του Adam Weaver1
Πρωτοδημοσιευμένο στο The Northeastern Anarchist #11 την άνοιξη του 2006, το “Especifismo: The Anarchist Praxis of Building Popular Movements and Revolutionary Organization” άνοιξε καινούριους δρόμους ως το πρώτο εισαγωγικό άρθρο στα αγγλικά στην έννοια του Especifismo. Αν και σύντομο και περιορισμένο στη στόχευσή του, έχει έκτοτε γίνει ένα στάνταρ εισαγωγικό κείμενο που έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και χρησιμοποιείται πλέον από λατινοαμερικάνικες πολιτικές οργανώσεις. Το άρθρο βασίζεται σε μια αρχική μετάφραση και ανταλλαγές ανάμεσα στον Βραζιλοαμερικάνο αναρχικό Pedro Ribeiro αλλά από την έκδοσή του έχουν μεταφραστεί και άλλα κείμενα που έχουν βαθύνει και εμπλουτίσει την κατανόηση του Especifismo, τέτοια όπως το θεωρητικό κείμενο, από το 1972, της Αναρχικής Ομοσπονδίας της Ουρουγουάης (Federación Anarquista Uruguaya) “Huerta Grande” και η μπροσούρα (με αρκετά κεφάλαια) “Social Anarchism and Organization” της Αναρχικής Ομοσπονδίας του Ρίο ντε Τζανέιρο (Federação Anarquista do Rio de Janeiro, FARJ).
Σε ολόκληρο τον κόσμο η ανάμειξη των αναρχικών στα μαζικά κινήματα καθώς και η ανάπτυξη συγκεκριμένα αναρχικών οργανώσεων είναι σε άνοδο. Αυτή η τάση βοηθά τον αναρχισμό να ξαναποκτήσει βασιμότητα σαν μια δυναμική πολιτική δύναμη μέσα στα κινήματα, και υπό αυτό το πρίσμα, ο Εspecifismo, μια έννοια που γεννήθηκε πριν από σχεδόν 50 χρόνια από τις εμπειρίες των αναρχικών στη Νότια Αμερική, αποκτά ρεύμα σε παγκόσμιο επίπεδο. Αν και πολλοί αναρχικοί ίσως είναι εξοικειωμένοι με αρκετές από τις ιδέες του Especifismo, θα πρέπει να οριστεί σαν μια πρωτότυπη συνεισφορά στην αναρχική σκέψη και πρακτική.
Η πρώτη οργάνωση που προήγαγε την έννοια του Especifismo – την εποχή εκείνη περισσότερο μια πρακτική παρά μια αναπτυγμένη ιδεολογία – ήταν η Αναρχική Ομοσπονδία της Ουρουγουάης (Federación Anarquista Uruguaya, FAU), που ιδρύθηκε το 1956 από αναρχικούς αγωνιστές που αγκάλιασαν την ιδέα μιας οργάνωσης η οποία ήταν συγκεκριμένα αναρχική. Επιβιώνοντας από τη δικτατορία στην Ουρουγουάη, η FAU αναδύθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1980 για να θεμελιώσει επαφές και να επηρεάσει άλλους αναρχικούς επαναστάτες στη Νότιο Αμερική. Η δουλειά της FAU βοήθησε στην υποστήριξη της ίδρυσης της Federação Anarquista Gaúcha (FAG), της Federação Anarquista Cabocla (FACA) και της Federação Anarquista do Rio de Janeiro (FARJ), στις αντίστοιχες περιοχές της Βραζιλίας καθώς και της αργεντίνικης οργάνωσης Auca (“Επαναστάτης”).
Αν και οι βασικές ιδέες του Especifismo θα εξηγηθούν στη συνέχεια του άρθρου, μπορούν να συνοψιστούν στα εξής τρία σαφή και περιεκτικά σημεία:
-
Την ανάγκη για συγκεκριμένα αναρχικές οργανώσεις, χτισμένες γύρω από την ενότητα ιδεών και πράξης.
