Τι πρέπει να κάνουμε;

Endnotes1

O όρος “κομμουνιστικοποίηση” έχει γίνει πρόσφατα ένα είδος “καραμέλας”. Σ’αυτό έχει συνεισφέρει ένας αριθμός παραγόντων από τους οποίους ο προεξάρχων είναι διάφορα κείμενα που έχουν γίνει της μόδας. Ένα απ’ αυτά, “Η Εξέγερση που Έρχεται1 – σχετιζόμενο με το γαλλικό περιοδικό Tiqqun, και το “Tarnac 9”, που απέκτησε το αμφίβολο γόητρο να είναι στο επίκεντρο ενός μείζονος σκανδάλου “τρομοκρατίας” – είναι αυτό με την μεγαλύτερη επιρροή. Επιπρόσθετα, η ογκώδης βιβλιογραφία που παράχθηκε από το φθινοπωρινό κύμα των φοιτητικών αγώνων στην Καλιφόρνια το 2009 – μια βιβλιογραφία εν μέρει εμπνευσμένη από τέτοια γαλλικά κείμενα – είναι ένας επίσης σημαντικός παράγοντας2. Η συμβολή σ’ αυτή την καλιφορνέζικη βιβλιογραφία αφενός μιας γλώσσας inflected από τυπικά πομπώδεις Tiqqunisms, και, αφετέρου, από έννοιες εν μέρει απορρέουσες από το έργο μιας περισσότερο μαρξιστικής γαλλικής υπεραριστεράς – και τη βολική παρουσία, και στα δυο αυτά σημεία αναφοράς, ενός αρκετά ασυνήθιστου όρου, της “κομμουνιστικοποίησης” – έχουν συμβάλλει στην εμφάνιση ενός κάπως μυθολογικού λόγου γύρω από αυτή την λέξη. Αυτή η κομμουνιστικοποίηση εμφανίζεται ως ένα πιο στυλάτο υποκατατάστατο για κάποιες άλλες ελαφρώς πιο σεβάσμιες λέξεις-καραμέλα όπως “αυτονομία”, έχοντας τουλάχιστον τη σπίθα κάτι τι του καινούριου, τη μαγεία ενός ριζοσπαστικού “αμεσοτισμού” [immediatism], και την υποστήριξη κάποιας γαλλικής βιβλιογραφίας που ακούγεται εύγλωττη. Αυτή η κομμουνιστικοποίηση είναι, αν μη τι άλλο, μια ασαφής νέα ενσάρκωση της απλής ιδέας ότι η επανάσταση είναι κάτι που πρέπει να το κάνουμε εδώ και τώρα, για τους εαυτούς μας, που δένει ωραία με τα συναισθήματα ενός ήδη υπάρχοντος εξεγερτικού αναρχισμού.

Αλλά αυτή η κομμουνιστικοποίηση είναι, εκτός από την πιο αφηρημένη έννοια, κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό για το οποίο γινόταν αντιπαράθεση εδώ και σχεδόν τριάντα χρόνια μεταξύ των “σκοτεινών” κομμουνιστικών ομάδων που έχουν δανείσει ως επί το πλείστον το περιεχόμενο σ’ αυτό τον όρο, έστω και αν φέρνει ίχνη των χαρακτηριστικών των προγόνων του, έστω και αν φωτίζεται ίσως από τις θεωρίες τους. Φυσικά, η “κομμουνιστικοποίηση” δεν ήταν ποτέ ατομική ιδιοκτησία της μιας ή της άλλης από αυτές τις ομάδες. Έχει, τουλάχιστον, μια συγκεκριμένη ελάσσονα θέση στο γενικό λεξικό της αριστερής παράδοσης ως μια διαδικασία που καθιστά κάτι κοινοτικό ή κοινό [communal , common, αντίστοιχα]. Κάποιοι έχουν αρχίσει πρόσφατα να μιλούν, με παρόμοιο σκοπούμενο νόημα, για μια εν εξελίξει διαδικασία “κοινοτικοποίησης” [commonization]. Αλλά τέτοιες γενικές έννοιες δεν έχουν ενδιαφέρον καθεαυτές· αν επρόκειτο να προσπαθήσουμε να αναζητήσουμε σαν ραβδοσκόποι κάποιο κοινό περιεχόμενο στην ακαταστασία των θεωριών και των πρακτικών που ομαδοποιούνται κάτω από τέτοιους όρους, θα ξεμέναμε μόνο με την πιο ισχνή αφαίρεση. Θα καταπιαστούμε λοιπόν εδώ μόνο με τις δυο χρήσεις της λέξης που είναι υπό διακύβευση