του Gáspar Miklós Tamás1
Το ιδανικό υποκείμενο της ολοκληρωτικής εξουσίας δεν είναι ο πεπεισμένος Ναζί ή ο πεπεισμένος Κομμουνιστής, αλλά άνθρωποι για τους οποίους η διαφορά ανάμεσα στο γεγονός και τη φαντασία (δηλαδή η πραγματικότητα της εμπειρίας) και η διάκριση ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα (δηλαδή τα πρότυπα της σκέψης) δεν υπάρχουν πλέον. Χάνα Άρεντ, Οι Απαρχές του Ολοκληρωτισμού.
Εισήγαγα τον όρο μετα-φασισμός [post-fascism] για να περιγράψω μια συστάδα πολιτικών, πρακτικών, ρουτινών και ιδεολογιών που μπορούν να παρατηρηθούν οπουδήποτε στον σύγχρονο κόσμο. Χωρίς καν να προσφεύγουν σε ένα πραξικόπημα, αυτές οι πρακτικές απειλούν τις κοινότητές μας. Βρίσκουν εύκολα τον ρόλο τους στον σύγχρονο καπιταλισμό χωρίς να αναστατώνουν τις κυρίαρχες πολιτικές μορφές της εκλογικής δημοκρατίας και της αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης. Εκτός από την Κεντρική Ευρώπη, δεν έχουν καμμιά σχέση με την κληρονομιά του Ναζισμού. Δεν είναι ολοκληρωτικές· δεν είναι καθόλου επαναστατικές· δεν βασίζονται σε βίαια μαζικά κινήματα ή σε ανορθολογικές, βολονταριστικές φιλοσοφίες. Και δεν παίζουν, ούτε για αστείο, με τον αντικαπιταλισμό.
Θα έπρεπε να ορίσω τι εννοώ με τον όρο “μετα-φασισμός”. Θεωρώ τον όρο “φασισμός” να αναφέρεται σε μια ρήξη με την παράδοση του Διαφωτισμού που θέτει την ιδιότητα του πολίτη2 ως ένα καθολικό δικαίωμα· με άλλα λόγια την αφομοίωση της κατάστασης του πολίτη στην ανθρώπινη κατάσταση.
Είναι αυτή η έννοια της καθολικής ιδιότητας του πολίτη που υπέτεινε την έννοια της προόδου που μοιράζονται οι φιλελεύθεροι, οι σοσιαλδημοκράτες και όλοι οι άλλοι διαφόρων ειδών προοδευτικοί κληρονόμοι του Διαφωτισμού. Από τη στιγμή που ο Διαφωτισμός εξίωσε την ιδιότητα του πολίτη με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, μ’ αυτόν τον τρόπο, η επέκτασή της σε όλες τις τάξεις, επαγγέλματα, στα δύο φύλα και σε όλες τις φυλές, τα δόγματα και τους τόπους ήταν απλά θέμα χρόνου. Το καθολικό δικαίωμα ψήφου, η στρατιωτική κληρωτή θητεία και η κρατική εκπαίδευση για όλους έπρεπε να ακολουθήσουν. Επιπλέον, η εθνική αλληλεγγύη απαιτούσε την ανακούφιση της ανθρώπινης κατάστασης, μια αξιοπρεπή υλική ύπαρξη για όλους και το ξερίζωμα των υπολειμμάτων της προσωπικής δουλείας.
Το 1914, ο φασισμός ήταν ικανός να αναιρέσει αυτή την κομβική προϋπόθεση της σύγχρονης κοινωνίας παίζοντας με την εγγενή αντίφαση σ’ αυτή την έννοια – το γεγονός ότι η καθολική ιδιότητα του πολίτη είναι ταυτόχρονα “καθολική” και παρ’ όλα αυτά περιορισμένη στο έθνος-κράτος3. Μέχρι τότε, οι κυβερνήσεις υποτίθεται ότι αντιπροσώπευαν και προστάτευαν οποιονδήποτε εντός των συνόρων. Τα εθνικά και κρατικά σύνορα όριζαν τη διαφορά ανάμεσα στον φίλο και τον εχθρό: οι ξένοι μπορεί να ήταν εχθροί, οι συμπολίτες όχι.
Όμως, για τον Καρλ Σμιτ, τον νομικό θεωρητικό του φασισμού και πολιτικό θεολόγο του Τρίτου Ράιχ, αυτοί που είναι στην εξουσία πρέπει να κρίνουν ποιος ανήκει και ποιος δεν ανήκει σε μια δοσμένη πολιτική κοινότητα. Η ιδιότητα του πολίτη έγινε μια λειτουργία περιορισμένη στα αυστηρά διατάγματα των εξουσιαζόντων (ή της εξουσίας). Συγκεκριμένες κατηγορίες ανθρώπων, που αντιπροσωπεύουν καθοριστικούς τύπους για το πρόταγμα συμπερίληψης του Διαφωτισμού, έγιναν μη-πολίτες και, ως εκ τούτου, μη-άνθρωποι: οι κομμουνιστές σήμαιναν τους στασιαστές του “κατώτερου τύπου”, βγαλμένους από τις μάζες, χωρίς αρχηγούς και καθοδήγηση, με έναν χωρίς ρίζες οικουμενισμό που εξεγείρονται ενάντια στη φυσική ιεραρχία· οι Εβραίοι, μια κοινότητα που επιβίωσε τον Χριστιανικό Μεσαίωνα χωρίς να έχει η ίδια πολιτική εξουσία, οδηγούμενη από μια ουσιαστικά μη-καταναγκαστική αυθεντία, ο λαός της Βίβλου, ένας εξ ορισμού μη-πολεμικός λαός· οι ομοφυλόφιλοι, από την ανικανότητα ή την απροθυμία τους να αναπαραχθούν κληροδοτούν και συνεχίζουν μια ζωντανή διάψευση του υποτιθέμενου συνδέσμου ανάμεσα στην φύση και την ιστορία· οι ψυχικά ασθενείς, που ακούνε φωνές τις οποίες κανείς από μας τους υπόλοιπους δεν ακούει – με άλλα λόγια, άνθρωποι που η αναγνώρισή τους απαιτεί μια ηθική προσπάθεια και δεν δίνεται άμεσα (“φυσικά”), που δεν μπορούν να ταιριάξουν παρά μόνο αν θεσπιστεί μια ισότητα του άνισου. Θα απαντήσετε, αναμφίβολα, ότι το σχέδιο του Διαφωτισμού είναι ακόμα σε καλό δρόμο, ζωντανό και ακμαίο και έχει επεκταθεί με σημαντικούς τρόπους. Πολλές χώρες έχουν τώρα “επίτιμους πολίτες”, δηλαδή ανθρώπινα όντα που δεν είναι πλήρεις πολίτες αλλά έχουν δικαιώματα: παιδιά, ξένοι, ψυχασθενείς, φυλακισμένοι, για παράδειγμα. Το επιχείρημα προκύπτει ότι δεν θα πρέπει πλέον να στερούνται τα πολιτικά τους δικαιώματα.
