του Matthew Lyons1
το κείμενο σε pdf
Το δοκίμιο του Floris D’Aalst “Πού πάει η Αμερική; Τάξη και Πολιτική στην Εποχή της αμερικάνικης παρακμής”2, καλύπτει μεγάλο έδαφος. Εκτιμώ το ότι η επισκόπησή του για την εκτυλισσόμενη κρίση του αμερικάνικου καπιταλισμού τονίζει τον ρόλο των δεξιών πολιτικών και πολιτισμικών δυνάμεων και ότι διερευνά όχι μόνο πώς αναπτύχθηκαν αυτές οι δυνάμεις αλλά, επίσης, και πώς αυτή η ανάπτυξη συνδέεται με δομικές αλλαγές του καπιταλισμού των ΗΠΑ. Δεν πρόκειται να προσφέρω μια περιεκτική απάντηση στο άρθρο του συνολικά, αλλά θα επικεντρώσω τα σχόλιά μου σε συγκεκριμένα ζητήματα που σχετίζονται με την πολιτική δεξιά στις ΗΠΑ.
Ο D’Aalst ιχνηλατεί την ανάπτυξη “μιας νεοδεξιάς, νεοφασιστικής, αντιπολιτευτικής κουλτούρας” στις Ηνωμένες Πολιτείες. Έχει οπωσδήποτε δίκιο ότι δεξιές πολιτικές δυνάμεις έχουν αυξηθεί πάρα πολύ σε μέγεθος και επιρροή από τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Υπερβάλλει, όμως, δραστικά για την ενότητα αυτών των δυνάμεων, λιαίνοντας μείζονες διαφορές και συγκρούσεις μεταξύ τους, διαστρεβλώνοντας, συνεπώς, και υπεραπλουστεύοντας την πολιτική κστάσταση. Επιδεινώνει το πρόβλημα αυτό με μια πεπλανημένη συζήτηση για τη φυλή που αγνοεί τη συστημική φύση της φυλετικής καταπίεσης και μια σοβαρά ανησυχητική “βουτιά” στην συνωμοσιολογία για την 11η Σεπτεμβρίου.
Στην ανάλυσή του, αυτό που D’Aalst αποκαλεί νεοδεξιά συμπεριλαμβάνει “μια ιεραρχία θεσμών” που ποικίλλει από εταιρικούς δωρητές, εύπορα άτομα και ιδιωτικά ιδρύματα στην κορυφή, δεξαμενές σκέψης, ευαγγελικές εκκλησίες και “’αξιοσέβαστες’ ομάδες που επιχειρούν στο έδαφος της τυπικής αστικής πολιτικής”, μέχρι “νατιβιστές, φασίστες και νεοναζί στον δρόμο”. Με την εξαίρεση των ευαγγελιστών ιερέων (για τους οποίους αναγνωρίζει ότι “λειτουργούν αρκετά αυτόνομα”), ο D’Aalst ισχυρίζεται ότι όλες αυτές οι ομάδες λειτουργούν ενορχηστρωμένα: “Οργανώσεις και γενιές ηγεσιών αλληλοσυνδέονται· στρατηγικές σχεδιάζονται, γενικά, από κοινού· και το ίδιο πολιτικά αυταρχικό, στρατοκρατικό και εθνικιστικό, πατριαρχικό και αχαλίνωτο καπιταλιστικό όραμα ζωογονεί τις απόψεις τους για την αμερικάνικη κοινωνία”. Ο D’Aalst περιγράφει εναλλακτικά το μπλοκ της νεοδεξιάς είτε ως απλά νεο-φασιστικό είτε ωσάν να τείνει όλο και περισσότερο στον νεο-φασισμό.
