Ο ριζοσπαστισμός των media θεωρούμενος ως οικογενειακό γεύμα

των Carbure1

το κείμενο σε pdf

Κύκλοι της άκρας αριστεράς έχουν ενοχληθεί πρόσφατα από τις κριτικές των Branco2, Lordon3, Ruffin4 και άλλων ριζοσπαστών των ΜΜΕ, κατηγορώντας τους για έναν υποτιθέμενο ελιτισμό που ευθύνεται δήθεν για το ότι οι ιδέες μας – κομμουνιστικές και αναρχικές ως επί το πλείστον – δεν έχουν “πέραση” στον κόσμο και συζητιούνται μόνο σε περιορισμένους κύκλους. Αλλά πρέπει να ειπωθεί ξεκάθαρα: αν αυτά τα άτομα [οι Branco, Lordon, Ruffin κλπ.] φιγουράρουν στην κορυφή του πίνακα των ΜΜΕ είναι ακριβώς επειδή δεν είναι επαναστάτες. Δεν πρόκειται για το ότι, αν και όχι πολύ ριζοσπάστες, εξακολουθούν να είναι “προσβάσιμοι” και βοηθούν τον “κόσμο” να σκέφτεται, κάτι που μπορεί να φέρει αυτόν τον “κόσμο” πιο κοντά σε πιο ριζοσπαστικές ιδέες: από τη στιγμή που τα άτομα αυτά είναι παρόντα, το επαναστατικό ζήτημα έχει απορριφθεί εκ των προτέρων, το “όχι πολύ ριζοσπάστες” είναι η συνθήκη πρόσβασης στη δημόσια αντιπαράθεση.

Δεν υπάρχει κάποια συνομωσία, κάποιος περιορισμός στη διάχυση των επαναστατικών ιδεών. Πέρα από το γεγονός ότι η συγκεκριμένη πιθανότητα της επανάστασης δεν πρόκειται, προφανώς, να συζητηθεί ποτέ στην τηλεόραση, οι ριζοσπάστες των ΜΜΕ καταδεικνύουν επίσης το γεγονός ότι οι μάζες δεν θέλουν επανάσταση ή ότι δεν είναι ικανές καν να την σκεφτούν, όχι εξαιτίας έλλειψης φαντασίας, ηλιθιότητα ή δειλία αλλά επειδή η ταξική πάλη όπως υπάρχει σήμερα δεν είναι, στις περισσότερες εκδηλώσεις της, τίποτα άλλο από την υπεράσπιση διαφόρων ταξικών συμφερόντων όπως αυτά υπάρχουν στο κεφάλαιο. Με άλλα λόγια, η ταξική πάλη, στην μετά τον προγραμματισμό περίοδο στην οποία βρισκόμαστε, εκφράζεται πάντα πρώτα στη γλώσσα αυτού που θα ονομάζαμε, για να το θέσουμε απλά, ρεφορμισμό. Μπορούμε να “προσαρμόσουμε” τα λόγια όσο θέλουμε, δεν μπορούμε να βάλουμε στα μυαλά των ανθρώπων ιδέες που δεν θέλουν. Αν οι διανοούμενοι των ριζοσπαστικών ΜΜΕ ακούγονται είναι επειδή μεταφράζουν την κριτική σ’ αυτή την κοινωνία στην ίδια τη γλώσσα της κοινωνίας αυτής. Η επανάσταση δεν είναι μια ιδέα, μια επιλογή στην οποία θα έπρεπε να συρεύσουμε σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερους αριθμούς, αλλά μια υπέρβαση, μια ρήξη. Και αυτή τη στιγμή κανείς δεν είναι έτοιμος: πιο εύκολα θα εγκαταλείπαμε την χρήση της ενέργειας από ορυκτά καύσιμα παρά την διαίρεση της κοινωνίας σε τάξεις (και, το πιο πιθανόν, κανένα από τα δύο).

