Μετά τον Ντεμπόρ, το Θέαμα “παραδέρνει”

από το blog Agitations1

το κείμενο σε pdf

 

Οι φιλοκασταστασιακοί δεν είδαν στην Καταστασιακή Διεθνή2 μια συγκεκριμένη κριτικο-πρακτική δραστηριότητα, που εξηγεί ή προεικάζει τους κοινωνικούς αγώνες μιας εποχής, αλλά, απλά, εξτρεμιστικές ιδέες· και όχι τόσο εξτρεμιστικές ιδέες όσο την ιδέα του εξτρεμισμού· και σε τελική ανάλυση όχι τόσο την ιδέα του εξτρεμισμού όσο την εικόνα των εξτρεμιστών ηρώων συγκεντρωμένων σε μια θριαμβευτική κοινότητα.[] Η ποσότητά τους δεν πολλαπλασιάζει την κενότητά τους: όλοι δηλώνουν ότι αποδέχονται πλήρως την ΚΔ και δεν ξέρουν να κάνουν τίποτα άλλο. Με το να είναι πολυάριθμοι, παραμένουν ταυτόσημοι: όποιος έχει δει ή έχει διαβάσει κάποιον από αυτούς τους έχει δει και τους έχει διαβάσει όλους. Είναι ένα σημαντικό προϊόν της τωρινής ιστορίας που, αντίστροφα, δεν την παράγουν”.

Γκυ Ντεμπόρ, Το αληθινό σχίσμα στην Καταστασιακή Διεθνή3

Κοινωνία του θεάματος, τηλε-πραγματικότητα και άλλες κοινοτοπίες

Το παρόν άρθρο δεν έχει την πρόθεση να προσφέρει μια εξαντλητική ανάλυση των διαφορετικών δημιουργιών των καταστασιακών ή να συζητήσει την αντίληψή τους για την τέχνη – θέματα που θα ενδιέφεραν μόνο τους επιμελητές μουσείων· γι’ αυτό συνιστούμε να συμβουλευτείτε μια από τις αμέτρητες βιογραφίες που παρουσιάζουν τον Ντεμπόρ ως τον ηγέτη της ΚΔ και οι οποίες, σύμφωνα με τον ίδιο, ήταν όλες εξίσου μέτριες. Εδώ θα εστιάσουμε μόνο στην κριτική θεωρία που παρήγαγε ο Ντεμπόρ με τη συνειδητή πρόθεση να βλάψει την θεαματική κοινωνία4, αφήνοντας, σκόπιμα, κατά μέρος την καλλιτεχνική διάσταση της δουλειάς του.

Η έννοια της “κοινωνίας του θεάματος”, που θεωρητικοποιήθηκε αρχικά από τον Γκυ Ντεμπόρ στο ομώνυμο γνωστό βιβλίο που εκδόθηκε το 1967, εκπλήσσει εκ πρώτης όψεως από την ποικιλομορφία των προσωπικοτήτων που το επικαλούνται για λογαριασμό τους, από τους εξεγερσιακούς του Tiqqun5 μέχρι τον Bernard-Henry Lévy6, μέσω διαφόρων κινημάτων σύγχρονης τέχνης ή έναν υπουργό του UMP7, ακόμα και οι δημοσιογράφοι του Grazia8, που επικαλούνται με τόλμη τον Cyril Hanouna9 ως τον άξιο κληρονόμο της ΚΔ10. Με τον καιρό, όλη η θεωρητική δύναμη που περιεχόταν στο κύριο έργο του Ντεμπόρ αισθητικοποιήθηκε και ανατμήθηκε σε ακαδημαϊκά συμπόσια, εκτέθηκε σε μουσεία ή σε περιστάσεις σκονισμένων αναδρομικών αφιερωμάτων μέχρι να εξουδετερωθεί οριστικά και να ενσωματωθεί στην αστική φιλοσοφία, που οι καταστασιακοί είχαν σταθερά καταγγείλει, όταν, το 2009, τα αρχεία της ΚΔ ταξινομήθηκαν ως “εθνικός θησαυρός” από το Υπουργείο Πολιτισμού.

Το ρομαντικό “ζαχάρωμα” της κοινωνικής κριτικής του Ντεμπόρ δεν οφείλεται τόσο στην αστάθεια της έννοιας του θεάματος όσο σε μια παρανόηση των καταστασιακών κειμένων, που συχνά ανάγονται σε μια χονδροειδή κριτική του “καλτ της εμφάνισης”, η οποία θα προσιδίαζε μόνο στην εποχή των μαζικών μέσων ενημέρωσης. Σ’ αυτή την περίπτωση δεν θα επρόκειτο παρά για ζήτημα εύρεσης μιας χαμένης Αλήθειας, χαμένης στο βασίλειο του τεχνητού, σε μια στιγμή που “ό,τι ζήσαμε άμεσα έχει χαθεί σε μια αναπαράσταση11. Και θα αρκούσε μια καταγγελία των ΜΜΕ, που επιτρέπουν την διάχυση των “εικόνων”, προκειμένου να βρεθεί η “αυθεντικότητα” του “πραγματικά βιωμένου”.

Αλλά αυτές οι απλουστευτικές κριτικές της “κοινωνίας της κατανάλωσης” στοχεύουν μια επιφανειακή πτυχή μόνο του θεάματος. Να θεωρούμε μόνο την Nabilla12, τις σέλφι στο Instagram ή τα σόου μόδας ως τις ενσαρκώσεις της “κοινωνίας του θεάματος” σημαίνει να χάνουμε το θεμελιώδες πρόβλημα: τον τρόπο παραγωγής που γεννά αυτές τις κοινωνικές σχέσεις, του οποίου οι εικόνες είναι μόνο το εξωτερικό προϊόν. Ο καπιταλισμός δεν είναι μια καταναλωτική κοινωνία αλλά ένας τρόπος παραγωγής: ο πρωταρχικός και αυτοαναφορικός σκοπός είναι η αδιάλλειπτη συσσώρευση κέρδους μέσα από την [διαδικασία] αξιοποίηση του κεφαλαίου. Είναι επειδή τα προϊόντα που παράγονται πρέπει να “εκτεθούν” κατάλληλα ώστε να πραγματώσουν την υπεραξία τους13, που [ο καπιταλισμός] καταφεύγει στη διαφήμιση και την τηλεοπτική διασκέδαση, στοχεύοντας να προσελκύσει μια συγκεκριμένη πολιτισμική κοινότητα σε μια προσχεδιασμένη αδρανοποίηση κοκ. Αλλά αυτές δεν είναι παρά οι πιο φαινομενικές εκδηλώσεις του, και ο Ντεμπόρ τονίζει ευθύς εξαρχής ότι “το θέαμα δεν είναι ένα σύνολο εικόνων, αλλά μια κοινωνική σχέση ανάμεσα στους ανθρώπους, που διαμεσολαβείται από εικόνες14.