-
Την χρήση της συγκεκριμένα αναρχικής οργάνωσης για τη θεωρητικοποίηση και την ανάπτυξη στατηγικής πολιτικής και οργανωτικής δουλειάς.
-
Ενεργή εμπλοκή σε και στην οικοδόμηση αυτόνομων και λαϊκών κοινωνικών κινημάτων, που περιγράφεται ως η διαδικασία της “κοινωνικής εισχώρησης”.
Μια σύντομη ιστορική αναδρομή
Αν και ήρθαν στο προσκήνιο του λατινοαμερικάνικου αναρχισμού μέσα στις λίγες πρόσφατες δεκαετίες, οι εγγενείς ιδέες στον Especifismo αγγίζουν ένα ιστορικό νήμα στο διεθνές αναρχικό κίνημα. Το πιο γνωστό ρεύμα είναι σίγουρα το ρεύμα της Πλατφόρμας, που ξεκίνησε με τη δημοσίευση της “Οργανωτικής Πλατφόρμας για τους Ελευθεριακούς Κομμουνιστές”. Αυτό το κείμενο γράφτηκε το 1926 από το πρώην ηγέτη του αγροτικού στρατού Νέστορ Μάχνο, την Ida Mett2 και άλλους μαχητές της ομάδας Dielo Trouda (Εργατική Υπόθεση), με βάση την ομώνυμη εφημερίδα (Skirda, 192-213). Εξόριστοι της Ρώσικης Επανάστασης, η βασισμένη στο Παρίσι ομάδα Dielo Trouda άσκησε κριτική στο αναρχικό κίνημα γοα την έλλειψη οργάνωσης, που απέτρεψε μια ενορχηστρωμένη απάντηση στις μηχανοραφίες των Μπολσεβίκων για την μετατροπή των σοβιέτ των εργατών σε όργανα μονοκομματικής εξουσίας. Η εναλλακτική που πρότειναν ήταν μια “Γενική Ένωση Αναρχικών” βασισμένη στον Αναρχοκομμουνισμό, η οποία θα πάλευε για “θεωρητική και τακτική ενότητα” και θα εστίαζε στην ταξική πάλη και τα συνδικάτα.
Άλλες παρόμοιες περιπτώσεις ιδεών περιλαμβάνουν τον “Οργανωτικό Δυισμό”, που αναφέρεται σε ιστορικά κείμενα του ιταλικού αναρχικού κινήματος της δεκαετίας του 1920. Οι Ιταλοί αναρχικοί χρησιμοποιούσαν αυτόν τον όρο για να περιγράψουν την εμπλοκή των αναρχικών τόσο ως μελών μιας αναρχικής πολιτικής οργάνωσης όσο και ως μαχητών του εργατικού κινήματος (FdCA). Στην Ισπανία, η ομάδα “Φίλοι του Ντουρούτι” ξεπήδησε σαν μια προσπάθεια αντίστασης στην σταδιακή αντιστροφή της πορείας της Ισπανικής Επανάστασης του 1936 (Guillamon). Στο “Για μια Φρέσκια Επανάσταση” μιμούνται μερικές από τις ιδέες της Πλατφόρμας, κριτικάροντας τον σταδιακό ρεφορμισμό της CNT-FAI και την συνεργασία της με τη Δημοκρατική κυβέρνηση, συμμετοχή που ισχυρίζονται ότι συνέβαλε στην ήττα των αντιφασιστικών και επαναστατικών δυνάμεων. Επίσης οργανώσεις με σημαντική επιρροή στο Κινεζικό αναρχικό κίνημα της δεκαετίας του 1910, όπως η Wuzhengfu-Gongchan Zhuyi Tongshi Che (“Ένωση των Αναρχικών-Κομμουνιστών Συντρόφων”) υποστήριζαν παρόμοιες ιδέες (Krebs). Ενώ αυτά τα διαφορετικά ρεύματα έχουν το καθένα διαφορετικά χαρακτηριστικά που αναπτύχθηκαν από τα κινήματα και τις χώρες από τις οποίες προέρχονται, όλα μοιράζονται ένα κοινό νήμα που διασχίζει κινήματα, εποχές και ηπείρους.
