Κινήματα στην εποχή της αριστερής διαχείρισης ΙΙΙ

Κινήματα στην εποχή της αριστερής διαχείρισης: ψηλαφώντας μια ρωγμή ανάμεσα στην ύφεση και την ενσωμάτωση

ΙΙΙ: τέλος ψευδαισθήσεων, ανάπαυλα τέλος!

«Οι πρίγκηπες και οι κυβερνήσεις είναι, μακράν, τα πιο επικίνδυνα στοιχεία σε μια κοινωνία»,

Μακιαβέλλι, «O Ηγεμόνας».

Όλα αυτά σημαίνουν ένα μόνο πράγμα για το ανταγωνιστικό κίνημα: ανάπαυλα τέλος. Σημαίνουν την ρήξη με τις δυναμικές της ύφεσης και της ενσωμάτωσης. Απόλυτο όριο και προϋπόθεση γι’ αυτή την ρήξη είναι η κάθετη αντιπαράθεση και πολεμική με οποιαδήποτε εθνικοπατριωτικά αφηγήματα και διλήμματα. Στο εξής κάθε άποψη και πρακτική, κάθε παρέμβαση στο δημόσιο χώρο και λόγο δεν θα κινείται στο πεδίο της ασάφειας και της δυνατότητας αλλά στο έδαφος της αμείλικτης κριτικής των θεωρητικών σχημάτων μας στην πράξη της ριζικής άρνησης της αθλιότητας.

Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος είναι ενδεικτικό των ριζικών ανακατατάξεων που συντελούνται στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό και των πολιτικών τους αντανακλάσεων. Υπάρχει μια γενικευμένη ρευστότητα που δεν αφήνει πολλά περιθώρια για απόλυτες εκτιμήσεις – πχ. σχετικά με τον ηγεμονικό ρόλο του ΣΥ.ΡΙΖ.Α, την ικανότητά του να εκφράσει τις ανακατατάξεις αυτές κ.λπ. Οι σταθερές που μπορούμε να διακρίνουμε είναι μάλλον ότι οι μεταλλάξεις αφορούν όλους τους κοινωνικούς και πολιτικούς σχηματισμούς και ότι επιβεβαιώνουν τον θεμελιακό προσανατολισμό των δυνάμεων της κυριαρχίας: την συγκρότηση ενός αποτελεσματικού και συμπαγούς εθνικού μετώπου που να μπορεί να μετουσιώσει αυτές τις δυναμικές διεργασίες σε μια στρατηγική διεξόδου του ελληνικού κράτους από την κρίση. Οι εκατοντάδες κυματίζουσες γαλανόλευκες των πανηγυρισμών στο Σύνταγμα δεν αφήνουν καμμιά αμφιβολία για το ποιος είναι ο πραγματικός νικητής του δημοψηφίσματος: ο εθνικοπατριωτισμός και μάλιστα με έντονο ταξικό πρόσημο (και δεν αφήνουν ταυτόχρονα και πολλά περιθώρια δικαίωσης και «ερμηνειών» στα κομμάτια εκείνα του ανταγωνιστικού κινήματος που επέλεξαν κριτικά το «όχι»).

Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α δεν μπορεί να συγκροτήσει ένα πλειοψηφικό εθνικό μέτωπο από μόνος του – και αυτό είναι ενδεικτικό των ορίων της αριστερής διαχείρισης. Οι περισσότεροι – και πρωτίστως οι φενακισμένοι αριστεροπατριώτες αναλυτές – θέλουν ή προσποιούνται να ξεχνούν πως στο ποσοστό του 61,3% συγκαταλέγεται αυτοδίκαια το διόλου ευκαταφρόνητο 7% της ΧΑ (και αν συνυπολογίσουμε και το 4-5% των ΑΝΕΛ η κατάσταση είναι ακόμα πιο ενδεικτική) ούτε φυσικά αναγνωρίζουν ότι το περιβόητο ταξικό πρόσημο που επικαλούνται έχει και ένα επιπλέον μελανό πρόσημο. Αντίστοιχα αγνοούν αυτοί οι «αναλυτές» ότι το εντυπωσιακό ποσοστό του «όχι» δεν έχει κανένα αυτονόητο «αντι-ΕΕ» πρόσημο, καθώς στο ποσοστό αυτό συναθροίζονται και στρώματα που δεν επιθυμούν – αυτή τη στιγμή τουλάχιστον – την ρήξη με την ΕΕ αλλά ένα βιώσιμο μνημόνιο.

