Λευκή Αγνότητα

του Asad Haider1

Ανάμεσα σε άλλα πράγματα, η λευκότητα είναι και ένα είδος σολιψισμού2. Από την δεξιά μέχρι την αριστερά, οι λευκοί συστηματικά και επιτυχώς αναδρομολογούν οποιαδήποτε πολιτική συζήτηση στην ταυτότητά τους. Το περιεχόμενο αυτής της ταυτότητας, ως αναμενόμενο, παραμένει ανεξερεύνητο και ακαθόριστο. Είναι το ψευδές θεμέλιο του προτύπου αμερικανικού μοντέλου της ψευδο-πολιτικής.

Η πιο ύπουλη μορφή λευκής ψευδο-πολιτικής είναι η λευκή ενοχή. Το αν είναι επικίνδυνη ή ηθικά επιλήψιμη/αξιοκατάκρητη ως ανοιχτός ρατσισμός της λευκής ανωτερότητας, είναι ένα παραπλανητικό ζήτημα. Αμφότερα ενισχύουν περισσότερο την ψευδαίσθηση της λευκότητας.

Σε έναν θεωρητικό “φιλιππικό” με τον τίτλο “Tο κέντρο έχει πέσει και ο λευκός εθνικισμός καλύπτει αυτό το κενό”, ο λευκός συγγραφέας Ned Resnikoff αναφέρει, σημαίνοντας συναγερμό, ότι “τα λευκά μέλη της αυτοαποκαλούμενης ριζοσπαστικής αριστεράς είναι πιο κοντα από όσο νομίζουν στον δεξιό λευκό λαϊκισμό”. Λαμβάνοντας υπόψιν ότι οι δεξιοί λευκοί λαϊκιστές κάνουν περήφανα ναζιστικούς χαιρετισμούς δημοσίως και διεκδικούν τον Τραμπ ως τον ήρωά τους, αυτό σίγουρα μοιάζει με έναν λόγο ανησυχίας.

Αλλά ο Resnikoff αντιμετωπίζει/μπαίνει σε προβλήματα όταν προσπαθεί να δει πιο λεπτομερειακά αυτή την επικίνδυνη “λευκή αριστερά”. Το πρόβλημα είναι, όπως αποδεικνύεται, ότι δεν είναι όλοι αυτοί οι αριστεροί λευκοί. Το Jacobin Magazine, θεωρούμενο ως το κατεξοχήν παράδειγμα της λευκής αριστεράς, έχει ως ιδρυτικό του εκδότη τον Bhaskar Sunkara – τον έχω δει προσωπικά, και είναι πιο σκουρόχρωμος από μένα. Ο Resnikoff καταδεικνύει επίσης μια επιδοκιμαστική αναφορά από τον λευκό εθνικιστή Chris Roberts ενός άρθρου στο Jacobin που γράφτηκε από τον Shuja Haider3. Είμαι αρκετά σίγουρος ότι και αυτός ο άλλος Κος Haider δεν είναι λευκός, μιας και στην πραγματικότητα είμαστε συγγενείς.

Αυτές οι αντιπαραθέσεις, που αναζωπυρόνονται διαρκώς μετά την εκλογή του Τραμπ, παρέχουν στους λευκούς μια τέλεια ευκαιρία για να κάνουν τον κόσμο να περιστρέφεται γύρω τους. Στο Twitter οι φιλελεύθεροι λευκοί κατηγορούν όσους ασκούν κριτική στην πολιτική των ταυτοτήτων ότι αγνοούν το λευκό προνόμιο, ενώ οι λευκοί σοσιαλιστές αντιδρούν επισημαίνοντας πόσοι λευκοί υπάρχουν στην Αμερική.

Στο μεταξύ, κανείς δεν ξέρει τι να κάνει με τους μη-λευκούς, όπως εγώ, που προσπαθούν να παρέμβουν στην αντιπαράθεση. Μέχρι τώρα η στρατηγική των φιλελεύθερων λευκών συνοψίζεται σε μια εξιδανικευμένη/αποθεωτική μορφή του να βάζουν τα δάχτυλα στα αυτιά τους και να φωνάζουν “Δεν μπορώ να σας ακούσω!”. Οι λευκοί στο Twitter εξακολουθούν να μας κατηγορούν αποφασιστικά ότι είμαστε λευκοί, ενώ οι λευκοί γνωστοί μας επισημαίνουν ότι δεν είμαστε. Και έτσι γυρνάει και πάλι πίσω, στους λευκούς και στις φαντασιώσεις τους. Έχουμε προσπαθήσει, για κάποιο καιρό, να το αγνοήσουμε αυτό και να συνεχίσουμε να μιλάμε για τα ουσιαστικά ζητήματα. Αλλά οι λευκοί μας κάνουν την ζωή ακόμα πιο δύσκολη όταν ισχυρίζονται ότι μιλάνε στο όνομά μας. Το μόνο που μπορώ να συμπεράνω είναι ότι το παράξενο φαινόμενο που ονομάζεται λευκότητα παράγει μια πολύ βαθιά και επίμονη ψυχοπαθολογία, στην οποία είναι πια καιρός να επιτεθούμε ανοιχτά.