Παίρνοντας τυφλά το ένα ή και τα δυο αυτά φαινόμενα απομονωμένα δεν είναι παρά μια “τρύπα στο νερό” που μας καταδικάζει να μένουμε τυφλοί μπροστά στους οικονομικούς μηχανισμούς που τα κάνουν να αναδυθούν και τα διατηρούν δομικά. Είναι μ’ αυτή την έννοια που ο Anselm Jappe έγραψε στο βιβλίο του Guy Debord15 ότι “το πρόβλημα δεν είναι οι αναπαραστάσεις αλλά η κοινωνία που έχει ανάγκη αυτές τις αναπαραστάσεις”.

Επιπλέον, η ναρκισσιστική καταγγελία που περιορίζεται στην κριτική συγκεκριμένων πολιτιστικών πτυχών του ύστερου καπιταλισμού για να προάγει άλλες (“εναλλακτική” κουλτούρα, “ηθική” κατανάλωση, κλπ.) ικανοποιεί ακριβώς τη λειτουργία του θεάματος: δηλαδή να προτείνει, ιδεολογικά, ψευδείς εναλλακτικές στη σύγχρονη υπαρξιακή μιζέρια, φαινομενικές επιλογές που, όσο κεφαλαιώδεις κι αν μοιάζουν (ο Ντεμπόρ φτάνει τόσο μακριά που να μιλήσει για ένα “θέαμα ανταγωνισμών”16 σε γεωπολιτικό επίπεδο), ποτέ δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση τις θεμελιώδεις δομές του καπιταλισμού και πρώτα απ’ όλα την αντίθεση κεφάλαιο-εργασία.

Το θέαμα θολώνει την πραγματικότητα των ταξικών σχέσεων. Αποκρύπτει την κοινωνική σύγκρουση έτσι ώστε να μην συνειδητοποιούμε την σταθερή σύγκρουση ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη, πάνω στην οποία βασίζεται αυτός ο τρόπος παραγωγής17. Προσπαθεί, εν ολίγοις, να αρνηθεί την ταξική πάλη, να φυσικοποιήσει τις καπιταλιστικές κατηγορίες, να διακρίνει μόνο επφανειακές και μη συνεπείς αντιφάσεις. Οι λύσεις που προτείνει [το θέαμα] στην πραγματικότητα διατηρούν τον πυρήνα της κυριαρχίας: την εκμετάλλευση και την απόσπαση υπεραξίας. Συνεπώς, όλες οι κριτικές που απευθύνει παραμένουν μέσα στο πλαίσιο που το ίδιο έχει ορίσει: “Δεν παρουσιάζει άλλον ορίζοντα από τον εαυτό του, είναι η ίδια η αλήθεια του18.

Με αυτή την έννοια το θέαμα μπορεί να αφομοιώνει ώστε να εξουδετερώνει, είτε ιδεολογικά (όπως μαρτυρά η χρήση των συνθημάτων του Μάη του 1968 σε διαφημίσεις ή εγχειρίδια μάνατζμεντ ή “προσωπικής ανάπτυξης”), είτε υλικά. Είναι αυτή η ικανότητα που επιτρέπει στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής να αναδιαρθρώνεται συνέχεια σύμφωνα με την ταξική πάλη και την οικονομική κατάσταση, χωρίς να υποχωρεί είτε σε εσωτερικές αντιθέσεις είτε στην εργατική πίεση. Αυτή η δυναμική του μόνιμου επανακαθορισμού των τροπικοτήτων των ταξικών σχέσεων είναι που εγγυάται την μακροβιότητά του, παρά τις κρίσεις που αντιμετώπισε (Κεϋνσιανός παραμβατισμός, για να τα βγάλει πέρα με το κραχ του 1929, φορντικός συμβιβασμός στη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου, παγκοσμιοποίηση και απελευθέρωση της αγοράς εργασίας μετά τη δεκαετία του 1970…).

Με τον τρόπο αυτό, ο πυρήνας παραμένει άθικτος και η κατά περίσταση αντικατάσταση κάποιων από τους εξωτερικούς τροχούς δεν απειλεί την ομαλή λειτουργία της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Αυτό το θεωρητικό αίτημα είναι η βάση της καταστασιακής σκέψης, με άλλα λόγια, η επίθεση στη ρίζα της κυριαρχίας, και η οποία δεν μπορεί να ικανοποιηθεί με το “ξύσιμο” του ενός ή του άλλου παράγωγου φαινομένου: “η εναλλακτική είναι η άρνηση κάθε μιζέριας τους, ή τίποτα”19.

Έτσι, και σε αντίθεση με αυτό που κάποιοι λόγιοι σχολιαστές ισχυρίζονται, συνδέοντας τον Ντεμπόρ με την Νέα Αριστερά, που ήταν της μόδας τότε στην μετά τον Μάη περίοδο, τα θεωρητικά του γραπτά δεν έρχονται σε ρήξη με την κριτική που κάνει η μαρξική πολιτική οικονομία για να εστιάσουν σε μια μποέμικη καταγγελία της “μαζικής κουλτούρας”. Είναι σημαντικό να ασχοληθούμε περισσότερο με την πολιτική καριέρα του Ντεμπόρ και τη μαχητική του δέσμευση να μην έρθει σε μια άτσαλη αντίφαση με τον στόχο του γράφοντας την Κοινωνία του Θεάματος: έχοντας περάσει από τη συμβουλιακή οργάνωση Socialisme ou Barbarie (Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα) των Κλωντ Λεφόρ και Κορνήλιου Καστοριάδη, θα συνεργαστεί αρκετές φορές με ένα περιοδικό που προέκυψε από αυτή την οργάνωση, το Pouvoir Ouvrier [Εργατική Εξουσία]20. Ισχυρίζεται, επίσης, ότι είναι φιλοσοφικός κληρονόμος αρκετών επαναστατών στοχαστών: του Μαρξ, φυσικά, αλλά επίσης του Λούκατς, του Κορς και του Λεφέβρ.

Διακηρύσσοντας “δεν είμαι ένας φιλόσοφος, είμαι ένας στρατηγός”21, ο Ντεμπόρ υπογραμμίζει ξεκάθαρα τη μαχητική διάσταση της θεωρητικής και καλλιτεχνικής προσέγγισής του, η οποία στοχεύει στο να προσφέρει τα κριτικά εργαλεία για να σκεφτούμε την κατάργηση του καπιταλισμού και να χειριστούμε τη δημιουργία καταστάσεων, δηλαδή “στιγμές πραγματικά βιωμένες”, “ενσυνείδητα κατασκευασμένες από τη συλλογική οργάνωση μιας ενοποιητικής ατμόσφαιρας και ενός παιχνιδιού γεγονότων”, απελευθερωμένες από τις ολοκληρωτικές απαιτήσεις του θεάματος και τις επιταγές της παραγωγής αξίας της αγοράς22.

