωτικού τομέα, αποτέλεσμα των κοινωνικών μετασχηματισμών του κεφαλαίου στην πιο πρόσφατη μορφή του, που κατέστησε τον δημόσιο τομέα το τελευταίο οχυρό των μαζικών εργατικών αγώνων.
Αν όμως η υπεράσπιση των δημοσίων υπηρεσιών έχει αποκτήσει τέτοια ιδεολογική σπουδαιότητα στη Γαλλία, αυτό οφείλεται ουσιαστικά στο ότι οι μεγάλες μάζες εργατών που υπήρχαν μέχει τις δεκαετίες του 1950 και 1960 ηττήθηκαν σταδιακά στην κίνηση αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου που ξεκίνησε από τη δεκαετία του 1970 και επιταχύνθηκε στα χρόνια 1990-2000. Το τέλος της εργατικής ταυτότητας και, μαζί με αυτό, το τέλος της ικανότητας των εργατών να κινητοποιούνται μαζικά, καθώς και να παράγουν τον δικό τους πολιτικό λόγο, άνοιξε έναν χώρο για τον δημόσιο τομέα οι εργαζόμενοι του οποίου μπορούσαν ακόμα να απεργούν χωρίς να υφίστανται τόσες πολλές κυρώσεις και, ως εκ τούτου, να αντιπροσωπεύουν το κοινό συμφέρον, υπερασπιζόμενοι τα δικά τους συμφέροντα. Επιπλέον, στη Γαλλία, ο μισός δημόσιος τομέας αποτελείται από προσωπικό στον τομέα της εκπαίδευσης, συμπεριλαμβανομένου ενός μεγάλου αριθμού δασκάλων, με άλλα λόγια ανθρώπων κατεξοχήν ικανών να παράγουν πολιτικό λόγο. Η ικανότητα για κινητοποίηση και η ικανότητα ιδεολογικής παραγωγής σήμαινε ότι οι αγώνες στον δημόσιο τομέα έφτασαν να καταλαμβάνουν τη θέση που παλιά κατείχε το παλιό εργατικό κίνημα, διατηρώντας συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, επιβάλλοντας με έναν ηγεμονικο τρόπο την ιδιότυπη ιδεολογία τους σε όλους τους αγώνες.
Υπάρει κάθε λόγος να πιστέψουμε ότι και το 2018 έχουμε ακόμα ένα κοινωνικό κίνημα που θα λάβει χώρα με το τελετουργικό του των μεγάλων γεγονότων, τις υπερβολές του περιθωριακού του κομματιού, τις μέρες των απεργιών, τις συνεντεύξεις στην τηλεόραση των χρηστών που έχουν “παρθεί ως όμηροι” στους σιδηροδρομικούς σταθμούς ή στις δημόσιες υπηρεσίες, την αποκήρυξη από τα πιο ριζοσπαστικά στοιχεία του ρόλου συνεργάτη των συνδικάτων, τις αυτόνομες συνελεύσεις και την επιστροφή στην ηρεμία που θα αναγγελθεί από τα ίδια αυτά συνδικάτα, μετά από μια λίγο ή πολύ μακρά περίοδο. Όμως, φαίνεται σε όλους ότι τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά αυτή τη φορά, και αν όλα τα παραπάνω στοιχεία είναι σίγουρο ότι βρίσκονται στο εκκολαπτόμενο κίνημα, τότε τα διακυβεύματα δεν είναι ακριβώς τα ίδια.
Πρώτα απ’ όλα πρόκειται για το ότι αυτό το κίνημα που ξεκινά έρχεται μετά από μια μακρά σειρά ηττών συμπεριλαμβανομένων ως πιο γνωστών αυτών της πάλης ενάντια στα συνταξιοδοτικά όρια το 2010, παρά την τεράστια κινητοποίηση, και τον αγώνα εναντίον του Εργασιακού Νόμου το 2016. Απεργίες και διαδηλώσεις οι οποίες αν, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990, κρατούσαν για αρκετό καιρό και ήταν καλά οργανωμένες, θα ανάγκαζαν κυβερνήσεις να υποχωρήσουν (καταφέροντας, γενικά, να προωθήσουν μερικά πιόνια), φαίνεται πλέον να αντιμετωπίζονται ως απλές διαταραχές στην δημόσια τάξη και όχι ως στοιχεία ενός διαλόγου που έχει εξαφανιστεί, καθώς οι μεταρρυθμίσεις επιβάλλονται με τον 49-3 και προεδρικά διατάγματα.
Η μακρά σειρά αποτυχιών που υπέστησαν τα κοινωνικά κινήματα τουλάχιστον από το 2003 (με την αξιοσημείωτη εξαίρεση αυτού ενάντια στον εργασιακό νόμο CPE2 το 2006), δεν είχαν μόνο την επίπτωση της απογοήτευσης και της αποθάρρυνσης αλλά και πολύ συγκεκριμένες επιπτώσεις στη δομή της εργασίας στη Γαλλία, απομακρύνοντάς την ακόμα περισσότερο από το μοντέλο της υπεράσπισης του δημόσιου τομέα καθώς και από τις πραγματικότητές του. Έτσι, η υπεράσπιση του δημόσιου τομέα έχει γίνει αυξανόμενα πανταχού παρούσα και επείγουσα, ακριβώς εξαιτίας της αποτυχίας της. Αλλά ενώ είμασταν εστιασμένοι στον δημόσιο τομέα και την υπεράσπισή του, ήταν ολόκληρος ο ιδιωτικός τομέας που προσαρμοζόταν όλο και πιο ραγδαία στις νέες απαιτήσεις του καπιταλισμού. Και παράλληλα προς αυτή την εξέλιξη, οι δημόσιες επιχειρήσεις έτειναν όλο και περισσότερο να ευθυγραμμίσουν τις λειτουργικές τους δομές με αυτές του ιδιωτικού, στον τρόπο διοίκησής τους και τις απαιτήσεις για ποσοτικοποιημένα αποτελέσματα ή ακόμα και στην οικονομική κερδοφορία.
Το χάσμα ανάμεσα στους δημοσίους υπαλλήλους και τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα δεν είναι μόνο ιδεολογικό, είναι πολύ πραγματικό. Αν υπάρχει αυτό το χάσμα δεν είναι μόνο εξαιτίας ψυχο-πολιτικών λόγων μίσους για την κρατική υπαλληλία ή εξαιτίας μηντιακής προπαγάνδας αλλά επειδή αυτές οι δυο πραγματικότητες δεν “κολλάνε” πλέον μαζί. Έχουν εφαρμοστεί μεταρρυθμίσεις και πολεμήθηκαν λιγότερο ή περισσότερο έντονα και αποτελεσματικά. Οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα, που καλούνται τώρα στο όνομα του γενικότερου συμφέροντος να υποστηρίξουν τους σιδηροδρομικούς, ίσως ρωτήσουν τα συνδικάτα τι έκαναν το 2003 όταν ψηφίστηκε η αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης ενώ ο Balladur εγγυήθηκε ότι όσοι υπάγονταν σε ειδικά σχήματα θα ήταν ασφαλείς. Πάνω απ’ όλα, όμως, είναι οι κοινωνικές σχέσεις που έχουν μετασχηματιστεί, αλλαγές ακολουθούμενες ή υπαγορευόμενες από νόμους, που ανταποκρίνονται όμως στον παγκόσμιο μετασχηματισμό του κεφαλαίου στην φάση αυτής της πλήρους αναδιάρθρωσης, στην οποία είμαστε όλοι παγιδευμένοι.
Ακόμα και στην καρδιά του δημόσιου τομέα, η χρησιμοποίηση εργαζόμενων με εξωτερική ανάθεση και παροδικές συμβάσεις, η εμπορευματική λογική στις παρεχόμενες υπηρεσίες, οι μέθοδοι διοίκησης (μερικές φορές σκληρότερες ακόμα κι από τον ιδιωτικό τομέα, δείτε τα Ταχυδρομεία) τείνουν να κάνουν την εγγυημένη απασχόληση, την κοινωνική προστασία καθώς και τις παραδοσιακές ιεραρχικές αλυσίδες ένα κατάλοιπο του παρελθόντος. Πρόκειται επίσης για την πάλη για ένα είδος εργασιακών σχέσεων κληρονομημένων από την παλιά εργατική ταυτότητα (ένα λεπτής υφής μίγμα επίγνωσης της θέσης κάποιου στις [ιεραρχικές] σχέσεις εντός των επιχειρήσεων και οριζοντιότητας στις διαπροσωπικές σχέσεις) όπως είναι η περίπτωση εξώφθαλμα στα Ταχυδρομεία αλλά επίσης και στους σιδηρόδρομους (SNCF) ή την EDF. Οι επιχειρήσεις αυτές εκσυγχρονίζονται για περισσότερα από 20 χρόνια κι αυτό έχει τις συνέπειές του.
***
Για όλους αυτούς τους λόγους νιώθουμε ότι τα πράγματα είναι άσχημα. Ίσως αυτός είναι ο λόγος που πριν καν ξεκινήσουμε, κοιτάμε πίσω στο 1995, σε ένα κοινωνικού τύπου κίνημα και στην τελευταία μεγάλη νίκη των συνδικάτων ενάντια σε μια κυβερνητική μεταρρύθμιση, καθώς και πρός τον Μάη του 1968, του οποίου τιμούμε φέτος τα 50 χρόνια. Θα θυμόμαστε, άραγε, ή όχι ότι αυτό κίνημα που ξεκίνησε στις 22 Μαρτίου;
Ότι σχεδόν το ίδιο χρονικό χάσμα χωρίζει αυτές τις δυο ημερομηνίες, το 1968 και το 1995, θα έπρεπε να μας κάνει να καταλάβουμε το ρήγμα που σημάδεψε το 1995 σε σχέση με τον Μάη του 1968 και το επαναστατικό περιεχόμενο του προηγούμενου κύκλου αγώνων, και να μας υποψιάσει ότι η περίοδος που άνοιξε με το κίνημα του Δεκέμβρη του 1995 ίσως έχει επίσης τελειώσει.
