από το Agitations1
το κείμενο σε pdf
Επεισόδιο 2 της σειράς που αφιερώνεται στην κριτική της πολιτικής οικονομίας από τον Μαρξ. Το Πρώτο επεισόδιο αφιερώθηκε στις βάσεις της μαρξικής θεωρίας της αξίας, εδώ θα συζητήσουμε την ανάλυση της διαδικασίας της άμεσης παραγωγής. Θα ξεκινήσουμε διακρίνοντας τις δύο όψεις της διαδικασίας της παραγωγής: είναι ταυτόχρονα παραγωγή αξίας (και υπεραξίας) και παραγωγή αξιών χρήσης. Θα μελετήσουμε, μετά, τους δυο τύπους υπεραξίας που αναλύονται από τον Μαρξ: απόλυτη υπεραξία και σχετική υπεραξία. Πριν ξεκινήσουμε, θα πρέπει να κάνουμε μια μικρή διευκρίνηση σχετικά με τον όρο “υπεραξία”: από την πρώτη μετάφραση του Κεφαλαίου στα Γαλλικά έχει χρησιμοποιηθεί ο όρος “plus-value”. Όμως, οι πιο πρόσφατες μεταφράσεις (πάνω στις οποίες βασιζόμαστε κι εμείς) χρησιμοποιούν τον όρο “survaleur”. Αντιπαραθέσεις σχετικά με τη μετάφραση του όρου “Mehrwert” έχουν ενδιαφέρον μόνο για εμμονικούς μαρξιστές· για άλλους, αρκεί να έχουν στο μυαλό τους ότι οι όροι plus-value και survaleur2 είναι δυο όροι που αναφέρονται στην ίδια και την αυτή έννοια στον Μαρξ.
Η διαδικασία της άμεσης παραγωγής
Η διαδικασία της εργασίας και η διαδικασία της παραγωγής αξίας
Δεν είναι παρά από τη ενότητα 2 του πρώτου Τόμου, με τίτλο “Μετασχηματισμός του Χρήματος σε Κεφάλαιο”, και μετά που αναλύεται η έννοια του κεφαλαίου. Αφού έχει μελετήσει τη μορφή που παίρνουν τα προϊόντα της εργασίας, ο Μαρξ οδηγείται στη μελέτη των σχέσεων εκμετάλλευσης που προσιδιάζουν στον καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό.
Αν ο Μαρξ ορίζει την εκμετάλλευση γενικά ως έναν όρο της υπερεργασίας [surtravail], με άλλα λόγια ως μια συνθήκη που επιβάλλεται στους εργάτες για να παράγουν μια ποσότητα πλούτου μεγαλύτερη από αυτή που είναι αναγκαία για την αναπαραγωγή τους, είναι αναγκαίο να διευκρινίσουμε ότι η μορφή που παίρνει αυτή η υπερεργασία ποικίλει ανάλογα με τον κοινωνικό σχηματισμό. Συνεπώς, η υπεραξία είναι η μορφή με την οποία εμφανίζεται η υπερεργασία στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.
Για τον συγγραφέα του Κεφαλαίου, η υπεραξία ή, αλλιώς, ο πλούτος που καταλήγει στα χέρια των καπιταλιστών, δεν μπορεί να προέρχεται από την απλή σφαίρα της ανταλλαγής των εμπορευμάτων, ούτε μπορεί να προέρχεται από μια υποτιθέμενη “παραγωγικότητα των μηχανών”: η μοναδική πηγή της υπεραξίας δεν είναι άλλη από την ανθρώπινη εργασία. Αυτή η υπεραξία συνιστά ένα κλάσμα της αξίας των παραγώμενων προϊόντων. Σ’ αυτό το στάδιο, ο Μαρξ κινητοποιεί εκ νέου τις κατηγορίες της αφηρημένης και συγκεκριμένης εργασίας. Αν η αφηρημένη εργασία, με άλλα λόγια η εργασία που γίνεται κατανοητή ως απλή δαπάνη ανθρώπινης ενέργειας, είναι αυτή που συνιστά την αξία των εμπορευμάτων, η συγκεκριμένη εργασία, στον βαθμό που χρησιμοποιεί τα μέσα παραγωγής για να παράγει αξίες χρήσης, επιτρέπει τη μεταφορά της αξίας από τα μέσα παραγωγής στα παραγώμενα εμπορεύματα. Συνεπώς, η αξία που περιέχεται σε κάθε εμπόρευμα μπορεί να διαιρεθεί σε τρία μέρη:
-
Σταθερό κεφάλαιο: η αξία των μέσων παραγωγής που μεταφέρεται στα εμπορεύματα.