Εξηγώντας περισσότερο τον Especifismo
Οι οπαδοί του Εspecifismo προτάσσουν τρεις κινητήριες δυνάμεις στην πολιτική τους, οι δυο πρώτες εκ των οποίων είναι στο επίπεδο της οργάνωσης. Αναδεικνύοντας την ανάγκη για μια συγκεκριμένα αναρχική οργάνωση χτισμένη γύρω από μια ενότητα ιδεών και πράξης, οι Especifists διατυπώνουν εγγενώς την ένστασή τους στην ιδέα μιας σύνθεσης επαναστατικών οργανώσεων ή πολλαπλών ρευμάτων αναρχικών με μια χαλαρή ενότητα. Χαρακτηρίζουν αυτή τη μορφή οργάνωσης σαν την:
“εναγώνια αναζήτηση της αναγκαίας ενότητας των αναρχικών στο σημείο που η ενότητα προτιμάται με οποιοδήποτε κόστος, μπροστά στον φόβο να διακινδυνέψει θέσεις, ιδέες και προτάσεις μερικές φορές ασυμφιλίωτες. Το αποτέλεσμα αυτού του τύπου ενότητας είναι ελευθεριακές κολλεκτίβες χωρίς τίποτα ιδιαίτερα κοινό εκτός από το να θεωρούν όλοι τον εαυτό τους αναρχικούς” (En La Calle).
Ενώ αυτές οι κριτικές έγιναν αντικείμενο επεξεργασίας από τους Νοτιοαμερικάνους Especifistas, οι εμπειρίες που οι Βορειοαμερικάνοι αναρχικοί έχουν προσφέρει στο ζήτημα της οργανωτικής σύνθεσης είναι της έλλειψης οποιασδήποτε συνοχής εξαιτίας των πολλαπλών, αντιφατικών πολιτικών τάσεων. Συχνά η βασική συμφωνία της ομάδας καταλήγει σε μια ασαφή πολιτική του “ελάχιστου κοινού παρονομαστή”, αφήνοντας ελάχιστο χώρο για ενιαία δράση ή για μια προχωρημένη πολιτική συζήτηση ανάμεσα σε συντρόφους.
Χωρίς μια στρατηγική που να απορρέει από κοινή πολιτική συμφωνία, οι επαναστατικές οργανώσεις είναι δεσμευμένες μια υπόθεση αντιδραστισμού ενάντια στις αδιάλλειπτες εκδηλώσεις της καταπίεσης και της αδικίας και ένας κύκλος άκαρπων δράσεων που επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά, με ελάχιστη ανάλυση ή κατανόηση των συνεπειών τους (Featherstone κ.α.). Επιπλέον, οι Especifistas ασκούν κριτική σ’ αυτές τις τάσεις για το ότι παρακινούνται από αυθορμητισμό και ατομισμό και έλλειψη καθοδήγησης στη σοβαρή, συστηματική δουλειά που χρειάζεται η οικοδόμηση επαναστατικών κινημάτων. Οι λατινοαμερικάνοι επαναστάτες προβάλλουν ότι οργανώσεις που στερούνται προγράμματος
“που αντιστέκονται σε οποιαδήποτε πειθαρχία ανάμεσα στους αγωνιστές, που αρνούνται να “προσδιορίσουν τον εαυτό τους” ή να “ταιριάξουν”…[είναι] απευθείας απόγονοι του αστικού φιλελευθερισμού, [που] αντιδρούν μόνο σε ερεθίσματα, μπαίνουν στον αγώνα μόνο στις στιγμές της αποκορύφωσής του, αρνούμενες να δουλέψουν με συνέχεια, ιδιαίτερα τις στιγμές της σχετικής ηρεμίας ανάμεσα στους αγώνες” (En La Calle).