Το κίνημα του Δεκέμβρη του 1995 ήταν η επίσημη ημερομηνία γέννησης αυτού που έχει ονομαστεί ως “citoyennisme” ή “ριζοσπαστικός δημοκρατισμός”3. Μετά την κρίση του 2007-2008, η ιστορική αποτυχία αυτής της ιδεολογίας έγινε εμφανής, με το “άδειασμα” οποιασδήποτε πιθανότητας επιστροφής σε έναν κοινωνικό Κεϋνσιανισμό ως λύσης στην κρίση. Μέσα από τη διαχείριση της κρίσης είναι το κεφάλαιο το ίδιο που έχει επανεπιβεβαιώσει την παραγωγή του πλούτου ως αποτέλεσμα εκμετάλλευσης, και όχι ένα ουδέτερο αντικείμενο που θα έπρεπε να διανεμηθεί αρμονικά, και μέσα από τις πολιτικές λιτότητας που επιδίωξαν τα κράτη, την προλεταριοποίηση και την εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης, είτε με τη μείωση των μισθών είτε τη μείωση των [φόρων], ως το αντικειμενικό περιεχόμενο της ταξικής σχέσης. Έτσι, οι αγώνες για τους μισθούς απονομιμοποιήθηκαν, έγινα οριακά σχεδόν παράνομοι, όπως φανερώθηκε μέσα από την αέναη διαμάχη για το αν έχουμε ή όχι το “δικαίωμα” να μπλοκάρουμε τη χώρα στη διάρκεια μιας απεργίας.
O citizenism, ιδεολογία που αναπτύχθηκε στη Γαλλία στη βάση της υπεράσπισης του δημόσιου τομέα, υπεραμύνθηκε, αντίθετα, μιας Κεϋνσιανής ανάκαμψης της οποίας το μοντέλο είχε παρέλθει από την δοξασμένη εποχή της δεκαετίας του 1930. Αλλά με την κρίση ως αποκορύφωση της αναδιάρθρωσης, ως της στιγμής που τα χαρακτηριστικά αυτής της αναδιάρθρωσης επιβεβαιώνουν τον εαυτό τους με τον πιο σκληρό τρόπο, όλα τα στοιχεία πάνω στα οποία στηρίζεται αυτή η ιδεολογία δέχονται επίθεση και ηττώνται το ένα μετά το άλλο. Το θετικό πρόγραμμα του citizenship περιστρέφεται απλά γύρω από την υπεράσπιση των κερδισμένων (που έχουν κατακτηθεί ως μια υπενθύμιση του ότι δεν έχουμε νικήσει πουθενά) και η κύρια λέξη γίνεται αυτή της “αντίστασης”. Ο ρεφορμισμός δεν έχει πια τίποτα να προσφέρει εκτός από την αντίθεσή τους στις μεταρρυθμίσεις που καθοδηγούνται από άλλους, κάτι που αντιφάσκει με όλες τις επιδιώξεις του. Ο ρεφορμισμός γίνεται απλά το αρνητικό αυτού που κριτικάρει.
Το κίνημα του 1995 μπόρεσε να διαμορφώσει τη βάση του προγράμματος των πολιτών πάνω στα στοιχεία αυτής της αντίστασης, αυτού που θα έπρεπε να διατηρηθεί: κοινωνική ασφάλιση, συντάξεις, εξασφάλιση στην ανεργία κλπ., με λίγα λόγια η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης μέσα σε μια ρυθμιζόμενη αγορά, με άλλα λόγια ένας μετριοπαθής σοσιαλισμός που να εξασφαλίζει τη διατήρηση των θεμελιωδών καπιταλιστικών σχέσεων. Όμως, είκοσι χρόνια αργότερα, αν και το κράτος έχει συνεχίσει να παίζει τον ρόλο του της επίβλεψης της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, το έχει κάνει με τους δικούς του όρους ως κράτος του κεφαλαίου, στην παρούσα καπιταλιστική στιγμή, και όχι σύμφωνα με οποιαδήποτε ιδεολογία, εκτός ίσως τη φιλελεύθερη ιδεολογία, με άλλα λόγια, την ιδεολογία που είναι λειτουργικά επαρκής, για την άρχουσα τάξη, σε σχέση με τις υπάρχουσες ταξικές σχέσεις4. Το κράτος παρεμβαίνει μια χαρά και μεταρρυθμίζει την εξασφάλιση στην ανεργία ώστε να πιέσει τους άνεργους να δεχτούν οποιαδήποτε δουλειά, επεκτείνει στο άπειρο την πραγματική ηλικία συνταξιοδότησης, μειώνει τις κοινωνικές δαπάνες άρα και τους μισθούς κλπ. Και όλα αυτά τα υποφέρουμε καθημερινά, με τα αυτιά μας γεμάτα από “υπεράσπιση του δημόσιου τομέα”. Επειδή για χιλιάδες ανθρώπους σήμερα στη Γαλλία, ο δημόσιος τομέας είναι και οι δάσκαλοι που σε εξευτελίζουν και σε ταξινομούν κοινωνικά, οι εξονυχιστικά διερευνητικές κοινωνικές υπηρεσίες που σου κόβουν τα επιδόματα μέχρι τελευταίας χαρτούρας, οι μηνιαίοι έλεγχοι στα Κέντρα Εύρεσης Εργασίας, τα πρόστιμα στα ΜΜΜ και οι έλεγχοι από τους μπάτσους.
Το κράτος σήμερα είναι στην πραγματικότητα το ίδιο πράγμα με το Κεϋνσιανό κράτος της ένδοξης δεκαετίας του 1930, που αναγέρθηκε σαν ένα μοντέλο από την ιδεολογία της κοινωνίας των πολιτών: οριοθετεί τις εξελίξεις του κεφαλαίου και κάνει τις απαραίτητες προσαρμογές σε αυτές τις εξελίξεις. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν αναγκαία η ανοικοδόμηση και ο εκμοντερνισμός, οι παραγωγικές δυνάμεις ενσωμάτωσαν την εργατική δύναμη ως έναν καθοριστικό παράγοντα στην παραγωγή αξίας, το εθνικό παραγωγικό “εργαλείο” ήταν η προτεραιότητα, το ζήτημα της στέγασης, της υγείας και της εκπαίδευσης ήταν απαραίτητες συνθήκες για να αντλεί το κεφάλαιο από μια δεξαμενή εξειδικευμένης και ικανής εργασίας. Το κράτος έθεσε τον εαυτό σ’ αυτό το καθήκον, για το γενικότερο καλό του κεφαλαίου – και χωρίς αμφιβολία, “παγκόσμια” όπως είπε ο Μαρσαί, για το καλό των προλετάριων της περιόδου, πολλοί από τους οποίους είδαν το βιωτικό τους επίπεδο να βελτιώνεται. Αλλά το γεγονός παραμένει ότι αυτή η εποχή έχει τελειώσει: το αναδιαρθρωμένο κράτος πρόνοιας έκανε τη δουλειά του, έχει περάσει τη σκυτάλη στο φιλελεύθερο κράτος, που πρέπει τώρα να κάνει τη δική του, ακόμα και να “ξηλώσει” ότι έχει χτίσει το πρώτο: όταν έχει ριχτεί το μπετόν, τα καλούπια πρέπει να φύγουν.
***
Κι έτσι είμαστε εδώ, στο 2018, και πρέπει και πάλι να “υπερασπιστούμε τον δημόσιο τομέα”. Αυτή τη φορά, είναι οι συνθήκες και το στάτους των σιδηροδρομικών που δέχεται επίθεση, και είναι το ζήτημα αν πρέπει να γίνουν οι σιδηρόδρομοι (SNCF) μια ανώνυμη εταιρεία5 ώστε να ανοίξει στον ανταγωνισμό. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι τα Ταχυδρομεία έχουν γίνει ΑΕ από το 2010, χωρίς αυτό να προκαλέσει τότε οτιδήποτα άλλο από “ισχυρές διαμαρτυρίες” από τα συνδικάτα.
Η αναγγελία αυτής της μεταρρύθμισης της κατάστασης των σιδηροδρομικών (εγγυημένη απασχόληση, σταθερή ηλικία συνταξιοδότησης – που στην πραγματικότητα είχε επιμηκυνθεί το 2007 ευθυγραμμιζόμενη με τον ιδιωτικό τομέα – ειδικό σχήμα κοινωνικής ασφάλισης) έχει προκαλέσει, με τον γνωστό πλέον τρόπο αλλά με μια ιδιαίτερη ένταση, ένα κύμα μηντιακού μίσους προς τους “προνομιούχους’ και τους “τεμπέληδες” της SNCF. Αντιμέτωποι με αυτή τη σφοδρή επίθεση, συνδικαλιστές και πολιτικοί (συμπεριελαμβανομένου του Besancenot6 στην πρώτη γραμμή, ο οποίος κατάφερε να οικοδομήσει πάνω σ’ αυτό το ζήτημα ένα μέτωπο της “αριστερής αριστεράς” – που φαίνεται να είναι de facto η μοναδική αριστερά), αντλώντας από το ιδεολογικό οπλοστάσιο που διαθέτουν, μια γραμμή άμυνας γύρω από τον διπλό άξονα της υπεράσπισης του δημόσιου τομέα και της ταξικής αλληλεγγύης.
