Αναδημοσιεύουμε εδώ την τοποθέτηση συντρόφων σε εκδήλωση (Λαμπηδόνα, 11/7) για το BRExit και τις εξελίξεις στην Ε.Ε
* Στην Αριστερά αυτή υπάρχουν φυσικά συντρόφισσες και σύντροφοι που, αν και εξακολουθούν να τοποθετούνται με όρους πολιτικής γεωγραφίας σε αυτήν, προσπαθούν να μιλούν με όρους αγώνα από την πλευρά της τάξης και του προλεταριάτου.
Εδώ και κάμποσο καιρό, κι ενώ ο μονομερής ταξικός πόλεμος των αφεντικών συνεχίζεται, κλιμακώνεται και βαθαίνει, με τις ήττες για το προλεταριάτο να σωρεύονται σε όλη την Ευρώπη, και ακόμα περισσότερο στην Ελλάδα (που από το 2007 μέχρι το 2012 είχαμε έναν κύκλο έντονων ταξικών αντιπαραθέσεων), οι δημοσιολόγοι της ελληνικής Αριστεράς επιδεικνύουν μια ιδιαίτερη έφεση στο να ανακαλύπτουν και να επικαλούνται ελπιδοφόρους «πολιτικούς σεισμούς». Διόλου τυχαία, αυτή η έφεση συνοδεύεται από την τάση να αποσιωπούνται, να απωθούνται ή (στην καλύτερη περίπτωση) να υποτιμούνται οι εξεγερσιακές εκδηλώσεις της προλεταριακής εναντίωσης που έχουν σημαδέψει ανεξίτηλα την πρόσφατη κοινωνική ιστορία. Όπως πάντα, το βλέμμα πέφτει επιλεκτικά στα δυνητικά αντικείμενά του: κανείς βλέπει κάτι ή αποφεύγει να δει κάτι, αναλόγως με το πού αποβλέπει.
Τον Δεκέμβρη του 2008, όταν το αόρατο προλεταριάτο, με και χωρίς χαρτιά, εμφανίστηκε ως μια σκοτεινή αλλά πολύ πραγματική κοινωνική δύναμη σε κάθε πόλη της Ελλάδας αμφισβητώντας την κοινωνική κανονικότητα, οι αρθρογράφοι, πανελίστες και πολιτευτές της ελληνικής Αριστεράς δεν έβλεπαν παρά «νεανικές εκρήξεις», πολιτικά ασήμαντες αν δεν επιστεγάζονταν από έναν «Δεκέμβρη των [σ.σ. ορατών και ελλήνων] εργαζόμενων» ή από την ανάδυση μιας «προγραμματικά αξιόπιστης» και «ηγεμονικής» Αριστεράς. Τον Ιούλη του 2015, αντίθετα, όταν ο Βαρουφάκης και ο Τσίπρας διαπραγματεύονταν σκληρά με τους ευρωπαίους ομολόγους τους για το καλύτερο σενάριο διάσωσης των ελληνικών αφεντικών (που για τους πρώτους, μεταξύ άλλων, σήμαινε τη διατήρηση της φορολογικής ασυλίας των ελλήνων εφοπλιστών), κι ενώ σε επίπεδο ταξικής πάλης τα ελληνικά αφεντικά είχαν καταφέρει να κλείσουν, χωρίς να συναντούν παρά ελάχιστες αντιστάσεις, δύο χρόνια άτυπης στάσης πληρωμών προς τους εργάτες τους, οι ίδιοι άνθρωποι έβλεπαν τρομακτικές δονήσεις που θα άλλαζαν τάχα το πρόσωπο αυτής της χώρας.