Πιστεύω ότι είναι λάθος, τόσο αναλυτικά όσο και στρατηγικά, να αντιμετωπίζει κανείς τον φασισμό απλά ως μια πτέρυγα ή ένα σταδιακό καταληκτικό σημείο ενός ευρέος δεξιού συνασπισμού, και ότι είναι καλλίτερο να κρατά τον όρο φασισμό για πολιτικές δυνάμεις που προωθούν και προάγουν μια ριζική ρήξη με το υπάρχον πολιτικό σύστημα3. Αλλά, ακόμα και βάζοντας αυτό στην άκρη, δεν υπάρχει κάποια ένδειξη στην ανάλυση του D’Aalst για τις άγριες διαφωνίες που έχουν διαιρέσει βίαια τη δεξιά στις ΗΠΑ για δεκαετίες, σχετικά με μείζονα ζητήματα όπως η πολιτική για τη φυλή, τον πόλεμο, το εμπόριο, τη μετανάστευση και τον ρόλο του κράτους. Ο συνασπισμός της Νέας Δεξιάς που εξέλεξε τον Ρόναλντ Ρήγκαν πρόεδρο το 1980 δεν περιελάμβανε ποτέ ένα νεοναζιστικό κίνημα (μεγάλο μέρος του οποίου η κυβέρνηση Ρήγκαν κατέστειλε ενεργά) και ο ίδιος αυτός ο συνασπισμός σε μεγάλο βαθμό κατέρρευσε με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και της ενότητας που ο αντικομμουνισμός είχε προσφέρει. Τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και αυτή του 1990, για παράδειγμα, είδαν οξείες συγκρούσεις ανάμεσα σε νεοσυντηρητικούς και σε αυτοαποκαλούμενους παλαιοσυντηρητικούς, οι οποίοι αντιτίθονταν στη μαζική μετανάστευση, το ελεύθερο εμπόριο και στην αύξηση του στρατιωτικού επεμβατισμού των ΗΠΑ στο εξωτερικό. Οι προεκλογικές προεδρικές εκστρατείες του παλαιοσυντηρητικού Pat Buchanan το 1992 και το 1996 προσήλκυσαν αξιόλογη υποστήριξη και οι επιθέσεις του στον “παγκοσμιοποιητισμό” συνηχούν με την πρώτη ανταρσία του κινήματος Patriot4 κατά την ίδια περίοδο5. Πολλά θέματα των παλαιοσυντηρητικών έχουν επανεμφανιστεί με την πολιτική “Πρώτα η Αμερική” του Ντόναλντ Τραμπ, του οποίου η προεκλογική εκστρατεία το 2016 προσήλκυσε ενθουσιώδη υποστήριξη από τους ακροδεξιούς λευκούς εθνικιστές της εναλλακτικής δεξιάς όχι μόνο εξαιτίας του ρατσισμού και του νατιβισμού του Τραμπ αλλά, επίσης, και επειδή γελοιοποίησε και δυσφήμισε συντηρητικούς του κατεστημένου.6
Έχω επιχειρηματολογήσει αλλού ότι από τη δεκαετία του 1990, η ακροδεξιά στις ΗΠΑ υποστήριξε κάποια στοιχεία του νεοφιλελευθερισμού αλλά έχει επίσης αναπτυχθεί σε μεγάλο βαθμό αντιδρώντας σ’ αυτόν: για παράδειγμα, οι χριστιανοί ανοικοδομιστές έχουν γενικά εξάρει την ιδιωτικοποίηση του δημόσιου τομέα, ενώ οι ακτιβιστές του κινήματος Patriot καλούν για την αναίρεση των ρυθμίσεων για το περιβάλλον και έχουν ασπαστεί το ήθος των δικαιωμάτων της ατομικής ιδιοκτησίας ως τον ακρογωνιαίο λίθο της ελευθερίας, ακριβώς όπως οι νεοναζί και άλλοι ρατσιστές προσυπογράφουν την αναίρεση των κοινωνικών προγραμμάτων που ταυτίζονται με τα άτομα μη λευκού χρώματος. Από την άλλη πλευρά, η μετανάστευση μη-ευρωπαϊκών πληθυσμών και οι διεθνείς συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου είναι θεμέλια του νεοφιλελεύθερου συστήματος και πρωταρχικοί στόχοι της οργής της ακροδεξιάς.