Άνθρωποι χωρίς υπηκοότητα
Ισχυρίζομαι, παρ’ όλα αυτά, ότι πέρα, και ενάντια σ’ αυτό, αναδύεται ένα αντεπιχείρημα. Ένα εμφανές παράδειγμα είναι ο διαρκώς αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων που δεν κατέχουν καμμιά ουσιαστική πολιτική ιδιότητα. Οι άνθρωποι αυτοί ανήκουν, φυσικά, σε διάφορες ομαδοποιήσεις. Στις πολλές δεκάδες εκατομμύρια προσφύγων προστίθενται εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπων που ζουν σε περιοχές στις οποίες δεν υπάρχει κράτος, νόμος και, συνεπώς, ούτε ελευθερία – άνθρωποι που ζουν τώρα σε πολλές περιοχές της Αφρικής, της πρώην σοβιετικής Κεντρικής Ασίας και παρόμοια μέρη όπως η Γιουγκοσλαβία. Είναι απροστάτευτοι από την ισχύ των ισχυρών, και τρομοκρατούνται από καταδρομείς και μυστικές αστυνομίες.
Παντού, από τη Λιθουθανία μέχρι την Καλιφόρνια, μεινότητες μεταναστών, ακόμα και αυτοχθόνων, έχουν γίνει ο εχθρός και είναι αναμενόμενο ότι έχουν να αντιμετωπίσουν τη μείωση και την αναστολή των πολιτικών και των ανθρώπινων δικαιωμάτων τους. Η αφαίρεση της νομιμοποίησης από κρατικο-σοσιαλιστικά και εθνικιστικά καθεστώτα του Τρίτου κόσμου, έχει αφήσει μόνο φυλετικές, εθνικές και θρησκευτικές βάσεις για τη διεκδίκηση ύπαρξης ενός “κρατικού σχηματισμού” (όπως στη Γιουγκοσλαβία, τη Τσεχο-σλοβακία, την πρώην Σοβιετική Ένωση, την Αιθιοπία-Ερυθραία, το Σουδάν κλπ.).
Η ροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης να εξασθενίσει το έθνος-κράτος και να ενισχύσει τις Περιφέρειες, εθνικοποιεί ανταγωνισμούς και εδαφικές ανισότητες (δείτε, για παράδειγμα, Βόρεια εναντίον Νότιας Ιταλίας, Καταλωνία εναντίον Ανδαλουσίας, Νοτιοανατολική Αγγλία εναντίον Σκωτίας, Φλάνδρα εναντίον Βαλωνίας στο Βέλγιο, Βρετάνη εναντίον Νορμανδίας στη Γαλλία). Και η ταξική σύγκρουση εθνικοποιείται και φυλετικοποιείται, επίσης, ανάμεσα στην εδραιωμένη και ασφαλή εργατική τάξη και την κατώτερη μεσαία τάξη των μητροπόλεων και τους νέους μετανάστες της περιφέρειας, κάτι που επίσης ερμηνεύεται ως ένα πρόβλημα ασφάλειας και εγκληματικότητας. Η αυξανόμενη αποπολιτικοποίηση της έννοιας του έθνους (η μετατόπιση σε έναν πολιτισμικό ορισμό) οδηγεί στην αποδοχή της διάκρισης ως “φυσικής”.
Αυτός είναι ο λόγος που η δεξιά αναδεικνύει αρκετά ανοιχτά στα κοινοβούλια και στους δρόμους στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη, στην Ασία και, όλο και περισσότερο, και στη “Δύση”. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι οι επιθέσεις στα εξισωτικά συστήματα πρόνοιας και τις τεχνικές θετικής δράσης δεν έχουν μια σκοτεινή φυλετική απόχρωση, συνοδευόμενες από ρατσιστική αστυνομική βία και αυτοδικία σε πολλά μέρη. Ο σύνδεσμος, που κάποτε θεωρούνταν αναγκαίος και λογικός, ανάμεσα στην ιδιότητα του πολίτη, την ισότητα και την [κρατική] επικράτεια είναι υπό πολιορκία.
Αλλά η αφαίρεση των πολιτικών δικαιωμάτων πλήττει επίσης και πολλές άλλες κατηγορίες πολιτών, για παράδειγμα σε αναπτυγμένες χώρες, στις οποίες, επειδή δεν υπάρχουν πια διαθέσιμες πολιτικές εναλλακτικές, η ιδιότητα του πολίτη και η δημοκρατική συμμετοχή καθίστανται άνευ σημασία. Αυτό το τελευταίο φαίνεται σε διαρκώς αυξανόμενα νούμερα. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στα δεδομένα της συμμετοχής στις εκλογές στη Μεγάλη Βρετανία…Υπάρχουν, λοιπόν, πολλές μορφές απώλειας της πολιτικής ιδιότητας, για την οποία οι άνθρωποι αγωνίζονται από το 1642.
Μια προσωπική θέση
Έχω να δηλώσω ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η κυβέρνηση της χώρας μου, δηλαδή της Ουγγαρίας, είναι – μαζί με την επαρχιακή κυβέρνηση της Βαυαρίας (επαρχιακή με περισσότερες από μια έννοιες) – ο ισχυρότερος ξένος υποστηρικτής του Jorg Haider στην Αυστρία. Το δεξιό υπουργικό συμβούλιο στη Βουδαπέστη προσπαθεί να περιορίσει την κοινοβουλευτική διακυβέρνηση, να ποινικοποιήσει τις τοπικές αρχές που ανήκουν σε διαφορετική πολιτική απόχρωση, δημιουργώντας και επιβάλλοντας εντατικά μια νέα κρατική ιδεολογία με τη βοήθεια ενός αριθμού λούμπεν διανοούμενων της ακροδεξιάς. Συνεργάζεται με ένα ανοιχτά και άγρια αντισημιτικό φασιστικό κόμμα το οποίο, δυστυχώς, αντιπροσωπεύεται στο κοινοβούλιο. Άτομα που δουλεύουν για το πρωθυπουργικό γραφείο εμπλέκονται με έναν λιγότερο ή περισσότερο προσεκτικό αναθεωρητισμό του Ολοκαυτώματος. Η ελεγχόμενη από τη κυβέρνηση κρατική τηλεόραση δίνει βήμα στον ωμό ρατσισμό ενάντια στους Ρομά. Οι φίλαθλοι της πιο δημοφιλούς ποδοσφαιρικής ομάδας της χώρας, της οποίας ο πρόεδρος είναι υπουργός και ηγέτης ενός κόμματος, τραγουδούν όλοι μαζί για το τραίνο που πρόκειται να φύγει από στιγμή σε στγμή για το Άουσβιτς…
Είμαι ο ίδιος κατά το ήμισι Ουγγροεβραίος, μεγαλωμένος στη Ρουμανία από μια οικογένεια γεμάτη κομμουνιστές. Οι γονείς μου ανήκαν σε ένα παράνομο κομμουνιστικό κόμμα και, εξαιτίας αυτού, πέρασαν πολύ καιρό στη φυλακή. Βασικά ήταν πολύ απογοητευμένοι άνθρωποι, που δεν συμπαθούσαν ιδιαίτερα το καθεστώς, από μια αριστερή σκοπιά. Συνεπώς, είχα αυτό που μπορώ να πω μια άψογη αντικομμουνιστική εκπαίδευση στα χέρια των κομμουνιστών γονιών μου.