Τον Αύγουστο του 2011, όταν το αόρατο προλεταριάτο στη Βρετανία, πάλι με αφορμή ένα περιστατικό θανατηφόρας κατασταλτικής βίας, βγήκε στους δρόμους για να εκφράσει βίαια τη διάθεση του να πάψει να ζει υπό αστυνομική επιτήρηση μέσα σε ένα ασφυκτικό σύμπαν από αστραφτερά καταναλωτικά σκατά, οι εγχώριες αριστερές συζητήσεις ήταν αρκετά απορροφημένες από το ζήτημα της αποκατάστασης της «εθνικής κυριαρχίας», την οποία τα Μνημόνια τάχα είχαν καταλύσει, και των ευεργετικών ή μη (για ποιους άραγε; Μα, ασφαλώς, για την ελληνική εθνική οικονομία…) επιπτώσεων της επαναφοράς του εθνικού νομίσματος για να ασχοληθούν, έστω και λίγο στα σοβαρά, με όσα συνέβαιναν στις βρετανικές πόλεις. Τον Ιούλιο του 2016, όμως, όταν η δεξιά των Βρετανών Συντηρητικών και ένας διαταξικός συρφετός από ακραίους νεοφιλελεύθερους, ξενόφοβους, ρατσιστές και φασίστες επέβαλε δημοψήφισμα για την έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ και το κέρδισε, τα ρολόγια στην ελληνική Αριστερά για άλλη μια φορά σταμάτησαν. Χωρίς χρονοτριβή, οργανώθηκαν δημόσιες πανηγυρικές εκδηλώσεις, γράφηκαν δεκάδες λιγότερο ή περισσότερο ντροπαλοί διθύραμβοι, εξαγγέλθηκε ξανά το επικείμενο τέλος του απόλυτου (στα μάτια των ελληναριστερών) Κακού, δηλαδή της ελεγχόμενης από τους Γερμανούς ΕΕ, ενός Κακού απ’ ό,τι φαίνεται πολύ χειρότερου από το ελληνικό κεφάλαιο, για να μην πούμε κουβέντα για το ελληνικό κράτος.
Σε μια τέτοια πανηγυρική εκδήλωση, ένας από τους πιο σεσημασμένους δημοσιολόγους της ελληνικής Αριστεράς, ο κ. Κουβελάκης ξεκίνησε την ομιλία του, με τον εύγλωττο τίτλο «Νέος γύρος στην Ευρώπη» (ιστότοπος Iskra, 10/7/16), ομολογώντας ότι «η καμπάνια του Brexit ηγεμονεύτηκε από αντιδραστικές, ξενοφοβικές έως και ανοιχτά ρατσιστικές δυνάμεις». Ο συγκεκριμένος ειδήμων επί της πολιτικής στρατηγικής, που μέχρι προχθές είχε εναποθέσει τις ελπίδες του για «νέους γύρους στην Ευρώπη», και μας καλούσε να εναποθέσουμε και τις δικές μας, σε μια αριστερο-ακροδεξιά κυβέρνηση, όπως ήταν η πρώτη κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου, δεν αμέλησε να προσθέσει ότι το γεγονός αυτό «επιφέρει μια σειρά από αρνητικές επιπτώσεις, που αποτυπώνονται στο κλίμα σύγχυσης που επικρατεί σήμερα στην βρετανική κοινωνία, και ειδικότερα στην Αριστερά, χωρίς να ξεχνάμε την παρατηρούμενη έξαρση των περιστατικών ρατσιστικής βίας ή την δολοφονία της βουλεύτριας του Εργατικού Κόμματος, και οπαδού της παραμονής, Τζο Κοξ από φανατικό ακροδεξιό». Συνέχισε απτόητος, παρόλα αυτά, εξηγώντας ότι αυτό οφείλεται στο ότι η «ευρύτερη Αριστερά» (μα γιατί αυτός ο πλεονασμός; Αφού η εθνοσωτήρια αριστερά-με-άλφα-κεφαλαίο είναι όσο ευρύτερη μπορεί να είναι, καλύπτοντας, στην Ελλάδα τουλάχιστον που έχει ολοκληρωθεί, μια πρώτη φορά στην πράξη, με τον ΣΥΡΙΖΑ, και μια δεύτερη φορά, κατά φαντασία, στην ΛΑΕ, η συγκρότησή της με ηγεμονικούς όρους, όλο το φάσμα του «αριστερού, προοδευτικού, πατριωτικού δημοκρατικού αντιμνημονιακού χώρου» όπως αρέσκονται να γράφουν οι συντάκτες της Iskra;) άφησε τους ρατσιστές να παίζουν μόνοι τους. Και αποτελεί εκείνη τον φορέα που δικαιωματικά θα όφειλε να ηγηθεί μιας τέτοιας καμπάνιας, μετατοπίζοντας την έμφαση από την εκδίωξη των Πολωνών και Νοτιοευρωπαίων εργατών ή την επιβολή ακραίων μέτρων περαιτέρω υποτίμησης της εργασιακής δύναμης, που ούτε η ΕΕ προς το παρόν δεν επιτρέπει, γιατί αυτές ακριβώς, για να μην ξεχνιόμαστε, ήταν οι κεντρικές αιχμές των τωρινών ηγητόρων της καμπάνιας για το Brexit (κάτι που ο κ. Κουβελάκης έντεχνα αποσιωπά) στο «δημοκρατικό αίτημα» της ανάκτησης της «εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας».