-
Μεταβλητό κεφάλαιο: η αξία που παράγεται από τον εργάτη και αντιστοιχεί στον μισθό που κερδίζει.
-
Υπεραξία: η αξία που παράγεται από τον εργάτη και επιστρέφει στον καπιταλιστή.
Ας πάρουμε ένα παράδειγμα3:
Ένας καπιταλιστής που ειδικεύεται στην κατασκευή ενδυμάτων, επενδύει κεφάλαιο C ύψους 1000 ευρώ στην επιχείρησή του. Στη συνέχεια, από αυτά τα 1000 ευρώ, ένα μέρος χρησιμοποιείται για να πληρωθούν τα μέσα παραγωγής (ραπτομηχανές, υφάσματα, κλωστές κ.λπ.) και το άλλο για να πληρωθούν οι μισθοί. Έτσι έχουμε:
c=800 ευρώ
v=200 ευρώ
C=c+v=1000 ευρώ
όπου: c = σταθερό κεφάλαιο, v = μεταβλητό κεφάλαιο, C = συνολικό κεφάλαιο που προκαταβάλεται από τον καπιταλιστή.
Στο τέλος της εργασιακής διαδικασίας, η αξία που περιέχεται στο σύνολο των υφασμάτων που έχουν παραχθεί είναι 1200 ευρώ. Έτσι ο καπιταλιστής έχει βγάλει μια υπεραξία 200 ευρώ. Μπορούμε, λοιπόν, τότε να χωρίσουμε της αξία των 1200 ευρώ των υφασμάτων χρησιμοποιώντας την εξίσωση C’=c+v+s, όπου C’ είναι το κεφάλαιο που έχει προκύψει στο τέλος της εργασιακής διαδικασίας και s η υπεραξία που παράγεται από την εργατική δύναμη που εμπλέκεται στην διαδικασία της παραγωγής.
Έχουμε λοιπόν:
C’=800+200+200=1200 ευρώ
s=C’–C=200 ευρώ
Ακολουθώντας τη διάκριση ανάμεσα στην συγκεκριμένη και την αφηρημένη εργασία, μπορούμε να πούμε τα εξής δυο ακόλουθα πράγματα για την εργασία του εργάτη:
-
ως αφηρημένη εργασία, παρήγαγε αξία 400 ευρώ (γιατί v+s = 200+200).
-
και ως συγκεκριμένη, μετέφερε στα παραχθέντα υφάσματα τα 800 ευρώ του σταθερού κεφαλαίου που περιέχονταν στα μέσα παραγωγής. Αυτή η μεταφορά πραγματοποιείται μέσω της χρήσης των μηχανών και τον μετασχηματισμό των πρώτων υλών.
Το παράδειγμα που μόλις παρουσιάσαμε θα μας επιτρέψει τώρα να καταλάβουμε την ιδέα του ποσοστού υπεραξίας που αναπτύσσει ο Μαρξ μετά την ανάλυσή του για την εργασιακή διαδικασία και την παραγωγή αξίας. Κατανόηση του ποσοστού υπεραξίας ως ποσοστού εκμετάλλευσης· στην πραγματικότητα, αυτό το ποσοστό είναι ένας δείκτης του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης στον βαθμό που συνίσταται στο να συνδέει την υπεραξία που παράγεται με την αξία της εργατικής δύναμης. Είναι λοιπόν το κλάσμα της υπεραξίας προς το μεταβλητό κεφάλαιο: t = s/v. Αν πάρουμε τις τιμές που δίνονται στο προηγούμενο παράδειγμα, έχουμε λοιπόν το ακόλουθο αποτέλεσμα: t = 200/200 = 1. Μπορούμε, συνεπώς, να πούμε ότι το ποσοστό της υπεραξίας σε σχέση με την αξία της εργατικής δύναμης είναι 100%. Όπως μπορούμε να δούμε, το ποσοστό υπεραξίας είναι για να δείχνει τον βαθμό εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης σε μια δεδομένη περιοχή, σε μια δεδομένη χρονική περίοδο. Συνεπώς, αφού η ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης μεταβάλλεται ανάλογα με τη χώρα, το ποσοστό εκμετάλλευσης συνιστά ένα σημαντικό αναλυτικό εργαλείο για την κατανόηση της ροής του κεφαλαίου μεταξύ των διαφόρων περιοχών του πλανήτη4.