Οι ακροδεξιοί έχουν επίσης καταγγείλει την τάση της αμερικάνικης οικονομίας προς την αχαλίνωτη χρηματιστηριακή κερδοσκοπία (μια οργανική συνέπεια των πολιτικών απορρύθμισης των τελευταίων τριών δεκαετιών), τον συστηματικό στρατιωτικό επεμβατισμό στο εξωτερικό των ΗΠΑ, και ακόμα-ακόμα – όταν στοχοποιεί τους λευκούς – την στρατιωτικοποίηση της αστυνομίας. Η αμφιθυμία σχετικά με τον νεοφιλελευθερισμό, όπως και οτιδήποτε άλλο, εκφράζει την αντιφατική σχέση της ακροδεξιάς με τα κατεστημένα συστήματα εξουσίας7.
Ανάλογα, ισχυριζόμενος ότι ο Ντόναλντ Τραμπ “παρέχει ηγεσία” στη νεοδεξιά, ο D’Aalst συσκοτίζει την αντιφατική σχέση του ίδιου του Τραμπ με τον νεοφιλελευθερισμό. Όπως η κυβέρνηση Νίξον στις αρχές της δεκαετίας του 1970 περιελάμβανε τόσο υπερασπιστές όσο και εχθρούς της εξασθένισης του συστήματος του New Deal, έτσι και ο Τραμπ σχημάτισε μια κυβέρνηση “στριμώχνοντας” μαζί νεοφιλελεύθερους και οπαδούς του “Πρώτα η Αμερική”. Η ομάδα του προχώρησε τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα πιέζοντας το ξεχαρβάλωμα των ρυθμίσεων για τη βιομηχανία και το περιβάλλον, ανοίγοντας δημόσιες γαίες σε μεγαλύτερη εκμετάλλευση και κάνοντας το φορολογικό σύστημα ακόμα πιο άνισο απ’ ό,τι πριν. Αλλά στη μετανάστευση, το εμπόριο, την εξωτερική και στρατιωτική πολιτική, ο Τραμπ έχει επανειλημμένα, αν και κάπως απρόβλεπτα, προκαλέσει και υπονομεύσει τις νεοφιλελεύθερες θέσεις.8 Παρ’ όλα αυτά, ο D’Aalst λιαίνει την σύγκρουση αυτή μεταξύ νεοφιλελεύθερων και οπαδών του “Πρώτα η Αμερική”, ισχυριζόμενος, για παράδειγμα, ότι οι αδελφοί Koch υποστηρίζουν τις προστατευτικές και αντιμεταναστευτικές πολιτικές του Τραμπ όταν αληθεύει το ακριβώς αντίθετο9.
Το άρθρο του D’Aalst’s περιλαμβάνει επίσης μια πολύ προβληματική συζήτηση του ζητήματος της φυλής. Αν και αυτό είναι ξεχωριστό από την ενότητα για τη νεοδεξιά, θέλω να το θέσω εδώ επειδή η φυλή είναι κεντρική στις δεξιές πολιτικές στις ΗΠΑ. Ο D’Aalst περιγράφει τη φυλή ως μια “φαντασιακή κοινωνική σχέση” που διαμορφώνεται από “θεσμούς” αλλά είναι ουσιαστικά μια μορφή ψευδούς συνείδησης χωρίς υλικά θεμέλια. Ισχυρίζεται ότι από τη δεκαετία του 1970, οι διαμορφωτές πολιτικής έχουν χρησιμοποιήσει με επιτυχία τα δημόσια σχολεία και τη ποπ κουλτούρα για να ενσταλλάξουν “απο-φυλετικοποιημένες ευαισθησίες” σε πολλά μέλη της “γενιάς της χιλιετίας”. Ισχυρίζεται ότι, γι’ αυτό το κομμάτι της νεολαίας, “τα ζητήματα της ‘λευκότητας’, της ‘φυλής’ και του ‘χρώματος’ απλά δεν έχουν μεγάλη βαρύτητα”. Αυτό που υποδηλώνεται, αν και δεν διατυπώνεται καθαρά, φαίνεται να είναι ότι τα άτομα με “απο-φυλετικοποιημένες ευαισθησίες” μπορούν να λειτουργήσουν εντελώς εκτός των ρατσιστικών κατηγοριών.
