του Asad Haider1
Γι’ αυτόν τον λόγο ήταν κρίσιμο να μην αναχθεί το πρόβλημα του ρατσισμού σε ένα ζήτημα προκατάληψης, οφειλόμενης στο ενστικτώδες μίσος από την πλευρά των λευκών. Αντίθετα, όταν το ζήτημα της φυλής επανατδιατυπώθηκε στο πλαίσιο της ιστορίας της περιοχής στην οποία αναδύθηκε ο ρατσισμός, ως μια διαφοροποίηση μορφών εργασίας και της δικαιικής τους ελευθερίας, έγινε φανερό ότι η λευκή ανωτερότητα μπορούσε επίσης να ασκήσει τη βία της ενάντια στους λευκούς εργάτες, κτηματίες, κολίγες και μετανάστες των οποίων η εκμετάλλευση ενισχυόταν και αναπαραγόταν από τις επιβιώσεις της δουλείας.
Υπάρχει μια διήγηση που λέμε στους εαυτούς μας σχετικά με την ιστορία και που την παρουσιάζει ως μια αιώνια πρόοδο προς την ελευθερία. Στην αφήγηση αυτή, ο καπιταλισμός θεωρείται, τόσο από τους φιλελεύθερους όσο και από τους μαρξιστές, ως ένα κεφάλαιο, αφού κατανοείται να περιστρέφεται γύρω από την κατηγορία της ελεύθερης μισθωτής εργασίας – τον κατά το δίκαιο ελεύθερο και μετακινούμενο εργάτη που εισέρχεται σε ένα εθελούσιο συμβόλαιο με τον ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής στην αγορά.
Αλλά η αφήγηση αυτή, όπως έχει επισημάνει η Heide Gerstenberger, βασίζεται σε μια εσφαλμένη προϋπόθεση. “Η πραγματική ιστορία του καπιταλισμού”, γράφει, “δεν υποστηρίζει την υπόθεση ότι η πλήρης νομική και πολιτική αυτονομία των εργατών είναι ένα θεμελιώδες προαπαιτούμενο για τις καπιταλιστικές μορφές εκμετάλλευσης”2. Στην πραγματικότητα, στη διάρκεια της ανάδυσης του καπιταλισμού και της αρχικής ραγδαίας ανάπτυξης, η ελεύθερη μισθωτή εργασία περιελάμβανε ένα περιθωριακό κομμάτι των πληθυσμών που ενσωματώνονταν στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά. Διάφορες μορφές καταναγκαστικής εργασίας ήταν διαδεδομένες ευρέως σε ολόκληρο τον αποικιακό κόσμο, καλύπτοντας τις ανάγκες σε βαμβάκι, καφέ και ζάχαρη της Αγγλίας της Βιομηχανικής Επανάστασης3.
Πώς επηρεάζει αυτή η αναγνώριση, που υποστηρίζεται από την σύγχρονη έρευνα στην ιστορία του καπιταλισμού, τις εννοιολογικές μας κατηγορίες4; Ο όρος “φυλετικός καπιταλισμός”, η πιο συχνά επικαλούμενη διατύπωση του περίφημου βιβλίου του Cedric Robinson “Black Marxism”, αναδεικνύεται όλο και περισσότερο. Σε πρώτη ματιά, μοιάζει να αναπαριστά με ακρίβεια την ιστορία της καπιταλιστικής ανάπτυξης, η οποία, όπως ο ίδιος ο Μαρξ περιέγραψε με ζωντάνια, χαρακτηριζόταν από τη λεηλασία των αποικιών και την βαρβαρότητα της δουλείας.
O όρος έχει επίσης μια αξιοσημείωτη πολιτική απήχηση. Στη θέση των φορμαλιστικών αντιπαραθέσεων σχετικά με “τη φυλή και την τάξη”, δείχνει προς μια ενιαία αντι-ρατσιστική και αντι-καπιταλιστική πολιτική. Ίσως ακόμα-ακόμα να επιτρέπει μια κάποια θεωρητική υβριδοποίηση μεταξύ Μαρξισμού και αυτού που ο Robinson αποκαλεί “Μαύρη Ριζοσπαστική Παράδοση”.
Φυσικά, μια ενοποιημένη αντιρατσιστική και αντικαπιταλιστική πολιτική δεν θα αποτελούσε καινούρια εφεύρεση. Ο μαύρος κομμουνιστής Harry Haywood, για παράδειγμα, έγραφε το 1933:
Στην παρούσα εποχή του ιμπεριαλισμού και της προλεταριακής επανάστασης το ζήτημα των Νέγρων στις ΗΠΑ πρέπει να θεωρηθεί ως μέρος του εθνικού αποικιοκρατικού προβλήματος, ή, με άλλα λόγια, είναι μέρος του γενικού, παγκόσμιας κλίμακας, προβλήματος της ελευθερίας των καταπιεσμένων και των εξαρτημένων λαών από τις αλυσίδες του ιμπεριαλισμού5.
Στην βάση αυτής της ανάλυσης, το Κομμουνιστικό Κόμμα των ΗΠΑ, ενεπλάκη σε μια συνεχή επίθεση στην λευκή ανωτερότητα, θέτοντας τα θεμέλια για το κίνημα της απελευθέρωσης των μαύρων6. Παρ’ όλα αυτά, όπως πολλοί άλλοι σχολιαστές, ο Robinson βλέπει την υποκείμενη θεωρία ως ένα ατυχές και αρχαϊκό ευρω-μαρξιστικό φορτίο, αν όχι και μια ξένη επιβολή από Ρώσους πράκτορες. Αυτό συμβαίνει γιατί ο Haywood είχε προτείνει πως η παγκόσμια κεντρικότητα του αγώνα των μαύρων έγκειτο στον χαρακτήρα του ως μέρους του εθνικού ζητήματος7. Η “Θέση για τη Μαύρη Ζώνη8” (“Black Belt Thesis”), κανονικοποιημένη από την Κομμουνιστική Διεθνή (Κομιντέρν) το 1928, πρότεινε ότι η γη που εκτείνεται από το Ανατολικό Τέξας μέχρι την Βιρτζίνια, με την καρδιά της στα λειβάδια της Αλαμπάμα και του Μισσισιπή, συνιστούσε ένα μαύρο έθνος που είχε το δικαίωμα να απαιτήσει την αυτοδιάθεσή του.
Παραμένει να δούμε το είδος πολιτικής που μπορεί να οικοδομηθεί στο θεμέλιο της έννοιας του φυλετικού καπιταλισμού. Για να προσδιορίσουμε ποια οργανωτική και πρακτική δραστηριότητα μπορεί να απορρέει από αυτή την ανάλυση, θα έπρεπε να στραφούμε στην σύγκριση που έχουμε μπροστά μας: την δουλειά των κομμουνιστών στις αρχές του 20ου αιώνα, που ξεκίνησε με τη,ν τώρα πια, ευρέως απαξιωμένη και γελειοποιούμενη θέση της “Μαύρης Ζώνης”. Υπό διακύβευση δεν είναι μόνο η μαρξιστική ανάλυση της ιστορίας αλλά επίσης και η πρακτική και οργανωτική κληρονομιά της διεθνούς επανάστασης. Σήμερα, η κληρονομιά αυτή διατρέχει τον κίνδυνο να αναχθεί σε μια απόκρυφη μυθολογία. Η διατήρησή της απαιτεί από μας να επισκεφθούμε ξανά γλώσσες, παλιές και νέες, για να ανακαλύψουμε ποιες αναπάντεχες σημασίες μπορεί να αποκαλυφθούν στις έννοιες του “φυλετικού καπιταλισμού” και του “μαύρου έθνους”.