Συγκεκριμένη έμφαση στην πράξη του Especifismo δίνεται στον ρόλο της αναρχικής οργάνωσης, σχηματισμένης στη βάση μιας κοινής πολιτικής ως ενός χώρου για την ανάπτυξη κοινής στρατηγικής και αναστοχασμού πάνω στην οργανωτική δουλειά της ομάδας. Υποστηριζόμενη από την συλλογική υπευθυνότητα στα σχέδια και τη δουλειά της οργάνωσης, οικοδομείται ανάμεσα στα μέλη και τις ομάδες μια εμπιστοσύνη για μια βαθιά και υψηλού επιπέδου συζήτηση της δράσης τους. Αυτό επιτρέπει στην οργάνωση να δημιουργήσει μια συλλογική ανάλυση, να αναπτύξει άμεσους και μακροπρόθεσμους στόχους και να αναστοχάζεται και να αλλάζει τη δουλειά της με βάση τα μαθήματα που αποκτιούνται και τις περιστάσεις.
Από αυτές τις πρακτικές και από τη βάση των ιδεολογικών τους αρχών, οι επαναστατικές οργανώσεις θα έπρεπε να επιδιώκουν να δημιουργήσουν ένα πρόγραμμα που θα καθορίζει τους βραχυπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους τους και να εργάζονται για τους μακροπρόθεσμους σκοπούς τους:
Το πρόγραμμα πρέπει να προέρχεται από μια αυστηρή ανάλυση της κοινωνίας και της συσχέτισης των δυνάμεων που είναι μέρος της. Θα πρέπει να έχει σαν θεμέλιο την εμπειρία της πάλης των καταπιεσμένων και των προσδοκιών και επιδιώξεών τους και από αυτά τα στοιχεία θα πρέπει να θέτει τους στόχους και τα καθήκοντα που θα πρέπει να ακολουθήσει η επαναστατική οργάνωση ώστε να πετύχει όχι μόνο στον τελικό στόχο της αλλά και στους ενδιάμεσους (En La Calle).
Το τελευταίο, αλλά κομβικό, σημείο στην πρακτική του Especifismo, είναι η ιδέα της “κοινωνικής εισχώρησης” [“social insertion”]. Απορρέει από την πεποίθηση ότι οι καταπιεσμένοι είναι το πιο επαναστατικό κομμάτι της κοινωνίας, και ότι ο σπόρος του μελλοντικού επαναστατικού μετασχηματισμού βρίσκετα ήδη σ’ αυτές τις τάξεις και κοινωνικές ομάδες. Η “κοινωνική εισχώρηση” σημαίνει την συμμετοχή των αναρχικών στους καθημερινούς αγώνες των καταπιεσμένων και εργαζόμενων τάξεων. Δεν σημαίνει να δρα κανείς εντός των μονοθεματικών εκστρατειών υποστήριξης που βασίζονται στη συμμετοχή των αναμενόμενων παραδοσιακών πολιτικών ακτιβιστών, αλλά μάλλον να δρα εντός των κινημάτων εκείνων που θέλουν να καλλιτερέψουν τις ίδιες τις συνθήκες ζωής τους, που συνευρίσκονται όχι πάντα εξαιτίας αποκλειστικά υλικών αναγκών, αλλά και εξαιτίας κοινωνικά και ιστορικά ριζωμένων αναγκών αντίστασης στις επιθέσεις του κράτους και του καπιταλισμού. Αυτά μπορούν να περιλαμβάνουν τ εργατικά κινήματα βάσης, κινήματα των κοινοτήτων των μεταναστών που απαιτούν ένα καθεστώς νομιμοποίησης, οργανώσεις γειτονιάς που αντιστέκονται στη βαρβαρότητα και τις δολοφονίες από την αστυνομία, αγώνες των φοιτητών-εργατών ενάντια στις περικοπές δαπανών και αντίστασης των φτωχών και άνεργων στις εξώσεις και τις διακοπές των δημόσιων υπηρεσιών.
