Αναδημοσίευση από το blog https://2008-2012.net/
Δημοσιεύουμε εδώ το editorial από το δεύτερο τεύχος του ενδιαφέροντος ιταλικού περιοδικού Il Lato Cattivo – elementi di teoria del communismo – το οποίο εκδόθηκε τον Μάιο του 2016. Λόγω της σημασίας του για την κατανόηση της συγκυρίας που διανύουμε, θα μεταφράσουμε και θα εκδώσουμε ολόκληρο το κείμενο/τεύχος το συντομότερο δυνατόν.
Τέσσερα χρόνια μετά την πρώτη έντυπη κυκλοφορία, καταφέρνουμε τελικά να εκδώσουμε το δεύτερο τεύχος του “Il Lato Cattivo”. Όσον αφορά το συνονθύλευμα αφετηριακών σημείων του πρώτου τεύχους, αφήνουμε στον αναγνώστη την προσπάθεια να κατανοήσει ενδελεχώς ποια «πεδία» ακολουθήσαμε και ποια εγκαταλείψαμε ή αφήσαμε σε εκκρεμότητα. Αλλά μια τόσο μακρά σιωπή αξίζει τουλάχιστον ορισμένες εξηγήσεις. Όχι ότι ήταν μια σιωπή απόλυτη ή αδρανής μιας και αφοσιωθήκαμε σε μια έντονη δραστηριότητα έκδοσης και διακίνησης, κυρίως μέσω internet, γραπτών δικών μας ή άλλων σε σχέση με πιο πολλά ζητήματα – βρίσκοντας και τον χρόνο για μερικές δημόσιες συναντήσεις. Αλλά είναι αλήθεια, ωστόσο, ότι υπολογίζαμε να δώσουμε στην έκδοση του περιοδικού έναν εξαμηνιαίο ή τουλάχιστον ετήσιο χαρακτήρα – κάτι που δεν προέκυψε ακριβώς. Η ρουτίνα και οι καθημερινές δυσκολίες δεν εξηγούν τα πάντα.
Ας πούμε, καταρχήν, ότι η περίοδος αμέσως πριν την κρίση του 2008 δημιούργησε, σε μας όπως και σε πολλούς άλλους, προσδοκίες οι οποίες αποκαλύφθηκε ότι ήταν αποτέλεσμα παρανόησης. Αν οι ταραχές στα γαλλικά banlieues το 2005, η οικονομική κατάρρευση του 2008, το ελληνικό κίνημα του δεκέμβρη του ίδιου έτους (για να μείνουμε στα πιο χτυπητά περιστατικά) μπορούσαν να αφήνουν να προεικονίζεται όχι μόνο το γρήγορο βάθεμα του ανταγωνισμού μεταξύ προλεταριάτου και καπιταλιστικής τάξης, αλλά κυρίως η απλοποίηση αυτού του ανταγωνισμού – ό,τι σπέρνεις θα θερίσεις, που λέει και η παροιμία – η συνέχεια δεν ήταν στην πραγματικότητα η ίδια. Όταν πηγαίναμε στο τυπογραφείο, αρχές του 2012, οι «παραλείψεις» ήταν ήδη ορατές, αλλά όχι ακόμα τόσο ξεκάθαρες· σήμερα, έχουν λάβει τεράστιες διαστάσεις και θα ήταν παράδοξο να κάνουμε σαν να μην έχει συμβεί τίποτα. Η αλληλουχία που ξεκίνησε το 2009 με το ιρανικό πράσινο κύμα ήταν πράγματι πολύ πυκνή: Occupy, Indignados, Québec, Αραβική Άνοιξη, Τουρκία, Βραζιλία, Βοσνία μέχρι να φτάσουμε στην πιο πρόσφατη Umbrellas Revolution του Hong Kong· δευτερευόντως (και σε γρήγορη διαδοχή): EuroMaidan και το ξέσπασμα του ρωσο-ουκρανικού πολέμου, τα τέσσερα εκατομμύρια γάλλων που κατέβηκαν στην πλατεία για τη διαδήλωση Je suis Charlie, η νίκη του Σύριζα στην Ελλάδα, η άνοδος των Podemos στην Ισπανία, η «κρίση των μεταναστών», η πιο πρόσφατη εμφάνιση του κινήματος Nuit Debout ξανά στη Γαλλία. Ως προσθήκη: η σύγκρουση ανάμεσα στο Ισλαμικό Κράτος και την αυτοαποκαλούμενη «επανάσταση σε κίνηση» στη Rojava με τη συνακόλουθη επέμβαση της διεθνούς συμμαχίας. Μια αλληλουχία υπερβολικά ετερογενής, έχοντας στο κέντρο μόνο έναν και απρόσμενο πρωταγωνιστή του οποίου το όνομα, για τους «ανατρεπτικούς» του σήμερα, είναι ταμπού: η μεσαία τάξη. Προσοχή: αυτό δεν σημαίνει ότι το προλεταριάτο ζει σε έναν άλλο πλανήτη, το αντίθετο! Οι αγώνες του προλεταριάτου υπάρχουν (υπήρξαν) σίγουρα – στα όρια, στην αφετηρία ή στις χαραμάδες, εξωγενείς ή υποβιβασμένοι στα μετόπισθεν των κολοσσιαίων πολιτικών μορφών: στα εργοστάσια του Port-Said, στα ορυχεία του Donbass, στην περιφέρεια του Λονδίνου ή της Στοκχόλμης, στις βραζιλιάνικες favelas, στα ναυπηγεία του Hong Kong κ.α. Με ένα ακόμη παράδοξο: από τη μια, αυτή η διαδοχή γεγονότων σπάνιας έντασης· από την άλλη, ένας παγκόσμιος καπιταλισμός σε φάση σταθεροποίησης από το 2010 και μετά.
Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα, όπως αυτή εμφανίζεται, θα μπορούσαμε λοιπόν να επιχειρήσουμε να στρέψουμε το βλέμμα αλλού και να πούμε: πολύ κακό για το τίποτα. Να υιοθετήσουμε, επομένως, την αριστοκρατική πόζα των χωρίς ψευδαισθήσεις που τα ξέρουν όλα και που περιμένουν καλύτερες μέρες – λέγοντας στον εαυτό τους ότι, κατά βάθος, από αυτό που συνέβη τίποτα στ’ αλήθεια δεν μας απευθύνει ερωτήματα, τίποτα δεν μας καλεί να κατανοήσουμε. Θα ήταν εύκολο, πράγματι.
Στην άλλη πλευρά, βρίσκονται, κατ’ αντιστροφή, οι ανατρεπτικοί τραγουδιστές των πραγμάτων έτσι όπως είναι. Ένα παράδειγμα από τα πολλά: με αφορμή τις διαδηλώσεις στο Hong Kong το περασμένο φθινόπωρο, ο David Graeber – νέα μηντιακή φιγούρα της hipster και δημο-ελευθεριακής διαμαρτυρίας – επιδόθηκε κατά κόρον σε θριαμβολογίες: «Κάθε φορά που ανακοινώνεται το τέλος του κινήματος Occupy, το βλέπουμε να αναβιώνει σε κάποιο άλλο μέρος: στη Νιγηρία, την Τουρκία, τη Βραζιλία, τη Βοσνία […] Το έτος 2011 στ’ αλήθεια μετασχημάτισε την έννοια της δημοκρατικής επανάστασης […] Όταν οι ιστορικοί το μελετάνε σε βάθος, το συγκρίνουν με το 1848: οι σχεδόν ταυτόχρονες εξεγέρσεις που ξέσπασαν εκείνη την εποχή σε όλο τον κόσμο δεν οδήγησαν πουθενά σε κατάληψη της εξουσίας, αλλά σε κάθε περίπτωση τα έκαναν όλα άνω κάτω». (Le Mouvement Occupy se mondialise στη «Le Monde», 13 Οκτωβρίου 2014). Ο ίδιος Graeber δεν παρέλειψε επίσης να υποστηρίξει τους σκοπούς της «επανάστασης σε κίνηση» στη Rojava. «Το 1937, ο πατέρας μου κατατάσσεται εθελοντής για να πολεμήσει στις Διεθνείς Ταξιαρχίες προς υπεράσπιση της Ισπανικής Δημοκρατίας. […] Οι ισπανοί επαναστάτες ήλπιζαν να πραγματοποιήσουν το όραμα μιας ελεύθερης κοινωνίας, από την οποία ολόκληρος ο κόσμος θα μπορούσε να εμπνευστεί. Αλλά, οι παγκόσμιες δυνάμεις αποφασίζουν πολιτικά υπέρ της «μη επέμβασης» […] αμέσως μετά αφότου ο Χίτλερ και ο Μουσσολίνι, φαινομενικοί υποστηρικτές αυτής της πολιτικής, αρχίζουν να στέλνουν στρατεύματα και όπλα προς υποστήριξη της φασιστικής φράξιας. Το αποτέλεσμα ήταν χρόνια εμφυλίου πολέμου, που τέλειωσαν με το τσάκισμα της επανάστασης και