Η Μαύρη Ριζοσπαστική Παράδοση
Πρώτα απ’ όλα είναι ουσιώδες να αναγνωρίσουμε ότι στο “Black Marxism”, ο Robinson δεν έχει απλά τροποποιήσει μια μαρξική ανάλυση του καπιταλισμού, υποδεικνύοντας απλά ότι η φυλετική καταπίεση ήταν μια από τις ορίζουσες της ανάπτυξής του. Ο “φυλετικός καπιταλισμός” είναι, μάλλον, μια κατηγορία που αρθρώνεται συγκεκριμένα από το προνομιακό σημείο της “Μαύρης Ριζοσπαστικής Παράδοσης”. Για να ορίσει την Μαύρη Ριζοσπαστική Παράδοση, ο Robinson έπρεπε να ακολουθήσει τα ίχνη ενός απίστευτου σαρώματος της παγκόσμιας ιστορίας. Προτείνει ότι η Μαύρη Ριζοσπαστική Παράδοση έχει τις ρίζες της στην συλλογική αντίσταση των σκλάβων του Νέου Κόσμου, μια αντίσταση η οποία, κατ’ αυτόν, βασιζόταν σε μια επστημολογία που “απέδιδε την ανωτερότητα στο μεταφυσκιό και όχι στο υλικό”9.
Σύμφωνα με αυτή την επιστημολογία, η δύναμη στην οποία αντιτίθεται η Μαύρη Ριζοσπαστική Παράδοση μπορεί να ταυτοποιηθεί ως “φυλετικός καπιταλισμός”. Η αντίσταση των μαύρων βασιζόταν, λέει ο Robinson, στην “Αφρικανικότητα της συνείδησής μας – κάποιο επιστημολογικό μέτρο που είναι εμπεδωμένο στο μυαλό μας και θεωρεί ότι ο φυλετικός καπιταλισμός, του οποίου είμαστε μάρτυρες, ήταν ένα απαράδεκτο πρότυπο της ανθρώπινης συμπεριφοράς10.
Από αυτό το πλεονεκτικό σημείο, σημείο που αποδίδει μια προνομιακή θέση στο πολιτισμικό και το μεταφυσικό, η σύγκρουση μιας Αφρικανικής συνείδησης με τον φυλετικό καπιταλισμό είναι ένα είδος σύγκρουσης πολιτισμών, καθώς ο φυλετικός καπιταλισμός εκφράζει τον χαρακτήρα του ίδιου του Δυτικού Πολιτισμού. Τι χαρακτηρίζει λοιπόν τον Δυτικό πολιτισμό και πώς μπορεί να εξηγηθεί η έκφρασή του ως φυλετικού καπιταλισμού από πολιτισμικές και μεταφυσικές και όχι υλικές αιτίες; O Robinson το εξηγεί αυτό με όρους ενός συστήματος “φυλετισμού”11, που προηγείται του καπιταλισμού και κατηγοριοποιεί τους ποικίλους πληθυσμούς της Ευρώπης, οι οποίοι διακρίνονται από τοπικές, πολιτισμικές και γλωσσολογικές διαφορές. Το έθνος είναι μια απατηλή κατηγορία· συγχέει τη δομή του γραφειοκρατικού κράτους με την πραγματική ιστορία συγκεκριμένων ταυτοτήτων και κοινωνικών δομών που συγκρότησαν την ευρωπαϊκή κοινωνία. Ο Robinson καταλαβαίνει τον καπιταλισμό ως μια εμβάθυνση του φυλετισμού: Η τάση λοιπόν του ευρωπαϊκού πολιτισμού, μέσω του καπιταλισμού, δεν ήταν να ομογενοποιήσει αλλά να διαφοροποιήσει – να μεγενθύνει τις τοπικές διαφορές και τις διαφορές υπο-κουλτούρας και διαλέκτων σε “φυλετικές” διαφορές”12.
Ο “φυλετισμός” επιτρέπει στον Robinson να παράσχει μια μεταφυσική και πολιτισμική εξήγηση της ανάδυσης του καπιταλισμού. Απέναντι στην αναγωγή της ιστορικής εξήγησης σε υλικούς παράγοντες, ισχυρίζεται: “Ο φυλετισμός υποδήλωνε όχι μόνο μεσαιωνικές, φεουδαλικές και καπιταλιστικές κοινωνικές δομές, μορφές ιδιοκτησίας και τρόπους παραγωγής αλλά, επίσης, τις ίδιες τις αξίες και παραδόσεις της συνείδησης μέσα από τις οποίες οι λαοί εκείνων των εποχών μπορούσαν να κατανοήσουν τους κόσμους και τις εμπειρίες τους”13. Ο καπιταλισμός είναι μια στιγμή στην ανάπτυξη του ευρωπαϊκού φυλετισμού.
Μαύρος Εγελιανισμός
Ο Χέγκελ εξηγεί την παγκόσμια ιστορία ως τη διαδοχή συγκεκριμένων εθνικών πνευμάτων, του πνεύματος ενός λαού καθώς οικδομείται αντικειμενικά στο κράτος, και το οποίο εξαρτάται από την πολιτισμική διαμόρφωση της αυτο-συνείδησής του14. Αλλά αντίθετα από τον Χέγκελ, για τον οποίο η ιδαιτερότητα μιας κουλτούρας και της εθνικής της έκφρασης ενώνεται με την ανάπτυξη μιας παγκόσμιας ιστορίας, ο Robinson παρουσιάζει μια σχετικιστική φιλοσοφία της ιστορίας, με την έννοια ότι διαφορετικοί λαοί διακρίνονται από διαφορετικές πνευματικές αρχές, των οποίων η σχέση δεν είναι αυτή μιας προόδου.
Ο Robinson μας δείχνει τον φυλετικό χαρακτήρα του εγελιανού Απόλυτου Πνεύματος, που είναι τελικά η συγκρότηση της ιστορίας της Ευρώπης ως πνευματικής ενότητας. Όμως, ο Robinson δεν επιδιώκει να διορθώσει τον εσφαλμένο οικουμενισμό του Χέγκελ, αλλά μάλλον να αντιπαραθέσει στο Λευκό Απόλυτο Πνεύμα μια ενοποιημένη Μαύρη Ριζοσπαστική Παράδοση, που δεν φιλοδοξεί μια Παγκόσμια Ιστορία αλλά μια εσωτερική συνέπεια της δικής της κοινότητας.
Σε ένα πολιτικό επίπεδο, το βιβλίο του Robinson οδηγεί σε μια αποκήρυξη του Μαρξισμού – είναι ένας μετα-μαρξισμός. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει μια αντιφατική χρονικότητα επί τω έργω, επειδή θεωρητικά η προβληματική του Robinson είναι προ-μαρξιστική. Έχει προτείνει έναν Μαύρο Εγελιανισμό που προσπαθεί να υπερβεί τον μηχανιστικό υλισμό, όπως έκανε ο Χέγκελ με την φιλοσοφία του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού.