Ντεμπόρ και Μαρξ: ο φετιχισμός του εμπορεύματος και η βασιλεία των αφαιρέσεων

Το ενδιαφέρον της έννοιας του θεάματος, πέρα από τις αυστηρά πολιτισμικές ερμηνείες, έγκειται στην κατανόηση που προσφέρει του καπιταλισμού ως μιας κοινωνικής ολότητας. Η κυριαρχία της οικονομίας έχει απλωθεί σε όλες τις πλευρές της ζωής και τίποτα δεν ξεφεύγει από το θέαμα. Μετά το ποιοτικό κατώφλι που μετασχημάτισε το χρήμα σε κεφάλαιο, και που αναλύθηκε από τον Μαρξ στην κριτική του στην πολιτική οικονομία, το κεφάλαιο έφτασε σε έναν τέτοιο βαθμό συσσώρευσης που έγινε, με τη σειρά του, εικόνα. Για να κατανοήσουμε συνεπώς την Κοινωνία του Θεάματος, είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε σε βάθος τις έννοιες που προηγούνται από αυτήν και στις οποίες βασίζεται με θεμελιακό τρόπο: τον φετιχισμό του εμπορεύματος και την πραγμοποίηση. Θα προτείνουμε εδώ έναν σύντομο μόνο ορισμό θεωριών που έχουν αναπατυχθεί με μεγαλύτερη πληρότητα από τον Μαρξ στο πρώτο κεφάλαιο του Κεφαλαίου23 και τον Λούκατς στο “Ιστορία και Ταξική Συνείδηση:

  • Ο φετιχισμός είναι το κοινωνικό φαινόμενο με το οποίο τα εμπορεύματα, που παράγονται από την ανθρώπινη εργασία, “προικίζονται” με μια υπερ-αισθητή, μη προσβάσιμη στις αισθήσεις24 αξία, υποτιθέμενα φυσική (με άλλα λόγια, ανυπέρβλητη) και μοιάζουν να αποκτούν αυτονομία κατά την ανταλλαγή. Λόγω του αφηρημένου και ανώνυμου χαρακτήρα της ανταλλαγής εμπορευμάτων, η σχέση εκμετάλλευσης, που είναι εγγενής στην παραγωγή αυτών των προϊόντων, δεν είναι άμεσα εμφανής και ο εργάτης δεν τα αναγνωρίζει πλέον ως καρπούς της εργασίας του, τόσο υποκειμενικά (οι συνθήκες εργασίας τού επιβάλλονται ως μαρτύριο και ο καταμερισμός της εργασίας τον εμποδίζει να έχει τον παραμικρό έλεγχο πάνω στην παραγωγική διαδικασία) όσο και υλικά (εξαιτίας της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, πρέπει να ξοδεύει τον μισθό του για να αγοράσει τα αγαθά που ο ίδιος έχει παραγάγει). Το εμπόρευμα, του οποίου την κατοχή αποστερείται, “έρχεται αντιμέτωπο μ’ αυτόν σαν ένα ξένο ον, σαν μια δύναμη ανεξάρτητη από τον παραγωγό”25: αυτό είναι που ο Μαρξ ονομάζει αποξένωση, αλλοτρίωση.

  • Για τον Ούγγρο μαρξιστή Γκεόργκ Λούκατς, “αυτή η υπαγωγή αυξάνεται περαιτέρω από το γεγονός ότι όσο αυξάνει η ορθολογικοποίηση της εργασιακής διαδικασίας, τόσο περισσότερο χάνει η δραστηριότητα του εργάτη τον χαρακτήρα της δραστηριότητας για να γίνει μια θεωρησιακή στάση”26. Ο Λούκατς εμβαθύνει περισσότερο στην αρχή του διαχωρισμού, που αναδεικνύεται από την έννοια της αποξένωσης, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στον καταμερισμό της εργασίας και τον τεχνικό εξορθολογισμό της, πιο αξιοσημείωτα με την εισαγωγή της “γραμμής παραγωγής” και τον Τεϋλορισμό. Ο εργάτης αποστερείται κάθε ανθρωπιά μπροστά στη διαδικασία παραγωγής ώστε φτάνει να ικανοποιείται με το να λειτουργεί μηχανικά: αυτη είναι η πραγμοποίηση27.

Το θέαμα είναι η αποκορύφωση, το τελικό, ολοκληρωμένο στάδιο του σύγχρονου καπιταλισμού. Για τον Ντεμπόρ, το κεφάλαιο έχει υπαγάγει πλήρως την καθημερινή ζωή και δεν μπορεί πλέον να αναχθεί αυστηρά στην παραγωγική σφαίρα. Εφαρμόζοντας την έννοια του φετιχισμού σε όλες τις πτυχές της ζωής, επιδιώκει να δείξει ότι ο εικοστός αιώνας ήταν αυτός της “προλεταριοποίησης του κόσμου”. Συνεπώς, οποιαδήποτε κριτική που πρόκειται να ακολουθήσει πρέπει να είναι αντικαπιταλιστική και, αντίστροφα, κάθε κριτική του καπιταλισμού πρέπει να έχει κοινωνική βάση. Ο Λούκατς είχε γράψει ήδη ότι “δεν είναι η πρωτοκαθεδρία των οικονομικών κινήτρων στην εξήγηση της ιστορίας που διακρίνει αποφασιστικά τον μαρξισμό από την αστική επιστήμη, είναι η οπτική της ολότητας”. Η διαβεβαίωση του Μαρξ (παρούσα στα πρώιμα γραπτά του) ότι ο καπιταλισμός ενδιαφέρεται για τον άνθρωπο μόνο όταν εργάζεται είναι πια παρωχημένη: ο καπιταλισμός αναλαμβάνει τον έλεγχο της αναπαραγωγής της εργατικής του δύναμης καθώς και της κατανάλωσής του, συμπεριλαμβανομένης της διαχείρισης της αναψυχής του. Η μη-εργασία σήμερα είναι μια στιγμή της εργασίας.

Συνεπώς, όταν ο Ντεμπόρ γράψει “Ποτέ δουλειά” σε έναν τοίχο της οδού Seine, πρόκειται για ένα γκράφιτι κάθε άλλο παρά ακίνδυνο αφού, σύμφωνα με τον ίδιο, θα είναι “το πιο όμορφο από τα έργα της νιότης του”28, και καθώς σ’ αυτό δεν ισχυρίζεται αφελώς την επιθυμία του για μια αργόσχολη κοινωνία αλλά, αντίθετα, επιτίθεται στην εργασία ως καπιταλιστική χρήση του εμπορεύματος εργατική δύναμη προς παραγωγή αξίας για το κεφάλαιο. Ο αυστηρός διαχωρισμός της παραγωγικής σφαίρας από το υπόλοιπο της ύπαρξης είναι μια ιδιαιτερότητα του καπιταλισμού29, όπου η επανενωμένη ζωή δεν παρουσιάζει πια μια τέτοια οριοθέτηση ή την απόλυτη ανάγκη παραγωγής ενός πλεονάσματος με τη μορφή αξίας.