Μεγάλωσα, έτσι, ως ένας διαφωνούντας κάτω από ένα κομμουνιστικό καθεστώς. Εκδιώχθηκα, τελικά, από τη δουλειά μου στο πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης το 1980 για “αντιπολιτευτική δραστηριότητα αντιφρονούντος” – έγραψα μια παράνομη μπροσούρα και την εξέδωσα με το δικό μου όνομα διαμαρτυρόμενος για το στρατιωτικό πραξικόπημα στην Πολωνία – και οδηγήθηκα σε εσωτερική εξορία για τα επόμενα δέκα χρόνια. Μετά το 1986, μου επιτράπηκε να ταξιδεύω στο εξωτερικό για να διδάσκω, το οποίο και έκανα στις ΗΠΑ, τη Βρετανία και αλλού. Στις 15 Μαρτίου 1988 όταν ξεκίνησε πραγματικά το κίνημα πολιτών, είχα τη μεγάλη τιμή να είμαι το πρώτο πρόσωπο στην Πλατεία Συντάγματος που έκανε το κάλεσμα για ελεύθερες εκλογές, ένα καινούριο σύνταγμα, πολυκομματικό σύστημα και την αποχώρηση των σοβιετικών στρατευμάτων. Έκτοτε απορροφήθηκα στην πολιτική από τους ανθρώπους που σχημάτισαν τον πρώτο φιλελεύθερο κόμμα στην Ουγγαρία από το 1918.
Τη δεκαετία του 1980 είχα γίνει ένας “αναρχικός” Τόρυ (τότε ήταν που έκανα φιλίες με άτομα της ακόμα αρκετά ευφυούς Αμερικανοβρετανικής δεξιάς). Σε τέτοιο βαθμό που έγινα ένας από τους ηγέτες της δεξιάς πτέρυγας του κόμματός μου, κάτι που τώρα μοιάζει μάλλον περίεργο. Εκλέχθηκα, όπως αναμενόταν, στο κοινοβούλιο τη δεκαετία του 1990, όταν έλαβαν χώρα οι πρώτες ελεύθερες εκλογές και ήμουν πρόεδρος του κόμματος για 4 χρόνια. Επιπλέον, αποκαταστάθηκα επίσημα ως καθηγητής της Φιλοσοφίας – έλαβα ένα μάλλον αγενές τηλεφώνημα που μου ανακοίνωνε ότι περίμεναν από μένα να πάω και να αρχίσω να διδάσκω ξανά (η Ουγγαρία είναι μια χώρα χωρίς πολλές τυπικότητες).
Το 1994, αποφάσισα να μην ξαναβάλω υποψηφιότητα για το κοινοβούλιο για πολλούς προσωπικούς λόγους. Δεν νόμιζα ότι ήμουν κατάλληλος για να είμαι επαγγελματίας πολιτικός σ’ αυτό το σύστημα ή, εδώ που τα λέμε, σε οποιοδήποτε άλλο είδος συστήματος. Και ήθελα να επιστρέψω στην έρευνα και τη συγγραφή. Αλλά, φυσικά, παρέμεινα ένας πολιτικός ακτιβιστής. Τότε, βρήκα τον εαυτό μου να απομακρύνεται από το πρώην κόμμα μου καθώς οι απόψεις μου άλλαξαν, όπως, βέβαια, και οι δικές τους. Πέρσι, παραιτήθηκα από το κόμμα μου και βρέθηκα να επιστρέφω πολύ απότομα πίσω στην αριστερά.
Γιατί; Λοιπόν, είμαι ένας θεωρητικός. Αυτό που κάνω είναι να γράφω για την “πληροφορία”. Πείστηκα ότι ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να κρίνουμε τα δημοκρατικά κράτη πρόνοιας, την κυριαρχία τους και τη δημοκρατική συμμετοχή συνδεόνται στενά με κάτι που δεν υπάρχει πλέον υπό τον παγκόσμιο καπιταλισμό. Η παγκοσμιοποίηση έχει στερήσει όλο και περισσότερο από τους ανθρώπους τη δύναμη να αποφασίζουν για το ίδιο το κράτος τους. Αυτό, με τη σειρά του, με οδήγησε να επανεκτιμήσω αυτά που πίστευα για την έννοια του κράτους και τα ζητήματα της ισότητας.
Στο τέλος, ντράπηκα για κάποια από τα πράγματα που έκανα κάποτε και σκέφτηκα. Σε τέτοιο βαθμό, που αυτόν τον Φεβρουάριο, στην νέα μου μετενσάρκωση, όταν μου ζητήθηκε να μιλήσω σε μια διαδήλωση συνδικάτων στην Πλατεία Ηρώων ενάντια στην νέα, πολύ καταπιεστική εργατική νομοθεσία, πήρα την ευκαιρία μπροστά σε 50.000 κόσμο να απολογηθώ και να πω ότι ντρεπόμουνα που “μόλις τώρα ήρθα σε σας, όταν έπρεπε να είχα έρθει όλον αυτό τον προηγούμενο καιρό”.