στην τρέχουσα συζήτηση της κομμουνιστικοποίησης: αυτήν που προέρχεται από κείμενα όπως η “Η Εξέγερση που Έρχεται” και αυτήν που προέρχεται από γραπτά των Troploin, Théorie Communiste και άλλων Γάλλων κομμουνιστών της μετά-το-1968 περιόδου. Είναι πρωτίστως από κείμενα των δεύτερων – ιδιαίτερα αυτά της Théorie Communiste (TC) – που έχουμε αντλήσει την ίδια τη δική μας κατανόηση της κομμουνιστικοποίησης, μια κατανόηση που θα σκιαγραφήσουμε σε ό,τι ακολουθεί. Όπως συμβαίνει, και οι δύο αυτές χρήσεις έχουν πολλαπλασιαστεί από τις γαλλικές στις αγγλόφωνες αντιπαραθέσεις τα πρόσφατα χρόνια, μια διαδικασία στην οποία έχουμε παίξει κάποιο ρόλο. Αλλά θα ήταν λάθος να εκλάβουμε αυτή τη σύμπτωση ως σημάδι μιας μοναδικής γαλλικής αντιπαράθεσης σχετικά με την κομμουνιστικοποίηση, ή μιας συνεχούς3 “κομμουνιστικοποιητικής” τάσης εντός της οποίας οι συγγραφείς της “Εξέγερσης που Έρχεται” ή της TC, για παράδειγμα, αντιπροσωπεύουν αποκλίνουσες θέσεις. Αυτό που είναι κοινό στις χρήσεις αυτές είναι το πολύ-πολύ ότι μπορεί να ειπωθεί πως σηματοδοτούν μια συγκεκριμένη επιμονή στην αμεσότητα στον τρόπο που σκέφτεται κανείς πάνω στο πώς συμβαίνει μια κομμουνιστική επανάσταση. Αλλά, όπως θα δούμε, η μια “αμεσότητα” δεν είναι η ίδια με την άλλη· το ερώτημα είναι: ποιες διαμεσολαβήσεις απουσιάζουν;

Αν ο τόνος του κειμένου που ακολουθεί είναι συχνά πολεμικός, αυτό δεν οφείλεται στο ότι απολαμβάνουμε να ασκούμε κριτική σε ανθρώπους που υφίστανται ήδη κακομεταχείριση από το γαλλικό κράτος, κατηγορούμενοι ως “τρομοκράτες” στην ισχνή βάση των κατηγοριών ότι έγραψαν ένα βιβλίο και διέπραξαν μια ελάσσονα δράση σαμποτάζ. Είναι επειδή μακρόχρονες αντιπαραθέσεις που σχετίζονται με την έννοια της κομμουνιστικοποίησης – αντιπαραθέσεις στις οποίες έχουμε συμμετάσχει – έχουν συνδεθεί λανθασμένα με τις θεωρίες που παρουσιάζονται σε κείμενα όπως “Η Εξέγερση που Έρχεται” και το “Κάλεσμα”, και ως εκ τούτου κινδυνεύουν να χαθούν στην έρπουσα ομίχλη που αυτά τα κείμενα έχουν συγκεντρώσει4. Αυτό που διακυβεύεται δεν είναι μόνο αυτά τα κείμενα αλλά η αποδοχή από τον αγγλόφωνο κόσμο της “κομμουνιστικοποίησης” γενικά. Έχει καταστεί λοιπόν αναγκαίο να κάνουμε μια διάκριση: η “θεωρία της κομμουνιστικοποίησης” που συζητιέται στην Αγγλοσφαίρα είναι εν πολλοίς μια φανταστική οντότητα, ένα τεχνητό κατασκεύασμα της αγγλόφωνης υποδοχής διαφόρων άσχετων έργων. Η περιορισμένη διαθεσιμότητα σχετικών έργων στα αγγλικά και ο σχεδόν ταυτόχρονος τρόπος με τον οποίο κάποια από αυτά τα έργα έγιναν ευρύτερα γνωστά, σίγουρα συνέβαλαν στη σύγχυση· μια συγκεκριμένη προδιάθεση σε σχέση με τη Γαλλία, την θεωρία και την πολιτική της, πιθανόν βοήθησαν. Η Αγγλοσφαίρα έχει μια ιδιόρρυθμη τάση να παίρνει κάθε “λάλημα” κάποιου γαλλικού κόκκορα ως ένα σύνθημα για να πιάσει δουλειά στον “κήπο” του και με τις δικές του θεωρητικές μυθοπλασίες· προσθέστε σ’ αυτά ένα μείζον πολιτικό σκάνδαλο και μοιάζει να είναι σχεδόν πρακτικά αδύνατο να συγκρατήσει τον ενθουσιασμό της.