Η υποστήριξη στους σιδηροδρομικούς θα ήταν απαραίτητα υπεράσπιση του δημόσιου τομέα, εγγυητή του γενικού συμφέροντος, και υπεράσπιση των εαυτών μας, στο όνομα του φαινομένου ντόμινο των εργατικών ηττών.
Αλλά το να υπερασπίζεται κανείς τους σιδηροδρομικούς στο όνομα του σιδηροδρόμου, της ποιότητας της υπηρεσίας ή του υποτιθέμενου οικολογικού χαρακτήρα του, σημαίνει να συμπεριλαμβάνει τον εργάτη στο προϊόν που παράγει, να κάνει τον προλετάριο ένα πράγμα της μηχανής. Στη ρητορική αυτή, οι σιδηροδρομικοί γίνονται τα “ανθρώπινα μέσα” του σιδηροδρόμου. Όταν οι εργάτες στην αυτοκινητοβιομηχανία κατεβαίνουν σε απεργία, τονίζει κανείς την οικολογική φύση των οχημάτων που κατασκευάζουν ή την ποιότητα των μηχανών τους; Αλλά τώρα, φαίνεται ότι το γεγονός ότι οι σιδηρόδρομοι [SNCF] είναι μια δημόσια υπηρεσία, in its midst, the railroads would no longer be part of it, είναι μέρος του κοινού καλού του έθνους, σε μεγάλο βαθμό ανάλογα με το δύσκολο 1914. Οι σιδηρόδρομοι γίνονται οι δικοί μας σιδηρόδρομοι. Σ’ αυτό το πνεύμα εθνικού παραγωγισμού, θα θέλαμε επίσης να επαναφέρουμε εκείνα τα αγάλματα από το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, για τις υπηρεσίες που προσφέρθηκαν στο έθνος.
Περνάμε στα γρήγορα το τι είναι η SNCF σήμερα, δηλαδή μια εταιρεία με λιγότερους χρήστες από πελάτες. Ποια είναι η δημόσια υπηρεσία μετακίνησης με το τραίνο όταν ένα εισιτήρια από το Παρίσι στη Μασαλλία κοστίζει 200 ευρώ, ώστε τα στελεχά να παίρνουν τα τραίνα υψηλής ταχύτητας [TGV] στη Λυών και οι προλετάριοι τα τρένα από τον σταθμό Ouigo Marne-la-Vallée, στην Disneyland, καταρρίπτοντας την υψηλή και ευγενική έννοια της “ίσης πρόσβασης και μεταχείρισης προς όλους τους χρήστες”; Πρόκειται λοιπόν για το ότι ο μετασχηματισμός της SNCF σε μια ιδιωτική εταιρεία, που μας το κουνάνε μπροστά μας σαν σκιάχτρο, άρχισε να γίνεται εδώ και πολύ καιρό, με τη δημιουργία των τραίνων υψηλής ταχύτητας, των TGV, στη δεκαετία του 1980 και την εμφάνιση του λογισμικού τύπου Socrates στις αρχές της δεκαετίας του 1990, που τώρα υπολογίζει τις τιμές των εισιτηρίων ανάλογα με την προσφορά και τη ζήτηση, σε μια καθαρά αγοραία λογική. Πριν είχαμε μια χρέωση χιλιομετρική, ίδια για όλους, σύμφωνα με μια καλή δημοκρατική λογική. Κανείς δεν κατέβηκε τότε σε απεργία για να υπερασπιστεί το ενιαίο εισιτήριο, όπως κανείς μας δεν κατέβηκε σε απεργία στην Ρενώ όταν άρχισε να παράγει ένα σεντάν πολυτελείας, στο όνομα του ότι “η ισότητα πρέπει να πρυτανεύσει μεταξύ των καταναλωτών” και με την καλή δικαιολογία ότι όλοι αναγνωρίζουν πως μόνο τα κέρδη της εταιρείας δικαιολογούν τους μισθούς που μας πληρώνει.
Συνεπώς, ο εργαζόμενος στους σιδηροδρόμους (SNCF) θα έπρεπε να είναι ένας εργαζόμενος όπως όλοι οι άλλοι. Γιατί είναι αδύνατο, στο όνομα της ιδεολογίας των δημoσίων υπηρεσιών, για τους σιδηροδρομικούς να διεκδικήσουν την ίδια τους την κατάσταση σαν προλετάριοι; Είναι κορπορατισμός να υπερασπίζεσαι μια συγκεκριμένη κατάσταση, στον βαθμό που αυτή αφορά όλους; Οι χαμηλοί μισθοί, τα εξαντλητικά ωράρια 3×8, η επώδυνη φύση της δουλειάς, τα πάντα τους δίνουν το δικαίωμα να υπερασπιστούν τα πενιχρά οφέλη που έχουν, που δεν είναι προνόμια αλλά αποζημιώσεις/αντισταθμίσματα. Και σωστά ή όχι, δεν υπάρχει καμμιά ντροπή στο να υπερασπίζεται κανείς τα συμφέροντά του όταν είναι προλετάριος.
Το γεγονός είναι ότι οι εργάτες στους σιδηροδρόμους είναι επίσης παγιδευμένοι στην υπεράσπιση του δημόσιου τομέα, επειδή είναι το άνοιγμα της SNCF στον ανταγωνισμό που τους απειλεί άμεσα. Αλλά υπερασπιζόμενοι την SNCF σαν δημόσια υπηρεσία, οι σιδηροδρομικοί αναγκάζονται να υπερασπιστούν το “δικό τους” παραγωγικό εργαλείο. Όταν, αμυνόμενοι, παρουσιάζουν σε ένα φυλλάδιο τη συνεχή μείωση του εργατικού δυναμικού από το 1950 ως εγγύηση του εκσυγχρονισμού της “δικής τους” δημόσιας επιχείρησης, είναι στην πραγματικότητα τις συνθήκες κερδοφορίας που αναγκάζονται να αναγνωρίσουν και τις σχετικές πολιτικές που ασκούνται μέχρι σήμερα. Το πρόβλημα παραμένει το ίδιο για τους σιδηροδρομικούς όπως και για το προλεταριάτο συνολικά: καθώς αναγνωρίζει τον εαυτό ως αυτό που είναι στην παραγωγική μηχανή, αναγνωρίζει επίσης ότι περισσεύει, ότι είναι ακριβώς σαν ένα “ανθρώπινο μέσο” που αποτελεί κόστος7, είτε πρόκειται για τον δημόσιο τομέα είτε όχι.
Είναι σίγουρο ότι το άνοιγμα στον ανταγωνισμό θα επιταχύνει τη διαδικασία αμφισβήτησης του στάτους [των σιδηροδρομικών], που εδώ και πολύ καιρό έχει ξεκινήσει με τις “ευθυγραμμίσεις” με τον ιδιωτικό τομέα που τα συνδικάτα έχουν επιβλέψει. Παρά τις υποσχέσεις για διατήρηση του καθεστώτος των σιδηροδρομικών που ήδη δουλεύουν εκεί, είναι οι νεοεισερχόμενοι εργάτες καθώς και ο ανταγωνισμός και οι φιλελεύθερες μέθοδοι διοίκησης που θα ασκήσει πίεση σ’ αυτό το στάτους οδηγώντας σε περιθωριοποίηση. Τελικά, σ’ αυτή την εξέλιξη, αισθανόμαστε ότι θα είναι αναγκαία η πρόωρη συνταξιοδότηση, για να “εκσυγχρονιστεί” η εταιρεία. Και οι σιδηροδρομικοί έχουν δίκιο να ανησυχούν για το μέλλον τους στις μικρής κυκλοφορίας γραμμές που θα ανοίξουν στον ανταγωνισμό, γιατί είναι βέβαιο ότι κανένας ιδιώτης επιχειρηματίας/operator δεν επιθυμεί να κρατήσει ένα προσωπικό που είναι αδύνατο να το διαχωρίσει: οι καπιταλιστές δεν είναι πιο φιλάνθρωποι από το κράτος. Αυτό που οι σιδηροδρομικοί πρόκειται να βιώσουν, και έχουν αρχίσει ήδη να ζουν, είναι η εξέλιξη της γαλλικής κοινωνίας τα τελευταία τριάντα ή σαράντα χρόνια, με ένα επιταχυνόμενο και εξαναγκαστικό βήμα. Και αυτή η εξέλιξη έχει συμβεί στη διάρκεια κοινωνικών κινημάτων, οριοθετημένων από τα συνδικάτα, που την διαπραγματεύτηκαν με τον καλλίτερο δυνατό τρόπο που μπορούσαν. Βάζουμε στοίχημα ότι ήδη τα συνδικάτα διαπραγματεύονται κάποιες εγγυήσεις με τον υπουργό Μεταφορών, για να προστατέψουν αυτό που μπορούν να προστατέψουν, και ιδιαίτερα τη διάρκεια της παρουσίας τους σε όλες τις διαπραγματεύσεις.