***

Αυτό που καταδεικνύει ο Ned Resnikoff είναι ότι η λευκή ενοχή έχει μια σκοτεινή πλευρά, την οποία προτείνω να τιτλοφορήσουμε ως “λευκή αγνότητα”. Είναι ένα είδος ιδεολογίας μιας φυλετικής υγιεινής που εγκολπώνει την πολυπολιτισμικότητα και την ποικιλομορφία αλλά προσπαθεί να απαλείψει τα ανεπιθύμητα στοιχεία από την ίδια την λευκή ταυτότητα.

Από την πλευρά της λευκής αγνότητας, υπάρχουν καλοί λευκοί. Έχουν πανεπιστημιακά πτυχία, ακούνε τον NPR4 και έχουν πολλούς POC5 φίλους. Αλλά δυστυχώς υπάρχουν και κακοί λευκοί. Είναι κακοί επειδή πιθανόν ψήφισαν υπέρ του Τραμπ. Αλλά γίνεται χειρότερο. Ακούνε κάντρυ και τρώνε βιομηχανικά εκθρεμμένο κρέας. Είναι προσβλητικά υπέρβαροι, και πηγαίνουν τις Κυριακές στην εκκλησία αντί να πηγαίνουν για γιόγκα. Και το πιο αηδιαστικό, δουλεύουν σε βρώμικες χειρονακτικές δουλειές και έχουν μια ποταπή/τιποτένια εμμονή με το να βγάλουν περισσότερα λεφτά, αγνοώντας ότι στο Χάρβαρντ ένας έγχρωμος φοιτητής της Αγγλικής φιλολογίας αναγκάζεται να αντέξει το δράμα του να διαβάσει τον Huckleberry Finn6.

Το όλο πράγμα γίνεται πιο πολύπλοκο γιατί υπάρχουν και μερικοί άλλοι κακοί λευκοί που δεν θα έπρεπε να είναι κακοί, όπως ο Mark Lilla ή ο Todd Gitlin7. Παρά την καλή τους εκπαίδευση και τα εισοδήματά τους, αποτυγχάνουν να αγκαλιάσουν την λευκή αγνότητα. Αντίθετα, υποστηρίζουν και συνηγορούν την επιστροφή στις πολιτικές της λευκής ταυτότητας των δεκαετιών του 1930 και του 1940, όταν ένας καλοκάγαθος πρόεδρος εξασφάλισε ένα κράτος πρόνοιας για τους λευκούς συμπατριώτες του.

Όπως αποδεικνύεται, αυτοί οι “ληγμένοι8” λευκοί είναι στην πραγματικότητα θεόσταλτο δώρο για το όλο σχέδιο της λευκής αγνότητας, επειδή εξυπηρετούν στην απαξίωση/προσβολή της αξιοπιστίας οποιασδήποτε πιθανής ιδεολογικής απειλής. Όλοι οι μη-λευκοί επικριτές της λευκής αγνότητας μπορούν να απορριφθούν/αγνοηθούν υποστηρίζοντας φωναχτά ότι δεν είναι τίποτα περισσότερο από μεταμφιεσμένοι “ληγμένοι” λευκοί. Είτε είσαι μαύρος, είτε Άραβας, είναι Πορτορικάνος, είναι Κορεάτης, θα πρέπει να επανα-ταυτοποιηθείς αν αποτύχεις να παίξεις τον ρόλο σου.

Πραγματικά, προς μεγάλη έκλπηξη των καλών λευκών, δεν συντάσσονται όλοι οι μη-λευκοί με την λευκή αγνότητα. Αρκετοί το κάνουν, σίγουρα, επειδή η κρυφή πραγματικότητα που η λευκή αγνότητα προσπαθεί να συγκαλύψει είναι ότι οι μη-λευκοί είναι εξίσου ικανοί στην ποικιλία απόψεων και προοπτικών όπως οι λευκοί. Για να πετύχει η λευκή αγνότητα, οι μη-λευκοί θα πρέπει να εξιδανικευτούν/ειδωθούν ειδυλλιακά ως τα ευγενή θύματα. ´Οταν αποτυγχάνουν να ταιριάξουν σε αυτή την κατηγορία, η λευκή αγνότητα μοιάζει να στερείται ένα κανονικό θεμέλιο.