Οι διανοούμενοι και πολιτικοί των ριζοσπαστικών ΜΜΕ καταδεικνύουν το όριο όλων των αγώνων, το όριο είναι το φυσικό τους περιβάλλον, είναι εκεί που ζουν και ευδοκιμούν σαν μικρά καλά παράσιτα των αγώνων που δεν είναι παρά-μόνο-η-αρχή-ας-συνεχίσουμε-να-παλεύουμε ή μια αντιπαράθεση-ας-τη-συνεχίσουμε-από-την-αρχή5, όπως αρέσκονται να βουίζουν ευχάριστα. Εξάλλου λατρεύουν τους αγώνες, δεν θα ήταν τίποτα χωρίς αυτούς. Κλείνει ένα εργοστάσιο, μπίνγκο!, ο Ruffin κάνει μια ταινία γι’ αυτό. Ελπίζει ότι το κλείσιμο θα κρατήσει. Αριστεύουν στο να ξέρουν ο ένας τον άλλο και να δίνουν ο ένας στον άλλο την ικανοποίηση ότι είναι από τη σωστή πλευρά, αυτή των φτωχών και των καταπιεσμένων. Και σαν μπόνους, να και συνέχιση της εξέγερσης, η περιφρόνηση των θεσμών και η απόλαυση του πετάγματος των πετρών από το λιθόστρωτο στη σούπα του μεγάλου οικογενειακού δείπνου που είναι η κοινή γνώμη. Διαπληκτιζόμαστε αλλά στο τέλος πάντα συμφωνούμε στην ουσία: το Κράτος, η δημοκρατία, η εργασία και οι μισθοί, σε μια δίκαιη τιμή, οι όχι-και-τόσο-πλούσιοι, προφανώς η ιδιοκτησία, η οικογένεια στην μια ή την άλλη μορφή. Καφές, ένα χωνευτικό, φιλιά και τα λέμε την επόμενη Κυριακή.

Για μας οι αγώνες δεν είναι ένα άνετο και ευχάριστο περιβάλλον, ένα φόντο για να μετρήσουμε την αξία των ιδεών μας, για μας οι αγώνες είναι το πρόβλημα. Και αν ποτέ δεν αισθανόμαστε εντελώς σαν “στο σπίτι μας” σ’ αυτούς, ακόμα και όταν συμμετέχουμε, είναι επειδή σ’ αυτή την κοινωνία δεν υπάρχει τόπος για τον κομμουνισμό. Τα ερωτήματα που θέτουμε για τους αγώνες όπως αυτοί είναι, τα θέτουμε από μια σκοπιά προχωρήματος και ρήξης, από τη σκοπιά αυτού που ραγίζει, την σκοπιά της έντασης και των δακρύων, η οποία ποτέ δεν είναι άνετη. Τα θέτουμε, όμως, κι από τη σκοπιά της κατάστασης ως έχει, και των σχέσεων όπως είναι, με άλλα λόγια μιας κατάστασης και σχέσεων που είναι σκατά. Γιατί σε κάθε αγώνα ξέρουμε πώς να “εξηγηθούμε” με τον καπιταλισμό. Για να το πούμε με έναν τρόπο πομπώδη, ο εχθρός είναι μέσα μας, μας αναπαράγει στον ίδιο βαθμό που τον αναπαράγουμε εμείς. Η κριτική που ασκούμε δεν χτίζει ενιαία μέτωπα, αλλά αποκαλύπτει τον κατακερματισμό σε μια πολλαπλότητα μετώπων και συγκρούσεων όπως αυτές εμφανίζονται στις ταξικές κοινωνίες, ακριβώς επειδή είναι ταξικές κοινωνίες, οι οποίες διαχωρίζουν τα άτομα για να τα “ξαναμαζέψουν” σύμφωνα με τα κριτήριά τους. Τίποτα από αυτά που είναι ήδη παρόντα δεν έχει για μας αξία και έχουμε να χάσουμε τα πάντα από όσα μας ανήκουν. Δεν πακετάρουμε τα θεωρητικά μας προϊόντα στο όμορφο ασημόχαρτο του δικαιολογημένου θυμού ούτε σε ένα ρόδινο μέλλον6, για να τα φέρουμε στην αγορά των χειραφετητικών ιδεών. Αν οι ιδέες μας δεν “πουλάνε” αυτό δεν είναι ούτε εξαιτίας ελιτισμού ούτε εξαιτίας έπαρσης, αλλά απλά επειδή δεν υπάρχει αγορά ούτε αγοραστές γι’ αυτές.