Αλλά ο υλισμός του Μαρξ δεν ήταν απλά μια επιστροφή από τον ιδεαλισμό του Χέγκελ στον υλισμό του 18ου αιώνα. Ήταν μια εντελώς καινούρια εφεύρεση, βασισμένη σε μια πρωτότυπη και προσεκτική κριτική του ιδεαλισμού. Ενώ η επεξεργασία του όρου “φυλετικός καπιταλισμός” από τον Ρόμπινσον ταυτοποιεί θεμελιωδώς σημαντικά χαρακτηριστικά της ιστορικής ανάπτυξης της παγκόσμιας αγοράς και της αναδιοργάνωσης που επέφερε στον παγκόσμιο πληθυσμό (έθνη, μετανάστευση, δουλεία), παραμένει, όπως η “κοινωνία των πολιτών” του Χέγκελ, μια ιδεολογική έννοια. Ακόμα και η πιο επιφανειακή ερμηνεία του όρου υποδηλώνει την ύπαρξη ενός μη-φυλετικού καπιταλισμού – με άλλα λόγια, ενός καπιταλισμού που δεν αναδύθηκε ούτε αναπτύχθηκε εντός μιας παγκόσμιας αγοράς, που ενσωμάτωσε την φυλετική δουλεία. Ένας τέτοιος καπιταλισμός δεν υπάρχει, παρά μόνο ως μια πλασματική a posteriori κατασκευή.
Αν εξετάσουμε βαθύτερα τον όρο, ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα σοβαρό ιστοριογραφικό πρόβλημα. Εξηγώντας τον καπιταλισμό ως την έκφραση μιας υποκείμενης πολιτισμικής λογικής, η έννοια του φυλετικού καπιταλισμού αποκρύπτει τις ενδεχομενικές απαρχές των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων – το κομβικό σημείο που διαχωρίζει τον Μαρξ από τον Άνταμ Σμιθ. Κάτω από αυτό το φως, είναι ευκολότερο να καταλάβουμε την αδυναμία του Robinson να παρουσιάσει μια συνεκτική ερμηνεία του Μαρξ. Αυτό που εμφανίζεται ως μια κριτική στον Μαρξ είναι, στην καλλίτερη περίπτωση, μια κριτική στον Χέγκελ, από το προνομιακό σημείο ενός Χέγκελ που έχει “μετακομίσει” στην Αφρική.
Συνεπώς, ο τρόπος που ο Robinson παρουσιάζει φιγούρες που θα μπορούσαν, με ακρίβεια, να περιγραφούν ως “Μαύροι Μαρξιστές”, εξαρτάται από ιδιοσυγκρατικές αναγνώσεις, καθώς προσπαθεί να ενσωμάτωσει αυτές τις φιγούρες στην Μαύρη Εγελιανή Παράδοση, υπονοώντας ότι από αυτή την προνομιακή θέση έφτασαν να δουν τον Μαρξισμό ως ανεπαρκή. Αυτό μπορεί να ισχύει, σε κάποιο βαθμό, για τον Richard Wright· τα άλλα παραδείγματα, όμως, του Robinson, ο W.E.B. Du Bois και ο C.L.R. James, θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως η καλλίτερη διάψευση της θέσης του, καθώς καταδεικνύουν ότι ο Μαρξισμός είναι ένα πολύ πιο ποικιλόμορφο και γόνιμο έδαφος από όσο υποδεικνύει ο ίδιος.
Για να παρουσιάσει τους Du Bois και James ως επικριτές του Μαρξισμού, μάλλον, παρά ως κάποιους από τους πιο λαμπρούς και σημαντικούς εκπροσώπους του, ο Robinson παρουσιάζει μια αναγωγιστική καρικατούρα της μαρξιστικής θεωρίας, καταφεύγοντας σε αμφίβολες ερμηνείες του έργου τους που ούτε κατ’ ελάχιστον δεν δικαιολογούνται από τις ίδιες τις αναφορές του15.
Η σκιά της Φυτείας
Τα όρια αυτής της καρικατούρας είναι προφανή. Παρουσιάζει, όμως, η κομμουνιστή ανάλυση, που υποτείνει τη θέση για την “Μαύρη Ζώνη”, μια ουσιαστική εναλλακτική στην Σμιθιανή υπόθεση του Robinson ότι ο καπιταλισμός ήταν η φυσική συνέπεια των ευρωπαϊκών αξιών;
Ας επιστρέψουμε στο έργο του Harry Haywood: “Negro Liberation”, του 1948. Η αμερικάνικη φυτεία σκλάβων του 19ου αιώνα, γράφει ο Haywood, ήταν:
ένα υβρίδιο δύο συστημάτων, της κλασσικής οικονομίας των δούλων και του μοντέρνου καπιταλισμού, που συνδύαζε τα χειρότερα γνωρίσματα αμφότερων. Ο πατέρας της ήταν μια καπιταλιστική κοινωνία που παράγει εμπορεύματα, αναπτύχθηκε κάτω από τις φτερούγες της και υπόκειτο στις σχέσεις της αγοράς της. Τότε, όπως και τώρα, η φύση της σοδειάς των κτηματιών, η τιμή της και τα κέρδη που απέφερε, καθορίζονταν από την καπιταλιστική αγορά. Οι προμήθειες και η χρηματοδότησή της έρχονταν από έξω. Στη διάρκεια της δουλείας, η φυτεία χρηματοδοτούνταν από μεγάλα τραπεζικά και οικονομικά ιδρύματα στον Βορρά καθώς και στην Αγγλία16.
Το αποκαλούμενο “φυλετικό πρόβλημα”, ισχυρίζεται ο Haywood, ήταν το αποτέλεσμα “των κοινωνικών δομών που επιβλήθηκαν πάνω στους Νέγρους κάτω από τις συνθήκες οικονομικής επιβίωσης της δουλείας, και του εξω-οικονομικού στοιχείου του φυλετικού καταναγκασμού”17. Η συνεχιζόμενη ύπαρξή της γινόταν έκδηλη με την “παράξενη ανωμαλία μιας οιονεί δουλοπαροικίας στην ίδια την καρδιά της πιο αναπτυγμένης βιομηχανικά χώρας του κόσμου”18. Ο “Jim Crow”19, το λυντσάρισμα, η τρομοκρατία της Κου Κλουξ Κλαν, η καλλιέργεια με “μορτή”20, και η υποδούλωση λόγω χρεών21 επέτρεψαν “στους πρώην δουλοκτήτες να διατηρήσουν τις παλιές σχέσεις δουλείας υπο τις νέες συνθήκες της νομικής απελευθέρωσης”22.