Μέσα από τους καθημερινούς αγώνες, οι καταπιεσμένοι γίνονται μια συνειδητή δύναμη. Η τάξη-καθεαυτή ή μάλλον οι τάξεις-καθεαυτές (ορισμένες πέρα από την αναγωγιστική ταξική οπτική του αστικού βιομηχανικού προλεταριάτου, για να συμπεριλάβουμε όλες τις ομάδες καταπιεσμένων που έχουν ένα υλικό διακύβευμα σε μια καινούρια κοινωνία), φτιάχνουν τη διάθεσή τους, δοκιμάζονται και αναδημιουργούνται μέσα από αυτούς τους καθημερινούς αγώνες για τις άμεσες ανάγκες σε τάξεις-διεαυτές. Με άλλα λόγια, αλλάζουν από κοινωνικές τάξεις και ομάδες που υπάρχουν αντικειμενικά και από το γεγονός των κοινωνικών σχέσεων, σε κοινωνικές δυνάμεις. Συνενούμενες μέσα από οργανικές μεθόδους και πολλές φορές από την ίδια την αυτοοργανωτική συνοχή τους, γίνονται παράγοντες με αυτογνωσία, με επίγνωση της δύναμής τους, της φωνής τους και της εσωτερικής τους νέμεσης: των αρχουσών ελίτ που απέκτησαν τον έλεγχο πάνω στις δομές εξουσίας της σύγχρονης κοινωνικής τάξης.
Παραδείγματα κοινωνικής εισχώρησης που παραθέτει η FAG είναι οι επιτροπές γειτονιάς σε αστικά χωριά (που αποκαλούνται Popular Resistance Committees, Λαϊκές Επιτροπές Αντίστασης), η οικοδόμηση συμμαχιών με απλά μέλη του κινήματος MST των ακτημόνων εργατών στις αγροτικές περιοχές, και ανάμεσα σε συλλέκτες σκουπιδιών και ανακυκλώσιμων υλικών. Εξαιτίας των υψηλών επιπέδων προσωριμής και επισφαλούς απασχόλησης, υποαπασχόλησης και ανεργίας στην Βραζιλία, ένα σημαντικό ποσοστό της εργατικής τάξης δεν επιβιώνει πρωτίστως μέσω της μισθωτής εργασίας αλλά, μάλλον, μέσω δουλειών ανάγκης και της “άτυπης” οικονομίας όπως ευκαιριακή δουλειά στις οικοδομές, πωλήσεις στους δρόμους ή τη συλλογή σκουπιδιών και ανακυκλώσιμων υλικών. Μέσα από αρκετά χρόνια δουλειάς, η FAG έχει οικοδομήσει ισχυρές σχέσεις με τους συλλέκτες σκουπιδιών στις πόλεις, που ονομάζονται catadores. Μέλη της FAG τους έχουν υποστηρίξει στη δημιουργία της δικής τους εθνικής οργάνωσης που εργάζεται για την κινητοποίησή τους σχετικά με τα συμφέροντά τους σε εθνικό επίπεδο και για την συγκέντρωση χρημάτων για το άνοιγμα μιας συλλογικά διαχειριζόμενης επιχείρησης ανακύκλωσης3.