Όμως, ο δημόσιος χαρακτήρας και η προσβασιμότητα σε όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμο δεν είναι το κριτήριο απόλυτης και τελικής κρίσης σχετικά με μια θεωρητική παραγωγή: ας θέσουμε αξιωματικά, και με μια δόση αισιοδοξίας, ότι είναι η επάρκειά της σε σχέση με την κατάσταση και η ικανότητά της να την συλλαμβάνει, με όλες τις αντιφάσεις της, πολύ “στενά”, που αποτελεί το κριτήριο με τη μεγαλύτερη σημασία. Και ας υποθέσουμε, επίσης, ότι αυτοί που θα χρησιμοποιήσουν αυτή την παραγωγή πραγματικά, για κάτι άλλο από το να πουλήσουν βιβλία ή να βρεθούν στα τηλεοπιτικά πλατώ, θα ξέρουν πώς να βρουν την πραγματική χρησιμότητά της. Και ας μην ξεχνάμε ότι, όπως κάθε τι άλλο, οι θεωρίες πεθαίνουν με τις επαναστάσεις.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://blogs.mediapart.fr/carbure/blog/070519/du-radicalisme-mediatique-considere-comme-un-repas-de-famille.

2 Στμ. Juan Branco: Γαλλοϊσπανός δικηγόρος, ακαδημαϊκός και ερευνητής δημοσιογράφος που εργάζεται αυτή τη στιγμή στη Le Monde Diplomatique. Στενός σύμβουλος του Τζούλιαν Ασάνζ και των WikiLeaks έχει επίσης εργαστεί για το Ειδικό Ποινικό Δικαστήριο για την Κεντρική Αφρική και τον κατήγορο του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου.

3 Στμ. Frédéric Lordon, Γάλλος οικονομολόγος και φιλόσοφος, διευθυντής στο CNRS του Ευρωπαϊκού Κέντρου κοινωνιολογίας και πολιτικής επιστήμης στο Παρίσι. Είχε ιδιαίτερα σημαντική συμμετοχή και επίδραση στο κίνημα Nuit Debout του 2016.

4 Στμ. François Ruffin, Γάλλος δημοσιογράφος, κινηματογραφιστής, συγγραφές και πολιτικός. Ιδρυτής και αρχισυντάκτης του τριμηνιαίου σατυρικού περιοδικού Fakir. Είναι κυρίως γνωστός ως σκηνοθέτης του φιλμMerci patron! (2016), καθώς και για τον καθοριστικό ρόλο του στη δημιουργία του κινήματος Nuit debout. Το 2017 εξελέγη βουλευτής στην περιφέρεια της Somme με την υποστήριξη της Ανυπότακτης Γαλλίας (του Μελανσόν), των Οικολόγων-Πράσινων και του ΓΚΚ (στον πρώτο γύρο) και των Σοσιαλιστών (στον δεύτερο), προσχωρώντας στην κοινοβουλετική ομάδα της Ανυπότακτης Γαλλίας.

5 Στμ. Στο πρωτότυπο: “des luttes qui ne-sont-qu’un-début-continuons-le-combat, ou qu’un débat-continuons-le-début”.

6 Στμ. Στο πρωτότυπο: des lendemains qui chantent, γαλλικός ιδιωματισμός που σημαίνει ρόδινο αύριο/μέλλον.

Leave a Reply

Your email address will not be published.