Από κάποιες απόψεις, η ζωή μου δεν έχει αλλάξει πάρα πολύ. Έχω περισσότερα παντελόνια από πριν. Αλλά και πάλι λίγα. Και δεν είναι ότι είχα ξεχάσει ποτέ τις αξίες του Διαφωτισμού. Αλλά ήταν σχετικά εύκολο για μένα, προσπαθώντας να αποφύγω τους κινδύνους που είναι εγγενείς σε κάποια τόσο γνωστά σχέδια του Διαφωτισμού όπως η σοσιαλιστική επανάσταση, να σφάλλω στο πλευρό ενός καλτ αυθορμητισμού, που στη συνέχεια μετατράπηκε σε ένα καλτ παράδοσης, μη-σχεδιασμένης ανθρώπινης υποκειμενικότητας, της αγοράς κοκ. Εκείνες τις μέρες, αυτό που οδηγούσε το ασυνείδητο κάποιου ήταν να είναι όσο το δυνατόν πιο μακριά από τους Κομμουνιστές. Αλλά τώρα, όταν κάνω μια δημόσια ομιλία, μπορώ να κοιτάξω και να δω ανάμεσα στα πρόσωπα αυτών που με ακούνε, παλιούς Μπολσεβίκους να γνέφουν συφωνώντας…τι να πω!
Η Ευρώπη σήμερα
Από την αριστερή μου οπτική, κοιτάζοντας την Ευρώπη σήμερα, μπορώ να δω τα απομεινάρια μιας σοσιαλδημοκρατίας στη γαλλική πολιτική, και ανάμεσα στους Ιταλούς, αλλά πού αλλού; Έχει υπάρξει ένας μετασχηματισμός του πολιτικού κόσμου και ιδιαίτερα της κοινοβουλευτικής πολιτικής. Μια φορά κι έναν καιρό, οι άνθρωποι που ήθελαν να επαναστατήσουν μελετούσαν φιλοσοφία επειδή η φιλοσοφία ενσάρκωνε την βεβαιότητα ότι τα πράγματα δεν είναι αυτό που φαίνονται: ότι υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στην επιφάνεια και την ουσία, την γνώμη/δόξα και την αλήθεια ή την πνευματική πεποίθηση.
Ο πολιτικός λόγος αυτού του είδους στη σύγχρονη εποχή υποτεινόταν, για παράδειγμα, από την μαρξιστική πίστη στη θεωρία του φετιχισμού του εμπορεύματος, ότι το εμπόρευμα δεν είναι απλά ένα αντικείμενο, αλλά αποκρυσταλωμένη ανθρώπινη δραστηριότητα. Αν το αναλύσετε, θα δείτε ότι αυτά τα δυο πράγματα πάνε μαζί. Η δυνατότητα μιας πολιτικής εναλλακτικής συμβαδίζει μ’ αυτή την έννοια απόκλισης ανάμεσα στην επιφανειακή εμφάνιση και την πραγματικότητα.
Τώρα, έχουμε μια νέα κατάσταση. Έχουμε τον Γκυ Ντεμπόρ και την κοινωνία του θεάματος, που παρωδεί τον Χέγκελ, ισχυριζόμενος ότι αυτό που φαίνεται είναι ό,τι είναι αληθινό και ότι αυτό που είναι αληθινό είναι αυτό που φαίνεται. Και όλοι πιστεύουν ότι αυτό όντως συμβαίνει – ότι αυτά τα δυο πράγματα δεν διαφέρουν πλέον καθόλου. Το “σχέδιο του [Τόνυ] Μπλαιρ” είναι απλά η πιο ακραία εκδοχή του. Σοσιαλισμός σημαίνει καπιταλισμός. Η κοινωνική δικαιοσύνη σημαίνει ιδιωτικοποίηση και μια ύπαρξη τύπου “Μεγάλου Αδελφού”. Το κάθε τι σημαίνει το αντίθετό του, το οποίο είναι πράγματι πιθανό, αν κανείς κοιτάζει μόνο την επιφάνεια. Στο ένα άκρο αυτής της επίπεδης επιφάνειας έχει το PPP, και από την άλλη έχει την κόκκινη σημαία που ακόμα χρησιμοποιείται στα συνέδρια των Εργατικών. Και δεν υπάρχει αντίφαση, γιατί αντίφαση υπάρχει μόνο όταν υπάρχει η δυνατότητα πραγματικών εναλλακτικών. Οπότε δεν είναι περίεργο που ο κόσμος αυτός είναι σε αποσύνθεση.
Εδώ θα πρέπει, ίσως, να εξηγήσω μερικά πράγματα για το κομμουνιστικό σύστημα όπως το ήξερα. Υπήρχε η βεβαιότητα ότι η εργατική τάξη και ο “αληθινός σοσιαλισμός” ή όπως αλλιώς να τον πούμε, ήταν οι κληρονόμοι κάθετι σπουδαίου. Το να είναι κανείς σε επαφή με οτιδήποτε ήταν δημιουργικό, βαθύ και ενδιαφέρον ήταν διαρκής έγνοια της κομμουνιστικής ηγεσίας. Εξάλλου δεν υπήρχαν και περισπασμοί: ούτε σεξουαλική επανάσταση, ούτε διακοπές στο εξωτερικό, σίγουρα όχι νεανική λογοτεχνία! Τι διάβαζα λοιπόν όταν ήμουν δεκατριών; Διάβαζα Τολστόι. Στην Ανατολική Ευρώπη, αυτή η κατάσταση κράτησε μέχρι πολύ πρόσφατα. Η δικτατορία συντηρεί. Ήταν ένας πολύ συντηρητικός, πολύ Βικτωριανός κόσμος. Φυσικά υπήρχε λογοκρισία. Αλλά η λογοκρισία σήμαινε επίσημη κριτική – όχι ένα συνολικό “κλείσιμο” των πάντων. Όταν έγινα νεαρός φιλόσοφος, η αναλυτική φιλοσοφία ήταν πολύ της μόδας και γνώριζα καλά όλα τα παρακλάδιά της, σ’ αυτόν τον πολύ παλιομοδίτικο, πολύ Βικτωριανό κόσμο στον οποίο ζούσαμε.
Οπότε τώρα είστε σε πολύ καλλίτερη θέση για να καταλάβετε από πού προέρχομαι όταν λέω ότι στον σημερινό κόσμο αντιστοιχεί μια συνθήκη στην οποία έχω δώσει το όνομα μετα-φασισμός. Αυτό που θέλω να επικαλεστώ με τον όρο δεν είναι ένας ισχυρισμός ότι τα SS παρελαύνουν πάλι στην Ευρώπη. Αλλά ότι όλοι οι στόχοι της δεξιάς ολοκληρωτικής μηχανής της προπολεμικής περιόδου – ας την ονομάσουμε έτσι – των φασιστών – μπορούν σήμερα να επιτευχθούν, και επιτυγχάνονται, με κοινοβουλευτικές και δημοκρατικές διαδικασίες.