Οπωσδήποτε, έστω και η παραδοχή ότι η Τζο Κοξ δολοφονήθηκε από το μαχαίρι ενός φασίστα, στα πλαίσια της καμπάνιας για το Brexit, και έτσι όπως οι οργανωμένοι φασίστες γενικά, είτε στην Ελλάδα είτε στην Αγγλία, αντιλαμβάνονται τι είναι μια εκλογική καμπάνια, είναι σημαντική, δεδομένου ότι ένας άλλος μεγάλης περιωπής ελληναριστερός πανελίστας, τόσο μάλιστα βαθιά ελληναριστερός που πολλά ελληνικά φασισταριά διαβάζουν πάντα με ενδιαφέρον τις γεμάτες εθνικιστικές εξάρσεις γεωπολιτικές αναλύσεις του, και μέχρι πρότινος, αγνοώντας πόσο πολύ είχε μεταλλαχθεί η άλλοτε «άκρα αριστερά», θεωρούσαν ότι προέρχεται από ή ανήκει στον «πατριωτικό», κατά την ιδιόλεκτό τους, «χώρο», ο κ. Δελαστίκ, την επόμενη κιόλας μέρα από τη φασιστική δολοφονία (βλ. το άρθρο του με τίτλο «Φόνος βουλευτή υπέρ της ΕΕ», Πριν, 18/6/16, προδημοσίευση στον ιστότοπο Iskra, 17/6/16) είχε ισχυριστεί ότι οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες ήταν ο αληθινός οργανωτής και αυτουργός του εγκλήματος, με σκοπό την άσκηση «ψυχολογικής πίεσης» στον «αγγλικό λαό» (sic, ας προσέξουμε επίσης τη χρήση μιας γλώσσας που μόνο οι άγγλοι ακροδεξιοί μιλάνε: «αγγλικό», όχι «βρετανικό» λαό ή λαούς της Βρετανίας!!!). Τι είναι, όμως, ακόμα και αυτό το τόσο κυνικό ξέπλυμα των φασιστικών μαχαιριών μπροστά στον υπέρτατο στόχο, τη διάλυση της ΕΕ; Μια απλή παρωνυχίδα που τη βγάζεις εύκολα και την πετάς στο τασάκι. Κι εδώ είναι, σε αυτήν την ιεράρχηση του τι είναι σημαντικό και τι όχι, που ο κ. Κουβελάκης, ο οποίος μέσα στον ορυμαγδό των ιδεολογικών στρατηγημάτων του επιλέγει να ξεστομίσει και μια ωμή, όσο κι ένα μαχαίρι φασίστα, αλήθεια, ακολουθεί την ίδια ακριβώς στάση με τον κ. Δελαστίκ, ο οποίος δεν είχε την παραμικρή αναστολή να συγκαλύψει την επιθετικότητα των φασιστών, μιλώντας αρχικά με βεβαιότητα για οργανωμένο σχέδιο μυστικών υπηρεσιών, για να το μαζέψει ένα μήνα μετά με πιο συνετές τάχαμου δήθεν διατυπώσεις του στυλ «πιθανολογούμενη άνευ στοιχείων ανάμιξη» («Τους έφαγαν εν ψυχρώ και τους δύο», Πριν, 9/7/16).