Οι σιδηροδρομικοί είναι λοιπόν “κολλημένοι” στην αντίφαση ανάμεσα στην πολιτικο-συνδικαλιστική υπεράσπιση του δημόσιο τομέα και την άμεση υπεράσπιση των συμφερόντων τους ως εργαζόμενων μιας εταιρείας, δηλαδή, τελικά, ως προλετάριων8. Ο Martinez μπορεί να τους ευχαριστεί δηλώνοντας: “αρκεί να βάλουμε τον καθένα στη θέση των σιδηροδρομικών, και όλα θα είναι εντάξει”, αλλά κανείς δεν μπορεί να το πάρει αυτό σαν έναν πραγματικό ισχυρισμό και κάτι άλλο από αστείο, με πολιτικό ίσως περιεχόμενο, όπως αυτό το αίτημα για την εβδομάδα των 32 ωρών, που δεν θα γίνει ποτέ όμως αντικείμενο οποιασδήποτε πάλης. Να μιλά σαν να είναι το 1936 και να δρα σαν να είναι το 2018, αυτή είναι η γλώσσα των συνδικάτων.
Αν τα πλεονεκτήματα των σιδηροδρομικών, όσο πενιχρά κι αν είναι, εμφανίζονται σαν προνόμια, αυτό οφείλεται στο ότι αντιπροσωπεύουν εν έτει 2018 μια ανωμαλία στην αγορά εργασίας όπως αυτή υπάρχει πραγματικά. Η εγγυημένη απασχόληση των σιδηροδρομικών στην κοινωνία των δεκαετιών του 1950 και του 1960 απλά έκανε τυπικό αυτό που ήδη υπήρχε για τον καθένα: εκείνη την εποχή, οι περισσότεροι από τους εργαζόμενους υπέργραφαν μια μόνιμη σύμβαση και δούλευαν για 35 ή 4 χρόνια στην ίδια εταιρεία πριν συνταξιοδοτηθούν. Όταν ο κόσμος κατέβαινε σε απεργία αγωνιζόταν για μισθούς, όχι για “προστασία των θέσεων εργασίας”. Σήμερα η αγορά εργασίας είναι κατακερματισμένη, επισφαλής, οι καριέρες ακολουθούν τεθλασμένες γραμμές, αν δεν πέφτουν στα χαντάκια της αποειδίκευσης και της μακροχρόνιας ανεργίας, με ή χωρίς RSA9. Και στην πραγματικότητα, όλο και περισσότερο, η κύρια διαφορά ανάμεσα στις δημόσιες επιχειρήσεις και τις ιδιωτικές εταιρείες είναι το στάτους των δημοσίων υπαλλήλων. Δεν είναι η “πρόοδος” που το θέλει αυτό, είναι η καταστροφική πορεία του καπιταλισμού.
Ισχύει επίσης ότι η υπεράσπιση του δημόσιου τομέα μπορεί να φέρει πρώτα απ’ όλα κοντά τον ίδιο τον δημόσιο τομέα, δηλαδή πολύ κόσμο, κι αυτό συχνά ήταν αρκετό. Αλλά εκκλήσεις στον ιδιωτικό τομέα στη βάση της υπεράσπισης του δημόσιου τομέα ακούγονται μόνο στη βάση αυτού του διαχωρισμού δημόσιου/ιδιωτικού. Και αν ο ιδιωτικός τομέας είχε τα μέσα να παραγάγει μαζικές κινητοποιήσεις, η υπεράσπιση του δημόσιου τομέα δεν θα ήταν μάλλον στην κορυφή των προτεραιοτήτων των αγώνων. Η ηγεμονία, από τη στιγμή που καταρρέει, αποκαλύπτει το αντίστροφό της, που είναι η απομόνωση.
Αν πρόκειται να προάγουμε οποιαδήποτε αλληλεγγύη στους σιδηροδρομικούς αυτή δεν είναι να υπερασπιστούμε τον δημόσιο τομέα αλλά να σταθούμε δίπλα σ’ αυτούς που δέχονται την επίθεση από τον καπιταλιστή τους, σ’ αυτή την περίπτωση το κράτος και χωρίς κανέναν άλλον ορίζοντα από την απλή ταξική αυτοάμυνα. Η υπεράσπιση του δημόσιου τομέα είναι στην πραγματικότητα αυτό που εμποδίζει την ταξική αλληλεγγύη, μεταμορφώνοντάς την σε ένα “γενικό συμφέρον”, αυτό το κρατικίστικο και αστικό πράγμα. Αλλά αυτό, η ιδεολογία του δημόσιου τομέα, βαλτωμένη στον ίδιο της τον λόγο/ρητορική, δεν είναι ικανή να το πει αυτό, εκτός από το να αποδώσει μια αιτία στον “νεο-φιλελευθερισμό”, που επιβεβαιώνει όλες τις μεταρρυθμίσεις του, μέσα από καθαρούς διαχειριστές όπως ο Μακρόν, με έναν εντελώς απολίτικο τρόπο, σαν μια βάναυση αλλά αναγκαία κοινωνική “επικαιροποίηση”. Το αδιέξοδο στην υπεράσπιση του δημόσιου τομέα είναι ότι δεν μπορεί να προσδώσει έναν λόγο σ’ αυτή τη ρητορική, ότι δεν έχει να προτείνει τίποτα άλλο πιο χειροπιαστό από το ήδη υπάρχον στάτους κβο, το οποίο έχει ήδη διαβρώσει τόσα πολλά που στην πραγματικότητα θα πρέπει να αναρωτηθούμε τι ακριβώς εννοούμε σήμερα με τα “κοινωνικά κεκτημένα μας” (εξου και η ευρεία χρήση σήμετα του βαρβαρικού όρου “κατακτημένα” αντί του “αποκτημένα”).
Για να βγούμε από αυτό το αδιέξοδο, θα έπρεπε να αναγνωρίσουμε ότι στην πραγματικότητα οι κοινωνικές προστασίες που κληρονομήθηκαν από την ένδοξη δεκαετία του 1930, όπως τα ειδικά καθεστώτα, είναι καταδικασμένα να εξαφανιστούν, ότι όλα για τα οποία κάποτε έπρεπε να αντισταθούμε έχουν ήδη πρακτικά εξαφανιστεί και ότι έπρεπε να υπερασπιστούμε έχει χαθεί10. Ήδη στους αγώνες ενάντια στη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού, το 2010, η CGT υποκλίθηκε στη λογιστική λογική, αναγνωρίζοντας ότι η επέκταση της διάρκειας της ζωής συνεπάγεται την παράταση και της διάρκειας του χρόνου εργασίας και είπε με την ίδια φωνή μαζί με το κράτος, ότι πρώτα απ’ όλα είναι αναγκαίο να σωθεί το σχήμα “pay-as-you-go”11, καθώς αυτό ήταν αίτημα του “γενικού συμφέροντος”· και αν, όπως πιστεύω, τα συνταξιοδοτικά ταμεία μπορούν να βοηθήσουν συμπληρώνοντας τις συντάξεις και επιπλέον τα διαχειρίζονται τα συνδικάτα μέσω μιας Comité intersyndical de l’épargne salariale (Διασυνδικαλιστικής Επιτροπής για τα Αποθεματικά των Μισθωτών), όλα έχουν ειπωθεί.
Είναι επειδή τα συνδικάτα στηρίζονται πολιτικά στα λόγια που κριτικάρουν τον “νεοφιλελευθερισμό” και την προτερότητα της οικονομίας επί του πολιτικού ώστε να μπορούν να θέσουν μια εναλλακτική στο εσωτερικό του καπιταλισμού και να διακρίνουν ανάμεσα σε μια “κοινωνική” και μια “φιλελεύθερη” διαχείριση, που δεν έχουν να αντιμετωπίσουν οποιονδήποτε “-ισμό” αλλά το ίδιο το κεφάλαιο, όπως αυτό υπάρχει, και εντός του οποίου δεν είναι δυνατή καμμιά εναλλακτική. Αν θέλουν να εξακολουθούν να υπάρχουν σ’ αυτές τις πραγματικές σχέσεις είναι αναγκασμένα να ακολουθούν. Το τι συμβαίνει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων πολύ λίγη σχέση έχει με οποιαδήποτε ιδεολογική διαμάχη.
Τα συνδικάτα έχουν αυτό το κοινό με τους καπιταλιστές, ότι πρέπει να εξακολουθούν να εργάζονται για να υπάρχουν. Αλλά ο λεγόμενος “κοινωνικός διάλογος” δεν ήταν ποτέ ένας διάλογος ανάμεσα σε ίσους: είναι πάντα το κεφάλαιο που καθορίζει τους όρους και το περιεχόμενο, καθώς και τι είναι νόμιμο να συζητιέται. Και στην πραγματικότητα, όταν τα συνδικάτα των σιδηροδρομικών προτάσσουν μια υποτιθέμενη κερδοφορία για την SNCF, είναι η νομιμότητα της εκμετάλλευσης την οποίαν αναγνωρίζουν ως την ίδια τη συνθήκη της εργασίας και, συνεπώς, το κεφάλαιο το ίδιο, το οποίο αναγνωρίζουν ότι κυριαρχεί νόμιμα στο κοινωνικό σύνολο που καθορίζει.
Η θέση των συνδικάτων είναι μόνο μια αντανάκλαση της θέσης μας ως προλετάριων: εδώ, όπως και παντού, αυτό που μας έρχεται στο στόμα είναι η πραγματική μας ύπαρξη στο κεφάλαιο και η κυριαρχία του πάνω στις ζωές μας, συμπεριλαμβανομένου αυτού που θεωρούμε ότι είναι δικό μας, αυτού που κάνουμε: η δουλειά μας, το προϊόν της, και η ζωή που χτίζουμε σ’ αυτή τη βάση. Από το τέλος του παλιού εργατικού κινήματος και μετά, δεν υπάρχει άλλη ζωή που μπορούμε να φανταστούμε στη βάση αυτού που είμαστε στο κεφάλαιο· αλλά σε μια τέτοια ζωή ποτέ δεν θα αισθανθούμε “σαν στο σπίτι μας”. Τίποτα δεν είναι δικό μας, όλα είναι δικά τους.