Οι δύο τρόποι απόσπασης υπεραξίας
Έχοντας αναλύσει την εργασιακή διαδικασία και τη διαδικασία αξιοποίησης [παραγωγής αξίας], ο Μαρξ αναλαμβάνει να μελετήσει τις διαφορετικές μεθόδους απόσπασης υπεραξίας, και ταυτοποιεί δύο: την απόσπαση υπεραξίας με έναν απόλυτο τρόπο και την απόσπασή της με έναν σχετικό τρόπο. Η μελέτη των δύο μορφών που παίρνει η υπεραξία (απόλυτη και σχετική) μας οδηγεί να εξηγήσουμε τις δύο έννοιες που μας επιτρέπουν να αναλύσουμε την χρονική διαίρεση της εργάσιμης ημέρας: την έννοια της αναγκαίας εργασίας και αυτή της υπερεργασίας.
Όπως έχουμε δει, η αξία που παράγεται από την εργατική δύναμη παίρνει δυο μορφές, από τη μια τη μορφή του μεταβλητού κεφαλαίου και, από την άλλη, τη μορφή της υπεραξίας. Θυμηθείτε ότι το μεταβλητό κεφάλαιο αντιστοιχεί στην αξία που προκαταβάλεται από τον καπιταλιστή για την αγορά της εργατικής δύναμης. Αγοράζοντας την εργατική δύναμη ενός ατόμου, ο καπιταλιστής είναι στη συνέχεια ελεύθερος να την χρησιμοποιήσει όπως αυτός θεωρεί καλλίτερο. Και μπορεί να κάνει την εργατική αυτή δύναμη να παράγει μια αξία μεγαλύτερη από αυτήν που προκατέβαλε για να τη θέσει στην υπηρεσία του. Είναι, λοιπόν, από αυτή τη διαφορά ανάμεσα στην αξία που προκατέβαλε ο καπιταλιστής σε μισθούς και την αξία που παράγεται από τον εργάτη, που προέρχεται η υπεραξία. Μπορούμε, συνεπώς, να πούμε ότι η εργάσιμη μέρα μοιράζεται σε δυο στιγμές: στην πρώτη, ο εργάτης παράγει μια αξία που αντιστοιχεί στο μεταβλητό κεφάλαιο, με άλλα λόγια στον μισθό του· στη δεύτερη, παράγει μια επιπρόσθετη αξία, την υπεραξία. Στην πρώτη στιγμή, η εργασία του εργάτη παράγει την αξία που είναι απαραίτητη για την αναπαραγωγή της εργατικής του δύναμης· αυτή είναι, λοιπόν, η αναγκαία εργασία. Στη δεύτερη στιγμή, ο εργάτης παράγει μια επιπρόσθετη αξία που δεν επιστρέφει σ’ αυτόν. Είναι υπερεργασία, δηλαδή εργασία που υπερβαίνει την εργασία την αναγκαία για τη διαβίωσή του.
Επομένως, η εργάσιμη ημέρα χωρίζεται σε δύο στιγμές: τη στιγμή της αναγκαίας εργασίας και τη στιγμή της υπερεργασίας. Αυτή η διαίρεση της ημέρας επιτρέπει, έτσι, στον Μαρξ να δείξει τους δύο τρόπους με τους οποίους οι καπιταλιστές μπορούν να αυξήσουν τον βαθμό εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης.
Απόλυτη υπεραξία
Ο πρώτος τρόπος αύξησης του βαθμού εκμετάλλευσης συνίσταται στην επιμήκυνση της εργάσιμης μέρας. Μέσω αυτής της επιμήκυνσης, ο καπιταλιστής μπορεί να αυξήσει την ποσότητα της παραγώμενης υπεραξίας χωρίς να μεταβάλλει την τιμή της εργατικής δύναμης.
Ας πάρουμε το παράδειγμα της κλωστοϋφαντουργίας που δώσαμε παραπάνω. Ας πούμε ότι σ’ αυτή την εταιρεία η εργάσιμη μέρα είναι 8 ώρες. Αν πάρουμε τις τιμές που έχουμε δώσει, πρέπει τότε να πούμε ότι από αυτές τις 8 ώρες δουλειάς, οι πρώτες 4 αφιερώνονται στην παραγωγή του μεταβλητού κεφαλαίου και οι τελευταίες 4 στην παραγωγή υπεραξίας. Ο αναγκαίος χρόνος εργασίας είναι 4 ώρες και ο χρόνος υπερεργασίας είναι επίσης 4 ώρες.