Η καταστασιακή κριτική στον Μαρξ ισχυρίζεται ότι η οικονομία και ο “θεμελιωδώς ταυτολογικός χαρακτήρας της” έχουν υπαγάγει τον άνθρωπό στους νόμους της: “η αξία ανταλλαγής κατευθύνει τη χρήση”30. Ένα προϊόν δεν παράγεται για να ικανοποιήσει μια συγκεκριμένη ανάγκη αλλά μόνο για να αυξήσει το αρχικό κεφάλαιο μέσω της ανταλλαγής. Ο Μαρξ διακρίνει λοιπόν τη διαδικασία κυκλοφορίας Ε-Χ-Ε’ (Χ: χρήμα, Ε: εμπόρευμα), στην οποία η πώληση του εμπορεύματος Ε δίνει τη δυνατότητα στον παραγωγό να αποκτήσει μια ποσότητα χρήματος Χ με την οποία, στη συνέχεια, μπορεί να αποκτήσει ένα άλλο εμπόρευμα Ε’, και τη διαδικασία καπιταλιστικής κυκλοφορίας Χ-Ε-Χ’, στην οποία το εμπόρευμα δεν είναι παρά ένας ενδιάμεσος που χρησιμοποιήθηκε για να αυξηθεί το κεφάλαιο.

Ο Ντεμπόρ μιλά για ένα “κόσμο πραγματικά αντεστραμμένο”, για να περιγράψει αυτή τη θεαματική αντιστροφή που κάνει το χρήμα έναν αυτοσκοπό αντί για έναν απλό ενδιάμεσο της ανταλλαγής31.

Αλλά με ποιο τρόπο πετυχαίνει το κεφάλαιο να γίνεται αυτοαξιοποιούμενο σ’ αυτή τη διαδικασία; Στην πραγματικότητα, είναι η εκμετάλλευση της ζωντανής εργασίας μόνο που ενέχει τη δυνατότητα δημιουργίας αξίας. Η παραγωγική δραστηριότητα έχει γίνει καθαρή δαπάνη αδιαφοροποίητης ενέργειας, αφηρημένης εργασίας, που ο μοναδικός σκοπός της είναι η ποσοτική συνεισφορά στη συσσώρευση του κεφαλαίου. Η πραγματική χρήση των προϊόντων που παράγονται αναιρείται και εξυπηρετούν μόνο ως υλικό υποστήριγμα για την αξία ανταλλαγής. Στο πρώτο κεφάλαιο του Κεφαλαίου, ο Μαρξ δείχνει ότι αυτή η διαδικασία αφαίρεσης είναι στην καρδιά της οικονομίας (η αξία είναι η αόρατη ουσία του εμπορεύματος, δεν τη διακρίνουμε αν και πρυτανεύει σε όλες τις κοινωνικές σχέσεις) και αυτή δεν είναι απλά μια αρνητική πτυχή που θα μπορούσε να αφαιρεθεί κρατώντας όλα τα υπόλοιπα.

Αυτή η ποσοτική αφαίρεση έχει τώρα επιβληθεί σε τέτοιο βαθμό που χρησιμοποιείται ως η καθολική κοινωνική διαμεσολάβηση που συνδέει τα άτομα μεταξύ τους, μέσω της εργασίας: “από δω και στο εξής, τα άτομα κυριαρχούνται από αφαιρέσεις, ενώ προηγουμένως εξαρτιόταν το ένα από το άλλο”32. Πραγματικά, στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες, η χρήση κατήυθυνε πάντα την παραγωγή επειδή η δεύτερη δεν βασιζόταν αποκλειστικά στο εμπόριο. Κάθε εργασία είχε το δικό της ποιοτικό περιεχόμενο και η κοινωνική σύνδεση παραγόταν σε συνδυασμό με την υλική παραγωγή.

Με την ανάπτυξη του καπιταλισμού, η παραγωγική δραστηριότητα γίνεται η πώληση της εργατικής δύναμης, αποκλείοντας κάθε συγκεκριμένο περιεχόμενο33. Έχουμε πρόσβαση στο συγκεκριμένο μόνο μέσω της αξίας ανταλλαγής και της πιο φανερής μορφής της: του χρήματος. Ο κοινωνικός δεσμός εδραιώνεται στη συνέχεια από την ανταλλαγή, μέσω της αφαίρεσης της αγοράς ως ενός ασυνείδητου μηχανισμού. Το θέαμα είναι “η πιο ακραία ανάπτυξη αυτής της τάσης προς την αφαίρεση”, όπου κάποιος δεν επιδιώκει καν να αποκτήσει πράγματα αλλά εικόνες: είναι “υλοποιημένη ιδεολογία34.

Οι ίδιες επιθυμίες και υποκειμενικότητες έχουν ενδώσει στην πραγμοποίηση και πλαισιώνονται ιδεολογικά από το θέαμα. Για τον Ντεμπόρ, η αύξηση στην παραγωγικότητα εξαιτίας της τεχνολογικής προόδου θα μπορούσε να απαλλάξει τους ανθρώπους από ένα μεγάλο φόρτο της “βασικής εργασίας”, αναγκαίας για την αναπαραγωγή της κοινωνίας, ώστε να αφιερώσουν τη ζωή τους σε άλλες δραστηριότητες (θα επανέλθουμε σ’ αυτό το σημείο αργότερα). Αλλά το θέαμα δημιοιυργεί τεχνητά νέες ανάγκες για να διατηρεί την ψευδαίσθηση μιας αέναης αναζήτησης για επιβίωση με τη βοήθεια νέων προϊόντων που είναι υποτίθεται εντελώς απαραίτητα, και εξελίσσεται με τέτοιο τρόπο ώστε αυτά να γίνονται όντως τέτοια: είναι η “επαυξημένη επιβίωση35.

Το να κατέχει κανείς περισσότερα ή πιο εξεζητημένα αντικείμενα απ’ ό,τι σε προηγούμενες εποχές δεν σημαίνει ότι ζει καλλίτερα. Ο εργάτης έχει ένα αυτοκίνητο που ο πατέρας του δεν είχε. Αλλά ο χώρος δουλειάς του και η εκδρομή του Σαββατοκύριακου έχουν μετακινηθεί χιλιόμετρα. Χάνεται σε μποτιλιαρίσματα στην κίνηση που έχει “κερδίσει” στον εργασιακό του χρόνο και στην καταπόνηση των νεύρων του η οποία έχει μειωθεί σε φυσική προσπάθεια36. Αυτό που η βιομηχανία δίνει με το ένα χέρι, οι συνθήκες της ανάπτυξής της το έχουν πάρει ήδη με το άλλο. Επαινεί την ποιότητα των θεραπειών της αλλά ξεχνά να πεί ότι εμβολιάζει την ασθένεια. Δεν είναι μια σύμπτωση. Η λογική της παραγωγής για την αγορά υποθέτει ότι οι συνθήκες της δυσαρέσκειας διατηρούνται37. Χωρίς τη διαφήμιση ή το μάρκερινγκ για την τόνωση της κατανάλωσης, ολόκληρη η καπιταλιστική οικονομία ”μπλοκάρει”.