Μακροπρόθεσμα, λοιπόν, το στάτους των σιδηροδρομικών θα φτάσει αναπόφευκτα στην πλήρη απασχόληση, σύνταξη στα 60 και τον 13ο μισθό να γίνεται αντικείμενο διαπραγμάτευσης ανεπαίσθητα στο επίπεδο μιας κλαδικής σύμβασης στο μαγαζί αρχαιοτήτων του αναδιαρθρωμένου κεφαλαίου. Μακροπρόθεσμα, η πλειοψηφία των συνδικάτων δεν θα είναι τίποτα άλλο από εργαλεία συν-διαχείρισης, που θα παλεύουν μεταξύ τους για να διατηρήσουν τη θέση τους στους διάφορους πολυμελείς θεσμούς από τους οποίους αντλούν τα περισσότερα από τα εισοδήματά τους. Το μέλλον τους είναι επίσης εξασφαλισμένο “στη βάση”, όταν τα καλούμε, κατά περίσταση, να διαχειριστούν επαγγελματικές συμβάσεις και ει δυνατόν περιορίζοντας την κάθε περίπτωση. Και αυτό δεν θα είναι αποτέλεσμα μιας ιδεολογικής μετατόπισης των συνδικάτων ή οποιασδήποτε προδοσίας αλλά πραγματικά η ανεπάρκειά τους στην πραγματικότητα του σύγχρονου καπιταλισμού, όπως ακριβώς ο επαναστατικός συνδικαλισμός ήταν επαρκής σε μια εντελώς διαφορετική κατάσταση. Στην αργή, σχεδιασμένη διάλυση του δημόσιου τομέα στη Γαλλία, είναι ολόκληρη η περίοδος των κοινωνικών κινημάτων που θα έπρεπε σταδιακά να κλείσει.
***
Τα κοινωνικά κινήματα βασίστηκαν σε μια σιωπηρή κατανόηση ανάμεσα στους “κοινωνικούς παράγοντες: το κράτος προωθούσε μεταρρυθμίσεις, μετρούσε την αντίσταση και διαπραγματευόταν με βάση αυτή την αντίσταση. Αυτό είναι που εκφράζει το παλιό σύνθημα: “Δύο βήματα μπροστά, τρία βήματα πίσω”. Αυτό το σύστημα προσιδιάζει στην περίοδο από το 1985 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990. Αυτή η περίοδος είναι εντελώς διαφορετική από την εποχή των βίαιων ταξικών συγκρούσεων (με τη συμμετοχή και των συνδικάτων) στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, στο φόντο μιας ουσιαστικής ανόδου στο ποσοστό κέρδους που ευνοήθηκε από τις φιλελεύθερες πολιτικές που υλοποίησε ο Μιτεράν, και στη βάση της ήττας τής, μετά το 1968, επίθεσης της εργατικής τάξης. Μετά το 1998, το πραγματικό ποσοστό των μισθών στην προστιθέμενη αξία άρχισε να αυξάνει χωρίς το επίπεδο των μισθών να αλλάζει σημαντικά, με άλλα λόγια το [μέσο] ποσοστό κέρδους άρχισε να πέφτει, βάζοντας έτσι τέλος σε έναν σύντομο καπιταλιστικό εξωραϊσμό, και στην πραγματικότητα οδηγώντας σε σκλήρυνση των αποκαλούμενων “νεοφιλελεύθερων” πολιτικών – δηλαδή των πολιτικών που προσιδιάζουν στο αναδιαρθρωμένο κεφάλαιο.
Η οικονομική κρίση του 2008 έχει ριζικά επιταχύνει αυτήν την τάση. Σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, πολιτικές λιτότητας υλοποιούνται από τα κράτη υπό την πίεση των διεθνών θεσμών, με σκοπό να δημιουργήσουν μια διέξοδο από την κρίση που δεν είναι παρά η υλοποίηση των ίδιων των τάσεων που οδήγησαν στην κρίση.
Δέκα χρόνια αργότερα, μια σχετική έξοδος από την κρίση έχει λάβει χώρα, με την τεράστια μείωση στους μισθούς και τις ασφαλιστικές εισφορές, με την αυξανόμενη επισφάλεια στην απασχόληση, τα κράτη να τροχίζουν στην καρδιά οποιασδήποτε μορφής κράτους πρόνοιας έχει απομείνει, ώστε να ρίξουν εκατομμύρια προλετάριων στην αγορά, έτοιμους να δεχτούν να δουλέψουυν κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Αυτός ο τρόπος εξόδου από την κρίση ουσιαστικά ανανεώνει τις συνθήκες της κρίσης, και προετοιμάζει μια καινούρια κατάρρευση, που θα είναι αναμφισβήτητα ακόμα πιο βάρβαρη, τόσο στις συνέπειές της όσο και στη διαχείρισή της.
Σ’ αυτό το καινούριο πλαίσιο, το σύστημα των κοινωνικών κινημάτων που λειτουργούσε μέχρι το 2000 έχει καταστεί πλέον ξεπερασμένο. Από τη μια πλευρά, η ικανότητα αποτελεσματικής αντίστασης από τα συνδικάτα έχει διαβρωθεί, από την άλλη η αντίδραση διαδοχικών κυβερνήσεων έχει γίνει όλο και πιο βίαιη και κλειστή σε “κοινωνικό διάλογο”.
Εκεί που τα συνδικάτα δρουν σε ένα ημι-συμβολικό επίπεδο, επιδεικνύοντας την ικανότητά τους να κινητοποιούν κόσμο κατεβάζοντάς τον στον δρόμο και οργανώνοντας απεργίες, το κράτος τα αντιμετωπίζει κυριολεκτικά, αναγκάζοντάς τα να φανερώσουν την αδυναμία τους να πραγματοποιήσουν τις απειλές τους, ή χρησιμοποιώντας κάθε μέσο για να τα αποτρέψουν από αυτό. Συνεπώς, είναι όντως η ποινικοποίηση των κοινωνικών κινημάτων της οποίας είμαστε μάρτυρες.
Στην ερώτηση-παγίδα “Έχουμε το δικαίωμα να μπλοκάρουμε τη χώρα;” η απάντηση μπορεί προφανώς να είναι όχι. Τα συνδικάτα, τα οποία είναι θεσμοί που έχουν ισχύ μόνο με την αναγνώριση από το κράτος του νόμιμου χαρακτήρα τους, δεν μπορούν να θέσουν τον εαυτό τους εκτός νόμου. Σε κάθε απεργία και σε οποιαδήποτε κατάληψη, υπάρχει μια “υπερχείλιση”/υπέρβαση. Τα συνδικάτα μπορεί σε έναν βαθμό να κρυφτούν πίσω από ατομικές πράξεις (“ο κόσμος έχει αγανακτήσει”), να τις καλύψουν, ενώ άλλες να “αποκηρύξουν τη βία”. Δεν μπορούμε να ζητήσουμε από τα συνδικάτα να οργανώσουν τις “υπερβάσεις”/υπερβολές, γιατί δεν είναι αυτός ο ρόλος τους. Ο ρόλος τους είναι στο όριο και στην καλλίτερη των περιπτώσεων να καλύπτουν αυτές τις υπερβολές χάρις στην νομιμοποίηση που έχουν. Αυτή η νομιμοποίηση, όλο και περισσότερο, αναγνωρίζεται από το κράτος μόνο γύρω από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων, για να επικυρώσουν στον κόσμο ό,τι έχει αποφασιστεί, με μερικές πιθανόν παραχωρήσεις διακοσμητικού χαρακτήρα ώστε να μην χάσουν την υπόληψή τους.
Παρόλα αυτά, όσο σκληρότερες οι πολιτικές των κυβερνήσεων, τόσο περισσότερο τα συνδικάτα οδηγούνται να σκληραίνουν τις δράσεις τους. Το ζήτημα των αποκλεισμών που έχει προκύψει τα τελευταία δέκα χρόνια μαρτυρεί γι’ αυτό.
Το 2010, αν το “μπλοκάρισμα” των δυιλιστηρίων, μακράν του να είναι ένα ολικό σταμάτημα της παραγωγής, αποτέλεσε ουσιαστικά απλά μια κατάσταση “αναμονής”, έτσι ώστε τα δυιλιστήρια να μπορούν να τεθούν γρήγορα και πάλι σε λειτουργία, αυτό έγινε γιατί απλά μια πραγματική και ολική παύση της παραγωγής θα ήταν σαν μια πράξη σαμποτάζ, που τιμωρείται πολύ βαριά από τον νόμο. Οι συνδικαλιστές δεν είναι “απελπισμένοι” [desperados]. Το 2016, στη διάρκεια μιας ακόμα κίνησης στα δυιλιστήρια, το κράτος κατέφυγε στα στρατηγικά του αποθεματικά, και ο πανικός στα πρατήρια προκλήθηκε περισσότερο από τις ουρές των αυτοκινητιστών παρά από μια αποτελεσματική παύση της διαθεσιμότητας/παροχής. Το 2018, η SNCF καθιερώνει το “carpooling” και προσφέρει μηνιαία αύξηση στα στελέχη για να οδηγούν τα τραίνα! Κανονίζει ώστε η κυλιόμενη απεργία που χρησιμοποιείται από τα συνιδικάτα, για να παρατείνει το κίνημα περιορίζοντας τις επιπτώσεις στους μισθούς [των απεργών], να θεωρείται ως μια ενιαία απεργία ώστε κάθε μέρα να χάνεται. Γίνεται αρκετά φανερό ότι ο στόχος είναι, όπως είπε ο Σαρκοζύ, όταν υπάρχει μια απεργία στη Γαλλία να μην το παίρνουμε πλέον είδηση, ή ακόμα – σεβόμενοι το δικαίωμα στην απεργία, φυσικά – να μην υπάρχουν καθόλου πια απεργίες.