Η πρόθεσή μας, όμως, δεν είναι απλά να ασκήσουμε πολεμική από την σκοπιά κάποιας εναλλακτικής θεωρίας. Στον βαθμό που είναι δυνατόν να συλλάβουμε τις καθορισμένες περιστάσεις που παράγουν κείμενα σαν αυτά, αυτές δεν μας παρουσιάζουν απλά λαθεμένες θεωρίες. Μάλλον, παρουσιάζουν τα μερικά, αποσπασματικά θραύσματα μιας ιστορικής στιγμής που συλλαμβάνεται στην σκέψη. Προσπαθώντας να κρατηθούμε σταθερά στη γενική κίνηση της καπιταλιστικής ταξικής τάξης, η κομμουνιστική θεωρία ίσως ρίχνει φως στον χαρακτήρα τέτοιων στιγμών, και συνεπώς στις θεωρητικές κατασκευές που αυτές παράγουν. Και κάνοντάς το αυτό, ίσως εκθέτουν, επίσης, τα όρια, τις παραλείψεις και τις εσωτερικές τους αντιφάσεις. Στον βαθμό που τέτοιες κατασκευές είναι συμπτωματικές του γενικότερου χαρακτήρα της ιστορικής στιγμής, η διερώτησή τους ίσως αποσπάσει κάτι σχετικά με τον χαρακτήρα της ταξικής σχέσης συνολικά.

Αν η κομμουνιστικοποίηση σηματοδοτεί μια συγκεκριμένη αμεσότητα στο πώς συμβαίνει η επανάσταση, για μας αυτό δεν παίρνει τη μορφή μιας πρακτικής συνταγής· η “κομμουνιστικοποίηση” δεν συνεπάγεται κάποιο ένταλμα για την έναρξη της επανάστασης ευθύς αμέσως, ή σε μια ατομική βάση. Αυτό που κυρίως διακυβεύεται είναι, μάλλον, το ερώτημα τι είναι η επανάσταση· η “κομμουνιστικοποίηση” είναι το όνομα μιας απάντησης σ’ αυτό το ερώτημα. Το περιεχόμενο μιας τέτοιας απάντησης εξαρτάται απαραίτητα από αυτό που πρόκειται να ξεπεραστεί: με άλλα λόγια, η αυτοαναπαραγωγή της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης και το σύμπλεγμα των κοινωνικών μορφών που εμπλέκονται στην αναπαραγωγή αυτή – η αξιακή μορφή, το κεφάλαιο, η έμφυλη διάκριση, η μορφή-κράτος, η μορφή-νόμος κ.λπ. Συγκεκριμένα, μια τέτοια υπέρβαση πρέπει απαραίτητα να είναι η άμεση αυτοκατάργηση της εργατικής τάξης, καθώς οτιδήποτε λιγότερο από αυτό αφήνει το κεφάλαιο μαζί με τον πρόθυμο συνεταίρο του έτοιμους να συνεχίσουν τον χορό της συσσώρευσης. Η κομμουνιστικοποίηση σηματοδοτεί τη διαδικασία αυτής της άμεσης αυτοκατάργησης και είναι στην ευθύτητα αυτής της αυτοκατάργησης που μπορεί να ειπωθεί ότι η κομμουνιστικοποίηση σηματοδοτεί μια συγκεκριμένη “αμεσότητα”.

