Κινήματα στην εποχή της αριστερής διαχείρισης:
ψηλαφώντας μια ρωγμή ανάμεσα
στην ύφεση και την ενσωμάτωση
Ι: Στο ζενίθ των ψευδαισθήσεων
Το διάστημα λίγο πριν εκδηλωθούν οι ραγδαίες εξελίξεις των τελευταίων ημερών, με έναν κάπως παράδοξα «συγχρονικό» τρόπο, βρισκόταν σε εξέλιξη μια συζήτηση μεταξύ συντρόφων και συντροφισσών που συμμετείχαμε στο εγχείρημα της Λαμπηδόνας και αποχωρήσαμε από αυτό μετά την ρήξη του Οκτώβρη του 2014.
Η συζήτηση ξεκίνησε σαν μια αυτο-κριτική αποτίμηση της συμμετοχής μας στο συγκεκριμένο εγχείρημα, κινούμενη από την ανάγκη και την επιθυμία μας να αναδειχθούν βαθύτερα στοιχεία της αντιπαράθεσης και να εξαχθούν κάποια σημαντικά πολιτικά συμπεράσματα πέρα από τον ορίζοντα της προσωπικής εμπειρίας· όχι από αφηρημένη σκοπιά αλλά από τη σκοπιά μιας ενεργούς στάσης απέναντι στη συγκυρία, μιας ενσυνείδητης αναμέτρησης με το υπάρχον.
Έτσι η συζήτηση επεκτάθηκε γρήγορα σε έναν γενικότερο προβληματισμό σχετικά με τα χαρακτηριστικά και την εξέλιξη των εγχειρημάτων «από τα κάτω». Εγχειρήματα που αναδύθηκαν μέσα από την δυναμική του κύκλου αγώνων που ξεκινάει με τον Δεκέμβρη του 2008 αλλά διέρχεται την επίσης καθοριστική περίοδο των “κινημάτων των πλατειών” και των συγκρούσεων της περιόδου 2011-2012. Επιχείρησε μια αρκετά διεισδυτική ματιά στην δυναμική που οδήγησε στην εμφάνιση των αυτοοργανωμένων εγχειρημάτων των τελευταίων χρόνων και πολύ πιο ουσιαστικά των ορίων τους, όρια που η σημερινή συγκυρία καθιστά εντελώς ορατά και χειροπιαστά (για όσους/ες φυσικά θέλουν να τα δουν).
Η διακριτότητα των δυο χρονικών οροσήμων (Δεκέμβρης του 2008 και αγώνες του 2011-12) αντανακλά πέρα από τις διαφορετικές αφετηρίες μας και τα διαφορετικά και, κάποιες φορές, αντιφατικά χαρακτηριστικά που τα εγχειρήματα αυτά ανέπτυξαν.
Εντελώς συνοπτικά, αν ο Δεκέμβρης του 2008 μπορεί να ειδωθεί ουσιαστικά σαν μια εξέγερση νεανικών, κυρίως, κομματιών του ντόπιου και ξένου προλεταριάτου, που η ριζοσπαστικότητά τους εκφράστηκε μέσα από μια κριτική στα πάντα και την απουσία συγκεκριμένων αιτημάτων, οι αγώνες της περιόδου 2011-12 αποτυπώνουν, αντίθετα, την βαθμιαία πορεία πολιτικοποίησης ενός κινήματος που, μέσα από διαταξικές εκφράσεις (όπως το \textit{κίνημα των πλατειών}), διεκδίκησε να διεμβολίσει το κυρίαρχο πολιτικό σκηνικό ακόμα και να καλύψει το «κενό» ενός πάσχοντος και σε βαθιά κρίση πολιτικού συστήματος εκπροσώπησης, βάζοντας κεντρικά πολιτικά ζητήματα στη βάση του «αντιμνημονιακού» αγώνα και του «εκδημοκρατισμού του κράτους».