Η πραγματικότητα είναι ότι τα συνδικάτα δεν έχουν ούτε την ικανότητα ούτε την επιθυμία να “μπλοκάρουν τη χώρα”. Το γεγονός είναι ότι τα συνδικάτα συγκροτούνται πραγματικά από εργάτες, που δεν έχουν παρά τη δουλειά τους για να ζήσουν, και στην πραγματικότητα είναι προσδεμένοι στο παραγωγικό τους εργαλείο, όπως οι σιδηροδρομικοί υπάρχουν μόνο υπό την SNCF, και γι’ αυτόν τον λόγο υπερασπίζονται τον δημόσιο τομέα. Όταν το κράτος στριμώχνει στον τοίχο τα συνδικάτα και τους πιέζει να υλοποιήσουν τις απειλές τους, τα συνδικάτα και οι εργάτες που εκπροσωπούν πρέπει να αναγνωρίσουν ότι η λειτουργία των συνδικάτων δεν είναι η εξέγερση αλλά η διαπραγμάτευση. Η διαπραγμάτευση δεν είναι το μόνο γεγονός στις κατευθύνσεις που λαμβάνονται στα υπουργεία, συμβαίνει επίσης στο επίπεδο των εταιρειών, και μερικές φορές σε αντίθεση με τους άξονες που αποφασίζονται σε εθνικό επίπεδο. Για παράδειγμα, το 2013, η CGT αρνήθηκε να υπογράψει τις συμφωνίες σχετικά με την “flexicurity”12, ενώ στην Aveyron, το τοπικό συνδικάτο της CGT “έσωσε” ένα εργοστάσιο της Bosch δεχόμενο περικοπές μισθών και μια αναβολή των ημερών για RTT, κατά το καθαρότερο πνεύμα της “flexisuritaire”. Πρόκεται για το ότι οι κατευθύνσεις είναι πολιτικές, και ότι η βάση πρέπει να αναπτυχθεί. Η καθημερινή ύπαρξη του συνδικαλισμού συνίσταται σ’ αυτές τις καθημερινές προσαρμογές, μακριά από τον προβολέα των μεγάλων κοινωνικών κινημάτων.
Αλλά αν το κράτος, στη διάρκεια ενός κινήματος, πιέζει τα συνδικάτα να παρανομήσουν και, συνεπώς, να τα επαναφέρει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τις συνθήκες που είναι οι πλέον ευνοϊκές γι’ αυτό, λέει όλο και περισσότερο ότι μπορούμε να κάνουμε και χωρίς τις διαπραγματεύσεις. Υπάρχει ο νόμος 49-3 και τα Προεδρικά Διατάγματα γι’ αυτό, αλλά και οι δημοκρατικές διαδικασίες: ότι το στάτους των σιδηροδρομικών και ο νόμος για το άνοιγμα των σιδηροδρόμων στον ανταγωνισμό θα περάσουν από την Εθνοσυνέλευση, που απλά θα αποτελέσει μια μικρή χρονοτριβή στην όλη διαδικασία, μαζί ίσως με τη διάρκεια των απεργιών, αλλά όλοι ξέρουν την έκβαση της αντιπαράθεσης σε μια Εθνοσυνέλευση που η πλειοψηφία της είναι με τις μεταρρυθμίσεις. Εδώ είναι που το μονοκομματικό σύστημα που έχει θεσμοποιήσει ο Μακρόν είναι σε πλήρη λειτουργία.
Το πρόβλημα των κοινωνικών κινημάτων είναι ακριβώς ότι παραμένουν κοινωνικά, ότι μέσα από τους αγώνες και την κριτική της κοινωνίας που διαμορφώνουν, αποκαθιστούν στο αρνητικό όλες τις κατηγορίες αυτής της κοινωνίας η οποία γίνεται στη συνέχεια ατέρμονα δεκτική κριτικής επειδή είναι ατέρμονα διασώσιμη. Μ’ αυτόν τον τρόπο είναι που σηματοδοτούν, κάθε τρία ή πέντε χρόνια, κριτικές αλλαγές στο κεφάλαιο, βαδίζοντας χέρι-χέρι μαζί του στον δρόμο της ανάπτυξης. Έτσι, εμείς οι προλετάριοι βαδίζουμε χέρι-χέρι με αυτό που ταυτόχρονα μας σκοτώνει και μας κάνει να ζούμε.
Σ’ αυτήν την τελματωμένη κατάσταση, είναι η “υπέρβαση” που παρουσιάζεται ως η μόνη δυνατή λύση. Τα “κοινωνικά κινήματα”, διεκδικώντας να αναλάβουν την ευθύνη για το σύνολο της κοινωνικής σύγκρουσης, να ενσαρκώσουν την ίδια την ταξική πάλη, έχουν σαν αποτέλεσμα να καταστήσουν αόρατες όλες τις άλλες μορφές συγκρουσιακότητας, ποιος αγώνας νομιμοποιείται και ποιος όχι, να αναγάγουν κάθε σύγκρουση σε διεκδίκηση και σε διάλογο με την εξουσία. Σκεφτόμαστε εδώ, προφανώς, τις ταραχές του 2005 στα γαλλικά προάστια, που πιθανόν να μην είχαν θεωρηθεί τόσο αποκλειστικά σαν ένα ζήτημα διατάραξης της δημόσιας τάξης αν το κυρίαρχο μοντέλο αγώνα δεν ήταν αυτό των κοινωνικών κινημάτων. Το 2016, στη διάρκεια της μάχης ενάντια στον Εργασιακό Νόμο, συστηματικές υπερβάσεις συνεισέφεραν να επαναεισαχθεί η συγκρουσιακότητα εκεί που υπήρχε μόνο ένα τελετουργικό που εκλαμβανόταν ως κενό και παρωχημένο: η περίφημη διαδήλωση “ballons-merguez”13.
Στο κίνημα που έρχεται, η βία που βιώνεται ή ασκείται, η απουσία αιτημάτων ως αναγκαίας συνθήκης για δράση, το αναγκαίο ξεπέρασμα του προβλήματος της νομιμοποίησης του αγώνα με την ουσιαστική απονομιμοποίησή του, θα αποκαλύψουν εκ νέου το ζήτημα της υπέρβασης ως του απόλυτα αντίθετου της σύγκλισης των αγώνων, ως μιας φυγόκεντρου δύναμης. Η “κεφαλή της πορείας”, τώρα θεσμοποιημένη και τελετουργικοποιημένη, γίνεται ένα φρένο σ’ αυτήν την φυγόκεντρο κίνηση, καθώς προσδιορίζει άτομα από το κοινωνικο-πολιτικό τους ανήκειν (“κόκκινες φορεσιές και τα μαύρα φούτερ K-Way”14), και βλέπρι τον εαυτό της να ανάγεται σε μια μορφή σύγκλισης, απορροφώντας/παίρνοντας τη δυναμική του κοινωνικού κινήματος. Αυτή η παρατήρηση έχει γίνει ήδη από αρκετούς από όσους εμπλέκονται εκεί. Η “κεφαλή της πορείας”, από τη στιγμή που τυποποιείται έχει γίνει ένα πολιτικό αντικείμενο, μια υπόθεση μιλιτάντηδων, ένας λόγος [discourse] ιδεολογικός. Έχει φτάσει να αρνείται αυτό ακριβώς που τη συγκρότησε στην πιο ζωντανή της μορφή, και που υπάρχει λίγο-πολύ σε όλους τους ταξικούς αγώνες αυτού του κύκλου: να δρας και να συναντιέσαι σε μια προσωρινή κοινωνική “μη διακριτότητα”, με αυτή τη μη-διακριτότητα να προσφέρεια ακόμα-ακόμα και την δυνατότητα να “σπάσεις τα πάντα”, με άλλα λόγια, να μην διεκδικεί κανείς τίποτα σαν δικό του σ’ αυτόν τον κόσμο, να μην κατασκευάζει τίποτα, να μην ψάχνει το κοινό έξω από τον εαυτό του, να απο-αντικειμενοποιεί το υποκείμενο. Για να βγάλει προς τα έξω την υπέρβαση των πορειών στις οποίες συμμετέχει, να τη θεμελιώσει σαν μια σχέση ανάμεσα σε άτομα και, πέρα από τις ταραχές, να την μεταφέρει σε άλλα μέρη – πρώτα απ’ όλα στην παραγωγή, αλλά όχι μόνο – για να καθορίσει την άμεση χρήση καταργώντας τον κοινωνικό τους ρόλο, αυτό είναι που τίθεται από την στιγμή ποθ βρισκόμαστε: η πρόκληση του κομμουνισμού σε δράση.