Την άνοιξη του 2011, οι έλληνες φασίστες είχαν εξαπολύσει επί δύο βδομάδες πογκρόμ στο κέντρο της Αθήνας. Η ελληνική Αριστερά αυτό το είχε θεωρήσει λεπτομέρεια, και δεν έκανε τίποτα για να αντιμετωπίσει τις ορδές των αιμοσταγών φασιστών. Το 2012, η Χρυσή Αυγή έκανε προεκλογικές καμπάνιες σε κεντρικές γειτονιές της Αθήνας οργανώνοντας εκατοντάδες επιθέσεις σε μετανάστες, κάτι που συνεχίστηκε μέχρι και το φθινόπωρο του 2013. Τότε, η ελληνική Αριστερά ανησυχούσε για τον «παραπλανημένο λαό», και συνέχισε κατά τα λοιπά να προσπαθεί να στήσει το δική της πρόταση «εθνικής διεξόδου» που, όπως διαπιστώσαμε τον Γενάρη του 2015, περιλάμβανε χωρίς καμιά σοβαρή εσωτερική τριβή ακόμα και τη μη-ναζιστική ελληνική άκρα δεξιά (τους ΑΝΕΛ). Την περίοδο που οι κυβερνήσεις των «μνημονιακών» πολιτικών κομμάτων έστηναν το θεσμικό οπλοστάσιο της παρανομοποίησης των μεταναστριών/ών και το αρχιπέλαγος των στρατοπέδων συγκέντρωσης για τις/ους μη χαρτιά εργάτριες/ες σε όλη την ελληνική επικράτεια, η ελληνική Αριστερά ανέμιζε ελληνικές σημαίες στο Σύνταγμα και δάκρυζε με τον εθνικό ύμνο έξω από την ΕΡΤ, προφανώς για να ηγεμονεύσει στον «ελληνικό λαό», πέρα από τις περισπάσεις των ταξικών ανταγωνισμών, και να μην τον αφήσει να παραπλανηθεί και άλλο. Και τελικά όταν η «αντιμνημονιακή» κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ανέθετε στον ελληνικό στρατό να διαχειρίζεται τα «κέντρα καταγραφής» προσφύγων και μεταναστών που οικοδομούνταν υπό τη μορφή στρατοπέδων συγκέντρωσης, η ελληνική Αριστερά, τόσο η κυβερνώσα όσο και η μη-πλέον-κυβερνώσα, έκανε πως δεν βλέπει τίποτα πέρα από τα κύματα «αλληλεγγύης του φιλόξενου ελληνικού λαού» (ταυτίζοντας, έτσι, αναφανδόν ό,τι έκαναν ορισμένα τμήματα της εργατικής τάξης με τον υποκριτικό, συμπληρωματικό στην παρανομοποίηση και τον εγκλεισμό, ανθρωπισμό των ελληνικών αφεντικών) ή όταν αναγκαζόταν να δει έριχνε για χιλιοστή φορά την ευθύνη στους δαίμονες του «διευθυντηρίου» των Βρυξελλών ή στο ΝΑΤΟ, στους κακούς ξένους και τους «ντόπιους τοποτηρητές» τους.