Η αυξανόμενη πολιτικοποίηση αυτού του κινήματος εμπεριείχε, όμως, στον πυρήνα του αυτό που μπορούμε να χαρακτηρίσουμε δυναμική της κρατικοποίησης των αντιστάσεων: ένα κίνημα που το σημείο αναφοράς του είναι τελικά το ίδιο το Κράτος και η διαχείρισή του. Οι πολιτικές εξελίξεις, ήδη από τις εκλογές του 2012 μέχρι και την ανάδειξη της «πρώτη φορά» αριστερής
κυβέρνησης, επιβεβαιώνουν με τον πιο καταφατικό τρόπο την εκτίμηση για την πορεία του μετασχηματισμού των αντιστάσεων και της ενσωμάτωσής τους, με άλλα λόγια της καθοριστικής τους ήττας.
Η διάχυση του κινήματος των πλατειών στην πληθώρα τοπικοποιημένων αυτοοργανωμένων εγχειρημάτων πρέπει να εγγραφεί σε αυτή την ουσιαστική ήττα των κινημάτων του γενικότερου κύκλου αγώνων του 2011-12, παρά το γεγονός, φυσικά, ότι σε καμμιά περίπτωση η πρόθεση αυτών των εγχειρημάτων δεν ήταν η ήττα ή η ενσωμάτωση. Αντανακλά όμως ένα εγγενές όριό τους, στον βαθμό που σε μια «τακτικιστική», θα λέγαμε, προσπάθεια τοπικοποίησης και διάχυσης των αντιστάσεων τοπικοποιούν και διαχέουν ταυτόχρονα τον διάλογο/αντιπαράθεση με το Κράτος.
Έτσι μαζί με την οριζοντιότητα και της αυτοοργάνωση, τα περισσότερα από αυτά τα εγχειρήματα μετέφεραν σε τοπική κλίμακα και την διαταξικότητα και την «διαπολιτικότητα» του κινήματος των πλατειών, διατηρώντας επίσης την ατζέντα των κεντρικών πολιτικών διακυβευμάτων. Ένας πολυσυλλεκτικός κόσμος δώθηκε με πραγματικό ενθουσιασμό και ένταση στη διεκδίκηση δημόσιων τοπικών χώρων που θα μπορούσαν να αποτελέσουν εστίες αντίστασης στην επέλαση της αναδιάρθρωσης και διεκδίκησης καλλίτερων όρων διαχείρισής της από την μεριά των «από τα κάτω».
Αυτός ο πολυσυλλεκτικός χαρακτήρας συνιστά όμως, από την πρώτη στιγμή, και ένα όριο, αφού διατηρεί το πολιτικό στην μορφή μιας πολιτικοποίησης ενταγμένης σε ήδη στερεοποιημένες κομματικές ή μη ταυτότητες, που ισορροπεί σε έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή διαμεσολαβημένου πολιτικού λόγου ο οποίος πασχίζει να ακουστεί στην κεντρική πολιτική σκηνή. Το κανάλι του «αντιμνημονιακού» λόγου, είναι το πιο εύχερο κανάλι έκφρασης αυτής της πολιτικοποίησης καθώς συμπύκνωνε προνομιακά τα διαταξικά αιτήματα της αναστροφής και αποκατάστασης των «αδικιών» που έχουν υποστεί τα πληβειακά και άλλα πληττόμενα κοινωνικά στρώματα χωρίς να ασκεί καμμιά ριζική κριτική στην ίδια την κρίση και την αναδιάρθρωση που προκαλεί τα πλήγματα αυτά.