Η Μεγάλη Μετανάστευση23, που έγειρε την πλάστιγγα του μαύρου πληθυσμού προς τις πόλεις και τον Βορρά, ήταν μια μορφή αντίστασης σε αυτές τις επιβιώσεις της δουλείας, μια γραμμή διαφυγής που αποστέρησε το κεφάλαιο από μια τεχνητά φτηνότερη εργατική δύναμη24. Καθώς η ικανότητά του να χρησιμοποιεί επιπλέον εξω-οικονομικό καταναγκασμό για να αυξάνει την παραγωγικότητα παράκμαζε, το κεφάλαιο δεν είχε άλλη επιλογή από το να στηριχτεί στην εκμηχάνιση της γεωργίας, η οποία με τη σειρά της εκτόπισε τους μαύρους κολίγες, οδηγώντας ακόμα μεγαλύτερους πληθυσμούς στις πόλεις του Βορρά, όπου ακολουθούνταν από αυτό που ο Haywood αποκαλεί “σκιά της φυτείας”25.
Στον Βορρά, η μαύρη μισθωτή εργασία ήρθε, στα εργοστάσια και στους δρόμους της πόλης, αντιμέτωπη με την ίδια δυναμική. Ας θυμηθούμε την περίφημη ρήση του Malcolm X: “Όσο είσαι νότια από το σύνορα με τον Καναδά, είσαι Νότια”. Ένας και μόνο μαύρος βιομηχανικός εργάτης μπορεί να υποχρεωνόταν από μια ρατσιστική διεύθυνση να κάνει τη δουλειά αρκετών λευκών εργατών σε συνθήκες αυξανόμενης ανασφάλειας. Η αυτοματοποίηση στα εργοστάσια συνήθως σήμαινε ανεργία για τους μαύρους, οδηγώντας σε μια στενή σύνδεση της ταξικής πάλης στα εργοστάσια με τις εξεγέρσεις, στις πόλεις, όσων ήταν έξω από αυτά26. Αυτοί οι συνεχιζόμενοι αγώνες έδειξαν ότι η νομική ελευθερία της μισθωτής εργασίας δεν είναι προϊόν μιας εγγυημένης ιστορικής εξέλιξης· εμφανίζεται μόνο όταν η εξαρτημένη από την αγορά εργατική τάξη αντιστέκεται στην εξουσία και τον καταναγκασμό που της επιβάλλεται.
Η ιδεολογία της Φυλής
Με ποιο τρόπο η καπιταλιστική δύναμη και καταναγκασμός έφτασαν να ασκούνται σύμφωνα με φυλετικές γραμμές; Ένα πολεμικό κείμενο του Harry Haywood με τον εξαιρετικό τίτλο “Against Bourgeois-Liberal Distortions of Leninism on the Negro Question in the United States”27, προσπαθεί να απαντήσει το ερώτημα28. Δηλώνει εκεί: “Η φυλή σαν κοινωνικό ζήτημα, υπάρχει μόνον για τους αστούς ιδεολόγους και στα μυαλά όσων παραπλανούνται από αυτούς”. Η βασική κίνηση αυτής της ιδεολογίας είναι να εμποτίσει “διαφορές μέσα στο ανθρώπινο είδος, όπως αυτή του χρώματος του δέρματος, της υφής των μαλλιών κ.λπ.” με “μια κοινωνική σημασία”, και σε αυτή τη βάση να ισχυριστούν “την ύπαρξη στη φύση κυρίαρχων και δουλικών φυλών”29.
Αυτό δεν σήμαινε, όμως, ότι η φυλή ήταν απλά μια ψευδαίσθηση. Οι φυλετικές θεωρίες αναδύθηκαν για να προσφέρουν μια ηθική δικαιολόγηση των αποικιοκρατικών πολιτικών, και ως εκ τούτου απέκτησαν πραγματικές πολιτικές μορφές που διαιώνιζαν την υποκείμενη σχέση εκμετάλλευσης30. Καλλιεργώντας το μίσος και την μνησικακία μεταξύ των πληθυσμών των εθνών των καταπιεσμένων και των καταπιεστών, η ιδεολογία της φυλής απέτρεψε την ανάδυση μιας ενιαίας παγκόσμιας αμφισβήτησης του ιμπεριαλισμού.
Αυτή η ιδεολογία πήρε μια ιδιαίτερη μορφή στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών, εξαιτίας δύο δημογραφικών παραγόντων. Ο πρώτος ήταν η μετανάστευση. Οι άρτι αφιχθέντες μετανάστες υπόκεινταν σε ιδιαίτερη εκμετάλλευση, ενώ οι ντόπιοι Αμερικάνοι εργάτες απολάμβαναν μεγαλύτερα προνόμια και ήταν οργανωμένοι σε κλειστά σωβινιστικά συντεχνιακά συνδικάτα. Αλλά αυτή η διαφοροποίηση έτεινε να εξαφανιστεί, καθώς οι Ευρωπαίοι μετανάστες ενσωματώνονταν με το πέρασμα των γενεών. Ο δεύτερος παράγοντας ήταν η δουλεία των Αφρικανών, που κατέστησε δυνατό το ρίζωμα της διαφοροποίησης στην αγορά εργασίας σε ορατές φυσικές διαφορές. Γράφει ο Haywood: “Η ιδιάζουσα ιστορική ανάπτυξη του αμερικάνικου καπιταλισμού προσδεμένη, όπως ήταν, με την ανάπτυξη της παραγωγής του βαμβακιού και την αναγκαία χρησιμοποίηση της εργασίας των Νέγρων σκλάβων, συνέβαλε στην πρώιμη ανάπτυξη των φυλετικών θεωριών. Η ηθική επιβολή κυρώσεων στο βάρβαρο σύστημα της δουλείας έκανε αναγκαίο τον αποκλεισμό του Νέγρου σκλάβου από την κατηγορία των ανθρώπων”31.
Καθώς οι μαύροι και οι λευκοί ζούσαν δίπλα-δίπλα στις Ηνωμένες Πολιτείες, χωρίς τις αυστηρές γεωγραφικές, πολιτισμικές και γλωσσολογικές διαιρέσεις που χαρακτήριζαν τις σχέσεις της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας, ο φυλετικός παράγοντας κατέστη κεντρικός πυλώνας της κυρίαρχης ιδεολογίας. Το αμερικανικό έθνος έφτασε να προσδιορίζεται σε όρους της λευκότητας, με την φυσική διαφορά στο χρώμα να υπερβαίνει τις ενδο-ευρωπαϊκές ιεραρχίες ανάμεσα στους μετανάστες, ιεραρχίες που κουβαλούσαν καταπιεσμένες εθνικότητες από την Ιρλανδία, την Νότια Ιταλία και την Ρωσική Αυτοκρατορία.
Δεν αποτελούσε, λοιπόν, έκπληξη ότι μαύρη εθνικιστική αντίδραση του Marcus Garvey32 θα ήταν επίσης ριζωμένη στην φυλετική ιδεολογία. Ακόμα και η ρεφορμιστική θεωρία της φυλετικής ενσωμάτωσης33 ήταν επιρρεπής σε αυτή την παγίδα. Αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα του ρατσισμού σαν ένα ζήτημα προκατάληψης, εξαιτίας του ενστικτώδους μίσους από την πλευτά των λευκών, ανήγαγε ολόκληρη την οικονομική και κοινωνική δομή του ρατσισμού στην ιδεολογική της αναπαράσταση. Η φιλελεύθερη ρεφορμιστική θεωτία ήταν συνεπώς ανίκανη να αναγνωρίσει τον πολιτικό ανταγωνισμό ανάμεσα στην μαύρη αυτοχειραφέτηση και την σκιά της φυτείας – μπορούσε μόνο να δει την εξάλειψη της προκατάληψης, μέσω της εκπαίδευσης και της φιλανθρωπίας.