Το στοιχείο σε όλα αυτά, με το οποίο συμφωνώ, είναι ότι στη διάρκεια του τελευταίου μισού αιώνα η “αχρωματοψία” έχει σε μεγάλο βαθμό αντικαταστήσει την εκφρασμένη ρατσιστική μισαλλοδοξία στη συνείδηση πολλών λευκών Αμερικανών. Αλλά, όπως σχολιάζει η Lorraine Hansberry στο αντιαποικιοκρατικό έργο της Les Blancs, “δεν έχει νόημα να προσποιούμαστε ότι [η φυλή] δεν υπάρχει – απλά επειδή είναι ένα ψέμα”10. Ο D’Aalst δεν αναγνωρίζει σε κανένα σημείο ότι η ρατσιστική καταπίεση είναι μια συστημική πραγματικότητα στην αμερικανική κοινωνία, βαθιά ριζωμένη σε ένα ολόκληρο δίκτυο θεσμών, πρακτικών και κοινωνικών σχέσεων. Στο πλαίσιο αυτό, η “αχρωματοψία” λειτουργεί ως μια ιδεολογία που αποκρύπτει και, συνεπώς, προστατεύει τη συνεχιζόμενη πραγματικότητα της ρατσιστικής καταπίεσης. Και αυτή η αχρωματοψία δεν περιορίζεται στη “γενιά της χιλιετίας” ή τους ανθρώπους με αριστερές τάσεις. Πολλά τμήματα της αμερικάνικης ακροδεξιάς την έχουν επίσης ασπαστεί, περιλαμβανομένων ομάδων του Πατριωτικού κινήματος όπως οι Oath Keepers, τους περισσότερους χριστιανούς δεξιούς ακόμα και το φασιστικό καλτ δίκτυο του Lyndon LaRouche11. Αυτό είναι κρίσιμο στο να κατανοήσουμε πώς συνεχίζει να εξελίσσεται και να προσαρμόζεται η δεξιά πολιτική.
Ο ίδιος ο D’Aalst μοιάζει να υποχωρεί από το ίδιο το συμπέρασμά του για την “απο-φυλετικοποίηση”, όπως δείχνει το ακόλουθο, εξαιρετικά αμφιλεγόμενο, εδάφιο:
Η “λευκότητα” δεν μπορεί, ούτε και θα εγκαταλειφθεί, απ’ όσους είναι φορείς της. Η επίδρασή της, όμως, θα μειωθεί (όχι κοινωνικά, αλλά ως μια εσωτερική σχέση της εργατικής με τον εαυτό της) με τον χρόνο, όχι τόσο δραματικά όσο θα θέλαμε, παρ’ όλα αυτά θα ελαττωθεί· αυτό θα γίνεται καθώς μεγάλος αριθμός συνειδητά “λευκών” εργατών θα “μεγαλώσουν ηλικιακά” και δεν θα επηρεάζουν πλέον σημαντικά την ταξική σχέση. Ίσως να μην πρόκειται παρά για μια κατεξοχήν ισχυρή αμυντική θέση και μια εύλογη ελπίδα.
Το τελευταίο ζήτημα που θέλω να θέσω είναι η συζήτηση που κάνει ο D’Aalst για τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. Ο D’Aalst ισχυρίζεται, χωρίς να παρέχει οποιαδήποτε τεκμηρίωση ή μαρτυρία, ότι οι αεροπειρατές της Αλ Κάιντα δεν θα μπορούσαν να έχουν πραγματοποιήσει τις επιθέσεις στο World Trade Center, το Πεντάγωνο ή ακόμα και αυτήν με το αεροπλάνο που συνετρίβη κοντά στο Shanksville της Πενσυλβάνια· και ότι αυτές οι επιθέσεις όχι μόνο ενδέχεται αλλά πρέπει να έχουν πραγματοποιηθεί από ένα “αδίστακτο δίκτυο πρακτόρων μέσα από τις υπηρεσίες ασφαλείας, την στρατιωτική επιτελική δομή και τις, βασισμένες στην εκτελεστική εξουσία, μόνιμες γραφειοκρατίες”. Και διακηρύσσει επιπλέον ότι “πίστη στην επίσημη εκδοχή των γεγονότων της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001…είναι ο μύθος της εποχής μας, που δένει την εργατική τάξη με το ‘έθνος’ ‘της’ [και] κανένας επαναστατικός μετασχηματισμός δεν είναι δυνατός αν δεν σπάσουμε τη βάση (μεταξύ άλλων) αυτού του μύθου”.