Και όταν ακόμα, κάτω από την πίεση της ίδιας της υποβάθμισης των ζωών μας, τα εγχειρήματα αυτά ανέλαβαν έναν ρόλο απάντησης σε αυτή την υποβάθμιση, μέσα από λειτουργίες «απάλυνσης» των συνεπειών της κρίσης (συλλογικές κουζίνες, μέσα πολιτισμικής έκφρασης, διαχείριση της καθημερινότητας κ.λπ.), αυτό αποτέλεσε μια έσχατη πηγή αντίφασης για τα ίδια, για τον εξής πολύ ουσιαστικό λόγο: η απάντηση στην κρίση αναπαραγωγής μας δεν μπορεί να δωθεί πραγματικά χωρίς μια ριζική κριτική στο υπάρχον, δηλ. στο κράτος και τις κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις, δηλ. στο κεφάλαιο ως κοινωνική σχέση, χωρίς τον πειραματισμό με νέες μορφές σχέσεων και δυναμικών μεταξύ μας.
Η απουσία μιας τέτοιας ριζικής κριτικής δεν είναι αφηρημένη: είναι η βιωμένη έκφραση ελλειμάτων και αδυναμιών. Είναι τα σοβαρά προβλήματα συνοχής και συντροφικότητας που συμπυκνώνονται σε πρακτικές που δοκιμάζουν την ενότητα των εγχειρημάτων ως συλλογικών διαδικασιών, φτάνοντας, κάποτε, μέχρι την πλήρη διάρρηξη τους.
Είναι μια απουσία που δεν περιορίζεται ούτε αναιρείται από έναν τυπικά «καθαρότερο» ιδεολογικοπολιτικό χαρακτήρα και τείνει να ενσωματώνει την κρατικοποίηση ως μια κρίσης ταυτότητας και προσανατολισμού των εγχειρημάτων. Αν, για κάποια εγχειρήματα, το σημείο ρωγμής είναι η αδυναμία παραγωγής πλέον ενός συνθετικού πολιτικού λόγου, αδυναμία που ενισχύεται από την πολυσυλλεκτικότητα και το εύθραυστο των συναινέσεων που απορρέει από αυτήν (και σε συνδυασμό, φυσικά, με εντελώς ειδικά, «τοπικά», χαρακτηριστικά) η διαδικασία κρατικοποίησης και της συνακόλουθης κρίσης ταυτότητας εκδηλώνεται και σε κομμάτια του α/α χώρου μέσα, κυρίως, από την ενδυνάμωση και κυριάρχηση του «αντιμνημονιακού-αντιΕΕ» λόγου. Αν για κάποια εγχειρήματα η κρίση ταυτότητας εκδηλώνεται στην «πρώτη», θα λέγαμε, φάση της εισβολής της αριστεράς στο τοπικό κρατικό πεδίο των δήμων, ήταν μάλλον ζήτημα χρόνου και εισβολής της αριστεράς και στο εθνικό επίπεδο του κράτους, για να εκδηλωθούν και σε κομμάτια του α/α χώρου τα διλήμματα, οι εντάσεις και οι αποκλίσεις της τοποθέτησής τους ως προς την «κυβερνώσα Αριστερά» και την αριστερή διαχείριση του Κράτους.
Η κρίση των εγχειρημάτων δεν έχει να κάνει, λοιπόν, απλά με το γεγονός ότι, ακόμα και στην εποχή των αυτοοργανωμένων εγχειρημάτων, ειδικά των πολυσυλλεκτικών, συγκεντρωτικές πρακτικές αναμετρώνται και διασταυρώνονται με αντίρροπες οριζόντιες διαδικασίες, πρακτικές που κάποιες φορές αποκτούν και ξεκάθαρες μορφές «κάθετης» χειραγώγησης και ελέγχου. Ούτε στην επιδερμικότητα ή μη των συναινέσεων που παράγονται, δοκιμάζοντας διαρκώς την συνοχή των εγχειρημάτων. Το πιο κρίσιμο όριο που, όπως είπαμε ήδη, εκδηλώνεται ως κρίση και όριο φυσιογνωμίας και ύπαρξης, είναι ακριβώς η διαλεκτική της κρατικοποίησης/ήττας/κρίσης των κινημάτων, η διαλεκτική της αναγνώρισης του κράτους ως προνομιακού πεδίου αντιπαράθεσης και διαλόγου και της πολιτικής-ως-διαμεσολάβησης. Όλα μοιάζουν να περιστρέφονται γύρω από το Κράτος, χωρίς όμως να το βάζουν στο επίκεντρο μιας ριζικής κριτικής.