Οι φαντασιώσεις του Απόσχισης
Για τους μαύρους κομμουνιστές, το κίνημα του Garvey αντιπροσώπευε μια από τα κάτω εναλλακτική στον ρεφορμιστικό “ενσωματισμό”· συντονιζόταν με το εθνικιστικό υπόγειο ρεύμα των μαύρων μαζών, που ο Haywood περιέγραφε ως “ένα αυτόχθον προϊόν, αναδυόμενο από το έδαφος της υπερ-εκμετάλλευσης και καταπίεσης των Μαύρων στις Ηνωμένες Πολιτείες”34. Επειδή οι απόψεις του Garvey35 άνοιξαν έναν δρόμο απόρριψης της λευκής κοινωνίας, όπως αυτή υπήρχε, και όχι μιας συμπερίληψης σε αυτήν, προσέλκυσαν απλούς ανθρώπους από την “καταβαραθρωμένη μαύρη αγροτιά” που είχε μεταναστεύσει πρόσφατα. Προσέλκυσε, όμως, και επιχειρηματίες των γκέττο, που έψαχναν να προστατεύσουν τις “ισχνές αγορές” τους από τις “καταπατήσεις των αρπακτικών λευκών εταιρικών συμφερόντων”. Επειδή αυτό το μαζικό κίνημα συμπεριελάμβανε “διάφορες τάξεις και κοινωνικές ομαδοποιήσεις, με αντικρουόμενα συμφέροντα, τάσεις και κίνητρα, που είχαν συγκεντρωθεί μαζί κάτω από το ενοποιητικό λάβαρο της εθνικής απελευθέρωσης”, είχε έναν θεμελιωδώς αντιφατικό χαρακτήρα36. Ενώ οι απλοί άνθρωποι είδαν το μαύρο εθνικό κράτος ως “την εκπλήρωση την επιθυμιών τους για γη και ελευθερία”, η ηγετική ελίτ επεδίωξε να εγκαθιδρύσει μια “ελεγχόμενη από τους Μαύρους οικονομία” εντός της οποίας θα μπορούσε να “εκμεταλλευτεί τις ίδιες τις μάζες της από τον υπερβάλλοντα ανταγωνισμό του κυρίαρχου λευκού κεφαλαίου”37.
Το κίνημα του Garvey προσπάθησε να επιλύσει αυτές τις αντιθέσεις με μια ιδεολογία της φυλής, και αυτή η ιδεολογία αναπαριστούσε μια οργανωτική προακτική αποσχιτισμού38. Η ουτοπική προβολή της εξόδου στην Αφρική έδωσε στον αποσχιτισμό μια βάση στο φαντασιακό μιας οργανικής κοινότητας που προϋπήρχε της αμερικανικής ιστορίας. Με αυτόν τον τρόπο ο μαύρος αποσχιτισμός αντέστρεψε τη φυλετική ιδεολογία που είχε συνοδεύσει τη λευκή κυριαρχία. Η ιδέα της εθνικής καταπίεσης ήταν μια προσπάθεια εξόδου από αυτό το έλος: η φυλή δεν θα έπρεπε να ληφθεί ως μια προ-δεδομένη κατηγορία, ένα αληθινό, ουσιαστικό γνώρισμα που στη συνέχεια έγινε το αντικείμενο φυλετικής προκατάληψης. Μια θεωρία της φυλετικής καταπίεσης θα έπρεπε να εξηγήσει την συγκρότηση του ίδιου του φαινομένου της φυλής, παρά να προϋποθέσει την ύπαρξή της39.
Γι’ αυτόν τον λόγο ήταν κρίσιμο να μην αναχθεί το πρόβλημα του ρατσισμού σε ένα ζήτημα προκατάληψης, οφειλόμενης στο ενστικτώδες μίσος από την πλευρά των λευκών. Αντίθετα, όταν το ζήτημα της φυλής επανατδιατυπώθηκε στο πλαίσιο της ιστορίας της περιοχής στην οποία αναδύθηκε ο ρατσισμός, ως μια διαφοροποίηση μορφών εργασίας και της δικαιικής τους ελευθερίας, έγινε φανερό ότι η λευκή ανωτερότητα μπορούσε επίσης να ασκήσει τη βία της ενάντια στους λευκούς εργάτες, κτηματίες, κολίγες και μετανάστες των οποίων η εκμετάλλευση ενισχυόταν και αναπαραγόταν από τις επιβιώσεις της δουλείας. Μια ενότητα στο “Negro Liberation”, με τον τίτλο “H Υποβάθμιση των Λευκών” διατυπώνει αυτή τη θέση λεπτομερώς:
Δεν είναι τυχαίο…ότι εκεί που οι Νέγροι καταπιέζονται περισσότερο, εκεί και η θέση των λευκών είναι περισσότερο υποβαθμισμένη. Στοιχεία που ξεθάφτηκαν και δημοσιοποιήθηκαν ευρέως…έχουν ρίξει άπλετο φως στον “παράδεισο” της ρατσιστικής μισαλλοδοξίας κάτω από την γραμμή Mason-Dixon40. Ξεμπροστιάζουν το συγκλονιστικό κόστος της “λευκής ανωτερότητας”, τόσο σε όρους των προτύπων υγείας, διαβίωσης και πολιτισμού για τις μεγάλες μάζες των λευκών στον Νότο. Δείχνουν ότι η “λευκή ανωτερότητα”…είναι συνώνυμη με την πιο ακραία φτώχεια και μιζέρια των λευκών στον Νότο. Δείχνουν ότι το “κρατήστε τους Νέγρους από κάτω” σημαίνει, για ολόκληρο τον Νότο, τον χαμηλότερο μισθό και το χειρότερο επίπεδο ζωής σε εθνικό επίπεδο. Η “λευκή ανωτερότητα” σημαίνει, σε εθνικό επίπεδο, την υψηλότερη αναλογία ενοικιαστών και κολίγων, το μεγαλύτερο ποσοστό παιδικής εργασίας, την πιο ταπεινωτική και διάχυτη εκμετάλλευση των γυναικών, τους χειρότερους δείκτες υγείας και στέγασης, τον υψηλότερο αναλφαβητισμό, το χαμηλότερο επίπεδο συνδικαλιστικής οργάνωσης, και την λιγότερη δημοκρατία41.
Αποδείχτηκε, σαν συνέπεια, ότι η απαίτηση για την αυτοδιάθεση των μαύρων δεν ήταν ένα ιδιαίτερο συμφέρον μιας φυλετικής ομάδας. Όπως γράφει ο Haywood “αντιπροσωπεύει τα βασικά συμφέροντα την φτωχοποιημένης λευκής μειοψηφίας της περιοχής της οποίας η οπισθοδρόμηση και η απελπισία είναι αγκυρωμένες στην καταπίεση των μαζών των Νέγρων, αφού ο μόνος τρόπος να απελευθερωθούν είναι μέσω της ασυμβίβαστης υποστήριξης για πλήρη δικαιώματα στους Νέγρους”42.