Θέαμα της οικονομίας ή θεαματική οικονομία;

Θυμηθείτε, όμως, ότι ο φετιχισμός δεν ανάγεται σε ένα φαινόμενο “μυστηριακής συνείδησης”, όπως καταλαβαίνουν οι ιδεαλιστές. Είναι η πολύ συγκεκριμένη υλική υπαγωγή της ανθρώπινης δραστηριότητας στη λογική της αξιοποίησης του κεφαλαίου. Δεν είναι ένα καθαρά αφηγηματικό ψέμα, που θα μπορούσε κανείς να ξεπεράσει αντιπαραθέτοντας την Αλήθεια που αυτό προσπαθεί να καμουφλάρει: δομεί μονίμως τις κοινωνικές σχέσεις ως περιορισμός. Ο Ντεμπόρ παρατηρεί, λοιπόν, ότι προϋπόθεση και αναντικατάστατη συνθήκη για την υποταγή των εργατών στο κεφάλαιο είναι “η βίαιη απαλλοτρίωση του χρόνου τους38. Αποστερημένοι από τα μέσα επιβίωσής τους, δεν έχουν άλλη επιλογή από το προλεταριοποιηθούν και να πουλήσουν την εργατική τους δύναμη στην τάξη των καπιταλιστών για να επιβιώσουν. Για παράδειγμα, στην Αγγλία, όπου γεννήθηκε ο βιομηχανικός καπιταλισμός, το κίνημα των “περιφράξεων” είχε σαν σκοπό την ιδιωτικοποίηση μεγάλου μέρους τη καλλιεργήσιμης γης προς όφελος μερικών ιδιοκτητών, θέτοντας ένα τέρμα στην κοινοτική γεωργία που είχε κυριαρχήσει μέχρι τότε. Η 4η ενότητα του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου είναι αφιερωμένη στην παρουσίαση αυτής της ιστορικής διαδικασίας, την απαλλοτρίωση των παραγωγών, κατά την οποία η ιδιοποίηση παραγωγικών τεχνικών από την αστική τάξη οδήγησε στην ενδυνάμωση του κεφαλαίου μέσα από την μηχανοποίηση και την επέκταση της νεκρής εργασίας (οι μηχανές).

Κείμενα όπως Η μιζέρια των φοιτητικών κύκλων39 ή Μιλιταντισμός, το ανώτερο στάδιο της αλλοτρίωσης40, αρνούνται οποιαδήποτε ανατρεπτική δυνατότητα στην πραγμοποιημένη ιδεολογία που πουλάνε οι αριστεριστές – στην προκειμένη περίπτωση φοιτητές και ακτιβιστές – που φιλοδοξούν να προκαταβάλουν το πραγματικό κίνημα41. Δεν είναι στην τελετουργικά τυποποιημένη μιλιτάντικη πρακτική τους που υπάρχει η δυνατότητα να πάμε πέρα από το υπάρχον, αλλά σε μια ποιοτική ρήξη στην πορεία της ταξικής πάλης με την οποία ολόκληρο το προλεταριάτο εισέρχεται σε μια δραστηριότητα κρίσης· τότε μόνο “το θέαμα κατακλύζεται από την αυτόνομη δραστηριότητα ενός προχωρημένου στρώματος που αρνείται τις αξίες του” (Le déclin et la chute de l’économie spectaculaire marchande, Η παρακμή και η πτώση της θεαματικής οικονομίας της αγοράς).

Αν το θέαμα είναι όντως μια “οικονομική ιδεολογία”, ο Ντεμπόρ προσθέτει ότι “τα γεγονότα της ιδεολογίας δεν είναι ποτέ απλές χίμαιρες”42 και ότι η σχέση εκμετάλλευσης συνιστά το πραγματικά νευραλγικό σημείο του, την υλική βάση του θεάματος από την οποία προκύπτουν οι άλλες μορφές αλλοτρίωσης: “ο διαχωρισμός ανάμεσα στην πραγματική δραστηριότητα της κοινωνίας και την αναπαράστασή της είναι μια συνέπεια διαχωρισμών μέσα στην ίδια την κοινωνία43. Είναι λοιπόν το προλεταριάτο, στον βαθμό που αντιμετωπίζει την ζωτική ανάγκη να δουλεύει για έναν μισθό, ώστε να εξασφαλίζει την επιβίωσή του, και που βρίσκεται στην καρδιά της παραγωγικής διαδικασίας από την οποία αναδύεται η αλλοτρίωση, το οποίο υφίσταται την κυριαρχία του θεάματος στην πλήρη της ένταση. Στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, το θέαμα είναι αναμφισβήτητα μια καθολική κοινωνική σχέση, αλλά η συγκεκριμένη εμπειρία της εκμετάλλευσης (η οποία μερικές φορές μπορεί να αφορά ακραίες πραγματικότητες, για παράδειγμα σε μετα-αποικιακές περιοχές όπως τα ορυχεία κολτάν44 στο Κονγκό ή οι κλωστοϋφαντουργίες στο Μπαγκλαντές) το ενισχύει ακόμα περισσότερο. Σε συνδυασμό με τα άμεσα συμφέροντά του μέσα στην κρίση, αυτή η κρίσιμη θέση εντός των σχέσεων παραγωγής, ως κινητήριας δύναμη της καπιταλιστικής αντίφασης, παρέχει από μόνη της στο προλεταριάτο τη δυνατότητα να βάλει ένα τέρμα στο θέαμα συνολικά. Συνεπώς, όλη η δουλειά των καταστασιακών συνίστατο στην επαναεπιβεβαίωση της κεντρικότητας του προλεταριάτου στην επαναστατική διαδικασία. Μακράν του να ισχυρίζεται τον σχηματισμό μιας πρωτοπορείας, που θα προεικόνιζε από μόνη της την “πραγμάτωση της φιλοσοφίας”, ένα εσωτερικό κείμενο της ΚΔ υπενθύμιζε ότι “είναι τα [εργατικά] Συμβούλια που πρέπει να είναι καταστασιακά”.

Ο Ντεμπόρ παρατηρεί ότι το θέαμα είναι ολοκληρωτικό και ότι το σφιχτό του κράτημα πάνω στα άτομα έχει φτάσει σε ένα καινούριο επίπεδο, υπονομεύοντας την ελπίδα μιας προλεταριακής χειραφέτησης χάρις στην ταξική συνείδηση, όπως ήθελε ο Λούκατς. Αλλά “το έργο της επαναστατικής κριτικής δεν είναι βέβαια να οδηγήσει τον κόσμο να πιστεύει ότι η επανάσταση θα είναι αδύνατη45. Αντίθετα, η επέκταση του θεάματος σε καινούριους τομείς οδηγεί να σκεφτούμε καινούριες περιοχές διαφορετικές από την αυστηρά παραγωγική σφαίρα, στρώνοντας τον δρόμο για νέες επαναστατικές προοπτικές. Επιπρόσθετα, στην ιδέα της καθημερινής ζωής, οι καταστασιακοί επέμεναν ιδιαίτερα στην αναγκαιότητα του “ξεπεράσματος της τέχνης”, την οποία έβλεπαν ως μια μορφή αλλοτρίωσης όντας μια διαχωρισμένη και εξειδικευμένη δραστηριότητα. Είναι απαραίτητο να σπάσουμε τους διαχωρισμούς, να γενικεύσουμε τη δημιουργική δραστηριότητα, επιδιώκοντας την καταστροφή των αισθητικών κωδίκων, οι οποίοι είχαν ήδη δεχτεί την επίθεση από τις προηγούμενες καλλιτεχνικές πρωτοπορείες (τους σουρρεαλιστές, τους ντανταϊστές, τους λεττριστές): “δεν υπάρχουν καλλιτέχνες, γιατί είμαστε όλοι καλλιτέχνες. Το έργο τέχνης που έρχεται είναι η κατασκευή μιας συναρπαστικής ζωής46.