Ακόμα και η αποτύπωση της ταξικής διάρθρωσης της ψήφου είναι ενδεικτική του ότι, πέραν των στρωμάτων που έχουν ήδη προλεταριοποιηθεί (άνεργοι, επισφαλείς, χαμηλοσυνταξιούχοι κ.λπ.), τα μικρο-μεσοαστικά στρώματα είναι πραγματικά διχασμένα σχετικά με τον τρόπο και το εύρος της περαιτέρω υποτίμησής τους. Αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος που υπονομεύει την δυνατότητα του ΣΥ.ΡΙΖ.Α να εκφράσει συνθετικά τα διαταξικά συμφέροντα που συσπειρώνονται γύρω από το «όχι» (και την αυτόματη πολιτική του κεφαλαιοποίηση), συνεπώς τον ρόλο του ως «εγγυητή της εθνικής συνοχής».

Φυσικά οι τακτικισμοί του ΣΥΡΙΖΑ στην διαχείριση του αδιεξόδου, με την επιλογή του δημοψηφίσματος, του παρέχουν, εκ του αποτελέσματος, τον πρώτο λόγο σχετικά με την επίτευξη αυτής της πολυπόθητης εθνικής συσπείρωσης, αναγκάζοντας και τις άλλες δυνάμεις, εντός ή εκτός δημοκρατικού τόξου, να ακολουθήσουν, με περισσότερη ή λιγότερη προθυμία – τουλάχιστον στον βαθμό που δεν αρθρώνεται μια πειστική εναλλακτική διαφορετική από αυτήν του «εθνικά περήφανου συμβιβασμού». Όμως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι απόλυτα κυρίαρχος του παιχνιδιού. Όλοι οι πρωταγωνιστές κάνουν τους υπολογισμούς τους, είναι πάνω απ’ όλα προσεκτικοί και υπερθεματίζουν σε εκδηλώσεις εθνικής ομοψυχίας και υπευθυνότητας.

Στο ζενίθ των ψευδαισθήσεων (και της θεαματικής διαχείρισης της κρίσης, με τα όρια να μετατοπίζονται από το επίπεδο της οικονομίας – και την κυρίαρχη μορφή του σταρ-οικονομολόγου που μοιάζει τώρα παραφωνία στην κρισιμότητα των περιστάσεων – σε αυτό της σκληρής πολιτικής διαχείρισης όπου ανατέλλει πλέον ηγεμονικά ο σταρ-πολιτικός Τσίπρας) η συντριπτική νίκη του «Όχι» είναι άλλη μια στιγμή επιβεβαίωσης της διαλεκτικής της ήττας που βιώνεται ως νίκη: την επόμενη μέρα του δημοψηφίσματος, πολύς κόσμος που είχε ψηφίσει «Όχι» αναρωτιόταν αν τελικά είχε νικήσει το «Ναι»! Εδώ θα πρέπει να αναγνωρίσουμε στον ΣΥΡΙΖΑ την δεινή, οργουελική σχεδόν, ικανότητα χρήσης αυτής της διαλεκτικής στη διαχείριση της κρίσης: εν μέσω μιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης, εξαιτίας ενός ετοιμόρροπου τραπεζικού συστήματος, και «αδίστακτων τελεσιγράφων των δανειστών», καταφέρνει να αποσπάσει από τον αντιμνημονιακό «λαϊκό» παράγοντα την κρίσιμη συναίνεση σε ένα καινούριο, «αντιμνημονιακό» Μνημόνιο με την ταυτόχρονη εμπέδωση μιας αίσθησης «νίκης». Ο τόπος που λαμβάνει χώρα αυτή η μαγική μετουσίωση δεν είναι παρά ο κοινός τόπος της «εθνικής αξιοπρέπειας», όπου τελικά εξαϋλώνονται – ως ύλη και αντιύλη – το ναι και το όχι, η νίκη και η ήττα, το ευρώ και η δραχμή, και συγχωνεύονται σε μια υπερβατική νίκη του εθνικού «ρεαλισμού».