Η κομμουνιστικοποίηση τυπικά αντιτίθεται σε μια παραδοσιακή έννοια μιας μεταβατικής περιόδου που πάντα επρόκειτο να λάβει χώρα μετά την επανάσταση, όταν το προλεταριάτο θα μπορούσε να πραγματοποιήσει τον κομμουνισμό, έχοντας ήδη πάρει τον έλεγχο της παραγωγής και/ή του κράτους. Ξεκινώντας από τη βάση της συνεχιζόμενης ύπαρξης της εργατικής τάξης, η μεταβατική περίοδος θέτει την πραγματική επανάσταση σε έναν απομακρυνόμενο ορίζοντα, διαιωνίζοντας εν τω μεταξύ αυτό που υποτίθεται ότι πρέπει να υπερβεί. Για μας αυτό δεν είναι ένα στρατηγικό ερώτημα, καθώς αυτά τα ζητήματα έχουν διευθετηθεί από ιστορικές εξελίξεις – το τέλος του προγραμματιστικού εργατικού κινήματος, την εξαφάνιση της θετικής ταυτότητας της εργατικής τάξης, την απουσία οποιουδήποτε είδους εργατικής εξουσίας στον ορίζοντα: δεν είναι πλέον δυνατόν να φανταστούμε μια μετάβαση στον κομμουνισμό στη βάση μιας προηγούμενης νίκης της εργατικής τάξης ως εργατική τάξη. Το να επιμένουμε σε συμβουλιακές ή Λενινιστικές συλλήψεις της επανάστασης είναι τώρα ουτοπικό, σαν να μετράμε την πραγματικότητα έναντι νοητικών κατασκευών που δεν φέρουν καμμιά ιστορική πραγματική βάση [actuality]. Η ταξική πάλη έχει επιζήσει του προγραμματισμού και διαφορετικά σχήματα ενοικούν τώρα τον ορίζοντά της. Με την αυξανόμενη περίσσεια της εργατικής τάξης στην παραγωγή – την δυνητική της αναγωγή σε έναν απλά πλεονάζοντα πληθυσμό – και τον προκύπτοντα λεπτό/ασθενικό χαρακτήρα της μορφής-μισθός ως το ουσιαστικό σημείο συνάντησης των δυο κυκλωμάτων αναπαραραγωγής, δεν μπορεί παρά να είναι μόνο παραισθησιακό να συλλαμβάνει κανείς την επανάσταση με όρους εργατικής εξουσίας. Παρ’ όλα αυτά, είναι ακόμα η εργατική τάξη που θα πρέπει να καταργήσει τον εαυτό της5.

Για μας, η κομμουνιστικοποίηση δεν σηματοδοτεί μια γενική θετική διαδικασία “μοιράσματος” ή “του καθιστώ κοινό”. Σηματοδοτεί την συγκεκριμένη επαναστατική καταστροφή των σχέσεων ιδιοκτησίας που συγκροτούν την καπιταλιστική ταξική σχέση. Το μοίρασμα καθαυτό – αν έχει οποιοδήποτε νόημα – πολύ δύσκολα μπορεί να κατανοηθεί ότι εμπλέκει αυτή την αναίρεση των καπιταλιστικών σχέσεων, γιατί διάφορα είδη “μοιράσματος” ή “κοινών” μπορούν εύκολα να δειχθούν ότι παίζουν σημαντικό ρόλο εντός της καπιταλιστικής κοινωνίας χωρίς κατά κανέναν τρόπο να παρεμποδίζουν την καπιταλιστική συσσώρευση. Πραγματικά, είναι συχνά ουσιώδεις – ή ακόμα και συστατικές – αυτής της συσσώρευσης: καταναλωτικά αγαθά που μοιράζονται εντός των οικογενειών, ρίσκο που μοιράζερται μέσω της ασφάλισης, πόροι που μοιράζονται μεταξύ εταιρειών, επιστημονική γνώση που μοιράζεται μέσω ακαδημαϊκών δημοσιεύσεων, πρότυπα και πρωτόκολλα που μοιράζονται μεταξύ ανταγωνιστικών κεφαλαίων επειδή αναγνωρίζονται ότι εμπίπτουν στο κοινό συμφέρον τους. Σε τέτοιες περιπτώσεις, χωρίς αντίφαση, αυτό που παραμένει κοινό είναι το αντίστοιχο/ομόλογο σε μια ιδιοποίηση. Ως τέτοια, μια δυναμική κομμουνιστικοποίησης θα περιελάμβανε την καταστροφή τέτοιων μορφών “μοιράσματος”, όπως ακριβώς θα περιελάμβανε την καταστροφή ατομικής ιδιοποίησης. Και παρ’ όλο που κάποιοι μπορεί να αποδίδουν αξία σε μια μοιρασιά που διευκολύνει ένα συγκεκριμένο επίπεδο μέσων διαβίωσης πέρα από αυτό που καθιστά δυνατό ο μισθός, σ’ έναν κόσμο που κυριαρχείται από την αναπαραγωγή της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης μπορεί να συμβαίνει μόνο στο περιθώριο αυτής της αναπαραγωγής, ως εναλλακτικά ή συμπληρωματικά μέσα επιβίωσης και, ως τέτοια, δεν είναι επαναστατικά τα ίδια.