Η διαλεκτική αυτή καταλύθηκε/επιταχύνθηκε από την πρόσφατη κυβερνητική αλλαγή. Αλλαγή που αποτελεί το σημείο «υπερσυσσώρευσης» αυτής της διαλεκτικής, το σημείο έκρηξης των ψευδαισθήσεων ενός κύκλου αγώνων – και πολλών εκ των υποκειμένων του – που πιστεύουν ότι έχουν νικήσει μέσα από την ήττα.
Είναι αυτή η διαλεκτική επί τω έργω που καθιστά την τοποθέτηση απέναντι στην αριστερή διαχείριση εντελώς κεντρική και καθοριστική, για ένα ευρύ πολιτικό φάσμα, από την παραδοσιακή άκρα αριστερά μέχρι την μαχητική αναρχία, καταδεικνύοντας ότι η προσπάθεια διεμβόλισης του κεντρικού πολιτικού σκηνικού και απεύθυνσης σε ένα κεντρικό πολιτικό υποκείμενο – που ακόμα και για τον α/α χώρο παίρνει τα χαρακτηριστικά ενός «λαϊκού παράγοντα», έχει όντως διαβρωτικά χαρακτηριστικά. Πρόκειται για μια δυναμική πραγματικά θεμελιώδη και με εγκάρσιο χαρακτήρα· μια δυναμική που (ανα)παράγει την ήττα, δρώντας διαλυτικά και απονευρώνοντας τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα πολλών εγχειρημάτων.
Καθώς μπαίνουμε σε μια περίοδο ιδιαίτερης όξυνσης των κοινωνικών αντιθέσεων και αυταρχικοποίησης του κράτους, και μάλιστα σε συνθήκες αριστερής διαχείρισής του, αυτές οι πιέσεις (και οι εσωτερικές αντιθέσεις) θα ενταθούν για πάρα πολλά εγχειρήματα και θα πάρουν ακόμα πιο δραματικό χαρακτήρα γύρω από το εντελώς κρίσιμο δίλημμα: με το κράτος ή με τα κινήματα}; Μπροστά σε αυτό το δίλημμα θα εκδηλώνονται πρακτικές που θα πρέπει να τις δούμε ως αυτό που πραγματικά είναι: βραχίονας και φωνή του κράτους μέσα στο κίνημα. Τα εντελώς φαινομενικά παράδοξα παραδείγματα εγχειρημάτων του α/α χώρου που συστρατεύονται στις στρατηγικές μιας «εθνικά περήφανης» απάντησης στις προκλήσεις των μηχανισμών των «δανειστών» θα πληθαίνουν.
Είμαστε σε ένα σημείο που τα εγχειρήματα μοιάζουν να εγκλωβίζονται μεταξύ ενσωμάτωσης (μετατροπής τους, ουσιαστικά, σε εξαρτήματα του – τοπικού ή κεντρικού – Κράτους) και μιας αυτοαναφορικής υποχώρησης. Όσα ζήσαμε στην Λαμπηδόνα τον περασμένο Οκτώβρη ήταν όντως μια εικόνα από το σήμερα και το εγγύς μέλλον, καθώς θα εντείνεται η κρίση φυσιογνωμίας για πολλά κομμάτια του κινήματος. Μέσα σε αυτή την συγκυρία θα απαιτεί όλο και πιο εξαιρετική διαύγεια και κριτική δύναμη για να μην περιδινηθούμε σε αυτό το ρεύμα και να διατηρήσουμε το δικαίωμα στην ανίχνευση ριζοσπαστικών αντιστάσεων απέναντι στο Κράτος και την κυριαρχία.
q.
Ιούλιος 2015