Όμως η αριστερή ταχυδακτυλουργία φτάνει στο όριό της καθώς η χεγκελιανή, σχεδόν, ευφορία της υπερβατικής εθνικής ενότητας προσκρούει ξανά στον πεισματάρικο κόσμο των ταξικών αντιθέσεων, όπου τα «ναι» και «όχι» επανανοηματοδούνται ως αμοιβαία αποκλειόμενες και άκρως διλημματικές, πραγματικά υπαρξιακές, επιλογές για το κεφάλαιο και τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό συνολικά: με ποιες εσωτερικές και εξωτερικές συμμαχίες, με ποιο μοντέλο αναδιάρθρωσης και ανάπτυξης μπορεί να διασωθεί το χρεοκοπημένο ελληνικό κράτος;

Το εύρος της νίκης του «όχι» δεν πρέπει να συγκαλύπτει τα κυρίαρχα στοιχεία της τωρινής συγκυρίας, δηλ. την διάχυτη ρευστότητα και την έντονη πόλωση που επικρατεί σε όλα τα επίπεδα: στις διαταξικές μετατοπίσεις και συσπειρώσεις, στις πολιτικές διαμεσολαβήσεις, στις ιδεολογικές ανακατασκευές. Η όξυνση των διλημμάτων και η παράταση μιας καπιταλιστικής μη-κανονικότητας μπορεί να οδηγήσει σε ριζικές ανατροπές.

Ο θρίαμβος απέχει από την πανωλεθρία όσο (η πιθανότητα για) ένα «κούρεμα» καταθέσεων και η προθυμία υποβολής διαπιστευτηρίων στον εκκολαπτόμενο Ηγεμόνα ίσως αποδειχτεί πρόωρη.

Η μετάλλαξη του διλήμματος «μνημόνιο/αντιμνημόνιο» σε αυτό για τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού θα είναι μια βασανιστική διεργασία, στην οποία οι θέσεις και εντάσεις μεταξύ των διαφόρων παραγόντων δεν είναι εντελώς (προ)καθορισμένες. Όλοι μοιάζουν να προσπαθούν να «αγοράσουν χρόνο», αναμένοντας την διαμόρφωση κάποιων νέων σημείων ευστάθειας του συστήματος. Έχουμε όμως σοβαρές επιφυλάξεις κατά πόσον οι υποκείμενες αντιθέσεις και η οξύτητα της απορρύθμισης της καπιταλιστικής «μηχανής» μπορούν να επιλυθούν στο επίπεδο των πολιτικών διαμεσολαβήσεων. Αντίθετα όλα θα κριθούν στο σκληρό πεδίο των εκρηκτικών αντιθέσεων της ελληνικής κοινωνίας, στην ανάδρασή της με το σημείο θραύσης της οικονομίας. Από τη δυνατότητα απόσπασης ή όχι συναίνεσης ενός αντιμνημονιακού «λαϊκού» παράγοντα σε μνημονιακά προγράμματα και την ικανότητα του ελληνικού κράτους να ισορροπεί στο σημείο μηδέν μιας πλήρους χρεοκοπίας. Από την πιθανότητα οι αγώνες που θα ξεσπάσουν στο έδαφος των οξυμμένων αυτών αντιθέσεων, να υπερβούν ή όχι τα όρια των εθνικών διλημμάτων (μνημόνιο/αντιμνημόνιο, φιλο-ΕΕ/αντι-ΕΕ) – κάτι που εξαρτάται οργανικά από την ένταση και το περιεχόμενο της παρέμβασης των προλεταριακών/πληβειακών στρωμάτων σε αυτόν τον νέο κύκλο αγώνων.