Προς την καθαρότητα και την ενότητα
Δεν είναι στις προθέσεις μου να υποστηρίξω, όπως εξακολουθούν, ίσως, ακόμα και σήμερα, να κάνουν κάποια συγκεκριμένα γκρουπούσκουλα, ότι η ανθεκτικότητα της ρατσιστικής βίας και εκμετάλλευσης σήμερα πρέπει να εξηγηθούν ως “εθνική καταπίεση”·ακόμα λιγότερο ότι θα ήταν εύλογη μια έκκληση για ένα μαύρο έθνος στον αμερικανικό Νότο. Ας ανακαλέσουμε, όμως, ότι η κομμουνιστική ανάλυση για το εθνικό ζήτημα κατανοούσε την πάλη για αυτοδιάθεση ως μια επίθεση στα θεμέλια του ιμπεριαλισμού και όχι ως ένα αφηρημένο δικαίωμα μιας οργανικής κοινότητας43. Τα έθνη κατανοούνταν ως ιστορικά συνιστώμενα φαινόμενα, που, μάλλον, συγκροτούσαν μια δοσμένη κοινότητα, παρά ονομάτιζαν μια προϋπάρχουσα. Η υποδούλωση μειονοτήτων, με τη μορφή της εθνικής καταπίεσης, προκάλεσε την ανάγκη να μπορεί κανείς να μιλά τη δική του γλώσσα, να μαθαίνει τη δική του ιστορία στο σχολείο, να μετακινείται ελεύθερα στη γη που γεννήθηκε. Αλλά το δίκαιο αυτών των αιτημάτων δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τον εξορθολογισμό μιας ουσιοκρατικής και αποσχιστικής πολιτικής, σύμφωνα με τις απόψεις του Garvey, που θα απέκοπταν κάθε εθνική κοινότητα από τον αγώνα ενάντια στον κοινό ιμπεριαλιστή εχθρό. Το αίτημα για αυτοδιάθεση έπρεπε να αναληφθεί από μια πολυ-εθνική οργάνωση που θα προσπαθούσε να ξεσηκώσει μια διεθνή επανάσταση.
Θα κάνουμε μια παύση, για μια στιγμή, για να εκτιμήσουμε την πολυπλοκότητα και την λεπτότητα αυτού του επιχειρήματος. Απορρίπτει εντελώς την ιδέα ότι υπάρχει ένα συνεκτικό και εναδικό44 συμφέρον μιας οργανικής μαύρης κοινότητας, επειδή αυτή καθαυτή η ιδέα βασίζεται σε μια αντιστροφή της λευκής σουπρεματιστικής45 ιδεολογίας της φυλής, και επειδή αποκρύπτει την αντικειμενική σύγκρουση ανάμεσα στην πλειοψηφία των μαύρων και την μαύρη ελίτ. Ταυτόχρονα, όμως, απορρίπτει εξίσου έντονα την οικονομίστικη και σοσιαδημοκρατική άποψη πως. προωθώντας τα συμφέροντα την λευκών εργατών, θα λυθεί αυτομάτως και το πρόβλημα της καταπίεσης των μαύρων. Στην πραγματικότητα, ούτε καν τα οικονομικά συμφέροντα των λευκών εργατών δεν μπορούν να αντιπροσωπευθούν έξω από το πλαίσιο της πάλης για την απελευθέρωση των μαύρων. Με τα λόγια του Haywood: “το σύνθημα της αυτοδιάθεσης είναι ένα σύνθημα για ενότητα. Ο επιτακτικός σκοπός του ήταν και είναι ακόμα να ενώσουμε τις εκμεταλλευόμενες μάζες των λευκών και των μαύρων, των εργαζόμενων και καταπιεσμένων λαών κάθε εθνικότητας”.46
Το σχέδιο της χειραφέτησης βρίσκεται έξω από τα όρια της μεταφυσικής “Μαύρης Ριζοσπαστικής Παράδοσης”. Και σίγουρα δεν θα πλησιάσουμε καθόλου πιο κοντά στο σχέδιο αυτό, επικαλούμενοι τον “φυλετικό καπιταλισμό”. Η λέξη “καπιταλισμός” είναι αρκετή από μόνη της για να ονοματίσει τον εχθρό μας· ας τον αντικρίσουμε ευθέως, χωρίς ντροπή ή δισταγμό.
1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://viewpointmag.com/2017/02/12/the-shadow-of-the-plantation/#rf28-7339. O Asad Haider είναι συντάκτης του Viewpoint Magazine.
2 Heide Gerstenberger, “The Political Economy of Capitalist Labor”, Viewpoint 4 (Σεπτέμβριος 2014). Σημειώστε ότι αυτό το σχόλιο ακολουθεί μια επισκόπηση της ανθεκτικότητας του εξω-οικονομικού καταναγκασμού στην Αγγλία και τη Γαλλία – υποδεικνύοντας ότι η ανάλυσή του, που παρήχθη από θεωρητικούς της δουλείας και της αποικιοκρατίας, δεν είναι μια ήσσονος σπουδαιότητας εισαγωγή, αλλά μάλλον έχει οικουμενική σημασία στην θεωρία των καπιταλιστικών εργασιακών καθεστώτων.
3 Για μερικές θεωρητικές συνέπειες αυτού του σημείου δείτε: Sandro Mezzadra, “How Many Histories of Labor? Towards a Theory of Postcolonial Capitalism”, Ιανουάριος 2012, transversal· και Massimiliano Tomba, “Historical Temporalities of Capital: An Anti-Historicist Perspective”, Historical Materialism, 17:4 (2009): σελ. 44-65. Δείτε επίσης Yann Moulier-Boutang: De l’esclavage au salariat: économie historique du salariat bridé (Paris: PUF, 1998), σελ. 89-270.
4 Για μια αξιόλογη ανασκόπηση αυτής της πρόσφατης εμπειρικής βιβλιογραφίας και τα εννοιολογικά της χάσματα, δείτε John Clegg: “Capitalism and Slavery”, Critical Historical Studies (Φθινόπωρο 2015).
5 Harry Haywood: “The Struggle for the Leninist Position on the Negro Question in the United States”, The Communist, Σεπτέμβριος 1933.
6 Δείτε την εξαιρετική εισαγωγή του Erin Gray στο έργο των Harry Haywood and Milton Howard: Lynching: A Weapon of National Oppression, που αναδημοσιεύεται στο Viewpoint.
7 Για μια ζωτικής σημασίας εννοιολογική ανάλυση του εθνικού ζητήματος δείτε Gavin Walker (2011): “Postcoloniality and the National Question in Marxist Historiography”, Interventions: International Journal of Postcolonial Studies, 13:1, σελ. 120-137.