αναγκαία εργασία = 4 ώρες |
υπερεργασία = 4 ώρες |
v= 200 ευρώ |
s= 200 ευρώ |
Ας φανταστούμε, τώρα, ότι ο καπιταλιστής θέλει να αυξήσει την παραγωγή υπεραξίας χωρίς να επηρεάσει τους μισθούς των εργατών του. Σ’ αυτή την περίπτωση, μια λύση μόνο υπάρχει: να επεκτείνει την εργάσιμη μέρα.
Αν αποφασίσει λοιπόν να περάσει από μια εργάσιμη μέρα των 8 ωρών σε μια εργάσιμη μέρα των 10 ωρών, η ποσότητα της απόλυτης υπεραξίας αυξάνεται, αυξάνοντας έτσι και την ίδια την αναλογία του ποσοστού εκμετάλλευσης.
Θα περάσουμε λοιπόν σε μια τέτοια διαμόρφωση:
αναγκαία εργασία = 4 ώρες |
υπερεργασία = 6 ώρες |
v= 200 ευρώ |
s= 300 ευρώ |
Επομένως, αν σε 4 ώρες η παραγόμενη αξία είναι 200 ευρώ, τότε σε 6 ώρες είναι 300 ευρώ. Η αύξηση της εργάσιμης μέρας κατά 2 ώρες αυξάνει συνεπώς την υπεραξία κατά 200 ευρώ. Ο Μαρξ περιγράφει αυτόν τον τρόπο αύξησης της υπεραξίας ως μια αύξηση με απόλυτο τρόπο. Η αύξηση στο απόλυτο ποσό της υπεραξίας έχει, λοιπόν, ως αποτέλεσμα μια αύξηση στον βαθμό εκμετάλλευσης: στην πρώτη διαμόρφωση ο βαθμός εκμετάλλευσης είναι 200/200=1, στην δεύτερη αντιστοιχεί σε 300/200 = 1,5.
Η πρακτική της “υπερωρίας” στην αυτοκινητοβιομηχανία είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα απόσπασης απόλυτης υπεραξίας, όπως δηλώνεται σ’ αυτό το άρθρο της Liberation στις 13 Ιανουαρίου του 2017:
“Υπερωρία, στα Γαλλικά: débordement. Η ιδέα είναι αρκετά απλή, είναι η επέκταση της εργάσιμης μέρας πέρα από την λήξη της. Μ’ αυτόν τον τρόπο, η εταιρεία προσαρμόζει τον εργάσιμο χρόνο στις διακυμάνσεις της αγοράς και κρατά το στοκ της σε ένα ελάχιστο. Μια καινούρια λέξη για μια παλιά ιδέα, αυτήν της διαχείρισης της just-in-time εργασίας”.
Αυτό βλέπουμε ότι αυξάνει τη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας ελαχιστοποιώντας, ταυτόχρονα, τους μισθούς. Ένας εργάτης που δουλεύει 10 ώρες σερί την ημέρα κοστίζει στο αφεντικό λιγότερο από 2 εργάτες που δουλεύουν 5 ώρες ο καθένας.
Ένα άλλο παράδειγμα αύξησης της απόλυτης υπεραξίας, από έναν άλλο παραγωγικό κλάδο, είναι το “Crunch” (ακόμα ένας αγγλισμός) στη βιομηχαναία των βιντεοπαιχνιδιών: αυτή η πρακτική συνίσταται στην επιβολή πάνω στους εργάτες και εργάτριες των βιντεοπαιχνιδιών επιπλέον ωρών εργασίας για την ολοκλήρωση ενός πρότζεκτ σε μια δεδομένη ημερομηνία. Αυτές οι επιπρόσθετες ώρες, που πολύ συχνά δεν πληρώνονται, οδηγούν τους εργαζόμενους σε μια επιχείρηση παραγωγής βιντεοπαιχνιδιών (προγραμματιστές, γραφίστες κλπ.) να δουλεύουν μέχρι 13 ώρες την ημέρα, 7 μέρες την εβδομάδα. Σχετικά μ’ αυτό το ζήτημα θα πρέπει να δει κανείς την ταινία La fabrique du jeu-vidéo από την Game spectrum.