Η επικράτηση μιας αντι-ΕΕ γραμμής θα είναι σαφώς πιο επιθετική από την πλευρά του κράτους και της κυριαρχίας. Αφενός γιατί αντιπροσωπεύει έναν συνολικό στρατηγικό επαναπροσανατολισμό σε «αχαρτογρά- φητες» περιοχές, έξω και πέρα από το πλαίσιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αφετέρου γιατί ο φορέας της είναι ένα αριστερο-ακροδεξιό εθνικό μέτωπο το οποίο μπορεί να αποκτήσει ιδιαίτερα επικίνδυνα χαρακτη- ριστικά. Η ένταση και η ποιότητά τους δεν μπορεί να εκτιμηθεί αυτή τη στιγμή καθώς συναρτώνται από την δυνατότητα αυτού του εθνικού μετώπου να αποκτήσει και κινηματικό χαρακτήρα με την ταυτόχρονη ανά- δειξη και επιβολή ενός Ηγεμόνα (Τσίπρας;) ως ελληνικής εκδοχής του τσαβισμού. Οι συνθήκες σαφέσταταυπάρχουν καθώς η αντι-ΕΕ γραμμή εμφανίζεται ως η λογική σχεδόν συνέπεια και «αναβάθμιση» του «αντιμνημονιακού αγώνα».

Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή: η προϊούσα αστάθεια, η ρευστότητα και η πόλωση που επάγεται η ύπαρξη δύο ισχυρών εθνικών γραμμών, συνιστούν εξαιρετικά σοβαρό συστημικό κίνδυνο: είναι απολύτως ζωτικό να κατισχύσει μια ενιαία εθνική αφήγηση, η διαλεκτική της εθνικής ενότητας να ανοίξει μια οδό διαφυγής από τα σημερινά αδιέξοδα. Το κράτος (και όχι μόνο το ελληνικό) θα προσπαθήσει να παίξει καταλυτικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία «λύσης του δράματος», φυσικά με τα γνωστά μέσα που διαθέτει για αυτές τις περιστάσεις: την βίαιη καταστολή σε όλα τα επίπεδα. Τα προλεταριοποιημένα και αντιστεκόμενα τμήματα της κοινωνίας βρίσκονται αντιμέτωπα όχι απλά με την εξαθλίωση, εξαιτίας της ακόμα οξύτερης υποτίμησής τους, αλλά με την ίδια την επιβίωση. Όλα αυτά σημαίνουν ένα μόνο πράγμα για το ανταγωνιστικό κίνημα: ανάπαυλα τέλος. Σημαίνουν την ρήξη με τις δυναμικές της ύφεσης και της ενσωμάτωσης. Απόλυτο όριο και προϋπόθεση γι’ αυτή την ρήξη είναι η κάθετη αντιπαράθεση και πολεμική με οποιαδήποτε εθνικοπατριωτικά αφηγήματα και διλήμματα. Στο εξής κάθε άποψη και πρακτική, κάθε παρέμβαση στο δημόσιο χώρο και λόγο δεν θα κινείται στο πεδίο της ασάφειας και της δυνατότητας αλλά στο έδαφος της αμείλικτης κριτικής των θεωρητικών σχημάτων μας στην πράξη της ριζικής άρνησης της αθλιότητας.

q.

Ιούλιος 2015

Leave a Reply

Your email address will not be published.