Όρια της καταστασιακής θεωρίας

Παρά το ενδιαφέρον που προκάλεσε ο Ντεμπόρ, σε μια εποχή που ο μαρξισμός-λενινισμός ήταν ακόμα ηγεμονικός στους διανοητικούς κύκλους, η Κοινωνία του Θεάματος δεν μπορούσε να προβλέψει την αναδιάρθρωση του κεφαλαίου που θα ερχόταν την επόμενη δεκαετία, ώστε να παραγάγει μια θεωρία του καπιταλισμού επαρκή για τον 21ο αιώνα.

Η 172η Θέση της Κοινωνίας του Θεάματος, αναφέρει την “εξατομίκευση των εργατών που οι συνθήκες παραγωγής στις πόλεις έχουν συγκεντρώσει σε επικίνδυνο βαθμό”, αλλά δεν καταφέρνει (και μπορούσε άραγε να το κάνει;) να αντλήσει συμπεράσματα σχετικά με την αναγκαιότητα να θέσει υπό διερώτηση το συμβουλιακό προγραμματικό παράδειγμα, που ο Ντεμπόρ δεν αμφισβήτησε ποτέ. Έχουμε δώσει ένα περίγραμμα των συνεπειών της αναδιάρθρωσης της δεκαετίας του 1970 αλλού (σ’ αυτό το άρθρο).

Ως εκ τούτου, η ΚΔ διακηρύσσει ότι ο ερχομός του κομμουνισμού θα σημαίνει το τέλος κάθε θεαματικής διαμεσολάβησης, την κατάργηση κάθε πολιτικής αντιπροσώπευσης επειδή “εκεί που υπάρχει επικοινωνία, δεν υπάρχει κράτος”, αλλά ισχυρίζεται, παραδοξολογικά, ότι τα εργατικά συμβούλια υποτίθεται ότι θα “συγκεντρώσουν στα χέρια τους όλες τις αποφασιστικές και εκτελεστικές λειτουργίες”. Στην πραγματικότητα, η θετική επιβεβαίωση του προλεταριάτου ως μιας τάξης στην πολιτική σφαίρα συνιστά ήδη έναν εγγενή διαχωρισμό47.

Ως ολέθρια παγίδα της θεωρητικής εστίασης στις αφαιρέσεις, ο Λούκατς επέδειξε μια κάποια νοσταλγία για τις προκαπιταλιστικές κοινωνίες, αποδοκιμάζοντας μερικές πτυχές του πρωτόγονου σοσιαλισμού· υποστήριξε έτσι μια επιστροφή στην “αυθεντικότητα” της αξίας χρήσης, που, κατά τον ίδιο, επιβίωνε ακόμα στη διάρκεια του Μεσαίωνα “πλήρης νοήματος”, επειδή ο ίδιος προτιμούσε την “οργανική ενότητα” σε αντίθεση με την σύγχρονη “υπολογιστικότητα”. Από την πλευρά του, ο Ντεμπόρ επικαλείται την “αστική παρακμή” στην Αναφορά για την κατασκευή καταστάσεων. Αυτή η αντιδραστική ρητορική είχε ήδη στηλιτευθεί δημόσια από τον Μαρξ και τον Ένγκελς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Αν οι κοινωνικές σχέσεις ανάμεσα στον δουλοπάροικο και τον αφέντη ήταν πιο άμεσες και προφανείς στη φεουδαρχία, δεν ήταν, παρ’ όλα αυτά, λιγότερο ακραία βίαιες. Ένα βήμα πίσω δεν είναι ούτε επιθυμητό ούτε καν ιστορικά δυνατό.

Την ίδια στιγμή, οι καταστασιακές θέσεις διατηρούν μια ντετερμινιστική έννοια της Ιστορίας που δικαιολογεί τους προηγούμενους τρόπους παραγωγής ως αναγκαίους για την εδραίωση του κομμουνισμού. Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, με μια έμφαση στην πλήρη αυτοματοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας, θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο στη δυνατότητα μιας “κοινωνίας σχόλης” στην οποία ο ελεύθερος χρόνος θα έχει βελτιστοποιηθεί (στο “Η αξία χρήσης της ζωής”, ΚΔ 1960).

  • Πρώτα απ’ όλα, αυτή η θέση, ότι οι συνθήκες του κομμουνισμού δημιουργούνται από την ανάπτυξη της αστικής τεχνολογίας, αγνοεί την εγγενώς καπιταλιστική φύση της τελευταίας, κάτι που την καθιστά μη-ανακτήσιμη48. Ολόκληρη η παραγωγική διαδικασία καθορίζεται από την λογική της αξιοποίησης, από τις τεχνικές που χρησιμοποιούνται μέχρι το ποιοτικό περιεχόμενο των προϊόντων. Ακόμα και ένα “σοσιαλιστικό” εργοστάσιο, παραμένει ένα εργοστάσιο.

  • Επιπλέον, μια τέτοια αντίθεση, ανάμεσα στην εργασία και τον ελεύθερο χρόνο, τίθεται κοινωνικά και δεν θα είχε πλέον θέση σε μια κομμουνιστική κοινωνία. Ο αναρχικός Fredy Perlman αποτυπώνει το πρόβλημα με μια μεταφορά από τον κόσμο των ζώων: μια αρκούδα διασχίζει τον δρόμο της στο δάσος, ξύνεται σε δέντρα, σκοτώνει έντομα και πέφτει σε ένα ρέμα με ψάρια. Η αρκούδα είναι πεινασμένη και αποφασίζει ότι είναι ώρα να πιάσει κάνα ψάρι. Βουτά και, μετά από μερικές προσπάθειες, πιάνει ένα. Τρώει το γεύμα της όταν ο ήλιος έχει αρχίσει να δύει. Σε ποιο στιγμή μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τη μια ή την άλλη δραστηριότητα της αρκούδας εργασία; Είναι το πιάσιμο ενός ψαριού διασκέδαση; Ή είναι δουλειά49; Στον κομμουνισμό, η παραγωγή και η κατανάλωση είναι αξεδιάλυτα συνδεδεμένες σε μια δραστηριότητα που καθιστά οποιαδήποτε ευθυγράμμιση με λογιστικές ή προτυποποιημένες αναφορές άχρηστη, μιας και αντιστοιχεί ακριβώς σε συγκεκριμένες ανάγκες.