Η ιδέα του Especifismo για τη σχέση των ιδεών με το λαϊκό κίνημα είναι ότι δεν θα πρέπει να επιβάλλεται μέσω μιας ηγεσίας, μέσω μιας “μαζικής γραμμής” ή μέσω των διανοούμενων. Οι αναρχικοί μαχητές δεν πρέπει να προσπαθούν να μετακινήσουν τα κινήματα στο να διακηρύσσουν μια “αναρχική” θέση αλλά πρέπει, αντίθετα, να εργάζονται για την διατήρηση της αναρχικής τους ώθησης· με άλλα λόγια, την φυσική τους τάση για αυτοοργάνωση και μαχητικού αγώνα για τα συμφέροντά τους. Αυτό υποθέτει την προοπτική ότι τα κοινωνικά κινήματα θα φτάσουν στη δική τους λογική δημιουργίας της επανάστασης, όχι όταν φτάσουν απαραίτητα ως ολότητα το σημείο να αυτοπροσδιοριστούν ως “αναρχικοί”, αλλά όταν ως ολότητα (ή τουλάχιστον μια μεγάλη πλειοψηφία) φτάσουν να συνειδητοποιήσουν την ίδια την ισχύ τους και την ασκήσουν στην καθημερινή τους ζωή, με έναν τρόπο που συνειδητά υιοθετεί τις ιδέες του αναρχισμού. Ένας επιπρόσθετος ρόλος των αναρχικών μαχητών μέσα στα κινήματα, σύμφωνα με τους Especifistas, είναι η διαχείριση των ποικίλων πολιτικών ρευμάτων που θα υπάρχουν σ’ αυτά και να πολεμούν ενεργά τα τυχοδιωκτικά στοιχεία της αντίληψης της πρωτοπορείας και των εκλογικών πολιτικών.
Ο Especifismo στο πλαίσιο του νοτιοαμερικάνικου και του δυτικού αναρχισμού
Μέσα στις σημερινές τάσεις του οργανωμένου και επαναστατικού Βορειοαμερικάνικου και Δυτικού αναρχισμού, υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι η έμπνευση και η επιρροή της Πλατφόρμας έχουν την μεγαλύτερη επίδραση στην πρόσφατη άνθιση των ταξικών αναρχικών οργανώσεων σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Πολλοί βλέπουν την Πλατφόρμα σαν ένα ιστορικό ντοκουμέντο που μιλά για τις οργανωτικές αποτυχίες του αναρχισμού στον προηγούμενο αιώνα μέσα στα παγκόσμια επαναστατικά κινήματα και ωθούνται να ορίσουν τον εαυτό τους ως δρώντες εντός τηνς “παράδοσης της Πλατφόρμας”. Με δεδομένο αυτό, τα ρεύματα του Especifismo και την Πλατφόρμας αξίζει να συγκριθούν και να αντιπαρατεθούν.
Οι συγγραφείς της Πλατφόρμας ήταν βετεράνοι παρτιζάνοι της Ρώσικης Επανάστασης. Βοήθησαν στην καθοδήγηση ενός αντάρτικου αγροτών ενάντια στους δυτικοευρωπαϊκούς στρατούς και αργότερα ενάντια στους Μπολσεβίκους στην Ουκρανία, ο λαός της οποίας είχε μια ιστορία ανεξάρτητη από αυτήν της Ρώσικης Αυτοκρατορίας. Οπότε οι συγγραφείς της Πλατφόρμας μίλησαν σίγουρα με βάση μια πλούσια εμπρειρία και το ιστορικό πλαίσιο μιας από τις κυριότερες μάχες της εποχής τους. Αλλά το κείμενο αποτέλεσε μια μικρή πρόοδο μόνο σε σχέση με την πρόταση της ενοποίησης των αναρχικών που συμμετείχαν στην ταξική πάλη, και είναι αξιοσημείωτα σιωπηλό σε σχέση με την ανάλυση ή την κατανόηση των πολυάριθμων κομβικών ερωτημάτων που αντιμετώπιζαν οι επαναστάτες εκείνη την περίοδο, όπως η καταπίεση των γυναικών και η αποκιοκρατία.