Συμπερασματικά, όταν μιλάμε για απόλυτη υπεραξία,σημαίνει να περιγράφουμε την αύξηση στον βαθμό εκμετάλλευσης που επιτυγχάνεται μέσω της επέκτασης της εργάσιμης μέρας. Η αύξηση, όμως, του βαθμού εκμετάλλευσης μπορεί να γίνει και με μια άλλη μέθοδο. Οι καπιταλιστές μπορούν όντως να τον αυξήσουν χωρίς να επηρεάσουν τη διάρκεια της εργάσιμης μέρας. Ας δούμε από πιο κοντά πώς.
Σχετική υπεραξία
Γενική περιγραφή
Όπως έχουμε δει, η εργάσιμη μέρα χωρίζεται σε δυο στιγμές: από τη μια αυτήν της αναγκαίας εργασίας (ο χρόνος που αφιερώνεται στην παραγωγή αξίας η οποία αντιστοιχεί στο μεταβλητό κεφάλαιο) και από την άλλη αυτήν της υπερεργασίας (χρόνος που αφιερώνεται στην παραγωγή υπεραξίας). Λαμβάνοντας υπόψιν αυτή τη διαμέριση, μπορούμε ήδη να παρατηρήσουμε ότι πέρα από τη δυνατότητα επέκτασης της εργάσιμης μέρας, και συνεπώς απόσπασης απόλυτης υπεραξίας, ο καπιταλιστής μπορεί να μειώσει τον αναγκαίο χρόνο εργασίας, μετατρέποντας, μ’ αυτόν τον τρόπο, μέρος του αναγκαίου χρόνου εργασίας σε χρόνο υπερεργασίας.
‘Ενας καπιταλιστής που έχει στην δούλεψή του τους εργάτες για μια εργάσιμη μέρα των 8 ωρών και μειώνει στο μισό την αξία της εργατικής δύναμης, πηγαίνει από αυτή τη διαμόρφωση:
αναγκαία εργασία = 4 ώρες |
υπερεργασία = 4 ώρες |
V=200 ευρώ |
S=200 ευρώ |
σ’ αυτήν εδώ:
αναγκαία εργασία = 2 ώρες |
υπερεργασία = 6 ώρες |
V=100 ευρώ |
S=300 ευρώ |
Επομένως, ο καπιταλιστής κατάφερε, εδώ, να αυξήσει την υπεραξία κατά 100 ευρώ και, την ίδια στιγμή, να πάει από ένα ποσοστό εκμετάλλευσης 200/200=1 σε ένα ποσοστό 300/100=35. Αυτόν τον τρόπο απόσπασης με τη μείωση του αναγκαίου χρόνου εργασίας ο Μαρξ τον ονομάζει αύξηση της υπεραξίας με έναν σχετικό τρόπο6. Όταν μιλάμε για σχετική υπεραξία σημαίνει να προσδιορίζουμε αυτή την αύξηση υπεραξίας από τη μείωση του χρόνου που είναι αναγκαίος για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, χρόνος εργασίας που αντιπροσωπεύεται από το μεταβλητό κεφάλαιο.
Μένει να τεθεί όμως ένα πρόβλημα: πώς είναι δυνατή μια τέτοια αύξηση της υπεραξίας με τη μείωση της τιμής του μεταβλητού κεφαλαίου; Πράγματι, κάποιος θα μπορούσε, καταρχάς, να θεωρήσει ότι αυτή η μείωση στη μεταβλητό κεφάλαιο, δηλαδή στους μισθούς, δεν μπορεί παρά να έχει σαν αποτέλεσμα την αύξηση της εξαθλίωσης των προλετάριων. Μ’ αυτή την έννοια, αυτή η μείωση δεν θα μπορούσε παρά να έχει, μεταξύ άλλων, σαν συνέπεια την υποκίνηση του προλεταριάτου σε ταραχές και λεηλασίες ώστε να αποκτήσει τα αγαθά που είναι απαραίτητα για την ύπαρξή του. Όμως, τέτοιες ταραχές, αν συμβούν, δεν θέτουν σε αμφισβήτηση τη δυνατότητα του καπιταλιστή για απόσπαση σχετικής υπεραξίας. Γιατί;
Εξήγηση του φαινομένου
Στο πρώτο μέρος αυτής της σειράς, είδαμε ότι η τιμή ενός εμπορεύματος καθορίζεται από τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο για την παραγωγή του. Συνεπώς, η αύξηση στην παραγωγικότητα, που συνδέεται με την εισαγωγή καινούριων μηχανών και νέων παραγωγικών μεθόδων, έχει σαν αποτέλεσμα τη μείωση αυτού του χρόνου και, συνεπώς, ταυτόχρονα, της μοναδιαίας τιμής των εμπορευμάτων που παράγονται. Αν, λοιπόν, η τιμή της εργατικής δύναμης αντιστοιχεί στην τιμή των καταναλωτικών αγαθών που είναι αναγκαία για την αναπαραγωγή της, βλέπουμε αμέσως ότι η αύξηση στην παραγωγικότητα, στον βαθμό που μειώνει τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας για την παραγωγή αυτών των καταναλωτικών αγαθών, μπορεί να μειώσει, κατά την ίδια αναλογία, την τιμή της εργατικής δύναμης χωρίς να επηρεάσει τις βιωτικές συνθήκες των προλετάριων. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα.