Η απομυθοποίηση του Σταλινισμού προκάλεσε ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον στον ετερόδοξο μαρξισμό στη δεκαετία του 1960 και οι καταστασιακές θεωρίες είναι το προϊόν του αναβρασμού των κοινωνικών αγώνων της περιόδου αυτής. Αν και μπόρεσαν να φωτίσουν ανεξερεύνητες μέχρι τότε περιοχές κοινωνικής κριτικής, παρέμειναν παγιδευμένες στην εποχή τους και βρίσκονται στην τομή δύο κύκλων αγώνων, διατρεχόμενες από πολλαπλές αντιφάσεις που δεν μπόρεσαν ποτέ να επιλύσουν. Η τελική παρακμή του προγραμματισμού θα καταλήξει στην αναγνώριση του απαρχαίωσής τους και οι θεωρητικές συνεισφορές τους θα συνεχιστούν, θα συζητηθούν, θα υποστούν κριτική και, αργότερα, θα ξεπεραστούν.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://agitationautonome.com/2019/11/11/apres-debord-le-spectacle-a-la-derive. Υλικό σχετικά με την Καταστασιακή Διεθνή, που περιέχει και μερικά ακόμα μεταφρασμένα κριτικά άρθρα, μπορείτε να βρείτε στο blog https://circle-situ.espivblogs.net, ενός κύκλου αυτομόρφωσης στην Κοινωνία του Θεάματος.

2 Αυτή η μικρή ομάδα Ευρωπαίων καλλιτεχνών και διανοουμένων σχηματίστηκε γύρω από τον Ντεμπόρ το 1957 και εξέδιδε την ομώνυμη επιθεώρηση στο Παρίσι μέχρι το 1969 πριν αυτοδιαλυθεί το 1972. Χρησιμοποιούμε την σύντμηση IS [στμ. Τα αρχικά της Internationale Situationniste, στα ελληνικά αντίστοιχα χρησιμοποιούμε τη σύντμηση ΚΔ] στη συνέχεια του άρθρου.

3 Στμ. Στα ελληνικά: Το αληθινό σχίσμα στην Διεθνή – Δημόσια εγκύκλιος της Internationale Situationniste, εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος, 2010.

4 Προειδοποίηση στην τρίτη γαλλική έκδοση της Κοινωνίας του Θεάματος.

5 Στμ. Tiqqun: Tiqqun: γαλλικό φιλοσοφικό περιοδικό που ιδρύθηκε το 1999 με σκοπό την “επαναδημιουργία των συνθηκών μιας άλλης κοινότητας”. Δημιούργημα διαφόρων συγγραφέων πριν διαλυθεί στη Βενετία το 2001 στον απόηχο των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου. Το περιοδικό έγινε αντικείμενο του ενδιαφέροντος των ΜΜΕ μετά την σύλληψη του Julien Coupat, ενός από τους ιδρυτές του.

6 Στμ. Bernard-Henri Lévy, πολύ γνωστός Γάλλος διανούμενος, ένας από τους ηγέτες του κινήματος των “Νέων Φιλοσόφων” το 1976. Οι απόψεις του, η πολιτική του δράση και οι δημοσιεύσεις του έχουν γίνει αντικείμενο αρκετών αντιπαραθέσεων όλα αυτά τα χρόνια.

8 Στμ. Grazia France: γαλλική έκδοση (από το 2009) του ομώνυμου γυναικείου περιοδικού που εκδόθηκε αρχικά στην Ιταλία το 1938. Στη Γαλλία είναι αρκετά δημοφιλές χάρις σε έναν συνδυασμό νέων των διασήμων, μόδας, ομορφιάς και κουλτούρας.

9 Στμ. Cyril Hanouna: Γάλλος τηλεοπτικός και ραδιοφωνικός οικοδεσπότης και παραγωγός καθώς και, σε μικρότερο βαθμό, χρονικογράφος, ηθοποιός, τραγουδιστής, σεναριογράφος και κωμικός που έχει δεχτεί έντονη κριτική για ομοφοβικές συμπεριφορές.

11 Πρώτη Θέση της Κοινωνίας του Θεάματος.

12 Στμ. Nabilla: (πλήρες όνομα Nabilla Benattia-Vergara), διάσημη Γαλλοελβετίδα, μοντέλο και μορφή των ΜΜΕ

13 Διαφορά μεταξύ των τιμών των παραγόμενων προϊόντων και της αξίας των μισθών, που επωφελεί τους καπιταλιστές.

14 Τέταρτη θέση της Κοινωνίας του Θεάματος.

15 Στμ. Στα ελληνικά: Anselm Jappe, Γκυ Ντεμπόρ, Ελεύθερος Τύπος, 1998.

16 Μια έννοια που εισήγαγε ο Ντεμπόρ για να χαρακτηρίσει τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου ανάμεσα στον γραφειοκρατικό Σοβιετικό καπιταλισμό (συγκεντροποιημένο θεαματικό) και τις φιλελεύθερες αστικές δημοκρατίες, συμμάχους των Ηνωμένων Πολιτειών (διάχυτο θεαματικό). Πρόκειται για την ίδια κοινωνική θεαματική ουσία που κυβερνά αυτά τα δύο φαινομενικά ανταγωνιστικά καθεστώτα συσσώρευσης, αλλά σύμφωνα με διαφορετικές πολιτικές τροπικότητες [στμ. Οι έννοιες αυτές παρουσιάζονται στα περίφημα Σχόλια πάνω στην Κοινωνία του Θεάματος, του Γκυ Ντεμπόρ, εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος, 1998].

17 Στμ. Εδώ ανακύπτει το ερώτημα: αυτή η απόκρυψη της ταξικής πάλης, δεν παράγεται από την ίδια τη μετατροπή της εργατικής δύναμης σε εμπόρευμα, τον φετιχισμό του εμπορεύματος και τη λειτουργία της ιδεολογία, του έθνους, διαφόρων θεσμών κλπ.; Ποια είναι η ειδοποιός διαφορά του θεάματος;

18 Temps Libre, Thèses sur la société marchande (Θέσεις για την εμπορευματική κοινωνία).

19 122η Θέση της Κοινωνίας του Θεάματος.

20 Αυτό το περιοδικό, που εκδιδόταν από το 1963 μέχρι το 1969, αντιτίθεται στους νέους προσανατολισμούς του Καστοριάδη, ο οποίος έρχεται σε ρήξη με τον Μαρξ, αντιτίθεται στην έννοια της “καταστροφής του κεφαλαίου” και υποστηρίζει “τον εργατικό και δημοκρατικό έλεγχο” της οικονομίας.

21 Παρατίθεται από τον Giorgio Agamben στο Le Cinéma de Guy Debord (Το Σινεμά του Γκυ Ντεμπόρ).

22 Πρώτο Τεύχος της επιθεώρησης Καταστασιακή Διεθνής, Ορισμοί.