Η κομμουνιστικοποίηση είναι μια κίνηση στο επίπεδο της ολότητας, μέσω της οποίας αυτή η ολότητα καταργείται. Η λογική της κίνησης που καταργεί αυτή την ολότητα διαφέρει αναγκαστικά από αυτήν που εφαρμόζεται στο επίπεδο του συγκεκριμένου ατόμου ή ομάδας: δεν υπάρχει καμμιά αμφιβολία ότι κανένα άτομο ή ομάδα δεν μπορεί να ξεπεράσει την αναπαραγωγή της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης μέσω των δικών τους δράσεων. Ο καθορισμός μιας ατομικής δράσης ως “κομμουνιστικοποιητικής” ρέει μόνο από την συνολική κίνηση της οποίας είναι μέρος, όχι από την ίδια τη δράση, και θα ήταν συνεπώς λάθος να σκεφτόμαστε την επανάσταση με όρους αθροίσματος ήδη κομμουνιστικοποιητικών δράσεων, λες και ό,τι χρειαζόταν ήταν μια συγκεκριμένη συσσώρευση τέτοιων δράσεων σε ένα κρίσιμο σημείο. Η σύλληψη της επανάστασης ως μιας τέτοιας συσσώρευσης προϋποθέτει μια ποσοτική επέκταση που υποτίθεται ότι προκαλεί έναν ποιοτικό μετασχηματισμό. Σε σχέση με αυτό, δεν διαφέρει από την προβληματική της διαρκούς ανάπτυξης των αγώνων σε επανάσταση που ήταν κάποτε από τα διάχυτα χαρακτητιστικά της προγραμματικής εποχής6. Σε αντίθεση με αυτές τις γραμμικές συλλήψεις της επανάστασης, η κομμουνιστικοποίηση είναι το προϊόν μιας ποιοτικής μετατόπισης εντός της δυναμικής της ίδιας της ταξικής πάλης. Η κομμουνιστικοποίηση προκύπτει μόνο στο όριο ενός αγώνα, στο ρήγμα που ανοίγεται καθώς αυτός ο αγώνας συναντά το όριό του και ωθείται πέρα από αυτό. Έτσι η κομμουνιστικοποίηση έχει ελάχιστες θετικές συμβουλές να μας δώσει σχετικά με συγκεκριμένες, άμεσες πρακτικές στο εδώ και τώρα, και σίγουρα δεν μπορεί να συνταγογραφήσει συγκεκριμένες δεξιότητες, όπως η παραβίαση μιας κελιδαριάς ή η χειροπρακτική7, όπως τόσοι άλλοι δρόμοι, τους οποίους παίρνουν τόσα εξεγερμένα υποκείμενα για τον ουρανό.8 Η συμβουλή που μπορεί να μας δώσει είναι πρωτίστως αρνητική: οι κοινωνικές μορφές που εμπλέκονται στην αναπαραγωγή της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης δεν θα είναι εργαλεία της επανάστασης αφού είναι μέρος αυτού που πρόκειται να καταργηθεί.

Η κομμουνιστικοποίηση δεν είναι λοιπόν μια μορφή προεικόνισης της επαναστατικής πρακτικής, του τύπου εκείνου που ποικίλοι αναρχισμοί επιδιώκουν να είναι, μιας και δεν έχει καμμιά θετική ύπαρξη πριν από μια επαναστατική κατάσταση. Ενώ είναι δυνατόν να δει κανείς το ζήτημα της κομμουνιστικοποίησης σαν να τίθεται, με μια έννοια, από την δυναμική της παρούσας καπιταλιστικής ταξικής σχέσης, η κομμουνιστικοποίηση δεν εμφανίζεται ακόμα άμεσα ως μια μορφή πρακτικής ή ως ένα σύνολο ατόμων με τις σωστές ιδέες σχετικά με μια τέτοια πρακτική. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα έπρεπε απλά να περιμένουμε την κομμουνιστικοποίηση ως ένα είδος μεσσιανικής άφιξης – στην πραγματικότητα, αυτό δεν είναι καν μια επιλογή, γιατί η εμπλοκή στην δυναμική της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης δεν είναι κάτι από το οποίο μπορούμε να επιλέξουμε να βγούμε ή, αναλόγως, να μπούμε. Η εμπλοκή στην ταξική πάλη δεν είναι ζήτημα μιας πολιτικής πρακτικής που μπορεί να επιλεχθεί