Αλλά δεν είμαστε ακόμα εκεί. Για την ώρα, μπορεί κανείς απλά να σημειώσει την παρακμή των κοινωνικών κινημάτων, την ανικανότητά τους να αντιτεθούν στην εξέλιξη του καπιταλισμού, γιατί από την σκοπιά της εργασίας, δεν είμαστε παρά ο ένας πόλος αυτής της εξέλιξης, που μας κρατά μαζί με το κεφάλαιο. Μπορούμε επίσης να παρατηρήσουμε, μέσω αυτής της παρακμής, την ιδεολογική αποτυχία του citizenism, όπως και την αδυναμία στην οποία έχει βρεθεί να προάγει αποτελεσματικές πολιτικές, κολλημένος στην απολογία του απέναντι στο κράτος και τη δημοκρατία. Είμαστε προφανώς σε μια στιγμή ρήξης, ή τουλάχιστον μετατόπισης/εξάρθρωσης. Μπορούμε να αναρωτηθούμε συνεπώς ποια κατεύθυνση θα πάρουν τελικά οι ταξικοί αγώνες, που δεν έχουν ποτέ περιοριστεί στη μορφή των κοινωνικών κινημάτων, στην πορεία αυτής της εξασθένισης. Κανείς δεν μπορεί πραγματικά να απαντήσει αυτό το ερώτημα ακόμα. Είναι μόνο μέσα από μια κατανόηση της κατάστασης ως έχει, ανάμεσα σε άλλα πράγματα σύμφωνα με τις υποθέσεις που έχουμε κάνει εδώ, που μπορούμε, από την παρατήρηση του τι συμβαίνει στην πορεία των καθημερινών αγώνων, που μπορούμε να καταλάβουμε αποτελεσματικά προς τα πού πάνε τα πράγματα. Με αυτή την έννοια, η πρόκληση των αγώνων που ξεδιπλώνονται την άνοιξη του 2018, πέρα από τη νίκη ή την αποτυχία του κινήματος, θα μας πει κι αυτή προς τα πού πάμε.
***
Αν όμως η παρακμή των κοινωνικών κινημάτων θεωρηθεί ως αναπόφευκτη στην παρούσα κατάσταση, θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί και με επικίνδυνες παρεκτάσεις/προεκτάσεις και να μην εμπλακούμε σ’ αυτό που μπορεί να αποκληθεί “θεωρία της καθαρότητας”, σύμφωνα με την οποία θα μπορούσε να εμφανιστεί τελικά, σε όλη της την ριζοσπαστικότητα, η Αληθινή Ταξική Πάλη, απαλλαγμένη από τα συνδικάτα και τους πολίτες, και να εκραγεί αμέσως σε μια γενικευμένη εξέγερση που θα σαρώσει το κράτος και το κεφάλαιο.
Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι έχουμε να κάνουμε με μια μακροπρόθεσμη διαδικασία (φυσικά, χωρίς να προκαταλαμβάνουμε τα αποτελέσματα μιας ρήξης που θα μπορούσε να προκληθεί από μια γενικευμένη κρίση του κεφαλαίου). Ακόμα και ο Μακρόν-Δίας15 δεν μπορεί να καταβάλει οποιαδήποτε αντιπολίτευση σε τρεις βδομάδες και να ιδιωτικοποιήσει τα πάντα σε τρεις μήνες. Αυτή την άνοιξη του 2018 ιδιαίτερα, μπορεί να υπέπεσε στο αμάρτημα της αλλαζονείας και να ξεκίνησε πάρα πολλά παράλληλα σχέδια. Αν η απεργία αυτής της άνοιξης είναι μαζική, και φαίνεται να κάνει ένα καλό ξεκίνημα, πιθανόν να κερδίσουμε ακόμα λίγο χρόνο. Η καπιταλιστική επιχείρηση “Γαλλία” δεν μπορεί να μεταφερθεί αλλού16: πρέπει να αντιμετωπίσει το προσωπικό της και δεν μπορεί να αναδιαρθωθεί με έναν πιεστικό ρυθμό, γιατί πρέπει να εξακολουθεί να λειτουργεί ως ένα καθολικό καπιταλιστικό πλαίσιο, με άλλα λόγια ως κοινωνία. Όλα αυτά θα πάρουν πολύ χρόνο και θα προκαλέσουν πολλές αντιπαραθέσεις και αντιθέσεις. Επιπλέον, όπως έχει ήδη επισημανθεί, όσο πιο πεισματάρικες οι ήττες, τόσο περισσότερο αγκιστρώνεται κανείς στην ιδεολογία. Η ιδεολογία της υπεράσπισης του δημόσιου τομέα, αν στηρίζεται όλο και λιγότερο στα παρακμάζοντα κοινωνικά κινήματα στην κλασσική τους μορφή και όντας αρκετά παρωχημένη στην μορφή της “κοινωνίας των πολιτών”, έχει αρκετές πιθανότητες, εξαιτίας αυτών των αντιπαραθέσεων που θα υπάρχουν μακροπρόθεσμα και εκτός κοινωνικών κινημάτων, να επανασυσταθεί σε ένα αυστηρά πολιτικό επίπεδο.
Είναι ακριβώς αυτό το σχέδιο που διαδοχικές κυβερνήσεις έχουν σκόπιμα εγκαταλείψει, ακόμα και στο πρόσωπο του Μακρόν που αποτελεί το έμβλημα αυτής της εγκατάλειψης. Ο καθαρά διαχειριστικός τρόπος διακυβέρνησης που προάγεται από τον Μακρόν (και είναι αίτημα μεγάλου τμήματος της μεσαίας τάξης), έχει σαν απόλυτο όριο να μην προωθήσει πλέον καμμιά υπέρβαση/μετάβαση, που θα έδινε χώρο σε όλους εκείνους που σήμερα θάθελαν, στο εσωτερικό του κεφαλαίου, να επανασυστήσουν το κοινό [commun]. Αυτό το κοινό, που μπορεί να πάρει χιλιάδες μορφές σε εναλλακτικές ονειροπολήσεις, και εξέφρασε μια επιθυμία για περισσότερη οριζοντιότητα στο “Όλοι μαζί” του 1995, έχει καλές πιθανότητες, στο υπάρχον πλαίσιο, να ενσωματωθεί πολύ σταθερά σε μια μορφή λαϊκιστική και εθνικιστική, που ενσάρκωσε πρόσφατα το δίδυμο ΛεΠεν–Μελανσόν, αλλά που ίσως θέλει ακόμα αρκετά για να συγκροτηθεί πραγματικά. Η πρόσφατη εκλογική νίκη του κινήματος M5S του Beppe Grillo μας δίνει, μεταξύ άλλων, μια ιδέα17.
Η συγκρότηση ενός τέτοιου εθνολαϊκιστικού συνόλου ίσως γίνει πάνω στην παρακμή των κοινωνικών κινημάτων, των οποίων η ριζοσπαστική και η θεσμική συνιστώσες θα διαιρεθούν πάνω στον ορισμό που θα πρέπει να δοθεί στο κοινό, δημιουργώντας έτσι ένα μείζον πολιτικό διακύβευμα στα χρόνια που έρχονται. Το κοινό θα αποτελέσει τότε την “άλλη πλευρά”, την κοινωνική πλευρά της “υπερχείλισης”, θα είναι, είτε στην “εναλλακτικίστικη” είτε στην εθνολαϊκιστική της μορφή, η μορφή της επιστροφής στην τάξη.
AC
2 Απριλίου 2018
1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://carbureblog.com/2018/04/02/printemps-2018-sur-les-mouvements-sociaux-et-la-defense-du-service-public.
2 Στμ. CPE (contrat première embauche), Συμβόλαιο Πρώτης Απασχόλησης: μια μορφή σύμβασης εργασίας που προσπάθησε να προωθήσει η κυβέρνηση του Βελπέν στη Γαλλία την άνοιξη του 2006, που αφορούσε αποκλειστικά εργαζόμενους κάτω από την ηλικία των 26 ετών, που παρείχε τη δυνατότητα στους εργοδότες να τους απολύουν χωρίς επαρκή αιτιολόγηση μετά από μια “δοκιμαστική περίοδο” 2 χρόνων. Συνάντησε τεράστια αντίδραση ιδιαίτερα από το κίνημα της νεολαίας, με αποτέλεσμα τελικά την απόσυρσης της συγκεκριμένης ρύθμισης (άλλες διατάξεις, εξίσου αντεργατικές, υιοθετήθηκαν, όμως, στον νόμο των λεγόμενων “Ίσων Ευκαιριών”).
3 Στμ. Στο πρωτότυπο: citoyennisme: η ιδεολογική/πολιτική θέση που βάζει τον πολίτη στο επίκεντρο της οικοδόμησης του κράτους, ως μέσο για την καταπολέμηση του καπιταλισμού. Επίσης: ριζοσπαστικός δημοκρατισμός: στο πρωτότυπο démocratisme radical.
4 Στμ. Ακριβώς σ’ αυτή την κρίσιμη παρατήρηση εδράζεται η αντίθεση με τη χρήση του διαβόητου όρου “νεοφιλελευθερισμός” που κατά κόρον χρησιμοποιείται από την αριστερά αλλά και τον “χώρο”. Η δυναμική της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης από τη δεκαετία του 1970 δεν είναι αποτέλεσμα μιας “ιδεολογικής εμμονής” ή “προκατάληψης” ή “ιδεολογικής αντιδραστικής έξαρσης” των “νεοφιλελεύθερων” διανοούμενων και οικονομολόγων της Σχολής της Σικάγου ή οποιωνδήποτε άλλων. Είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας του κεφαλαίου να προσαρμοστεί στις συνθήκες που ο ταξικός ανταγωνισμός διαμόρφωσε τη δεκαετία του 1960. Είναι αποτέλεσμα των υλικών συνθηκών και της ανάγκης διατήρησης από το κεφάλαιο των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων. Και γι’ αυτό ο “παλιός, καλός” φιλελευθερισμός είναι μια χαρά! Αυτό λέει και ο AC.