Από τα 1200 ευρώ του μισθού ενός προλετάριου, ας δεχτούμε ότι το πρώτο μισό πηγαίνει στο ενοίκιο και το υπόλοιπο μισό στην αγορά καθημερινών καταναλωτικών αγαθών. Ας θεωρήσουμε, στη συνέχεια, ότι αυτά τα 600 ευρώ που πάνε σε διάφορα καθημερινά καταναλωτικά αγαθά κατανέμονται ως εξής:
-
300 ευρώ για φαγητό
-
200 ευρώ για ρουχισμό
-
100 ευρώ για διάφορα προϊόντα
Και ας δεχτούμε, τώρα, ότι η κλωστοϋφαντουργία γενικεύει τη χρήση μιας καινούριας μηχανής που επιτρέπει την αύξηση στο διπλάσιο της παραγωγής υφασμάτων. Αυτή η αύξηση έχει, τότε, ως αποτέλεσμα τη μείωση στο μισό του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου για την παραγωγή κάθε ρούχου. Συνεπώς, αν απαιτούνταν 2 ώρες για την παραγωγή ενός πουκάμισου, τώρα χρειάζεται μόνο μία. Αυτή η αλλαγή έχει σαν αποτέλεσμα τη μείωση στο μισό της αξίας του πουκάμισου.
Με αυτή την αύξηση στην παραγωγικότητα, τα 200 ευρώ αυτού του προλετάριου μπορούν τώρα να πληρώσουν διπλάσιο ποσό για ενδυμασία σε σχέση με πριν. Αυτό θα ήταν, αν μη τι άλλο, το αποτέλεσμα αν, την ίδια στιγμή, ο καπιταλιστής που τον προσέλαβε δεν άρπαζε την ευκαιρία να μειώσει τον μισθό του ώστε η μείωση της τιμής ενός πουκάμισου να μην έχει αποτέλεσμα στην αγοραστική του δύναμη. Ακολουθώντας την αύξηση της παραγωγικότητας στον τομέα της κλωστοϋφαντουργίας, ο μηνιαίος μισθός αυτού του προλετάριου πηγαίνει, λοιπόν, από τα 1200 ευρώ στα 1100 χωρίς να θέτει σε κίνδυνο την αναπαραγωγή της εργατικής του δύναμης. Τα 100 ευρώ διαφορά, που ο προλετάριος εξακολουθεί να παράγει, συνιστούν τώρα μια σχετική υπεραξία7.
Όπως μπορούμε να δούμε, η αύξηση στην υπεραξία με έναν σχετικό τρόπο είναι δυνατή μόνο εξαιτίας της αύξησης στην παραγωγικότητα και συνεπώς της εξέλιξης του εξοπλισμού. Η σχετική υπεραξία αποσπάται στην πραγματικότητα από τη μείωση του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου για την παραγωγή των εμπορευμάτων που μπαίνουν στο καλάθι των καταναλωτικών αγαθών που επιτρέπουν την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης (στο παράδειγμά μας: ρουχισμός, φαγητό κλπ.). Η απόσπαση σχετικής υπεραξίας είναι λοιπόν δυνατή από ένα συγκεκριμένο επίπεδο ανάπτυξης του κεφαλαίου8 και πάνω. Αντιστοιχεί στη στιγμή που το κεφάλαιο παίρνει τον έλεγχο της παραγωγικής διαδικασίας ενσωματωνόμενο σε όλο και πιο πολύπλοκες μηχανές. Για να περιγράψει αυτό το φαινόμενο, ο Μαρξ μιλά σε κάποια κείμενα για την πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο9.