Ενώ οι περισσότερες οργανώσεις με αναρχο-κομμουνιστικό προσανατολισμό ισχυρίζονται ότι έχουν επηρεαστεί σήμερα από την Πλατφόρμα, αναδρομικά μπορούμε να δούμε αυτό το κείμενο σαν μια αιχμηρή δήλωση που αναδύθηκε μέσα από τον βάλτο στον οποίο βρέθηκε μεγάλο τμήμα του αναρχισμού μετά τη Ρώσικη Επανάσταση. Ως ένα ιστορικό εγχείρημα. Η πρόταση και βασικές ιδέες της Πλατφόρμας απορρίφθηκαν από τις ατομικιστικές τάσεις στο αναρχικό κίνημα και δεν κατανοήθηκαν σωστά εξαιτίας του γλωσσικού φράγματος όπως ισχυρίζονται κάποιοι (Skirda, 186), ή δεν έφτασαν ποτέ υποστηρικτικά στοιχεία ή οργανώσεις που θα έπρεπε να είχαν ενωθεί γύρω από το κείμενο. Το 1927, η ομάδα της Dielo Trouda φιλοξένησε όντως ένα μικρό διεθνές συνέδριο υποστηρικτών στη Γαλλία, το οποίο όμως διακόπηκε γρήγορα από τις αρχές.
Συγκριτικά με αυτό, η πράξις του Especifismo είναι μια ζωντανή, αναπτυγμένη πρακτική και, δικαιολογημένα, μια πολύ πιο συναφής και σύγχρονη θεωρία, που αναδύεται από 50 χρόνια αναρχικής οργάνωσης. Προερχόμενες από τον νότιο κώνο της Λατινικής Αμερικής, αλλά με την επίδρασή της να διαδίδεται παντού, οι ιδέες του Especifismo δεν πηγάζουν από οποιαδήποτε έκκληση ή ένα μοναδικό κείμενο, αλλά βγαίνουν οργανικά από κινήματα στον παγκόσμιο Νότο που είναι στην πρωτοπορεία του αγώνα ενάντια στον διεθνή καπιταλισμό και θέτουν παραδείγματα για κινήματα σε παγκόσμιο επίπεδο. Σχετικά με την οργάνωση, οι υποστηρικτές του Especifismo καλούν για μια πολύ βαθύτερη βάση της αναρχικής οργάνωσης από την “θεωρητική και τακτική ενότητα” της Πλατφόρμας, καλούν για ένα στρατηγικό πρόγραμμα βασισμένο στην ανάλυση που καθοδηγεί τις πράξεις των επαναστατών. Μας παρέχουν ζωντανά παραδείγματα επαναστατικής οργάνωσης βασισμένης στις ανάγκες για κοινή ανάλυση, μοιραζόμενη θεωρία και σταθερές ρίζες μέσα στα κοινωνικά κινήματα.
Πιστεύω ότι υπάρχουν πολλά στην παράδοση του Especifismo από τα οποία μπορούμε να εμπνευστούμε, όχι μόνο σε μια παγκόσμια κλίμακα αλλά ιδιαίτερα για τους αναρχικούς στη Βόρεια Αμερική που πιστεύουν στην ταξική πάλη και για τους επαναστάτες από διάφορες φυλές στις ΗΠΑ. Ενώ η Πλατφόρμα μπορεί εύκολα να διαβαστεί ότι βλέπει τον ρόλο των αναρχικών στενόφθαλμα και κυρίως εντός των συνδικάτων, ο Especifismo μας δίνει ένα ζωντανό παράδειγμα να προσβλέψουμε και τι οποίο μιλά με περισσότερο νόημα για τη δουλειά μας της οικοδόμησης ενός επαναστατικού κινήματος σήμερα. Λαμβάνοντας όλα αυτά υπόψιν, ελπίζω επίσης ότι το παρόν άρθρο μπορεί να μας βοηθήσει να στοχαστούμε πιο συγκεκριμένα το πώς εμείς σαν κίνημα καθορίζουμε και διαμορφώνουμε τις παραδόσεις και τις επιρροές μας.