με αυτό που υπήρξε μια από τις πιο αιματηρές σφαγές του αιώνα. […] Δεν είχα πιστέψει ποτέ ότι θα δω, στην πορεία της ζωής μου, το ίδιο πράγμα να συμβαίνει εκ νέου. […] Η αυτόνομη περιφέρεια της Rojava, όπως υπάρχει σήμερα, είναι μια από τις λίγες ακτίνες φωτός – μια ακτίνα φωτός πολύ λαμπερή, για να λέμε την αλήθεια – που αναδύθηκαν από την τραγωδία της συριακής Επανάστασης. […] Αν σήμερα θέλαμε να αποκαταστήσουμε μια παραλληλία με τους δολοφόνους Φαλαγγιστές του Φράνκο, με ποιον άλλο θα μπορούσαμε να το κάνουμε αν όχι με το ISIS; Αν υπάρχει μια αναλογία με τις Mujeres Libres της Ισπανίας, με ποιες θα μπορούσε να υπάρχει αν όχι με τις θαρραλέες γυναίκες που υπερασπίζονται τα οδοφράγματα στο Κομπάνι; Στ’ αλήθεια, ο κόσμος – και αυτή τη φορά, το πιο σκανδαλώδες από όλα, η διεθνής αριστερά – συμπεριφέρεται σαν συνένοχος αφήνοντας την ιστορία να επαναλαμβάνεται;» (Why is the world ignoring revolutionary kurds in Syria?, στον “The Guardian”, 8 Οκτωβρίου 2014). Αφήνουμε στην άκρη, για μια φορά, την αντιπαράθεση: ο Graeber δεν «ωραιοποιεί» καταστάσεις και πιθανόν πιστεύει όλες τις βλακείες που γράφει· απλώς, μιλάει στο όνομα των μεσαίων τάξεων, των οποίων αποτελεί έκφραση, και με τους ίδιους όρους με αυτές. Το γεγονός ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής μπορεί να είναι κάτι παραπάνω από πολιτική και, οριακά, σχέση διανομής ούτε που του περνάει από το μυαλό. Καθένα από τα όρια του κινήματος Occupy και όλου αυτού που – από τα Απέννινα μέχρι τις Άνδεις – του μοιάζει μόνο από μακριά, αποτελεί γι’ αυτόν στοιχείο καινοτομίας και σημάδι ισχύος. Εντούτοις, ο Graeber βρίσκεται στην πρώτη γραμμή μιας καλά δομημένης ομάδας – μεταξύ των μελών της οποίας βρίσκονται και δικοί μας σύντροφοι, πιο κοντινοί και εν γένει πιο διαυγείς (βλ. το δικό μας «Κουρδικό ζήτημα, Ισλαμικό Κράτος, ΗΠΑ και περίχωρα) – η οποία λίγο ενδιαφέρεται για την υπόθεση ότι η επαναστατική ανατροπή των σημερινών κοινωνικών σχέσεων μπορεί και οφείλει να είναι κάτι άλλο από την απλή και θαυματουργή πανταχού παρουσία του Occupy – ή οποιουδήποτε άλλου «κοινωνικού κινήματος» – στον χρόνο και στον χώρο.