αυθαίρετα, από μια θεωρησιακή σκοπιά. Οι αγώνες απαιτούν τη συμμετοχή μας, ακόμα και αν δεν παρουσιάζουν ακόμα τον εαυτό τους σαν την επανάσταση. Η θεωρία της κομμουνιστικοποίησης μας προειδοποιεί για τα όρια που είναι εγγενή σε τέτοιους αγώνες και αποδίδει πράγματι προσοχή στις δυνατότητες μιας πραγματικής επαναστατικής ρήξης που διανοίγεται εξαιτίας, η μάλλον παρά, τα όρια αυτά. Για μας λοιπόν, η κομμουνιστικοποίηση είναι μια απάντηση στο ερώτημα τί είναι η επανάσταση. Αυτό είναι ένα ερώτημα που παίρνει μια συγκεκριμένη ιστορική μορφή ενόψει της αυταπόδεικτης χρεοκοπίας των παλιών προγραμματιστικών εννοιών, αριστερίστικων, αναρχικών και υπεραριστερών εξίσου: πώς μπορεί να συμβεί η υπέρβαση της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης, δεδομένου ότι είναι αδύνατο για το προλεταριάτο να επιβεβαιωθεί ως τάξη παρ’ όλα αυτά είμαστε ακόμα αντιμέτωποι με το πρόβλημα αυτής της σχέσης; Κείμενα, όμως, όπως το “Κάλεσμα” ή “Η Εξέγερση που Έρχεται”, δεν θέτουν καν κανονικά το ερώτημα τι είναι η επανάσταση, γιατί στα κείμενα αυτά το πρόβλημα έχει ήδη εξαερωθεί σε ένα εννοιολογικό μίασμα. Στα κείμενα αυτά, η επανάσταση θα γίνει όχι από οποιαδήποτε υπάρχουσα τάξη ή στη βάση οποιασδήποτε πραγματικής, υλικής ιστορικής κατάστασης· θα γίνει από “φιλίες”, από “τον σχηματισμό της ευαισθησίας/λογικής σε μια δύναμη”, “την ανάπτυξη ενός αρχιπελάγους κόσμων”, “μια άλλη πλευρά της πραγματικότητας”, “το κόμμα των εξεγερμένων” – αλλά πάνω απ’ όλα, από αυτή την πάντα παρούσα και πάντα άμορφη θετικότητα: εμάς. Ο αναγνώστης παρακαλείται να πάρει πλευρά με αυτό το “εμείς” – το “εμείς μιας θέσης” – να ενωθεί με αυτό στον επικείμενο χαμό του “καπιταλισμού, του πολιτισμού, της αυτοκρατορίας, πείτε το όπως θέλετε”. Αντί μιας συγκεκριμένης, αντιφατικής σχέσης, υπάρχουν “αυτοί που μπορούν να ακούσουν” το κάλεσμα και κείνοι που δεν μπορούν· εκείνοι που διαιωνίζουν “την έρημο” κι εκείνοι με μια “προδιάθεση σε μορφές επικοινωνίας τόσο έντονες ώστε, όταν αυτές τίθενται στην πρακτική, αρπάζουν από τον εχθρό την περισσότερη από τη δύναμή του”. Άσχετα από τις δηλώσεις τους περί του αντιθέτου9, ισοδυναμούν αυτές οι διακηρύξεις σε κάτι άλλο από αυτεπιβεβαίωση ενός ταυτιστικά οριζόμενου ριζικού περιβάλλοντος;

Σε αυτή την πιο εξεγερτική ενσάρκωση, η κομμουνιστικοποίηση προκύπτει ως μια απάντηση σε ένα πραγματικό ιστορικό ερώτημα. Αλλά το ερώτημα σ’ αυτή την περίπτωση είναι το “τι να κάνουμε” τιθέμενο από το κλείσιμο του κύματος αγώνων που είχε στο κέντρο του το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα10. Οι συγγραφείς σωστά αναγνωρίζουν την αδυνατότητα της ανάπτυξης οποιασδήποτε πραγματικής αυτονομίας σε “αυτό που κρατιέται κοινό” εντός της καπιταλιστικής κοινωνίας, παρ’ όλα αυτά η εξάντληση του “πάμε από σύνοδο κορυφής σε σύνοδο κορυφής”, “μπλακ-μπλοκ” ακτιβιστικού περιβάλλοντος καθιστά επιτακτικό γι’ αυτούς είτε να βρουν καινούριες πρακτικές με τις οποίες να εμπλακούν ή να στήσουν μια κομψή υποχώρηση. Έτσι το “ΤΑΖ11, η εναλλακτική, η κομμούνα κ.