Διαφωνώ πολύ έντονα με όλους αυτούς τους ισχυρισμούς. Δεν θα αναμασήσω εδώ τα πολλά επιχειρήματα που έχουν προβληθεί για να διαψεύσουν τη θεωρία της “από τα μέσα δουλειάς” για την 11η Σεπτεμβρίου, εκτός από ένα: την απλή αδυνατότητα όλοι αυτοί οι υποτιθέμενοι συνωμότες – όχι μόνο οι κατάσκοποι και γραφειοκράτες, που υποτίθεται σχεδίασαν τις επιθέσεις, αλλά οποιοσδήποτε ενεπλάκη σε όλες τις επίσημες έρευνες – να έχουν μείνει εντελώς σιωπηλοί σχετικά με τον ρόλο τους για δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια.12 Ο ίδιος ο D’Aalst αναγνωρίζει ότι οι επαναστάτες κομμουνιστές έχουν “σοβαρούς λόγους” να μην εμπλακούν με το λεγόμενο κίνημα για “την αλήθεια της 11ης Σεπτεμβρίου”: δηλαδή, την πιθανότητα να έρθουν αντιμέτωποι με “επιχειρήματα για το κατά πόσον η βασίλισσα της Αγγλίας και/ή το Βατικανό, στην επιδίωξη σατανικών τελετουργικών, ελέγχουν τον κόσμο του μεγάλου χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου”. Ένας άλλος παράγοντας, που ο D’Aalst δεν αναφέρει, είναι ότι η “αλήθεια” της 11ης Σεπτεμβρίου έχει γίνει ένα μείζον εργαλείο για δεξιούς αντισημίτες όπως οι Kevin Barrett και Christopher Bollyn για την επανασυσκευασία της ιδεολογίας τους σε αριστερών τάσεων ακροατήρια13. Σ’ αυτό το πλαίσιο, είναι στον D’Aalst που πέφτει το βάρος της απόδειξης να εξηγήσει γιατί η δική του εκδοχή των θεωριών συνωμοσίας για την 11η Σεπτεμβρίου διαφέρει ή είναι καλλίτερη από οποιανδήποτε άλλη. Αλλά δεν στηρίζει τα επιχειρήματά του με οποιονδήποτε τρόπο. Αυτό όχι μόνο υπονομεύει το επιχείρημά του στο συγκεκριμένο σημείο αλλά θέτει σε αμφισβήτηση την συνολική κρίση και αξιοποστία του.