Ο Fredrik deBoer ρωτά: “Τον απασχολεί τον Resnikoff ότι οι πιο οξείες κριτικές στις πολιτικές ταυτότητας που ξέρω προέρχονται από έγχρωμους συγγραφείς;”. Είναι ένα ερώτημα που κρατά πολλούς λευκούς ξάγρυπνους την νύχτα. Αλλά για τους υπόλοιπους από μας οι λόγοι είναι προφανείς. Επειδή έχουμε βιώσει ρατσισμό από καλά φερόμενους και καλά εκπαιδευμένους φιλελεύθερους τόσο συχνά όσο και από τους συντηρητικούς χωριάτες του Νότου9 που αυτοί απεχθάνονται· επειδή δεν ευνοηθήκαμε ποτέ από την συγκαταβατική και πατροναριστική συμπεριφορά των λευκών υποστηρικτών της πολυπολιτισμικότητας· επειδή αναγνωρίζουμε στο άφθονο φιλελεύθερο μίσος για τους λευκούς φτωχούς τον ίδιο αχρείο κοινωνικό Δαρβινισμό που στις λιγότερο δημόσιες στιγμές απευθύνεται εναντίον μας.

***

“Η μεταφορά δεν είναι ποτέ αθώα”, παρατηρεί ο Derrida10. “Προσανατολίζει την έρευνα και παγιώνει αποτελέσματα”. Η πρωταρχική μεταφορά για την λευκότητα είναι το σακίδιο, που εισήχθη από την λευκή συγγραφέα Peggy McIntosh στο σημαντικό της άρθρο “White Privilege: Unpacking the Invisible Knapsack” [“Λευκό Προνόμιο: Ξεπακετάροντας το Αόρατο Σακίδιο”].

Φυσικά, η McIntosh δεν ήταν η πρώτη που προσπάθησε να περιγράψει τις συνέπειες της λευκότητας. Είναι πολύ γνωστό αυτό που έγραψε ο W.E.B. Du Bois11 για τα νομικά και κοινωνικά πλεονεκτήματα που παραχωρούνται στους λευκούς στο “Black Reconstruction”:

Θα πρέπει να θυμόμαστε ότι η ομάδα των λευκών εργατών, ενώ λαμβάνει έναν χαμηλό μισθό, αποζημιωνόταν εν μέρει με ένα είδος δημόσιου και ψυχολογικού μισθού. Τους αποδιδόταν δημόσιος σεβασμός και τίτλοι ευγενίας επειδή ήταν λευκοί. Γίνονταν ελεύθερα δεκτοί μαζί με όλες τις τάξεις των λευκών στις δημόσιες λειτουργίες, τα δημόσια πάρκα, και στα καλλίτερα σχολεία. Οι αστυνομικοί έβγαιναν από τις τάξεις τους, και τα δικαστήρια, εξαρτώμενα από τις ψήφους τους, τους μεταχειρίζονταν με τόση επιείκια που ενθάρρυναν την ανομία. Η ψήφος τους εξέλεγε τους δημόσιους λειτουργούς, και ενώ αυτό είχε μικρή επίδραση στην οικονομική κατάσταση, είχε πολύ μεγάλη επίδραση πάνω στην προσωπική μεταχείριση που αντιμετώπιζαν και τον σεβασμό που τους αποδιδόταν. Τα σχολικά κτίρια των λευκών ήταν τα καλλίτερα στην κοινότητα και περίοπτα τοποθετημένα ενώ κόστιζαν ανά άτομο από δύο έως δέκα φορές περισσότερο από ό,τι τα σχολεία για έγχρωμους. Οι εφημερίδες ειδικεύονταν σε ειδήσεις που κολάκευαν τους λευκούς φτωχούς και αγνοούσαν σχεδόν εντελώς τους νέγρους εκτός από τις περιπτώσεις εγκλημάτων και γελειοποίησης.

Όμως το άρθρο της McIntosh λειτούργησε σε ένα πολύ διαφορετικό “καταχωρητή”/καταχωρήθηκε πολύ διαφορετικά από την ιστορική έρευνα του Du Bois για την ταξική σύνθεση στις μεταπολεμικές ΗΠΑ. Είναι πιθανόν ότι η McIntosh έγραψε με τις καλλίτερες προθέσεις, με σκοπό να μειώσει τις βαρβαρικές συμπεριφορές ανάμεσα στους λευκούς. Δυστυχώς, το αποτέλεσμα του άρθρου της ήταν να παράσχει στους λευκούς νέους και φαινομενικά προοδευτικούς τρόπους για να επικεντρώσουν την πολιτική στην λευκή ταυτότητα.