Για εμάς σημασία έχει, πρώτα από όλα, να αποφύγουμε και τις δυο στάσεις: δεν μπορείς να διασώσεις μια θεωρητική κατασκευή θυσιάζοντας την πραγματικότητα· αλλά ούτε να αφιερώνεσαι στον καθαρό εγκωμιασμό του παρόντος σε βάρος μιας στέρεης θεωρητικής επισκόπησης. Επιστρέφουμε λοιπόν για πολλοστή φορά στην πηγή – που δεν θα μπορούσε παρά να σημαίνει: στον Μαρξ – με στόχο να φτάσουμε σε μια κατανόηση της τρέχουσας φάσης, η οποία θα ήταν κατά το δυνατόν η πιο διαλεκτική· η οποία, δηλαδή, θα συμπεριελάμβανε στη θετική κατανόηση των πραγμάτων και την αναπόφευκτη δύση τους, την αναγκαία καταστροφή τους. Αυτό που στο πρώτο τεύχος του “Il Lato Cattivo” εμφανίστηκε ως «η εποχή των ταραχών» (διατύπωση που προτάθηκε από την ομάδα/περιοδικό Blaumachen, η οποία έχει πλέον διαλυθεί) προσδιορίζεται ως μια φάση πολιτικών ταραχών, οι οποίες χαρακτηρίζονται από τη διαταξικότητα και την ηγεμονία της τάξης που εκφράζει καλύτερα αυτή τη διαταξικότητα: τη μεσαία τάξη. Και σε αυτό το σημείο θα ήταν εύκολο να προσαρμοστούμε στον «προσωρινό» χαρακτήρα αυτών των δεδομένων, να πούμε απλά: θα περάσει. Αλλά χρειάζεται να είσαι σε θέση να εξηγήσεις γιατί. Με άλλα λόγια: (ας) διαβλέπουμε σε τι θα μπορούσε να συνίσταται το ξεπέρασμα αυτής της φάσης, η αναπόφευκτη δύση της· δείχνουμε, επομένως, ότι η κομμουνιστική επανάσταση δεν είναι μια τεράστια διαδήλωση σε πλατεία ή ένα «κοινωνικό» κίνημα εκτεινόμενο σε παγκόσμια κλίμακα. Σε ένα κείμενο της νεότητας, ο Μαρξ γράφει: «Όσο μερική κι αν είναι μια βιομηχανική εξέγερση, έχει μια καθολική ψυχή· όσο καθολική κι αν είναι μια πολιτική εξέγερση, κρύβει ακόμη και στην πιο κολοσσιαία μορφή της ένα στενόμυαλο πνεύμα»[1]. Για να ξαναπιάσουμε και να επικαιροποιήσουμε αυτή τη διατύπωση ήταν απαραίτητο να τη μεταφέρουμε στη σημερινή σχηματοποίηση του «κοινωνικού ιερογλυφικού»: να εντοπίσουμε τα σημαντικότερα σημεία της «πολιτικής εξέγερσης» και της «βιομηχανικής εξέγερσης», και το όριο που τις χωρίζει· να κατανοήσουμε τη διαδικασία κατά την οποία (σήμερα) η πρώτη απορροφά τη δεύτερη· να φανταστούμε την αντίστροφη διαδικασία – ανατροπή της πράξης! – μέσω της οποίας η δεύτερη θα μπορούσε (αύριο;) να διαλύσει την πρώτη. Ποιο είναι σήμερα αυτό «στενόμυαλο πνεύμα» της «πολιτικής εξέγερσης»; Τι από αυτά αφορά τη «βιομηχανική εξέγερση» και την «καθολική ψυχή» της; Το κείμενο που ακολουθεί – το οποίο είναι επίσης το μόνο κείμενο αυτού του τεύχους – επιχειρεί, ανάμεσα σε άλλα πράγματα, να ανταποκριθεί σε τέτοιες διερευνήσεις.
Σημειώνουμε τέλος ότι, παρότι το γράψιμο αυτών των σελίδων μας κόστισε σε χρόνο και κούραση, λίγα ή τίποτα από αυτά που μπορούν να βρεθούν εκεί αποτελούν «πρωτότυπο» αποτέλεσμα των δικών μας κούφιων μυαλών: αυτά αποτελούν πάνω από όλα σύνοψη των αναρίθμητων συζητήσεων που είχαμε με κοντινούς ή μακρινούς συντρόφους τα τελευταία τέσσερα χρόνια.
[1] Αναφερόμαστε εδώ στο άρθρο Κριτικές σημειώσεις στο περιθώριο πάνω στο άρθρο: «Ο Βασιλιάς της Πρωσίας και η Κοινωνική Μεταρρύθμιση. Από έναν Πρώσο», το οποίο δημοσιεύτηκε στο 63ο τεύχος του περιοδικού «Vorwärts» στις 17 Αυγούστου 1844 και είναι αφιερωμένο στην εξέγερση των υφαντουργών της Σιλεσίας. Θεωρούμε σημαντικό να διευκρινίσουμε ότι η χρήση που κάνουμε στην αντίθεση βιομηχανική εξέγερση/πολιτική εξέγερση παίρνει αποστάσεις σημαντικές και ηθελημένες από τα αρχικά κίνητρα του άρθρου του Μαρξ, τα οποία ήταν προσδεμένα στην ανθρωπιστική προβληματική του «φιλοσοφικού κομμουνισμού» εντός της χεγκελιανής αριστεράς («Αλλά ίσως δεν ξεσπούν όλες οι εξεγέρσεις, χωρίς εξαίρεση, εντός της απεγνωσμένης απομόνωσης του ανθρώπου από την κοινότητα;», ο.π.).