Πάντα το σημαντικό ήταν ο ελληνικός «λαός», και η «εθνική κυριαρχία». Πάντα το κρίσιμο επίδικο ήταν το ίδιο για το οποίο ο Βαρουφάκης και ο Τσίπρας τον Ιούλιο του 2015 ζήτησαν από τον «λαό» να τους παραχωρήσει, ψηφίζοντας Όχι, ένα ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί: ποια είναι η καλύτερη λύση για το ελληνικό κράτος, ως εγγυητή της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού κεφαλαίου; Ιδού το κεφαλαιώδες ερώτημα…Η εργατική τάξη, και προπάντων τα μη-εθνικοποιημένα τμήματά της, οι χωρίς χαρτιά, οι αόρατοι, όσες και όσοι δεν εγγράφονται στην ισχύουσα πολιτική διάταξη ή εγγράφονται μονάχα οριακά, ως «επισφαλείς», «μαύροι» του ιδιωτικού τομέα κ.ο.κ., μπορεί να θυσιαστεί για την ώρα στους βωμούς της διάσωσης της εθνικής οικονομίας μέσα από διαταξικές συμμαχίες που απολήγουν σε σχέδια αποκατάστασης της ισχύος του εθνικού κράτους. Μετά, αν η Αριστερά ηγεμονεύσει, αν ανακτήσει την «εθνική κυριαρχία», αν διώξει τις «δυνάμεις κατοχής», αν δεν υποχωρήσει στις πιέσεις των «τοκογλύφων» και ξαναφέρει τη Δραχμή, βλέπουμε. Ίσως επανέλθουν και ορισμένα επιδόματα, ίσως οι ορατοί έλληνες εργάτες βρουν κι αυτοί ξανά μια θέση στο ακτινοβόλο σύμπαν του παραγωγικά ανασυγκροτημένου ελληνικού καπιταλισμού. Μέχρι τότε, η ύπαρξη στρατοπέδων συγκέντρωσης, οι χιλιάδες νεκροί στο Αιγαίο, οι αστυνομική βία, η τρομοκρατία των ελληνικών αφεντικών, είναι απλά ύλη, στην καλύτερη περίπτωση, για δακρύβρεχτα μονόστηλα ή σχόλια εν παρόδω, όπως είναι και τα 331 καταγεγραμμένα περιστατικά ρατσιστικής βίας στη Βρετανία μέσα σε μια μόλις βδομάδα μετά το δημοψήφισμα για το Brexit.
Αυτού του τύπου η ιεράρχηση φανερώνει κάτι που ούτε και οι πιο βαρύγδουποι αφηρημένοι όρκοι πίστης στον … μελλοντικό σοσιαλιστικό παράδεισο δεν μπορούν πια να συσκοτίσουν: για τη σημερινή ελληνική Αριστερά αντικείμενο κριτικής είναι κάποιοι διακρατικοί μηχανισμοί στην Ευρώπη και κάποιες επιμέρους πτυχές του ελληνικού καπιταλισμού και όχι η ίδια η εκμεταλλευτική και καταπιεστική ελληνική κοινωνική πραγματικότητα, ως τμήμα της ευρωπαϊκής κοινωνικής πραγματικότητας. Αν ίσχυε το δεύτερο ενδεχόμενο, τότε η επίγνωση ότι οι μηχανισμοί της ΕΕ λειτουργούν ως μέσα πανευρωπαϊκού συντονισμού των αφεντικών, για να διεξάγουν τον ταξικό τους πόλεμο, θα έπρεπε να οδηγεί στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν της «ανάκτησης της λαϊκής κυριαρχίας». Τότε, θα ήταν πολύ πιο σημαντικό το τι σήμερα υφίστανται οι μετανάστες στην Λέρο από τους έλληνες μπάτσους και τους έλληνες ρατσιστές, το τι σήμαινε η ελληνική ανάπτυξη των προηγούμενων δεκαετιών για τους μη-έλληνες Βαλκάνιους εργάτες, το τι γινόταν τόσο καιρό στο Καλαί και την Ειδομένη. Τότε, η ανάλυση της πολιτικής κατάστασης στη Βρετανία θα γινόταν με γνώμονα τα βιώματα των Πολωνών, Νοτιοευρωπαίων, Αφρικανών ή Ασιατών εργατών, και όχι τη δυσφορία των λευκών Άγγλων ξενόφοβων εργατών που συμμαχούν με τα εξίσου λευκά αφεντικά τους. Τότε, η άμεση προτεραιότητα θα ήταν οι