Εκτεταμένο σχόλιο του μεταφραστή. Η ανάδειξη των διαφορών “νεοφιλελεύθερων” και “ακροδεξιών” κομματιών της άρχουσας τάξης και των πολιτικών τους εκφράσεων είναι πολύ ενδιαφέρουσα και υπαρκτή. Νομίζουμε όμως ότι και ο Lyons χάνει κάτι ουσιαστικό με την απολυτοποίησή τους. Πιστεύουμε ότι υπάρχει ένα επίπεδο από το οποίο μπορούμε να δούμε αυτη τη σύγκρουση ως κομμάτι μιας βαθύτερης κίνησης. Είναι κάπως το ίδιο επίπεδο που μας επιτρέπει να δούμε την ενιαία κίνηση του κεφαλαίου πίσω από την υποτιθέμενη σύγκρουση “φιλελευθερισμού” και “νεοφιλελευθερισμού”. Να δούμε πίσω από τις αντιφάσεις αυτές του μίγματος ‘νεοφιλελεύθερων” και “εθνικιστικών οικονομικών και ρατσιστικών” πολιτικών, το όριο του ίδιου του όρου νεοφιλελευθερισμού ως “ειδικής” περιόδου και σταδίου της ανάπτυξης του καπιταλισμού, ως ακραίου “φιλελευθερισμού”, γεγονός που είναι ήδη αντιφατικό καθώς τα χαρακτηριστικά του νεοφιλευθερισμού δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα “ακραίες” εκδοχές και αντίθετα με τις πολιτικές του “φιλελευθερισμού”. Συμφωνούμε γενικά με την κριτική που γίνεται σ’ αυτή την εννοιολόγηση του “νεοφιλελευθερισμού” πχ. από το ρεύμα της κομμουνιστικοποίησης, και άλλων, δηλαδή ότι η ουσία βρίσκεται στην κατανόηση των δομικών αλλαγών που διέρχεται ο καπιταλισμός (και η ταξική σχέση) από τη δεκαετία του 1970 και μετά, οριζόμενη γενικά ως αναδιάρθρωση. Αυτό που αποκαλείται “νεοφιλελευθερισμός” δεν είναι παρά η προσπάθεια του κεφαλαίου να επανακαθορίσει την ταξική σχέση εκμετάλλευσης μετά την έξαρση των ταξικών αγώνων στη δεκαετία του 1960 και τις αλλαγές που οδήγησαν στη συρρίκνωση της κερδοφορίας του. Συνεπώς, η θεώρηση του “νεοφιλελευθερισμού” ως μιας “ιδιαίτερης” φάσης της εξέλιξης του καπιταλισμού, και ιδιαίτερα με την επικέντρωση στον ρόλο του “κερδοσκοπικού” και “μη-παραγωγικού”, δήθεν, χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου συγκαλύπτει την πραγματική δυναμική της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης και γι’ αυτό, όχι τυχαία, τροφοδοτεί διάφορες – δεξιές και αριστερές – εθνολαϊκιστικές τάσεις.
Στο πλαίσιο αυτής της αναδιάρθρωσης βλέπουμε σταδιακά, και ιδιαίτερα με το ξέσπασμα της κρίσης του 2008, να αναδύονται επίσης πτυχές της εντεινόμενης στρατιωτικοποίησης της διαχείρισης των πλεοναζόντων πληθυσμών (στους οποίους πρέπει να δούμε ότι εντάσσονται οι ίδιοι οι μετανάστες αλλά και ντόπια πληβειακά στρώματα) και συνεπώς των “ακροδεξιών” ρατσιστικών τάσεων στις κρατικές πολιτικές που, φαινομενικά αντιφάσκουν με τις “νεοφιλελεύθερες”, αλλά στην πραγματικότητα είναι κομμάτι της ίδιας συνολικής προσπάθειας υπέρβασης της κρίσης από το κεφάλαιο. Εν ολίγοις τα γνωρίσματα του “κράτους εξαίρεσης” είναι οργανική έκφραση του ίδιου του φιλελεύθερου κράτους στην αντιφατική προσπάθεια του κεφαλαίου να ξεπεράσει την κρίση. Δεν πιστεύουμε ότι εκφράζει κάποια ριζική σύγκρουση κομματικών της άρχουσας τάξης, γι’ αυτό και οι αντικρουόμενες αυτές απόψεις συνυπάρχουν στο πλαίσιο της ίδιας κυβέρνησης.