Μετα-φασιστική διακυβέρνηση
Στις λεγόμενες δημοκρατικές χώρες, οι κυβερνήσεις την βγάζουν πλέον καθαρή με πράγματα που ήταν αδύνατα μετά το 1945. Φυσικά ο κοινοβουλευτισμός είναι σε μεγάλο βαθμό μια απάτη. Ακόμα κι έτσι, στα συνταγματικά συστήματα, με όλες τους τις ατέλειες, η εξουσία εν τέλει ανήκει στον λαό. Οι αντιπροσωπευτικές κυβερνήσεις είναι ατελείς ενσαρκώσεις της λαϊκής θέλησης, αλλά είναι ενσάρκωση ενός κοινού σκοπού, που έχει συμφωνηθεί τουλάχιστον επί της αρχής, από την πλειοψηφία του λαού και το ίδιο το σύστημα. Συνεπώς η απογοήτευση, στο παρελθόν, του κόσμου με την ατελή αντιπροσώπευση ήταν δικαιολογημένη. Οι δημοκρατικοί και φιλελεύθεροι αγώνες είχαν απολύτως νόημα.
Τώρα, δεν μπορείς να εκλέξεις μια κυβέρνηση οποιουδήποτε είδους που να μπορεί πραγματικά να παίρνει αποφάσεις. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα του πώς δουλεύουν τα πράγματα στη δικιά μου χώρα. Το 63% των εξαγωγών της Ουγγαρίας κατεργάζονται από εξωχώριες εταιρείες (αυτό το ποσοστό στην Τσεχία είναι 15% και στην ΕΕ ο μέσος όρος είναι 2%). Οπότε αυτό το ποσοστό είναι αρκετά ακραίο. Παρ’ όλα αυτά, αυτό το μέγεθος των εξαγωγών που παράγονται χωρίς καμμιά φορολόγηση δεν αναφέρεται πουθενά από τα ουγγρικά ΜΜΕ. Το ανέφερα στην τηλεόραση και ο κόσμος νόμιζε απλά ότι ήμουν τρελός. Επειδή είναι άγνωστα δεδομένα. Αυτή η τόσο έντονα εθνικιστική κοινοβουλευτική πλειοψηφία, που καταδικάζει την παγκοσμιοποίηση και την Αμερικανοποίηση, τους φιλελεύθερους, τους Εβραίους και τους Ρομά, δεν θεωρεί πρέπον να αναδείξει στο ελάχιστο αυτό το ζήτημα.
Οπότε τώρα η μάχη εντός του πεδίου της εθνικής πολιτικής αφορά πλέον ένα γελοιωδώς μικρό ποσοστό του προϋπολογισμού. Και ακόμα κι αυτό το κομμάτι του προϋπολογισμού που απομένει ελέγχεται από οικονομικά συμφέροντα σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό. Παράλληλα με την απώλεια της δημοκρατικής εξουσίας από τα έθνη-κράτη και τις πολιτικές κοινότητες, η πολιτική ιδιότητα, ακόμα και σε αναπτυγμένες χώρες, γίνεται, λοιπόν, όλο και περισσότερο χωρίς ασήμαντη. Στις δε φτωχές χώρες με δυσκολία υπάρχει καν. Οπότε, έχουμε, από τη μια πλευρά, ολιγάριθμα άτομα με εξουσία και ομάδες και “κατοχές” που ποικίλουν από ακαδημαϊκούς μέχρι αστούς. Αυτά τα άτομα απέχουν από τις ανησυχίες, τις στερήσεις και τις έγνοιες της μεγάλης πλειοψηφίας των ανθρώπων όπως απείχε, πάντα, και η αδύναμη αριστοκρατία πριν από τις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις του 18ου και του 19ου αιώνα – με μια μεγάλη διαφορά. Δεν έχουν καμμία αίσθηση υποχρέωσης, έστω περιορισμένης, που εξακολουθούσαν να διαθέτουν οι αριστοκράτες.
Αυτό είναι επίσης το βασικό σημείο αντίθεσης ανάμεσα στην παγκοσμιοποίηση και τον ιμπεριαλισμό. Ο ιμπεριαλισμός, όσο απεχθής κι αν ήταν (και ρατσιστικός, με όλο τον λόγο του περί της Βαρύτητας του Λευκού Ανθρώπου) ήταν ένα σχέδιο καθοδηγούμενο από το κράτος και την κυβέρνηση. Όσο απεχθείς κι αν ήταν οι ιμπεριαλιστές, έπρεπε να χτίσουν κάτι και έχτιζαν δρόμους, κυβερνητικά κτίρια, σιδηροδρομικούς σταθμούς, φυλακές και νοσοκομεία. Όχι αρκετά, αλλά κάποια. Είχαν κάποια αίσθηση του καθήκοντος που θα βρεις σε οποιαδήποτε κυβέρνηση. Έστησαν μια δημόσια υπηρεσία και μια επαγγελματική εκπαίδευση κοκ.
Η παγκοσμιοποίηση δεν συνεπάγεται κανένα είδος υποχρέωσης. Το παγκόσμιο κεφάλαιο δεν χτίζει δρόμους. Οπότε τώρα η εκμετάλλευση των αδύναμων χτίζεται πάνω στην “προσωποποιημένη” βία. Είναι όλα από απόσταση. Οι κυβερνήσεις δεν εμπλέκονται.
Αν στις σημερινές πολιτικές κοινότητες, κάποιος μπορούσε να καταχωρίσει την πλήρη κλίμακα της ευθύνης γι’ αυτά που ο παγκόσμιος καπιταλισμός επιφέρει στις αδύναμες και φτωχές χώρες, ο κόσμος δεν θα το επέτρεπε. Αλλά δεν υπάρχει έλεγχος, ούτε πληροφόρηση γι’ αυτό. Γι’αυτό τον σκέφτομαι ως ένα ειρηνικό φασισμό. Πρέπει να πω ότι ο πρωτότυπος φασισμός και ο πρωτότυπος ιμπεριαλισμός ήταν πολύ “παιδαριώδη” πράγματα. Ξόδευαν πάρα πολλά, ιδιαίτερα στον στρατό. Αυτό που γίνεται τώρα γίνεται με πολύ μεγαλύτερη σχολαστικότητα και πολύ φθηνότερα για όσους είναι σχολαστικοί.