Αυτό συνέβη γιατί η McIntosh αναφέρεται σε ολόκληρο το άρθρο εναλλάξ στην “φυλή μου”, την “φυλετική μου ομάδα” και το “χρώμα του δέρματός μου”. Το πρώτο “λευκό προνόμιο” που κατονομάζει είναι αυτό: “Μπορώ αν το επιθυμώ να κανονίσω να είμαι στην παρέα των ανθρώπων της φυλής τον περισσότερο καιρό”. Ένα άλλο είναι ότι μπορεί “να πηγαίνει σε ένα μουσικό κατάστημα και να περιμένω ότι θα βρω να αντιπροσωπεύεται ικανοποιητικά η μουσική της φυλής μου”.

Θα αφήσουμε κατά μέρος αυτό που φαίνεται να είναι μια έλλειψη εξοικείωσης με την ιστορία της αμερικάνικης λαϊκής μουσικής. Αυτό που είναι σημαντικό είναι η εξίσωση του χρώματος (του δέρματος), της κατηγορίας της “φυλής” και διακριτών ομαδοποιήσεων ανθρώπινων πλασμάτων.

Με αυτή την εξίσωση, η λευκή ενοχικότητα αναπαράγει τον θεμέλιο “μύθο” της φυλής: ότι υπάρχει ένα βιολογικό θεμέλιο, εκφρασμένο σε φυσικούς φαινότυπους, για διαφορετικές ομάδες ανθρώπινων πλασμάτων που έχουν διαφορετικές κουλτούρες και μορφές ζωής.

Η ιδέα της φυλής είναι μια αυταπάτη, μια αυταπάτη όμως που έχει ένα “πραγματικό” υλικό αποτέλεσμα. Η “λευκή φυλή” είναι ένας πιο συγκεκριμένος σχηματισμός – μια πολιτική δομή πιο πρόσφατης έμπνευσης/εφεύρεσης.

Αλλά η μεταφορά του σακιδίου χρησιμεύει στην απόκρυψη/συγκάλυψη της πραγματικότητας της λευκότητας. Η McIntosh γράφει: “το λευκό προνόμιο είναι όπως ένα αόρατο και χωρίς βάρος σακίδιο με ειδικές προμήθειες, χάρτες, διαβατήρια, βιβλία με κωδικούς, πιστωτικές κάρτες, ρούχα, εργαλεία και ελυκές επιταγές”.

Το σακίδιο το κουβαλάει ένα άτομο που “διαπλέει” το ανοιχτό κοινωνικό πεδίο. Περιέχει εργαλεία που δίνουν την δυνατότητα στο άτομο να πλοηγείται στο πεδί με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα από αυτούς που τα σακίδιά τους είναι συγκριτικά πιο άδεια. Τα εφόδια που περιέχονται στο σακίδιο συνιστούν την λευκότητα σαν προνόμιο επειδή το σακίδιο το κουβαλά ένα άτομο που ανήκει στην λευκή ταυτότητα.

Αν το σακίδιο με τα προνόμια φέρεται από ένα άτομο που έχει ήδη ταυτοποιηθεί ως λευκό, τότε η λευκότητα θα πρέπει αναγκαστικά να κατανοηθεί ως ένα βιολογικό γνώρισμα. Το εσφαλμένο της έννοιας είναι προφανές: οι άνθρωποι που περιγράφονται ως λευκοί αυτή τη στιγμή έχουν ένα ευρύ και σύνθετο φάσμα γενεαλογικών γραμμών/καταγωγών, πολλές από τις οποίες προηγουμένως θεωρούνταν ως ξεχωριστές “φυλές” οι ίδιες (οι πολύ καλά τεκμηριωμένες αλλά συχνά ξεχασμένες φυλετικοποιήσεις των Σλάβων, των Ιταλών, των Ιρλανδών, κ.λπ.).

Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι έχει γίνει απλά ένα μικρό λάθος στην περιγραφή: στην πραγματικότητα, η ίδια η λευκότητα συγκροτείται από τα περιεχόμενα του σακιδίου. Η συγκρότηση της λευκότητας ως ταυτότητας και ως προνομίου είναι ταυτόχρονες: οι προμήθειες του σακιδίου φέρουν στον κάτοχό του όχι μόνο πλεονεκτήματα αλλά και την ταυτότητά του.

Αλλά, τότε, πώς ξέρουμε ότι το περιεχόμενο της ταυτότητας που παρέχεται έχει να κάνει κάτι με την “λευκότητα”; Σίγουρα, επιπρόσθετα με τα συγκεκριμένα αντικείμενα που απονέμουν ένα προνόμιο, κανείς θα βρει σε οποιοδήποτε σακίδιο μιας ταυτότητας μια απειρία από αυθαίρετες λεπτομέρειες: το μήκος των μαλλιών, τις διατροφικές προτιμήσεις, τις δεξιότητες με τους υπολογιστές κ.λπ. Με άλλα λόγια, το σακίδιο, για να περιγράωψει την ταυτότητα ενός ατόμου, θα έπρεπε να περιέχει οτιδήποτε συγκροτεί την “αυτό-τητα” του συγκεκριμένου ατόμου. Δεν θα μας παρείχει καμμιά διαίσθηση/ενόραση σχετικά με την οργανωτική αρχή που συγκροτεί τα χαρακτηριστικά/γνωρίσματα αυτά ως κάτι που μπορεί να αποκληθεί “λευκό”. Δεν θα υπήρχε τρόπος να διακρίνουμε τα “λευκά” χαρακτηριστικά από τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά, από τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων από την Πενσυλβάνια ή από τα χαρακτηριστικά των χεβυμεταλλάδων.