23 Παραπέμπουμε στο σχετικά άρθρο μας για περισσότερες λεπτομέρειες, ιδιαίτερα όσον αφορά την έννοια της αξίας. Θα υπενθυμίσουμε απλά εδώ ότι μπορεί να οριστεί ως ο μέσος κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας απαραίτητος για την παραγωγή ενός συγκεκριμένου εμπορεύματος [στμ. Πρέπει να παρατηρήσουμε εδώ ότι από μόνος του ο προσδιορισμός κοινωνικά κάνει όλη τη διαφορά και αποκλείει οποιονδήποτε “επιστημονικά αντικειμενικό” τεχνοκρατικό ορισμό της αξίας].

24 Στμ. Στο πρωτότυπο: supra-sensible.

25 Κάρλ Μαρξ, Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του 1844.

26 Στμ. Στο πρωτότυπο: attitude contemplative.

27 Στην λαϊκή κουλτούρα, το φιλμ του Τσάρλι Τσάπλιν Μοντέρνοι Καιροί είναι σίγουρα το πιο “χτυπητό” παράδειγμα.

28 Από ένα γράμμα στον Marc Dachy, γραμμένο τη χρονιά του θανάτου του Ντεμπόρ, το 1994.

29 Στμ. Βέβαια εδώ θα πρέπει να πούμε ότι η υπαγωγή του συνόλου της κοινωνικής ζωής τελικά στο κεφάλαιο (ως φετιχισμός και πραγμοποίηση) είναι τελικά ο τρόπος που το κεφάλαιο προσπαθεί να ενοποιήσει τη ζωή μέσα από τον ριζικό διαχωρισμό – όπως ακριβώς ο Ντεμπόρ διατύπωσε αρχικά.

30 Εδώ ο Ντεμπόρ υιοθετεί τις θέσεις του Αντόρνο, κύριου θεωρητικού της Σχολής της Φρανκφούρτης και πολύ δημοφιλούς την περίοδο εκείνη στους κύκλους του ετερόδοξου μαρξισμού, αν και ποτέ δεν αναφέρεται σ’ αυτόν ρητά. Ο Pierre-André Taguieff αποδίδει την αποτυχία της υποψηφιότητάς του για την ΚΔ στις παραπομπές που χρησιμοποίησε στον Αντόρνο και τον Günther Anders, καταγγέλοντας έναν σχεδόν ανταγωνιστικό “σεχταρισμό”.

31 Δεν ισχυριζόμαστε εδώ ότι υπάρχει κάποια “ουδέτερη” μορφή χρήματος, που θα αποτελούσε απλά βολικό εργαλείο και για την οποία το ζήτημα θα ήταν μόνο να την βρούμε.

32 Καρλ Μαρξ, Grundrisse.

33 Στμ. Στο πρωτότυπο: hors de tout contenu concret.

34 Τίτλος του ένατου, και τελευταίου, κεφαλαίου της Κοινωνίας του Θεάματος.

35 40Η Θέση της Κοινωνίας του Θεάματος.

36 Στμ. Στο πρωτότυπο: et en fatigue nerveuse ce qui a diminué en effort physique.

37 Un monde sans argent, le communisme (Ένας κόσμος χωρίς χρήμα, ο κομμουνισμός).

38 159η Θέση της Κοινωνίας του Θεάματος.

39 Στμ. Στα ελληνικά: Πεζοδρόμιο Ι: Η μιζέρια των φοιτητικών κύκλων, εκδόσεις Διεθνής Βιβλιοθήκη, 1990.

40 Στμ. Έκδοση της Οργάνωσης Νέων Επαναστατών Εργατών το 1972 (https://infokiosques.net/IMG/pdf/militantisme.pdf). Μια μετάφραση στα ελληνικά εδώ μπορεί να βρεθεί εδώ: https://athens.indymedia.org/post/1563816.

41 Το πραγματικό κίνημα/κίνηση αναφέρεται στον κομμουνισμό, σύμφωνα με τη διατύπωση του Μαρξ στη Γερμανική Ιδεολογία: “ο κομμουνισμός είναι η πραγματική κίνηση/κίνημα που καταργεί την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων”. Συνεπώς, δεν είναι ούτε ένα κανονιστικό ιδεώδες ούτε ένα μοντέλο κοινωνίας που πρέπει να υλοποιηθεί, αλλά μια ιστορική διαδικασία της ταξικής πάλης, με την οποία το προλεταριάτο κατατείνει να καταργήσει την εκμετάλλευση που υφίσταται. Σχετικά με αυτό το θέμα διαβάστε το άρθρο μας: Ταράξτε τα πάντα ώστε να μην κουνηθεί τίποτα: μια κριτική του μιλιταντισμού.

42 212η Θέση της Κοινωνίας του Θεάματος.

43 Anselm Jappe, Guy Debord.

44 Στμ. Κολτάν: το όνομα με το οποία συνήθως αναφέρεται ο συνδυασμός των ορυκτών κολουμβίτη (τώρα γνωστό ως νιόβιο) και τανταλίτη, που εξορύσσεται κυρίως για την απόσπαση του τανταλίτη. Το κολτάν είναι ένα μετάλλευμα στρατηγικής σημασίας, ίσης εμπορικής αξίας με τον χρυσό, αφού χρησιμοποιείται κυρίως στην κινητή τηλεφωνία, τους φορητούς υπολογιστές και άλλες ηλεκτρινικές συσκευές για την βελτίωση της διάρκειας των μπαταριών. Το Κονγκό αποτελεί μια από τις βασικές χώρες εξόρυξής του.

45 Από μια επιστολή προς τον Jean-François Martos (1987).

46 Ραούλ Βανεγκέμ, Traité de savoir-vivre à l’usage des jeunes générations (στμ. Στα ελληνικά: Η επανάσταση της καθημερινής ζωής – πραγματεία σαβουάρ-βιβρ προορισμένη για τις νέες γενιές, εκδόσεις Άκμων, 2002.

47 Στμ. Ουσιαστικά θα λέγαμε ότι η Καταστασιακή Διεθνής δεν ξεπερνά ποτέ το όριο της θετικότητας του προλεταριάτου ούτε τον ορίζοντα της χειραφέτησής του ως αυτεπιβεβαίωσής του ως τάξης, και άρα να φτάσει στην αντίληψη της αυτοκατάργησής του.

48 Στμ. Στο πρωτότυπο: irrécupérable. Δηλαδή μη χρησιμοποιήσιμη, μη αφομοιώσιμη στον κομμουνισμό. Δείτε σχετικά και το κείμενο του Carbure για την “τεχνολογική μετάβαση”: “Πράσινο είναι το χρώμα του δολλαρίου. Σχετικά με την Γκρέτα και την τεχνολογική μετάβαση”, https://inmediasres.espivblogs.net/vert_capital.

49 Μετάφραση του κειμένου https://ediciones-ineditas.com/ultra-left-faq (στμ. Συχνές ερωτήσεις για την Υπερ-αριστερά, Ediciones-Ineditas, υπό μετάφραση).