Παρ’ όλα αυτά, το νέο Δυτικό κράτος είναι ακμαίο: ένα Κανονιστικό Κράτος για τους πληθυσμούς στον πυρήνα του καπιταλιστικού κέντρου και ένα άλλο Κράτος, διαφόρων βαθμίδων, για τους υπόλοιπους μη-πολίτες. Σε αντίθεση με τον κλασσικό φασισμό, αυτό το δεύτερο Κράτος είναι μόνο αμυδρά ορατό από το πρώτο. Η ριζική κριτική που διαμαρτύρεται ότι η ελευθερία εντός του Κανονιστικού Κράτους είναι μια ψευδαίσθηση, αν και κατανοητή, είναι λανθασμένη. Η άρνηση της πολιτικής ιδιότητας που δεν βασίζεται στην εκμετάλλευση, την καταπίεση και την άμεση διάκριση αλλά τον απλό αποκλεισμό και την απόσταση είναι δύσκολο να συλληφθεί, επειδή εδώ δεν εφαρμοζόνται οι πνευματικές συνήθειες του απελευθερωτικού αγώνα για μια πιο δίκαιη κατανομή των αγαθών και της εξουσίας. Το πρόβλημα δεν είναι ότι το Κανονιστικό Κράτος γίνεται πιο αυταρχικό: είναι, μάλλον, ότι ανήκει μόνο σε λίγους.
Οπότε πια ελπίδα υπάρχει για το μέλλον;
Θα απόσχω από το να κάνω προβλέψεις. Το κίνημα του Σηάτλ και παρόμοια κινήματα αντίστασης είναι κάπως ενθαρρυντικά. Αν οι άνθρωποι είναι διατεθιμένοι να κάνουν θυσίες, θα πυροβοληθούν, φυσικά, για τις ιδέες τους, Αλλά αυτό μπορεί να προσφέρει περαιτέρω ενθάρρυνση. Θα πω, όμως, ένα πράγμα. Τον 19ο αιώνα, ο σοσιαλισμός και ο φεμινισμός και τα παρεμφερή ήταν ακόμα μέρος ενός χειραφετητικού σχεδίου, συνδεδεμένα με αυτό που οι άνθρωποι σκέφτονταν για τον κόσμο – με την επιστημονική πρόοδο, την τεχνολογική πρόοδο, την εκκοσμίκευση, την ατομική ελευθερία.
Τώρα, η ενότητα του χειραφετητικού σχεδίου μας έχει “πετάξει”. Το κίνημα του Σηάτλ, με τον συνασπισμό “ουράνιου τόξου”, δείχνει πολύ καλά ότι οι άνθρωποι, που θα έπρεπε φυσικά να έχουν συμπάθεια με τα όντως χειραφετητικά σχέδια, είναι ακόμα κατακερματισμένοι. Μόνο τώρα μπορούμε να δούμε τη σημασία του εργατικού κινήματος για τον σύγχρονο κόσμο, για το οποίο ο σοσιαλισμός ή ο μαρξισμός ήταν το όχημα που βοήθησε στην ενοποίηση όλων των πτυχών του. Σκεφτείτε τη δίψα για γνώση και την διερεύνηση της κουλτούρας που ενέπνευσε τόσους ανθρώπους. Κοιτάξτε τις ριζοσπαστικές εφημερίδες της δεκαετίας του 1920 που διάβαζαν οι εργοστασιακοί εργάτες. Ήταν υψηλής ποιότητας, οι αφίσες της εποχής, και απαιτούσαν μεγάλη υπομονή και αφιέρωση για να τις παρακολουθήσει κανείς. Το είδος των φυλλαδίων που διακινούσαν τα συνδικάτα, το είδος των ομιλιών που έκαναν κάποιοι στον όχι καλά εκπαιδευμένο κόσμο, άνθρωποι με δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην καλλίτερη περίπτωση, είναι σε μεγάλη αντίστιξη με τις μορφές που η αντίσταση παίρνει σήμερα, αναγκαστικά πιο ενστικτώδης, πιο υποκειμενική, περισσότερο γύρω από μονοδιάστατα ζητήματα. Είναι αναπόφευκτο το ότι δεν υπάρχει μια ενοποιητική στιγμή. Δεν σημαίνει ότι αυτό πρέπει να ισχύει για πάντα. Αλλά αυτό είναι που βλέπω τώρα.
Το παγκόσμιο κεφάλαιο, από την άλλη, έχει ένα παγκόσμιο σχέδιο, που παρακινείται από μια θεμελιώδη πεποίθηση. Δεν είναι εντελώς κυνικό. Πρόκειται για τη βαθιά πεποίθηση στην δυνατότητα τα άτομα να κόβουν όλους τους δεσμούς με τους συνανθρώπους τους και να βάλουν τέρμα στους περιορισμούς που ηθικά και κοινωνικά εγχειρήματα, για την υπέρβαση του κακού και των δεινών, μάς θέτουν. Είναι μια πίστη στην ελευθερία χωρίς την παρεμβολή οποιωνδήποτε θεσμικών διαδικασιών, κάτι που είναι φυσικά τρελό. Παρ’ όλα αυτά, αυτό είναι που πιστεύουν οι άνθρωποι στο City [του Λονδίνου] και αυτό είναι που πιστεύουν οι νεαροί συντηρητικοί. Φυσικά, είναι ένα είδος ουτοπίας. Είναι μια ψευδαίσθηση, αλλά είναι μια πολύ δυνατή ψευδαίσθηση και γι’ αυτό τόσο πετυχημένη. Υπόσχεται κάτι. Δεν είναι αλήθεια ότι δεν προσφέρει τίποτα. Σε κάνει να αισθάνεσαι ενδυναμωμένο ως άτομο. Ικανοποιεί τις ορέξεις σου χωρίς να σε επιπλήττει. Υπάρχει κάτι αναρχικό σ’ αυτήν.
Η πολυπολιτισμικότητα δεν είναι απάντηση
Ο εγχώριος ρατσισμός βαθμιαία υποσκελίζεται από έναν παγκόσμιο φιλελευθερισμό, σε μια πολιτική εξουσία που επίσης φυλετικοποιείται ραγδαία. Κάτω από αυτές τις περιστάσεις, η πολυπολιτισμικότητα, άσχετα από τις καλές προθέσεις, δεν είναι απάντηση. Θα όριζα την πολυπολιτισμικότητα σαν μια τελευταία προσπάθεια αντικατάστασης της ισότητας από μια κοινωνική μηχανική, αφήνοντας τις ενδοκοινοτικές σχέσεις άθικτες, και μετασχηματίζοντας τα ζητήματα κοινωνικής και πολιτικής ισότητας σε προβλήματα πολιτικών σχέσεων και εκπαιδευτικών προϋπολογισμών4. Είναι ένα φτώχεμα του παλιού χειραφετητικού σχεδίου, συμπεριλαμβανομένου του παλιού αγώνα για φυλετική ισότητα. Προέρχομαι ο ίδιος από μια μειονότητα.