8 Στμ. Black Belt: Περιοχή στις Νότιες ΗΠΑ που ιστορικά συνδέεται με τις καλλιέργειες βαμβακιού και τον πληθυσμό των μαύρων που δούλευαν σε αυτές σαν σκλάβοι. Η ιδέα για πλήρη ανεξαρτησία υιοθετήθηκε επίσης από Αμερικανούς κομμουνιστές ακτιβιστές. Το ΚΚ των ΗΠΑ (CPUSA) ήταν το πρώτο που πρότεινε ότι οι Αφροαμερικανοί στην Μαύρη Ζώνη συγκροτούσαν ένα καταπιεσμένο έθνος και ότι θα έπρεπε να τους επιτραπεί να ψηφίσουν για αυτοδιάθεση, όπως είχε συμβεί με άλλους πληθυσμούς εμτά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο κάτω από τους κανόνες της Κοινωνίας των Εθνών. Μετά από λυσσαλέα αντιπαράθεση στο 6ο Παγκόσμιο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Κομιντέρν) το 1928, το ΚΚ των ΗΠΑ υιοθέτησε επίσημα ένα σχέδιο για την αυτοδιάθεση ενός Αφροαμερικανικού έθνους στην Μαύρη Ζώνη.
9 Cedric Robinson, Black Marxism: The Making of the Black Radical Tradition (Chapel Hill: The University of North Carolina Press, 2000), σελ. 169. Στο βιβλίο του Robinson έχει ασκηθεί κριτική από ένα συγκεκριμένο vantage point ενός συγκεκριμένου Μαρξισμού στο άρθρο του Gregory Meyerson: “Rethinking Black Marxism: Reflections on Cedric Robinson and Others”, Cultural Logic 3:2 (Άνοιξη 2001). Το άρθρο του Meyerson παρέχει μερικές χρήσιμες και ερμηνευτικές διορθωτικές κινήσεις, αν και δεν ακολουθεί την προσέγγιση που εμείς αξιοποιούμε εδώ για να ταυτοποιήσουμε την προβληματική του Robinson.
10 Robinson, Black Marxism, σελ. 308.
11 Στμ. Στο πρωτότυπο: racialism.
12 Robinson, Black Marxism, σελ. 26.
13 Robinson, Black Marxism, σελ. 66.
14 Δείτε: G.W.F Hegel, The Philosophy of History, μετάφραση J. Sibree (New York: The Colonial Press, 1899), 71· Vorlesungen über die Philosophie der Geschichte, εκδ. Eduard Gans (Berlin: Duncker & Humblot, 1848), σελ. 89.
15 Για μια διόρθωση δείτε: Matthieu Renault, “Toward a Counter-Genealogy of Race: On C.L.R. James” και Ferruccio Gambino, “W.E.B. Du Bois and the Proletariat in Black Reconstruction”.
16 Harry Haywood, Negro Liberation (New York: International Publishers, 1948), σελ. 49-60.
17 Haywood, Negro Liberation, σελ. 44.
18 Haywood, Negro Liberation, σελ. 11.
19 Στμ. H φράση “Jim Crow Law” συναντάται ήδη από το 1892 στον τίτλο ενός άρθρου των New York Times σχετικά με τους εκλογικούς νόμους στον αμερικανικό Νότο. Η προέλευση της φράσης έχει συχνά αποδοθεί στο “Jump Jim Crow”, μια καρικατούρα των μαύρων χορευτών και τραγουδιστών, παιγμένη από τον λευκό ηθοποιό Thomas D. Rice βαμμένο μαύρο, που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1832 και χρησιμοποιούνταν για να σατυριστούν οι λαϊκιστικές πολιτικές του Andrew Jackson. Σαν αποτέλεσμα της φήμης του Rice, το όνομα “Jim Crow” είχε φτάσει ήδη από το 1838 να γίνει μια μειωτική έκφραση που σήμαινε “Νέγρος”. Όταν, στα τέλη του 19ου αιώνα, τα νομοθετικά σώματα των πολιτειών του Νότου πέρασαν νόμους φυλετικού διαχωρισμού εις βάρος των μαύρων, αυτοί έγιναν γνωστοί ως “Jim Crow laws”. Αρχικά αποδίδοντας ένα καθεστώς “διαχωρισμού αλλά ισότητας” για τους Αφροαμερικάνους, οι νόμοι αυτοί δημιούργησαν στον Νότο ένα καθεστώς de jure διαχωρισμού που διαρκώς επιδεινωνόταν σε όλους σχεδόν τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Οι νόμοι καταργήθηκαν μόλις το 1965.
20 Στμ. Στο πρωτότυπο: sharecropping. Είναι το σύστημα καλλιέργειας με “μορτή”, δηλαδή με την απόδοση ενός συγκεκριμένου μεριδιου (“μορτή” ή “γεώμορο”) από την παραγωγή ενός κτήματος στον ιδιοκτήτη του. Ο αγρότης που υπόκειται σε αυτό το σύστημα λέγεται στα αγγλικά sharecropper, το οποίο και αποδίδουμε ως κολίγας.
21 Στμ. Στο πρωτότυπο: peonage. H υποδούλωση ή η καταναγκαστική εργασία λόγω/ για την αποπληρωμή χρεών.
22 Haywood, Negro Liberation, σελ. 37.
23 Στμ. Η Μεγάλη Μετανάστευση: στο πρωτότυπο The Great Migration, ήταν η μετακίνηση 6 εκατομμυρίων Αφροαμερικανών από τον αγροτικές περιοχές του Νότυ των ΗΠΑ, στις αστικές Βορειοανατολικές, Μεσοδυτικές και Δυτικές πολιτείες που συνέβη την περίοδο από το 1910 έως το 1970. Μέχρι το 1910, περισσότερο από το 90% του αφροαμερικανικού πληθυσμού ζούσε στον αμερικανικό Νότο. Το 1900, μόνο το ένα πέμπτο των Αφροαμερικανών που ζούσαν στον Νότο ζούσαν σε αστικές περιοχές. Με το τέλος της Μεγάλης Μετανάστευσης, το 53% του πληθυσμού των Αφροαμερικανών παρέμεναν στον Νότο, ενώ το 40% ζούσε στον Βορρά και το 7% στη Δύση και ένα πολύ υψηλό του ποσοστό είχε αστικοποιηθεί. Μέχρι το 1970, περισσότερο από το 80% των Αφροαμερικανών ζούσαν σε πόλεις, και μέχρι το 1960, από τους Αφροαμερικανούς που εξακολουθούσαν να ζουν στον Νότο, οι μισοί ζούσαν σε πόλεις.
24 Haywood, “For a Revolutionary Position on the Negro Question”. Δείτε επίσης Negro Liberation, σελ. 16-20.
25 Haywood, Negro Liberation, σελ. 113-4.
26 Ο όρος (στο πρωτότυπο: “outsiders”, στμ.) ανήκει στον James Boggs, στο βιβλίο του: The American Revolution· δείτε την εισαγωγή του Patrick King στο: “Black Power: A Scientific Concept Whose Time Has Come” in e-flux.
27 Στμ. “Ενάντια στις Αστικο-φιλελεύθερες στρεβλώσεις του Λενινισμού σχετικά με το Ζήτημα των Νέγρων στις ΗΠΑ”.
28 Harry Haywood: “Against Bourgeois-Liberal Distortions of Leninism on the Negro Question in the United States”, The Communist, Αύγουστος 1930.