λπ., θα πρέπει να τα ξανασκεφτούμε, αλλά με μια κριτική του εναλλακτικισμού στο μυαλό: ναι θα πρέπει να αποχωρήσουμε, αλλά αυτή η αποχώρηση θα πρέπει να περιλαμβάνει επίσης “πόλεμο”12. Καθώς τέτοια απελευθερωμένα, υποτίθεται, μέρη δεν μπορούν να σταθεροποιηθούν ως εκτός του “καπιταλισμού, του πολιτισμού, της αυτοκρατορίας, ή όπως θέλει να το πει κανείς”, δεν μπορούν να επανασυλληφθούν ως μέρος της επέκτασης και της γενίκευσης ενός ευρέως εξεγερσιακού αγώνα. Εφόσον ο αγώνας είναι επιτυχής, αυτές οι εναλλακτικές δεν θα αποδειχθούν τελικά αδύνατες· η γενίκευσή τους θα είναι η συνθήκη της δυνατότητάς τους. Είναι αυτή η δυναμική της γενίκευσης που ταυτοποιείται ως μια από τις “κομμουνιστικοποιήσεις” – η κομμουνιστικοποίηση ως, λίγο πολύ, ο σχηματισμός κομμούνων σε μια διαδικασία που δεν σταματά μέχρι να έχει λυθεί το πρόβλημα της εναλλακτικής, αφού δεν πρέπει πλέον να είναι μια εναλλακτική. Αλλά όλα αυτά είναι χωρίς μια καθαρή έννοια του τι πρέπει να καταστραφεί μέσε μιας τέτοιας δυναμικής. Η συνθετότητα των πραγματικών κοινωνικών σχέσεων, και η πραγματική δυναμική της ταξικής σχέσης, “ξεπετάγονται” με μια επιδεικτική ανθηροστομία προς όφελος μιας αρμαθιάς ανούσιων αφαιρέσεων. Χαρούμενοι που το “εμείς” της επανάστασης δεν χρειάζεται κανέναν πραγματικό ορισμό, το μόνο που πρέπει να ξεπεράσουμε διεκδικείται άδικα από το “αυτοί” – μια οντότητα που μπορεί να παραμείνει εξίσου αφηρημένη: μια κακώς ορισμένη γενική “θεότητα”13 (καπιταλισμός, πολιτισμός, αυτοκρατορία κ.λπ.), που θα πρέπει να καταστραφεί από τους – στα χειρότερα σημεία του “Καλέσματος” – Αυθεντικούς που έχουν σφυρηλατήσει “έντονες” φιλίες και οι οποίοι πραγματικά εξακολουθούν να νιώθουν παρά την κακότητα του κόσμου.

Αλλά το πρόβλημα δεν μπορεί να εναπόκειται μόνο στο “αυτοί” που έτσι εξαιρεί θεμελιωδώς το “εμείς μιας θέσης” από τη δυναμική της επανάστασης. Αντίθετα, σε οποιαδήποτα πραγματική υπέρβαση της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης είμαστε εμείς που πρέπει να ξεπεραστούμε· “εμείς” δεν έχουμε “θέση” εκτός της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης. Αυτό που είμαστε συγκροτείται, στο βαθύτερο επίπεδο, από αυτή τη σχέση, και είναι μια ρήξη με την αναπαραγωγή αυτού που είμαστε που αναγκαστικά θα διαμορφώσει τον ορίζοντα των αγώνων μας. Δεν είναι πλέον εφικτό για την εργατική τάξη να ταυοποιήσει τον εαυτό της θετικά, να αγκαλιάσει τον ταξικό της χαρακτήρα ως την ουσία αυτού που είναι· παρ’ όλα αυτά είναι ακόμα σταμπαρισμένη με την απλή πραγματικότητα του γεγονότος [facticity] του ταξικού ανήκειν μέρα με τη μέρα καθώς αντιμετωπίζει, στο κεφάλαιο, την συνθήκη της ύπαρξής της. Σ’ αυτή την περίοδο, το “εμείς” της επανάστασης δεν επιβεβαιώνει τον εαυτό του, δεν ταυτοποιεί τον εαυτό του θετικά, επειδή δεν μπορεί· δεν μπορεί να επιβεβαιώσει τον εαυτό του ενάντια στο “αυτοί” του κεφαλαίου χωρίς να έρθει αντιμέτωπο με το πρόβλημα της ίδιας της ύπαρξής του – μια ύπαρξη που θα είναι η φύση της επανάστασης που πρέπει να υπερβληθεί. Δεν υπάρχει τίποτα να επιβεβαιωθεί στην καπιταλιστική ταξική σχέση· καμμιά αυτονομία, καμμιά εναλλακτική, κανένα “έξω”, καμμιά απόσχιση.