Αυτό που είναι αντιφατικό είναι η αντιφατική κίνηση του ίδιου του κεφαλαίου, που διαπερνά και τις φράξιες του, δηλαδή η αντίφαση μεταξύ της “φυσικής” ροπής για επέκταση, πλήρη απελευθέρωση των ροών εργασίας και κεφαλαίου, και της τάσης επιστροφής σε μια προ κρίσης, περισσότερο “εθνοκεντρική”, κατάσταση πραγμάτων. Οι ακροδεξιές τάσεις, στον βαθμό που δεν θέτουν το ζήτημα της ριζικής αμφισβήτησης του υπάρχοντος συστήματος κατανομής εξουσίας, τέμνονται φυσικά με την “οπισθοδρομική” και “αντιπαγκοσμιοποιητική” φράξια. Κι αυτό συνιστά, αν χρησιμοποιήσουμε και την ανάλυση στο “Τι είναι ο Τραμπ;”, μια ριζική διαφορά με τον φασισμό του μεσοπολέμου: ο φασισμός αυτός ήταν “αναθεωρητικός”, ήθελε μια ριζική αναδιάρθρωση του συστήματος εξουσίας και φυσικά την τελική κυριαρχία. Οι ακροδεξιές τάσεις σήμερα αυτό που θέλουν, προς το παρόν αν μη τι άλλο, είναι μάλλον η διατήρηση του status quo – επιχειρούν κι αυτές να δώσουν μια απάντηση στην κρίση του κεφαλαίου. Σαν μια πρώτη προσέγγιση θα λέγαμε ότι, στην πραγματικότητα, είναι ο ίδιος ο βαθμός ανάπτυξης του κεφαλαίου σ’ αυτό το εξαιρετικά αλληλοδιαπλεκόμενο και παγκόσμιο σύστημα ολοκλήρωσης που παροξύνει τις αντιφάσεις μιας αναδιάταξης του συστήματος ισχύος.
Καθώς το κεφάλαιο “αποεθνικοποιείται” πιέζει το ίδιο το έθνος-κράτος και αφαιρεί το έδαφος κάτω από τα πόδια των επίδοξων εθνικών παγκόσμιων επικυρίαρχων. Θεωρούμε ότι οι εντάσεις του μέλλοντος δεν θα είναι γεωπολιτικές (με την έννοια της αναδιανομής ισχύος μεταξύ εθνών-κρατών) αλλά θα αναδείξουν τον πραγματικό πόλεμο στο υπόβαθρο, τον ταξικό: το πολυεθνικό κεφάλαιο εναντίον του πολυεθνικού προλεταριάτου. Σε μια τέτοια εξέλιξη, πιθανόν να δούμε έναν ριζικό μετασχηματισμό του κεφαλαίου σε μια Δυστοπία, με την ανάδυση ενός ολοκληρωτισμού που θα προσπαθήσει να λύσει το ζήτημα της κυριαρχίας μέσα από μια καινούρια μορφή Τελικής Λύσης, πέρα από τον ίδιο τον ορίζοντα του έθνους-κράτους. Η πρόκληση του μεταφασισμού στον 21ο αιώνα αναδεικνύεται έτσι σε θεμελιώδες ζήτημα για το προλεταριάτο.
1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: http://insurgentnotes.com/2019/02/comments-on-whither-america-by-floris-daalst.
2 Στμ. Floris D’Aalst: “Πού πάει η Αμερική; Τάξη και Πολιτική στην Εποχή της αμερικάνικης παρακμής”, https://inmediasres.espivblogs.net/whither_america.
3 Matthew N. Lyons, “Two Ways of Looking at Fascism”, Socialism and Democracy 47 (vol. 22, no. 2; Ιούλιος 2008): 121–156; Don Hamerquist, “New Stuff From an Old Guy—Part 2”, Three Way Fight (blog), 28 Οκτωβρίου 2018.
4 Στμ. Το Πατριωτικό κίνημα είναι ένα σύνολο ανεξάρτητων, επαρχιακών ως επί το πλείστον εθνικιστικών κινημάτων που υποστηρίζουν το όσο δυνατόν μικρότερο μέγεθος της κυβέρνησης και της παρέμβασής της στα πράγματα. Οι αρχές του ανάγονται για κάποιους πίσω στη δεκαετία του 1950 με θέσεις αντικομμουνιστικές, ενάντια στα Ηνωμένα Έθνη και στο κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων. Μια πτέρυγά του προωθούσε ήδη από τότε τα ζητήμα της “λευκής υπεροχής” και του αντισημιτισμού. Το κίνημα γνώρισε μια μεγάλη άνθηση τη δεκαετία του 1990, αναπτύσσοντας και παραστρατιωτικές ομάδες/πολιτοφυλακές, ενώ δύο μέλη του είναι οι δράστες της βομβιστικής επίθεσης στην Οκλαχόμα το 1995. Στο απώγειό του, το 1996, περιελάμβανε 800 περίπου ξεχωριστές ομάδες. Στα τέλη της δεκαετίας πέρασε σε παρακμή αλλά άρχισε να γνωρίζει και πάλι ανάπτυξη μετά την εκλογή του Ομπάμα το 2008.