Αυτή είναι η αποτυχία της φιλελεύθερης σκέψης. Ένας πολιτικός σχηματισμός όπως η λευκότητα δεν μπορεί να εξηγηθεί ξεκινώντας από την ταυτότητα ενός ατόμου – την αναγωγή της πολιτικής στην ψυχολογία του ατόμου/εαυτού. Το σημείο εκκίνησης θα έπρεπε να είναι η κοινωνική δομή και οι σχέσεις που την συγκροτούν, μέσα στις οποίες συντίθενται και τα άτομα. Και ξεχνιέται πολύ συχνά ότι δεκαετίες πριν από το σακίδιο της McIntosh, ο όρος “λευκό προνόμιο” προήλθε από μια τέτοια θεωρία.

***

Η θεωρία του “προνομίου του λευκού δέρματος” προωθήθηκε από μέλη μιας αντιρεβιζιονιστικής διάσπασης από το Κομμουνιστικό Κόμμα των ΗΠΑ (την Provisional Organizing Committee), και έφτασε να έχει μια τεράστια επίδραση στην Νέα Αριστερά και το Νέο Κομμουνιστικό Κίνημα. Μια σειρά δοκιμίων από τους Theodore Allen και Noel Ignatiev, συλλεγμένα στην μπροσούρα White Blindspot, προσέφερε την αρχική διατύπωση. Το επιχείρημα των Ignatiev και Allen ήταν ότι η κληρονομιά της δουλείας ήταν η επιβολή της λευκής υπεροχής από την άρχουσα τάξη, ως ενός εργαλείου ταξικής διαίρεσης. Αλλά αυτή ήταν μια πολιτική θεωρία, όχι μια πολιτισμική ή ηθική, και υποστήριζε ότι ο “λευκός σωβινισμός” ήταν στην πραγματικότητα επιζήμιος για την λευκή εργατική τάξη, αποτρέποντας/εμποδίζοντας την ενότητα με τους μαύρους εργάτες. Συνεπώς, η μάχη ενάντια στην λευκή υπεροχή ήτσαν στην πραγματικότητα ένας κεντρικό κομμάτι ενός πολιτικού προγράμματος που ευνοούσε/προέτασσε την αυτοοργάνωση όλων των εργατών. Η εισαγωγή του Ignatiev αξίζει να αναφερθεί αναλυτικά:

Το τέλος της λευκής υπεροχής δεν είναι αποκλειστικά μια απαίτηση των Νέγρων, διαχωρισμένη από τις ταξικές απαιτήσεις ολάκερης της εργατικής τάξης. Δεν μπορεί να αφεθεί στους Νέγρους να την παλέψουν μόνοι, με τους λευκούς εργάτες να “έχουν συμπάθεια στον αγώνα τους”, “να τον υποστηρίζουν”, “να απορρίπτουν τις ρατσιστικές συκοφαντίες” κ.λπ., αλλά στην πραγματικότητα να αγωνίζονται για τα “δικά τους” αιτήματα.

Η ιδεολογία του λευκού σωβινισμού είναι δηλητήριο της αστικής τάξης που κατευθύνεται πρωτίστως στους λευκούς εργάτες, που αξιοποιείται ως ένα όπλο για την υποδούλωση/υποταγή και τους μαύρους και τους λευκούς εργάτες. Έχει την υλική της βάση στην πρακτική της λευκής υπεροχής, που είναι ένα έγκλημα όχι απκά ενάντια στους μη-λευκούς αλλά ενάντια σε ολόκληρο το προλεταριάτο. Συνεπώς, η εξάλειψή της σίγουρα προκρίνεται ως μια από τις ταξικές απαιτήσεις ολόκληρης της εργατικής τάξης. Στην πραγματικότητα, λαμβάνοντας υπόψιν τον ρόλο που αυτή η άθλια πρακτική έχει παίξει ιστορικά στον να κρατά πίσω την πάλη της αμερικάνικης εργατικής τάξης, ο αγώνας ενάντια στην λευκή υπεροχή γίνεται το κεντρικό άμεσο καθήκος ολόκληρης της εργατικής τάξης.