Η εισαγωγή της πληροφορικής στην πλειοψηφία των τομέων της παραγωγής συνιστά ένα μείζον παράδειγμα της ανάπτυξης του εξοπλισμού που είχε σαν αποτέλεσμα μια αύξηση της σχετικής υπεραξίας. Αυξάνοντας την αυτοματοποίηση, διευκολύνοντας τη διαχείριση όλο και μεγαλύτερων ποσοτήτων εμπορευμάτων και διευκολύνοντας τις επικοινωνίες, αυτή η εισαγωγή επέτρεψε μια σημαντική μείωση στον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο παραγωγής μιας πολύ μεγάλης ποσότητας εμπορευμάτων, καθιστώντας δυνατή και μια μείωση του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης.
1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://agitationautonome.com/2019/04/14/marx-et-la-critique-de-leconomie-politique-episode-2.
2 Στμ. Στα ελληνικά θα μπορούσαμε να αποδώσουμε ως “πρόσθετη αξία” (ή προστιθέμενη αξία, που είναι και πιο κοντά στον γερμανικό όρο Mehrwert) και “υπεραξία” αντίστοιχα.
3 Σημειώστε ότι το παράδειγμα που θεωρούμε εδώ και οι τιμές που υποδεικνύουμε δεν αντιστοιχούν σε κάποια συγκεκριμένη πραγματικότητα και χρησιμεύουν μόνο για να προσφέρουν στοιχεία για την κατανόηση της κατανομής της αξίας που περιέχεται στα εμπορεύματα.
4 Κινήσεις που προσπαθείται να εξηγθούν ήδη στο άρθρο “Παγκοσμιοποίηση και προλεταριάτο”: https://agitationautonome.com/2018/06/21/la-mondialisation-et-le-proletariat-partie-1-restructuration-du-capitalisme [στμ. “Παγκοσμιοποίηση και προλεταριάτο (Μέρος 1): η αναδιάρθρωση του καπιταλισμού”, διαθέσιμο εδώ: ].
5 Θυμηθείτε ότι οι αριθμοί αυτοί δίνονται εδώ μόνον ενδεικτικά. Στην πραγματικότητα, ένας τριπλασιασμός του ποσοστού υπεραξίας μοιάζει δύσκολο να επιτευχθεί βραχυπρόθεσμα.
6 Στμ. Σχετικός γιατί ακριβώς έχει να κάνει με την μεταβολή του σχετικού κλάσματος, της αναλογίας αναγκαίας εργασίας και υπερεργασίας: αναγκαίος χρόνος/χρόνος υπερεργασίας (O/Ν) εντός μιας σταθερής διάρκειας συνολικής εργάσιμης μέρας. Φυσικά, και στην περίπτωση της απόλυτης υπεραξίας η αύξηση της αποσπώμενης υπεραξίας πάλι μπορεί να αναχθεί στην αύξηση του ίδιου λόγου Ο/Ν αλλά σε μια μεγαλύτερη συνολικά εργάσιμη μέρα. Οπότε θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο λόγος αυτός Ο/Ν=ρ είναι καθοριστικός για τον βαθμό εκμετάλλευσης (ή ισοδύναμος του λόγου S/V). Μπορεί να αναλυθεί περαιτέρω και φορμαλιστικά.
7 Σ’ αυτό το παράδειγμα απλά εξηγούμε τη μείωση της αξίας της εργατικής δύναμης από τη μείωση της τιμής ενός εμπορεύματος που συμπεριλαμβάνεται στα απαραίτητα αγαθά για την αναπαραγωγή της. Στην πραγματικότητα, η μείωση της αξίας του μεταβλητού κεφαλαίου και η αύξηση της σχετικής υπεραξίας συνδέονται πάντα με μια ανάπτυξη του εξοπλισμού στην πλειοψηφία των κλάδων της παραγωγής.