οικοδόμηση διεθνών δικτυώσεων και κοινοτήτων αγώνα που θα αμφισβητούν έμπρακτα τις εθνικές ταυτότητες, και θα καθιστούν ορατ@, και πολιτικά σημαίνοντ@ όσ@ σήμερα είναι αόρατ@, αναλώσιμ@, πλεονάζοντ@: αυτό το πολύχρωμο κουρέλι από εμπειρίες καθυπόταξης και αντίστασης που είναι, στην καθημερινότητά της, η τάξη μας. Για τους ίδιους λόγους για τους οποίους η ελληνική Αριστερά δεν κατάλαβε τίποτα, κι ούτε επιδίωξε να καταλάβει, για τις προλεταριακές εξεγέρσεις στην Αθήνα, στο Λονδίνο ή στη Στοκχόλμη, ή για την άνοδο του φασισμού, ως κοινωνικής τάσης, στην Ελλάδα, τώρα κάνει πως τα μαχαίρια των Άγγλων φασιστών δεν υπάρχουν, πως είναι ένα προπαγανδιστικό κόλπο των πρακτόρων του Σόϊμπλε. Γιατί θέλει να υπερασπιστεί, με όλα τα νύχια και τα δόντια της, κάτι από το υπάρχον, εκείνο που επέτρεπε παλιότερα στα σταλινικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα να λειτουργούν ως θηριοδαμαστές του προλεταριάτου κι εκείνο που επιτρέπει αυτές τις μέρες στον, μέχρι προχθές παρουσιαζόμενο ως ελληνική εκδοχή του Τσε, κ. Τσίπρα να επισκέπτεται καμαρωτός την Κίνα ψάχνοντας για επενδύσεις: το έθνος-κράτος ως εγγυητή της ομαλής αναπαραγωγής των εκμεταλλευτικών σχέσεων, και άρα της ομαλότητας της ζωής όπως είναι, όπως την έχουμε μάθει να είναι.
Αν σήμερα στην Ευρώπη τα αφεντικά μας παίζουν μονότερμα, αν στον δημόσιο λόγο δεσπόζουν μόνο οι δικές τους επιλογές, τα δικά τους διλήμματα, για το πώς θα υποτιμήσουν τις ζωές μας πιο αποτελεσματικά, είτε μέσω της συντονισμένης πανευρωπαϊκά «εσωτερικής υποτίμησης» ανά χώρα είτε μέσω της όξυνσης των διακρατικών ανταγωνισμών και του πολέμου, σε αυτήν τη δυστοπική κατάσταση, ανάμεσα σε πολλές άλλες παραμέτρους, έχει συμβάλει και η εμφάνιση, μέσα από τους κοινωνικούς αγώνες και ενάντια στην όποια χειραφετητική δυναμική τους, πολιτικών μετώπων εθνικής σωτηρίας στα οποία η κριτική στον νεοφιλελευθερισμό συνδέεται με την υπεράσπιση του έθνους-κράτους. Από αυτήν την άποψη, το πείραμα του ΣΥΡΙΖΑ, η συγκυβέρνηση με την άκρα δεξιά και η εξουθένωση κάθε δυναμικής κοινωνικής αντίστασης μέσα σε ένα κλίμα εθνικής ομοψυχίας για την καλύτερη διαπραγμάτευση με τους «ξένους», είναι, ή θα έπρεπε να είναι για όσες/ους δεν παραμένουν ακόμα υπό την επήρεια του πρόσφατου μαζικού αντιμνημονιακού ψεκασμού, αρκετά ενδεικτικό ώστε να μη χρειάζεται εδώ να πούμε περισσότερα. Το γεγονός ότι σήμερα κάποιοι, πανηγυρίζοντας για τη νίκη στην Βρετανία της ξενοφοβικής αγγλικής άκρας δεξιάς, δείχνουν διατεθειμένοι στο εγγύς μέλλον να συμπλεύσουν, δηλαδή να κολυμπήσουν ή να προσπαθήσουν να ψαρέψουν στα ίδια βρώμικα νερά, με κάθε ακροδεξιό κατακάθι, ακόμα και με κάθε επίδοξο υποκινητή πογκρόμ, αρκεί να τάσσεται κατά της ΕΕ καταδεικνύει ότι αυτή η εμμονή με την «εθνική κυριαρχία» δεν είναι ένα αστείο με το οποίο μπορούμε να γελάμε στεκόμενες/οι παράμερα. Είναι ένα παιχνίδι με μια φωτιά που τελικά μόνο οι φασίστες, ή οι ετοιμοπόλεμοι εθνικοί στρατοί, ξέρουν να δαμάσουν και να μεταχειριστούν πολιτικά.