Καθώς αυτή η γλώσσα υιοθετήθηκε από την Νέα Αριστερά, υπέστη σοβαρούς ιδεολογικούς μετασχηματισμούς. Το μανιφέστο “You Don’t Need a Weatherman12 to Know Which Way the Wind Blows13, που κυκλοφόρησε στο ταραχώδες συνέδριο των Φοιτητών για μια Δημοκρατική Κοινωνία (SDS) το 1969, προτείνοντας μια πολιτική επικεντρωμένη στην λευκή ενοχή παρά στην προλεταριακή ενότητα. Η οργάνωση Weather Underground χρησιμοποίησε την γλώσσα του “προνομίου” για να απορρίψει την λευκή εργατική τάξη ως μια δύναμη επαναστατικής αλλαγής, συνδέοντας, αντίθετα, την πολιτική πάλη με πρωτοποριακές ομάδες όπως η ίδια, που επιτίθονταν στο δικό τους προνόμιο υιοθετώντας ένα επαναστατικό στυλ ζωής. Αυτό έγινε ισοδύναμο τελικά με την αυτομαστίγωση (με εκρηκτικά) των λευκών ριζοσπαστών, που αντικατέστησαν τις μάζες με τον εαυτό τους και επικέντρωσαν ναρικισσιστικά την προσοχή στον εαυτό τους και όχι στα κινήματα για τους μαύρους και τον Τρίτο Κόσμο που ισχυρίζονταν ότι υποστήριζαν – ανάγοντας αυτά τα κινήματα σε μια ρομαντική φαντασίωση βίαιης εξέγερσης. Με άλλα λόγια, το σχέδιο της μαύρης αυτονομίας και αυτο-απελευθέρωσης – που συνεπαγόταν την συνολική αυτο-απελευθέρωση των φτωχών και της εργατικής τάξης – ουσιαστικά αποδυναμώθηκε/απενεργοποιήθηκε από την ανάλυση με όρους χρώματος των Weather Underground.

Ο Ignatiev επιτέθηκε ανηλεώς στην προβληματική των Weatherman σε ένα άρθρο με τίτλο “Without a Science of Navigation We Cannot Sail in Stormy Seas14, που αποτελεί σήμερα μια στενόχωρη/ενοχλητική ανακάλυψη:

Η λευκή υπεροχή είναι το πραγματικό μυστικό της εξουσίας της αστικής τάξης και η κρυφή αιτία πίσω από την αποτυχία του εργατικού κινήματος σε αυτή την χώρα. Τα προνόμια των λευκόχρωμων εξυπηρετούν μόνο την αστική τάξη και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν θα μας αφήσουν να ξεφύγουμε από αυτά, αλλά αντίθετα μας κατατρέχουν με αυτά κάθε στιγμή, άσχετα από το πού πάμε. Είναι δηλητηριώδες δόλωμα. Το να λέμε ότι η αποδοχή του προνομίου των λευκών είναι προς το συμφέρον των λευκών εργατών είναι ισοδύναμο με το να προτείνουμε ότι είναι προς όφελος του ψαριού να καταπιεί το σκουλήκι μαζί με το αγκίστρι. Το να ισχυριζόμαστε ότι η αποκήρυξη/απάρνηση των προνομίων αυτών είναι μια “θυσία” είναι σαν να ισχυριζόμαστε ότι το ψάρι κάνει μια θυσία όταν πηδάει έξω από το νερό, τινάζει την ουρά του, κουνά το κεφάλι του μανιασμένα προς κάθε κατεύθυνση και στην “sacrifice” is to argue that the fish is making a sacrifice when it leaps from the water, flips its tail, shakes its head furiously in every direction and throws the barbed offering.

Η σημερινή πολιτική προνομόων δεν μπορεί ίσως να επιτρέψει μια τοποθέτηση αυτού του είδους. Αντίθετα έχουμε μείνει με τις ατέλειωτες παραλλαγές της θέσης των Weatherman, αν και χωρίς την έκκληση στα όπλα, τις ληστείες τραπεζών και την θεωρία του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό.

***

Οι λευκοί φιλελεύθεροι αφήνουν να εννοηθεί ότι το νέο κύμα των “υπέρ των λευκών” σοσιαλιστών αναδύθηκε για να υπερασπιστεί την “λευκή εργατική τάξη”. Αυτά είναι ανοησίες. Οι μαύροι επαναστάτες σε ολόκληρη τη διάρκεια της αμερικάνικης ιστορίας έχουν επιχειρηματολογήσει ότι η χειραφέτηση απαιτεί την υπέρβαση της διαιρετικής λογικής της ταυτότητας. Αν και χαρακτήρισε τα υλικά πλεονεκτήματα της λευκότητας ως έναν “ψυχολογικό μισθό”, ο W.E.B. Du Bois δεν ανήγαγε την λευκότητα σε ένα φαινόμενο ατομικής ψυχολογίας. Στην πραγματικότητα, στην παράγραφο που προηγείται αμέσως από την αναφορά στον ψυχολογικό μισθό, ο Du Bois έγραψε:

Η θεωρία της φυλής συμπληρώθηκε από μια προσεκτικά και αργά εξελισσόμενη μέθοδο, που δημιούργησε ένα τέτοιο διαχωριστικό εμπόδιο15 ανάμεσα στους λευκούς και μαύρους εργάτες που πιθανόν να μην υπάρχουν σήμερα στον κόσμο δυο άλλες ομάδες εργατών με τα ίδια πρακτικά συμφέροντα που να μισούν και να φοβούνται η μιά την άλλη τόσο βαθιά και επίμονα και που να έχουν κρατηθεί σε τόση απόσταση μεταξύ τους ώστε καμμιά να μην βλέπει κανένα κοινό συμφέρον.

Αν σήμερα οι λευκοί φιλελεύθεροι αρνηθούν να αναγνωρίσουν αυτό το κοινό συμφέρον, και αποφύγουν το σοσιαλιστικό πρόγραμμα που τόσο έντονα προσυπέγραφε ο Du Bois, θα απομείνουμε εγκλωβισμένοι στο προπατορικό αμάρτημα της λευκότητας: την συμμαχία των φτωχών λευκών, που εγκαταλείφθηκαν από τις ελίτ του Βορρά, με τις αναχρονιστικές και αντιδραστικές δυνάμεις του λευκού κεφαλαίου.

“Ο καπιταλισμός δεν μπορεί να μεταρρυθμίσει τον εαυτό του”, έγραψε ο Du Bois. “Είναι καταδικασμένος στην αυτοκαταστροφή. Καμμιά καθολικοποιημένη ιδιοτέλεια δεν μπορεί να φέρει το κοινωνικό καλό σε όλους”. Σε αντίθεση με τους σημερινούς φιλελεύθερους της πολυπολιτισμικότητας, ο Du Bois δεν επιζητούσε απλά μια πιο ποικιλόμορφη και διευρυμένη κυρίαρχη τάξη. Αναγνώριζε ότι η ανισότητα θα παραμένει όσο διατηρείται ο καπιταλισμός. Πάντα υπήρχε μια μόνο εναλλακτική στην λευκότητα και τις “αγκαθωτές” προσφορές της: η πολυφυλετική συμμαχία της εργατικής τάξης ενάντια στην λευκή υπεροχή και την ατομική ιδιοκτησία.

1 Στμ. Δημοσιευμένο στο Viewpoint Magazine: https://viewpointmag.com/2017/01/06/white-purity/.

2 Στμ. Σολιψισμός (από τις λατινικές λέξεις solus, που σημαίνει “μόνος”, και ipse, που σημαίνει “εαυτός”) είναι η φιλοσοφική ιδέα ότι μόνο ο ίδιος ο νους κάποιου είναι σίγουρο ότι υπάρχει. Ως μια επιστημολογική θέση, ο σολιψισμός πιστεύει ότι η γνώση οποιουδήποτε πράγματος εκτός του νου κάποιου είναι αβέβαιη· ο εξωτερικός κόσμος και οι άλλοι νόες δεν μπορεί κανείς να ξέρει και ίσως να μην υπάρχουν έξψ από τον νου. Ως μια μεταφυσική θέση, ο σολιψισμός προχωρά ακόμα παραπέρα στο συμπέρασμα ότι ο κόσμος και οι άλλοι νόες δεν υπάρχουν.

3 Στμ. Πρόκειται για το άρθρο του Shuja Haider: “Η κονκάρδα και η σβάστικα”, δημοσιευμένο αρχικά στο Viewpoint Magazine και στα ελληνικά εδώ: https://inmediasres.espivblogs.net/2017/01/08/safetypin/.

4 Στμ. NPR: αρχικά του National Public Radio ενός ιδιωτικά και δημόσια χρηματοδοτούμενου αμερικανικού μη-κερδοσκοπικού οργανισμού ΜΜΕ που λειτουργεί και ως εθνικός syndicator σε ένα δίκτυο 900 δημοσίων ραδιοφωνικών σταθμών στις ΗΠΑ. Το NPR παράγει και διανέμει ειδήσεογραφικό και πολιτιστικό πρόγραμμα. Οι μεμονωμένοι σταθμοί δεν είναι υποχρεωμένοι να αναμεταδίδουν όλα τα προγράμματα που παράγονται από το NPR.

5 Στμ.

6 Στμ.