8 Στμ. Από αυτή την άποψη θα λέγαμε ότι χαρακτηρίζει τις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού – το κέντρο, ενώ στις χώρες της περιφέρειας κυριαρχεί η υπεραξία στην απόλυτη μορφή της με τα εξοντωτικά ωράρια και την εργασία από παιδιά, γυναίκες κλπ. Η περίπτωση της Κίνας δείχνει, ίσως, τον “βέλτιστο” συνδυασμό μεγιστοποίησης της απόσπασης και απόλυτης και σχετικής υπεραξίας (σταδιακά με την εισαγωγή και ανάπτυξη της τεχνολογικής καινοτομίας στο ιδιότυπο αυτό κρατικοκαπιταλιστικό μοντέλο). Στην αναπτυγμένη Δύση η δυσκολία απόσπασης μεγαλύτερης υπεραξίας από την εντατικοποίηση της καινοτομίας και την αύξηση της “παραγωγικότητας” φάνηκε, νομίζουμε, στην παρούσα κρίση οπότε και το κεφάλαιο επέλεξε την άμεση επίθεση στους μισθούς και το κόστος της αναπαραγωγής της ίδιας της εργατικής δύναμης, εξερευνώντας παράλληλα και νέες δυνατότητες απόσπασης απόλυτης υπεραξίας μέσα από την αύξηση του εργάσιμου χρόνου (πχ. αλλαγές στο συνταξιοδοτικό σύστημα). Όλα αυτά βέβαια θέλουν ενδελεχή και επισταμένη διερεύνηση, εδώ εκφράζουμε ένα απλό περίγραμμα κάποιων ιδεών.
9 Είναι ιδιαίτερα στο λεγόμενο “ανέκδοτο” κεφάλαιο του Κεφαλαίου, που ο Μαρξ αναπτύσσει τις ιδέες της “τυπικής” και της “πραγματικής” υπαγωγής.
td p { text-align: center; background: transparent }
td p.western { font-family: “Fira Sans”, sans-serif; font-size: 11pt }
h3 { margin-top: 0.1in; margin-bottom: 0.08in; background: transparent; page-break-after: avoid }
h3.western { font-family: “Fira Sans”, sans-serif; font-size: 13pt; font-style: normal; font-weight: bold }
h3.cjk { font-family: “DejaVu Sans”; font-size: 14pt; font-weight: bold }
h3.ctl { font-family: “FreeSans”; font-size: 14pt; font-weight: demi-bold }
h2 { margin-top: 0.14in; margin-bottom: 0.08in; background: transparent; page-break-after: avoid }
h2.western { font-family: “Fira Sans”, sans-serif; font-size: 13pt; font-style: normal; font-weight: bold }
h2.cjk { font-family: “DejaVu Sans”; font-size: 18pt; font-weight: bold }
h2.ctl { font-family: “FreeSans”; font-size: 18pt; font-weight: demi-bold }
p.sdfootnote-western { margin-left: 0.24in; text-indent: -0.24in; margin-bottom: 0in; direction: inherit; font-family: “Fira Sans”, sans-serif; font-size: 10pt; line-height: 100%; text-align: justify; background: transparent; page-break-before: auto }
p.sdfootnote-cjk { margin-left: 0.24in; text-indent: -0.24in; margin-bottom: 0in; direction: inherit; font-size: 10pt; line-height: 100%; text-align: justify; background: transparent; page-break-before: auto }
p.sdfootnote-ctl { margin-left: 0.24in; text-indent: -0.24in; margin-bottom: 0in; direction: inherit; font-size: 10pt; line-height: 100%; text-align: justify; background: transparent; page-break-before: auto }
blockquote { margin-left: 0.39in; margin-right: 0.39in; direction: inherit; text-align: justify; background: transparent; page-break-before: auto }
blockquote.western { font-family: “Fira Sans”, sans-serif; font-size: 11pt }
blockquote.cjk { font-size: 10pt }
h1 { margin-bottom: 0.08in; background: transparent; page-break-after: avoid }
h1.western { font-family: “Liberation Serif”, serif; font-size: 24pt; font-weight: bold }
h1.cjk { font-family: “DejaVu Sans”; font-size: 24pt; font-weight: bold }
h1.ctl { font-family: “Noto Sans Devanagari”; font-size: 24pt; font-weight: bold }
p { margin-bottom: 0.1in; direction: inherit; line-height: 105%; text-align: justify; background: transparent; page-break-before: auto }
p.western { font-family: “Fira Sans”, sans-serif; font-size: 11pt }
p.cjk { font-size: 10pt }
strong { font-weight: bold }
a:link { color: #000080; so-language: zxx; text-decoration: underline }
em { font-style: italic }
a.sdfootnoteanc { font-size: 57% }