5Ι Για την καταστολή των νεοναζί από την κυβέρνηση Ρήγκαν δείτε Leonard Zeskind, Blood and Politics: The History of the White Nationalist Movement from the Margins to the Mainstream (New York: Farrar Straus Giroux, 2009), σελ. 145–147· για τη διάλυση του συνασπισμού της Νέας Δεξιάς, δείτε Matthew N. Lyons, “Business Conflict and Right-Wing movements,” in Unraveling the Right: The New Conservatism in American Thought and Politics, εκδότρια Amy E. Ansell (Boulder, CO: Westview Press, 1998), σελ. 93–97.
6 Matthew N. Lyons, “Ctrl-Alt-Delete: The Origins and Ideology of the Alternative Right”, Political Research Associates, 20 Ιανουαρίου 2017. Στα ελληνικά: “CTRL-ALT-DELETE: Οι απαρχές και η ιδεολογία της “Εναλλακτικής δεξιάς”, https://inmediasres.espivblogs.net/ctrl-alt-delete.
7 Matthew N. Lyons, Insurgent Supremacists: The us Far Right’s Challenge to State and Empire (Oakland, CA: PM Press and Montreal: Kersplebedeb Publishing, 2018), xv.
8 Lyons, Insurgent Supremacists, σελ. 200–205· δείτε επίσης Thomas Ferguson, Paul Jorgensen, και Jie Chen, “Industrial Structure and Party Competition in an Age of Hunger Games: Donald Trump and the 2016 Presidential Election”, Working Paper No. 66, Ιανουάριος 2018, Institute for New Economic Thinking. Ο Ferguson και άλλοι ισχυρίζονται (σελ. 48) ότι ο συνασπισμός επιχειρηματικών συμφερόντων που υποστηρίζουν την κυβέρνηση Τραμπ είναι “εξαιρετικά ασταθής” και “αποτελείται από αρκετά στρώματα επενδυτικών μπλοκ με ελάχιστα κοινά σημεία εκτός από την έντονη απαρέσκειά τους για τις υπάρχουσες μορφές αμερικανικής διακυβέρνησης”.
9 John Verhovek, “Koch network takes aim at ‘protectionism,’ slams Trump administration as ‘divisive’”, ABC News, 29 Ιουλίου 2018· Maggie Severns, “Koch network raps Trump, won’t support House immigration bills”, Politico, 19 Ιουνίου 2018.
10 Lorraine Hansberry, Les Blancs: The Collected Last Plays (New York: Vintage Books, 1994), σελ. 92.
11 Matthew N. Lyons, “Ammon Bundy, the refugee caravan, and Patriot movement race politics”, Three Way Fight, 20 Δεκεμβρίου 2018· Lyons, Insurgent Supremacists, σελ. 87.
12 On the “9/11 Truth movement,” δείτε Dave Thomas, “The 9/11 Truth Movement: The Top Conspiracy Theory, a Decade Later”, Skeptical Inquirer, Ιούλιος/Αύγουστος 2011· Jeremy Stahl, “The Theory vs. the Facts: 9/11 conspiracy theorists responded to refutations by alleging more cover-ups”, Slate, 7 Σεπτεμβρίου 2011.
13 Cloee Cooper, “Kevin Barrett: Repackaging Antisemitism”, Political Research Associates, 23 Οκτωβρίου 2017· Jacob Siegel, “Jew-Hater Christopher Bollyn Brings 9/11 False Flag Act to the Brooklyn Commons”, The Daily Beast, 10 Σεπτεμβρίου 2016.