5 Στμ. Ο όρος στα αγγλικά είναι: public limited company. Στην πραγματικότητα πρόκειται, λοιπόν, για το αν η μια ή άλλη εταιρεία του δημόσιου τομέα γίνει Ανώνυμη Εταιρεία, δηλαδή μετοχοποιηθεί, ώστε ένα ποσοστό της τουλάχιστον να περάσει στον έλεγχο ιδιωτών, άρα να “ιδιωτικοποιηθεί” σε μικρό ή μεγάλο ποσοστό.
6 Στμ. Olivier Besancenot: πολιτικός της γαλλικής άκρας αριστεράς και συνδικαλιστής, βασικός εκπρόσωπος του Nέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος (Nouveau parti anticapitaliste, NPA) από το 2009 μέχρι το 2011.
7 Στμ. Εξαιρετικό! Ακριβώς εδώ είναι η ουσία της θεώρησης του “πλεονάζοντος πληθυσμού”.
8 Στμ. Εξαιρετικό! Εδώ είναι ο πυρήνας της αντίφασης για το προλεταριάτο να είναι απλά μια τάξη του κεφαλαίου. Δεν μπορεί να υπερασπίζεται ταυτόχρονα πχ. τον δημόσιο τομέα και τις θέσεις εργασίας, γιατί υπερασπιζόμενο τον δημόσιο τομέα υπερασπίζεται τις ανάγκες του αναδιαρθρωμένου κεφαλαίου στην κρατική του μορφή που επιβάλλουν ακριβώς τη μείωση των θέσεων εργασίας! Η αντίφαση αυτή αναδεικνύει το βλακώδες και εκτός πραγματικότητας αίτημα της αριστεράς περί ενός “δημοσίου τομέα” που θα μοιράσει “σταθερή και μόνιμη δουλειά”. Το αίτημα δεν είναι τελικά απλά βλακώδες αλλά αντιπρολεταριακό. Βέβαια από την άλλη, όλα τα αιτήματα για την αναπαραγωγή της μισθωτής εργασίας αναδεικνύουν το βάθος της αντίφασης που είναι σήμερα πλέον το προλεταριάτο ως τάξη του κεφαλαίου: η υπεράσπιση των συμφερόντων του ως προλεταριάτο δεν εκβάλλει παρά στη διατήρηση της αναπαραγωγής του κεφαλαίου και του ίδιου ως τάξης του κεφαλαίου.
9 Στμ. RSA: Revenu de solidarité active (κυριολεκτικά: Εισόδημα Ενεργούς Αλληλεγγύης), είναι μια μορφή επιδόματος αλληλεγγύης, που παρέχει το γαλλικό κράτος από το 2009, με σκοπό τη μείωση των εμποδίων επιστροφής στην εργασία, παρέχοντας ένα ελάχιστο εισόδημα στους ανέργους ή υποαπασχολούμενους ώστε να τους ενθαρρύνει να βρουν δουλειά. Επίσης παρέχει σε χαμηλά αμοιβόμενους εργάτες ένα συμπληρωματικό εισόδημα που να αντισταθμίζει τις επιπτώσεις αυτού του χαμηλού μισθού (ότι δηλαδή παίρνουν λιγότερα εργαζόμενοι από άνεργοι). Θα λέγαμε ότι είναι αντίστοιχο του Επιδόματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
10 Στμ. Αλλά φυσικά αυτή η αναγνώριση θα ήταν η αναγνώριση από την αριστερά και τις συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες ότι δεν έχουν πλέον οι ίδιες λόγο ύπαρξης!
11 Στμ. Pay-as-you-go: Διανεμητικό σύστημα συνταξιοδότησης στο οποίο οι από το κράτος παρεχόμενες συντάξεις χρηματοδοτούνται από τις εισφορές όσων εργάζονται τώρα, σε αντίθεση με ένα χρηματοδοτούμενο σύστημα του οποίου οι εισφορές επενδύονται ώστς να καλύψουν τις μελλοντικές συντάξεις (συστήματα χρηματοδοτούμενα από κεφάλαια – προερχόμενα και από επενδύσεις, funds;). Είναι το σύστημα που υποτίθεται εκφράζει τον “κοινωνικό χαρακτήρα” του συνταξιοδοτικού συστήματος – ως λειτουργίας του κοινωνικού κράτους και έκφρασης “αλληλεγγύης” μεταξύ των συνταξιοδοτούμενων και γι’ αυτό υποστηρίζεται από τις συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες, όπως, εν προκειμένω, της CGT (αλλά και στην Ελλάδα).
12 Στμ. Flexicurity: ευελιξία με ασφάλεια. Ο όρος που προέρχεται από τη συγχώνευση των λέξεων flexibility και securtity, δηλώνει μια κοινωνική πολιτική που επιτρέπει μεγαλύτερη ευκολία στις απολύσεις εργαζομένων (το “ευέλικτο” κομμάτι) με αντάλλαγμα μια μεγαλύτερη και πιο μακρόχρονη αποζημίωση για τους απολυμένους (το κομμάτι της “ασφάλειας”). Ο όρος επινοήθηκε από τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Δανίας στη δεκαετία του 1990.
13 Στμ. Ballons-merguez: κυριολεκτικά “μπαλόνια και λουκάνικα” (το merguez είναι ένα είδος λουκάνικου από μοσχάρι από την κουζίνα της Βόρειας Αφρικής), που σημαίνει τις εντελώς διαδικαστικές, εθιμοτυπικές πορείες, το αντίστοιχο των συγκεντρώσεων εδώ στο Σύνταγμα με τις σημαίες και τις ψησταριές.
14 Στμ. Στο πρωτότυπο: “chasubles rouges et K-Ways noirs”, αναφέρεται στις κόκκινες φορεσιές και τα μαύρα φούτερ της συγκεκριμένης εταιρείας (K-Way) που φοριούνται συνήθως από τον κόσμο στην “κεφαλή της πορείας” στις διαδηλώσεις στη Γαλλία (δείτε πχ. https://paris-luttes.info/k-way-noirs-et-chasubles-rouges-5765?lang=fr).
15 Στμ. Στο πρωτότυπο: Macron-Jupiter, εννοώντας προφανώς τον “παντοδύναμο Μακρόν”.
16 Στμ. Πολύ ενδιαφέρουσα αναλογία (το “κράτος-επιχείρηση”) και κομβικό στοιχείο γι’ αυτό που λέμε “εθνική ζώνη συσσώρευσης”. Δεν μπορεί να μεταφερθεί έτσι απλά κάπου αλλού!
17 Στμ. Καίρια παρατήρηση. Ακριβώς, η κοινότητα στην εθνολαϊκιστική (ακροδεξιά και/ή αριστερή) εκδοχή της.
3 comments
Γι’ αυτήν την προσπάθεια, που δεν τις λείπουν τα λάθη και οι αστοχίες, σας ευχαριστούμε θερμά.
Παρατήρησα ότι λείπουν τρεις παράγραφοι του αρχικού κειμένου, θα έπρεπε να έπονται της παραγράφου ”Για να βγούμε από αυτό το αδιέξοδο, θα έπρεπε να αναγνωρίσουμε ότι στην πραγματικότητα..”. Πιθανότατα είναι παράβλεψη· ωστόσο και σε κάποια άλλα σημεία παραλείπονται προτάσεις, όπως στην αμέσως επόμενη παράγραφο (που είναι λάθος τοποθετημένη) ή στο τέλος της παραγράφου ”Αν πρόκειται να προάγουμε οποιαδήποτε αλληλεγγύη στους σιδηροδρομικούς…”, όπου ο μεταφραστής σημειώνει τη δυσκολία του.
Τη διαβάζω, από το γαλλικό, κάπως έτσι : “Το αδιέξοδο της υπεράσπισης της δημόσιας υπηρεσίας, είναι ότι δεν επιτρέπεται δώσει λόγο σ’ αυτήν την ρητορική [του “νεοφιλελευθερισμού”], αλλά [και ταυτόχρονα] ότι δεν έχει πλέον τίποτα να προτείνει παρά ένα στάτους κβο *που είναι ήδη τόσο διαβρωμένο, ώστε μπορεί κανείς να αναρωτιέται τι είναι αυτό που εννοείται με τη φράση “ τα κοινωνικά μας κεκτημένα” (εξού και γενικεύεται σήμερα η χρήση του βάρβαρου όρου των “κατακτήσεων” αντί των “κεκτημένων”)* ”
Σε κάθε περίπτωση νομίζω ότι επιβάλλεται να σημειώνεται η παράλειψη μέρους του κειμένου (…).
συντροφικά,
ε.
Author
Προφανώς έχεις δίκιο ότι η δουλειά μας έχει λάθη και αδυναμίες! Αλλά είναι ακριβώς το ενδιαφέρον συντρόφων/συντροφισών όπως το δικό σου, τα σχόλια και η εκτίμηση, που μας λένε ότι η προσπάθεια αυτής της μικρής συμβολής στο να καταλάβουμε στοιχειωδώς την πραγματικότητα γύρω μας και πώς να δράσουμε έχει νόημα!
Όσον αφορά τα του κειμένου θα το ελέγξουμε και θα συμπληρώσουμε το κείμενο που λείπει. Ευχαριστούμε επίσης για τη μεταφραστική σου συμβουλή.
Author
Χάρις στις παρατηρήσεις του/της e. διορθώθηκαν κάποιες διατυπώσεις και προστέθηκαν τρεις παράγραφοι που είχαν παραβλεφθεί στην αρχική μετάφραση. Ευχαριστούμε και πάλι για τα σχόλια και τις διορθώσεις.