7 Στμ. Τodd Gitlin: αμερικανός κοινωνιολόγος, πολιτικός συγγραφέας, μυθιστοριογράφος και πολιτιστικός σχολιαστής. Έχει γράψει εκτενώς σχετικά με τα ΜΜΕ, την πολιτική, την διανόηση και την τέχνη για εκλαϊκευτικές και ακαδημαϊκές εκδόσεις. Υπήρξε ακτιβιστής σαν φοιτητής στο Χάρβαρντ και πρόεδρος των Φοιτητών για μια Δημοκρατική Κοινωνία (SDS), δείτε και τη σχετική σημείωση παρακάτω.

8 Στμ. Στο πρωτότυπο lapsed. Μπορεί να αποδοθεί και ως “παρωχημένοι”.

9 Στμ. Στο πρωτότυπο rednecks.

10 Στμ. Ζακ Ντεριντά (γαλλ. Jacques Derrida: Γάλλος φιλόσοφος γεννημένος στην Αλγερία, γνωστός κυρώς για την ανάπτυξη μιας σημειωτικής ανάλυσης γνωστή ως αποδόμηση. Το κοπιαστικό και λεπτομερειακό έργο του είχε βαθιά επίδραση στο πεδίο της θεωρίας της λογοτεχνίας και στην φιλοσοφία (καθώς αυτό το έργο στάθηκε κρίσιμο για τον διαχωρισμό ανάμεσα σε ηπειρωτική ευρωπαϊκή και σε αγγλοσαξονική φιλοσοφία). Το έργο του επηρέασε πολλά επιστημονικά πεδία που δεν σχετίζονταν ευθέως με την φιλοσοφία όπως το πεδίο των επιστημών του δικαίου και της αρχιτεκτονικής. Ανάμεσα στα πιο γνωστά του έργα συγκαταλέγονται το Περί Γραμματολογίας, Τα φαντάσματα του Μάρξ, Η φωνή και το φαινόμενο.

11 Στμ. William Edward Burghardt “W. E. B.” Du Bois (1868 – 1963), Αμερικανός κοινωνιολόγος, ιστορικός, ακτιβιστής των πολιτικών δικαιωμάτων, οπαδός του Παναφρικανισμού, συγγραφέας και εκδότης. Γεννημένος στο Great Barrington, στην Μασαχουσέτη, ο Du Bois μεγάλωσε σε μια σχετικά ανεκτική και ενοποιημένη κοινότητα. Αφού ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου και το Χάρβαρντ, όπου ήταν ο πρώτος Αφροαμερικανός που απέκτησε διδακτορικό, έγινε καθηγητής της ιστορίας, της κοινωνιολογίας και των οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Ατλάντα. Ήταν επίσης ένας από τους συνιδρυτές της Εθνικής Ένωσης για την Πρόοδο των Εγχρώμων (National Association for the Advancement of Colored People, NAACP) το 1909.

12 Στμ. Weathermen: Η οργάνωση Weather Underground Organization, κοινώς γνωστή και ως Weather Underground, ήταν μια μαχητική αμερικανική ριζοσπαστική αριστερή που ιδρύθηκε στην πανεπιστημιούπολη Ann Arbor του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν. Αρχικά ονομαζόμενη και ως Weatherman, η ομάδα έγινε γνωστή στην καθομιλουμένη ως οι Weathermen. Η οργάνωση σχηματίστηκε το 1969 ως μια φράξια των Φοιτητών για μια Δημοκρατική Κοινωνία (SDS) αποτελούμενη ως επί το πλείστον από την ηγεσία της SDS και τους υποστηρικτές της. Ο σκοπός της ήταν η δημιουργία ενός παράνομου/μυστικού επαναστατικού κόμματος για την ανατροπή της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Με επαναστατικές θέσεις χαρακτηριζόμενες από την “μαύρη δύναμη” και την αντίθεση στον πόλεμο του Βιετνάμ, η ομάδα διεξήγαγε μια σειρά από βομβιστικές ενέργειες στα μέσα της δεκαετίας του 1970 και πήρε μέρος σε δράσεις όπως η απόδραση του Timothy Leary. Οι “Μέρες της Οργής”, η πρώτη δημόσια διαδήλωσή τους στις 8 Οκτώβρη του 1969, ήταν μια εξέγερση στο Σικάγο προγραμματισμένη να συμπέσει χρονικά με την δίκη των Επτά του Σικάγο. Το 1970 η ομάδα εξέδωσε μια “Διακήρυξη Κατάστασης Πολέμου” ενάντια στην κυβέρνηση των ΗΠΑ, με το όνομα “Weather Underground Organization”.

13 Στμ. “Δεν χρειάζεσαι έναν weatherman για να ξέρεις από πού φυσάει ο άνεμος”. Για τους weathermen δείτε την προηγούμενη σημείωση.

15Στμ. Στο πρωτότυπο drove such a wedge.

Leave a Reply

Your email address will not be published.