Οι πολυπολιτισμικές αντιδράσεις είναι απελπισμένες ομολογίες αδυναμίας: μια αποδοχή της εθνικοποίησης της πολιτικής σφαίρας, αλλά με μια δόση ανθρωπισμού και αγαθοέργειας. Αυτές οι ομολογίες είναι παραδοχές ήττας, προσπάθειες εξανθρωπισμού του απάνθρωπου. Το πεδίο έχει επιλεχθεί από τον μετα-φασισμό και οι φιλελεύθεροι προσπαθούν να τον πολεμήσουν στο ίδιο το αγαπημένο του έδαφος, την εθνικότητα.
Το πρόβλημα με την πολυπολιτισμικότητα ως ιδεολογίας και την πρακτικής των αδύναμων ομάδων είναι ότι γίνεται μια κοινωνία αλληλοβοήθειας στην οποία η κριτική και η πολιτική εντός της ομάδας είναι αδύνατη. Η κουλτούρα αντανακλά πάντα την πίστη των μεγαλύτερων σε μια δοσμένη κοινότητα. Οπότε, τι συμβαίνει όταν αισθάνεσαι την ανάγκη να επαναστατήσεις μέσα σ’ αυτή την κοινότητα; Αυτομάτως γίνεσαι ένας προδότης γι’ αυτήν. Είσαι “με τους λευκούς”. Αυτό δεν έχει καμμιά σχέση με χειραφέτηση. Πραγματικά, βάζει ένα φράγμα ανάμεσα στους ανθρώπους και την ίδια τη μάχη τους για χειραφέτηση.
Επιπλέον, είναι ενδογενώς στείρα. Επιτρέψτε μου να δώσω ένα παράδειγμα. Παρακολουθούσα, νωρίτερα φέτος, το καλοκαίρι, τις Ειδήσεις στη βρετανική τηλεόραση. Υπήρχε μια είδηση για φυλετικές ταραχές στο Bradford. Αφορούσε το πώς τα ισλαμικά σχολεία διατηρούν την κουλτούρα του εκεί πληθυσμού. Ποια είναι αυτή η κουλτούρα; Διδάσκουν Urdu και Bengali σ’ αυτά τα σχολεία; Όχι, διδάσκουν αραβικά. Είναι αυτή η παράδοσή τους; Φυσικά όχι. Είναι μια αφηρημένη, φονταμενταλιστική διδασκαλία πάνω στο πρότυπο των προτεσταντικών ιδιωτικών σχολείων στην Αμερική. Δεν έχει καμμιά σχέση με το Πακιστάν ή το Μπαγκλαντές. Καμμια απολύτως. Είναι μια απάτη.
Έζησα ως άτομο Ουγγρικής-τρανσυλβανικής καταγωγής υπό το καθεστώς Τσαουσέσκου, του οποίου το κύριο στήριγμα ήταν ο αντι-ουγγρικός εθνικισμός. Ξέρω τι σημαίνει η μάχη για τα δικαιώματα μιας μειονότητας. Και δεν είναι αυτό. Οι Ούγγροι έχουν ένα εθνοτικό ουγγρικό κόμμα στο κοινοβούλιο. Όλοι οι υπόλοιποι μπορούν να διαλέξουν ανάμεσα σε συντηρητικούς, σοσιαλιστές, κομμουνιστές. Στην καλλίτερη περίπτωση, αυτό σημαίνει ότι η εσωτερική πολιτική ζωή των Ούγγρων περιορίζεται σε 2 εκατομμύρια ανθρώπους και ανάγεται σε παράπονα, απαιτήσεις και, αν αυτές δεν ικανοποιούνται, σε “μούτρωμα”. Είναι παιδαριώδες. Δεν είναι αρκετό. Είναι μια εξαιρετικά μειονεκτική θέση για να μπει κανείς. Χωρίς νέους τρόπους αντιμετώπισης του προβλήματος του παγκόσμιου καπιταλισμού, η μάχη σίγουρα θα χαθεί.
Η περιφρόνηση του μετα-φασισμού για τους περιθωριοποιημένους
Εν τω μεταξύ, επιστρέφουμε σταδιακά σε μια περιφρόνηση γι’ αυτούς που δεν είναι ενσωματωμένοι, μια περιφρόνηση που δεν έχουμε ξαναδεί από τον 17ο αιώνα. Πρόκειται για μια τόσο απίθανη πολιτισμική αντιστροφή, η οποία εν μέρει είναι το αποτέλεσμα της διάχυσης της εμπορευματικής ποπ κουλτούρας. Τι κάνει η εμπορευματική κουλτούρα; Λοιπόν, βοηθά στην ενσωμάτωση. Δεν θα σε αποκλείσουμε, απλά θέλουμε να σε συμπεριλάβουμε. Τώρα, προλετάριοι και αστοί βλέπουν το ίδιο Top of the Pops και τον Big Brother και θα διασκεδάσουν με το ίδιο είδος κουλτούρας. Τα πολιτισμικά ιδεώδη οδηγούν την ποπ κουλτούρα σε μια ρηχή ηθικολογία. Αν δεν μπορείς να ενσωματωθείς σ’ αυτόν τον πολύ “απαλό” κόσμο, τότε πρέπει να είσαι πραγματικά κακός και, φυσικά, η δημιουργία αποδιοπομπαίων τράγων “χτίζει” πάνω σ’ αυτό – αλλά όχι όπως πριν. Ο Χίτλερ έκανε έναν πόλεμο ενάντια στους Εβραίους. Οι μετα-φασίστες σήμερα θα πουν: “δεν πολεμάμε ενάντια σε κανέναν. Αλλά τι θα κάνουμε με τους ισλαμιστές φονταμενταλιστές; Δεν θέλουν να είναι μέρος της κοινωνίας μας. Δεν είναι λυπηρό αυτό;”. Αυτοί οι άνθρωποι δεν χρειάζεται να κάνουν έναν πόλεμο. Ο πόλεμος δίνεται γι’ αυτούς από την ίδια τη δημόσια κουλτούρα.