29 Haywood, “Against Bourgeois-Liberal Distortions”, σελ. 695-6.
30 Haywood, “Against Bourgeois-Liberal Distortions”, σελ. 696.
31 Haywood, “Against Bourgeois-Liberal Distortions”, σελ. 698.
32 Στμ. Marcus Mosiah Garvey, Jr.: πολιτικός ηγέτης από την Τζαμάικα, εκδότης, δημοσιογράφος, επιχειρηματίας, ρήτορας και υποστηρικτής του κινήματος του Παναφρικανισμού, για την επίτευξη του οποίου ίδρυσε την Universal Negro Improvement Association and African Communities League (UNIA-ACL). Ίδρυσε επίσης την “Black Star Line”, ναυτιλιακή επιβατική εταιρεία που προωθούσε την επιστροφή της Αφρικανικής διασποράς στις προγονικές πατρίδες.
33 Στμ. Στο πρωτότυπο integrationism.
34 Haywood, “Black Bolshevik”, σελ. 230.
35 Στμ. Στο πρωτότυπο Garveyism.
36 Δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί ο μαζικός χαρακτήρας του κινήματος του Garvey: υπήρχε ισχυρή υποστήριξη για την “Ενιαία Εταιρεία για την Πρόοδο των Νέγρων” (United Negro Improvement Association) τόσο στις πόλεις όσο και στις αγροτικές περιοχές του Νότου. Η Mary G. Rolinson έχει γράψει μια αξιοσημείωτη έκθεση για την δημοφιλία της UNIA μεταξύ των μαύρων κολίγων στην “Μαύρη Ζώνη” στην διάρκεια της δεκαετίας του 1920, που άφησε μια βαθιά επιρροή σε μεταγενέστερα κινήματα διαμαρτυρίας και εκκλήσεων για αυτoδιάθεση στην περιοχή: “Grassroots Garveyism: The United Negro Improvement Association in the Rural South, 1920-1927” (Chapel Hill, NC: University of North Carolina Press, 2007). Ο Robin D.G. Kelley έχει εξερευνήσει τις συνεχιζόμενες επιδράσεις του μαύρου εθνικισμού, περιλαμβανομένου του κινήματο του Garvey, σε κομμυνιστές ακτιβιστές στο “Afric’s Sons with Banner Red: African-American Communists and the Politics of Culture, 1919-1934”, στο “Imagining Home: Class, Culture, and Nationalism in the African Diaspora”, εκδ. Sidney J. Lemelle και Robin D.G. Kelley (New York: Verso, 1994), σελ. 35-54.
37 Haywood, Black Bolshevik, σελ. 109-110· δείτε επίσης Negro Liberation, σελ. 197-204.
38 Στμ. Στο πρωτότυπο separatism.
39 Δείτε την περιεκτική σύνοψη, σε ένα άλλο πλαίσιο, του Étienne Balibar: “Το αντικείμενο (ο στόχος) του σύγχρονου ευρωπαϊκού ρατσισμού δεν είναι με κανέναν τρόπο απλά οι μαύροι, οι Άραβες ή οι Μουσουλμάνοι, αν και αναμφίβολα αυτοί σηκώνουν το κύριο βάρος. Αυτό το σημείο έχει αξία επιπλέον γιατί μας αναγκάζει, για μια φορά ακόμα, να προχωρήσουμε πέρα από αφηρημένες ερμηνείες με όρους σύγκρουσης ταυτοτήτων ή απόρριψης του Άλλου και της “ετερότητας” καθαυτής – σαν να ήταν η ετερότητα κάτι που συγκροτείται a priori: εξηγήσεις που, στην πραγματικότητα, αναπαράγουν απλά μέρος του ίδιου του ρατσιστικού discourse”. Politics and the Other Scene, μετ. Christine Jones, James Swenson, Chris Turner (New York: Verso, 2002), σελ. 44.
40 Στμ. Γραμμή Mason-Dixon: γεωγραφικά η γραμμή που ορίστηκε, μεταξύ 1763 και 1767, για να διευθετήσει μια συνοριακή διαφορά μεταξύ των πολιτειών της Μασαχουσέτης, της Πενσυλβάνια και του Ντελαγουέαρ στην αποικιακή Αμερική. Στη λαϊκή της χρήση, συμβολίζει ένα πολιτιστικό σύνορο ανάμεσα στον Βορρά και τον Νότο (Dixie). Μετά την κατάργηση της δουλείας από την πολιτεία της Πενσυλβάνια, χρησίμευε ως μια διαχωριστική γραμμή για την νομιμότητα της δουλείας. Διαχωρισμός που δεν εκτεινόταν πέρα από την Πενσυλβάνια γιατί το Ντελαγουέαρ, που τότε ήταν μια πολιτεία στην οποία ίσχυε ακόμα το καθεστώς της δουλείας, εκτεινόταν βόρεια και ανατολικά του συνόρου. Επίσης στα βόρεια και ανατολικά του συνόρου, βρισκόταν το New Jersey, στο οποίο η δουλεία καταργήθηκε τυπικά το 1846, αν και οι πρώην σκλάβοι εξακολουθούσαν να είναι “μαθητευόμενοι” στους αφέντες τους μέχρι και την ψήφιση, το 1865, της 13ης Τροποποίησης στο αμερικανικό Σύνταγμα.
41 Haywood, Negro Liberation, σελ. 66-7.
42 Haywood, Negro Liberation, σελ. 166.
43 Για την θεματική της “κοινότητας” δείτε: Jean-Luc Nancy, The Inoperative Community, εκδ. Peter Connor και μετάφραση Peter Connor, Lisa Garbus, Michael Holland και Simona Sawhney (Minnesota: University of Minnesota Press, 1991)· καθώς και Étienne Balibar: “Citizenship without Community” στο: “We, the People of Europe? Reflections on Transnational Citizenship”, μετάφραση James Swenson (Princeton: Princeton University Press, 2004).
44 Στμ. Στο πρωτότυπο: unitary. Στο πλαίσιο των μαθηματικών, αποδίδεται ως μοναδιαίος/μοναδιακός. Η λέξη “εναδικός” νομίζουμε εκφράζει με τον πιο ικανοποιητικό τρόπο το ταυτόχρονο της ενότητας και της μοναδικότητας που σημαίνει ο αγγλικός όρος.
45Στμ. Στο πρωτότυπo: suprematism, η ιδεολογία της φυλετικής ανωτερότητας.
46 Haywood, Black Bolshevik, σελ. 279.
3 comments
Το αρθρο της Gerstenberger απο το Viewpoint (υποσημείωση 2) υπαρχει και μεταφρασμενο στα ελληνικά εδώ:
http://prolenet.gr/2016/05/15/%ce%b7-%cf%80%ce%bf%ce%bb%ce%b9%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%ae-%ce%bf%ce%b9%ce%ba%ce%bf%ce%bd%ce%bf%ce%bc%ce%af%ce%b1-%cf%84%ce%b7%cf%82-%ce%ba%ce%b1%cf%80%ce%b9%cf%84%ce%b1%ce%bb%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%b9/
Author
πραγματικά το είδα μόλις σήμερα και θα το αναδημοσιεύσουμε! Cheers!
Author
Επίσης υπάρχει και αυτό τηςιδίας: https://2008-2012.net/2017/03/05/class-conflict-competion-state-functions/