Βιβλιογραφία
En La Calle (“Στον Δρόμο”, ανυπόγραφο άρθρο): “La Necesidad de Un Proyecto Propio, Acerca de la importancia del programa en la organizacion polilitica libertaria” αλλιώς “The Necessity of Our Own Project, On the importance of a program in the libertarian political organization” [“Η Αναγκαιότητα του δικού μας Σχεδίου, για τη σημασία ενός προγράμματος στην ελευθεριακή πολιτική οργάνωση”], En La Calle, δημοσιευμένο από την Organización Socialista Libertaria, Argentina, Ιούνιος 2001. Μετάφραση [αγγλική] από τον Pedro Ribeiro, 22 Δεκεμβρίου 2005.
Featherstone, Liza, Doug Henwood και Christian Parenti: “Action Will Be Taken: Left-Wing Anti-Intellectualism and Its Discontents” Lip Magazine 11 Νοεμβρίου 2004, 22 Δεκεμβρίου 2005 .
Guillamon, Agustin: The Friends of Durruti Group: 1937-1939. San Francisco: AK Press, 1996.
Krebs, Edward S.: Shifu, the Soul of Chinese Anarchism, Landham, MD: Rowman & Littlefield, 1998.
Northeastern Anarchist: The Global Influence of Platformism Today της Federation of Northeastern Anarchist Communists (Johannesburg, South Africa: Zabalaza Books, 2003), 24. Συνέντευξη με την ιταλική Federazione dei Comunisti Anarchici (FdCA).
Skirda, Alexandre. Facing the Enemy, A History of Anarchist Organization from Proudhon to May 1968. Oakland, CA, AK Press 2002.
1 Στμ. Η παρούσα μετάφραση είναι από το κείμενο εδώ: http://blackrosefed.org/especifismo-weaver. Υπάρχουν κι άλλες εκδοχές του αγγλικού κειμένου όπως αυτή στο libcom: https://libcom.org/library/especifismo-anarchist-praxis-building-popular-movements-revolutionary-organization-south. Ενώ κάποια πολύ πρόχειρη και αποσπασματική μετάφραση στα ελληνικά είχε δημοσιευτεί εδώ: https://athens.indymedia.org/post/357180.
2 Στμ. Ίντα Μετ: Γεννημένη στη Λευκορωσία συμμετέχει ενεργά στο ρωσικό αναρχικό κίνημα στη Μόσχα, συλλαμβάνεται από τις σοβιετικές αρχές για ανατρεπτικές ενέργειες για να δραπέτευσει λίγο αργότερα. Από τη Ρωσία καταφεύγει στην Πολωνία, αργότερα στο Βερολίνο και τελικά στο Παρίσι (το 1926) όπου ενεργοποιείται με την ομάδα Dielo Trouda συμμετέχοντας στην έκδοση του περιοδικού Dielo Truda. Το 1948 γράφει την “Κομμούνα της Κροστάνδης”, μια ιστορία της εξέγερσης της Κροστάνδης. Δημοσιευμένο από τον εκδοτικό οίκο Spartacus, το βιβλίο συμβάλλει στην αναζωπύρωση της αντιπαράθεσης σχετικά με τα γεγονότα. Το 1968 γράφει το βιβλίο The Russian Peasant in the Revolution and Post Revolution και ενώ έχει συνεισφέρει και σε αρκετές διεθνείς περιοδικές εκδόσεις.
3 Eduardo: Γραμματέας, εκείνη την εποχή, Εξωτερικών Σχέσεων της Βραζιλιάνικης FAG. “Saudacoes Libertarias dos E.U.A” [“Ελευθεριακά Χαιρετίσματα στις ΗΠΑ”], e-mail στον Pedro Ribeiro, 25 Ιουνίου 2004.