Συμπέρασμα
Το κύριο σημείο της ανάλυσής μου για τον μετα-φασισμό σήμερα είναι το εξής: για άλλη μια φορά, όπως στους προ-μοντέρνους καιρούς, η πολιτική ιδιότητα γίνεται ένα προνόμιο, μάλλον, παρά κομμάτι της ανθρώπινης κατάστασης. Φυσικά, πρέπει να διαφοροποιήσουμε ανάμεσα στον Ντ’ Αλέμα και τον Φίνι, το κόμμα των Τόρυδων και το Βρετανικό Εθνικό Κόμμα (British National Party). Όλοι έχουν τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά τους – οι προδότες της σοσιαλδημοκρατίας, οι αφοσιωμένοι Ναζί κοκ. Αλλά πρέπει να αναγνωρίσουμε το κοινό στοιχείο εδώ. Υπάρχει ένα κοινό σχέδιο: ο αποκλεισμός των μαζών από το ωφέλημα της ιδιότητας του πολίτη. Και όλοι αυτοί συνεργάζονται για να το φέρουν σε πέρας.
Το πραγματικό πισωγύρισμα, ιστορικό πισωγύρισμα, που συμβαίνει σήμερα ανάμεσά μας – είναι η αποδοχή του ότι η καθολική ιδιότητα του πολίτη δεν είνα πλέον αναπόσπαστο κομμάτι του δημοκρατικού συστήματος ή των συστημάτων που αυτοαποκαλούνται δημοκρατικά. Αν και η οικονομική, κοινωνική και πολιτική διοικητική ισχύς των δυτικών δημοκρατιών είναι μεγαλύτερη από ποτέ άλλοτε, έχουν παρά ταύτα γυρίσει πίσω σε μια προ-μοντέρνα φάση. Και, ως αποτέλεσμα, όλα τα χειραφετητικά σχέδια έχουν υποστεί μια μεγάλη υποχώρηση.
Αν παραδίνομαι σ’ αυτές τις πολύ ζοφερές διατυπώσεις, είναι επειδή ελπίζω ότι αυτό μπορεί να εξοργίσει τους ανθρώπους. Μαζί, μπορούμε να πετύχουμε κάτι μέσα από την ηθική αποστροφή, που αρχίζει να γίνεται αρκετά διαδεδομένη. Ευτυχώς που είναι έτσι. Πιστεύω ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός μπορεί να αντιπαλευτεί με τον διεθνισμό. Αυτό που κατάλαβε πολύ καλά, ενστικτωδώς, ο κόσμος στο Σηάτλ. Το παγκόσμιο κίνημα αντίστασης πρέπει να έχει ένα ενιαίο πολιτικό σχέδιο βασισμένο στη γνώση, ακόμα και στις φυσικές επιστήμες – πώς αλλιώς μπορούμε να καταλάβουμε τι συμβαίνει, ας πούμε, με το περιβάλλον;
Το πάθος για συμπόνοια
Αυτό που χρειαζόμαστε είναι ένα κοινωνικό ισοδύναμο αυτού που ήταν η σοσιαλδημοκρατία πριν τις 14 Αυγούστου του 1914, εκείνη την πρώτη Μεγάλη Προδοσία (άλλωστε, η προδοσία του Tony Blair είναι η 47η Μεγάλη Προδοσία της σοσιαλδημοκρατίας. Η ιστορία κάθε σοσιαλδημοκρατίας είναι μια ιστορία προδοσίας, προδοσιών). Ποιος ήταν ο κοινωνικός ρόλος της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας και των συνδικαλισμού; Ήταν η οικοδόμηση μιας αντίπαλης εξουσίας και μιας αντίπαλης κοινωνίας. Τώρα τα γραφεία των συνδικάτων εξαφανίζονται σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Τα συνδικάτα έχουν αφοπλιστεί και διαλυθεί. Αλλά πρέπει να βρεθεί και να ξαναχτιστεί ένα κοινωνικό ισοδύναμο. Είμαι απόλυτα διατεθιμένος να συμμετέχω σε οποιαδήποτε, όσο ανιαρά και καθημερινά, ρεφορμιστικά κινήματα χρειαστεί για να επιτευχθεί αυτό.
Μια τελευταία, ενθαρρυντική σκέψη: ο Ρουσσώ είχε σίγουρα δίκιο όταν είπε ότι η ίδια η συμπόνοια είναι ένα πάθος. Δεν είναι μια λογική διαδικασία. Υπάρχει σε όλους μας. Παραιτούμενοι από αυτή την βαθιά ριζωμένη σύνδεση με τους άλλους, αρνούμαστε την ανθρώπινη φύση μας. Και όλες αυτές οι αυτο-αρνήσεις δεν θα κρατήσουν για πάντα. Δεν μπορεί να κρατήσουν.
1 Στμ. Μεταφασμένο από εδώ: http://autonomies.org/2018/11/gaspar-miklos-tamas-post-fascism.
2 Στμ. Ο όρος στο αγγλικό κείμενο είναι citizenship, που σημαίνει και υπηκοότητα. Χρησιμοποιούμε, όμως, γενικά – εκτός από κεί που η πιο “τεχνική” έννοια της υπηκοότητας είναι καταλληλότερη, την περιφραστική απόδοση “ιδιότητα του πολίτη” και “πολιτική ιδιότητα” για να τονίσουμε τη διάσταση του ανήκειν σε μια πολιτική κοινότητα, του να είναι κάποιος πολίτης, που είναι και η βαθύτερη σημασία του όρου.
3 Στμ. Πολύ ενδιαφέρον σημείο. Τα όρια του φιλελευθερισμού, τα όρια της πολιτικής – ιδιαίτερα σε συνδυασμό με την επόμενη παράγραφο τη σχετική με την άποψη του Σμιτ και τη δυνατότητα των εξουσιαζόντων να κρίνουν ποιος δικαιούται και ποιος όχι την “ιδιότητα του πολίτη”. Καταλαβαίνουμε ουσιαστικά αυτό που λέει εδώ ο Tamás, με την έννοια ότι εξαιτίας αυτής της εγγενούς αντίφασης η ιδιότητα του πολίτη είναι στην ουσία όριο της ελευθερίας, υποτείνει στην πραγματικότητα μια κατάσταση εξαίρεσης, εκμεταλλεύσιμη προφανώς από τις εξουσιαστικές και φασίζουζες δυναμικές· στην πραγματικότητα τα σύγχρονα κράτη την εφαρμόζουν όλο και πιο απενοχοποιημένα, ιδιαίτερα στις αντιμεταναστευτικές ρατσιστικές πολιτικές τους, και γι’ αυτό δεν μπορεί να αποτελεί στοιχείο ενός χειραφετητικού ελευθεριακού προτάγματος. Πρόκειται, θεωρούμε, για μια σοβαρή αιτιολόγηση της αντιπολιτικής στάσης του αναρχικού προτάγματος.
4 Στμ. Συναφές με τον μετασχηματισμό των πολιτικών ταυτότητας.