Μια υπόδηλη προϋπόθεση σε κείμενα όπως το “Κάλεσμα” και “Η Εξέγερση που Έρχεται” είναι ότι αν το ταξικό μας ανήκειν ήταν μια δεσμευτική συνθήκη, τώρα πια δεν είναι. Μέσω μιας άμεσης πράξης ισχυρισμού μπορούμε να αρνηθούμε ένα τέτοιο ανήκειν εδώ και τώρα, να θέσουμε τους εαυτούς μας εκτός του προβλήματος. Είναι πιθανόν αξιοσημείωτο ότι δεν είναι μόνο το περιβάλλον που συνδέεται με το Tiqqun και την “Εξέγερση που Έρχεται” που έχουν αναπτύξει μια θεωρία που λειτουργεί με βάση αυτή την υπόθεση στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας. Σε κείμενα όπως “Κομμουνισμός της Επίθεσης” και “Κομμουνισμός της Απόσυρσης” ο Μαρσέλ και η ομάδα Batko με την οποία σχετίζεται τώρα, προσφέρουν μια πολύ πιο εκλεπτυσμένη εκδοχή. Αντί των αυταξίας μιας εξεγερσιακής σκηνής, στην περίπτωση αυτή η θεωρία αναδύεται ως ένας επανασυλληφθείς/ξανασχεδιασμένος αυτονομισμός διαμορφωμένος από έναν μπουφέ [smorgasbord] εσωτεριστικής θεωρίας – μαρξικής και άλλων – αλλά τελικά οι τυπικές προϋποθέσεις είναι οι ίδιες.14 Λαμβάνοντας την εμμένεια της αυτοαναπαραγωγής της ταξικής σχέσης ως ένα κλειστό σύστημα χωρίς οποιοδήποτε νοητό τέρμα, ο Μαρσέλ θέτει την αναγκαιότητα μιας καθαρά εξωτερικής, υπερβατικής στιγμής – της “απόσυρσης” – στη βάση της οποίας οι κομμουνιστές μπορούν να εξαπολύσουν μια “επίθεση”. Αλλά, μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο, τι άλλο μπορεί να σημαίνει μια τέτοια “απόσυρση” εκτός από τον βολονταριστικό σχηματισμό ενός είδους “ριζοσπαστικού” περιβάλλοντος που είναι ευχαριστημένο να υπομένει όσο απέχει από το να εκφράζει, σε μια προσπάθεια να εξορθολογίσει την συνεχιζόμενη αναπαραγωγή του εντός της καπιταλιστικής κοινωνίας, το είδος της μαχητικότητας που βρίσκουμε στην “Εξέγερση που Έρχεται”;

Το να επιμείνουμε, ενάντια σ’ αυτό, στην πλήρη εμμένεια της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης – στην πλήρη σύμπλεξή μας με το κεφάλαιο – δεν σημαίνει να παραιτηθούμε σε μια μονολιθική, κλειστή ολότητα, που δεν μπορεί να κάνει τίποτα άλλο από το να αναπαράγει τον εαυτό της. Φυσικά, εμφανίζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο αν κανείς εκκινεί από την υπόθεση του βολονταριστικά νοούμενου υποκειμένου: για ένα τέτοιο υποκείμενο, η ολότητα των πραγματικών κοινωνικών σχέσεων θα μπορούσε μόνο να εμπλέκει το μηχανικό ξεδίπλωμα μιας καθαρά εξωτερικής διαδικασίας. Αλλά αυτό το υποκείμενο είναι μια ιστορικά συγκεκριμένη κοινωνική μορφή, διαιωνιζόμενη η ίδια μέσω της λογικής της αναπαραγωγής της ταξικής σχέσης, ως το συμπλήρωμά της. Όντας ευαισθητοποιημένη στο πρόβλημα αυτού του υποκειμένου, η “Εξέγερη που Έρχεται” ξεκινά με μια αποκήρυξη του Φιχτικού Εγώ=Εγώ το οποίο βρίσκει να εκφράζεται παραδειγματικά στο σλόγκαν της ReebokΕίμαι αυτό που είμαι”. Ο “εαυτός” εδώ είναι μια επιβολή του “αυτοί”· ένα είδος νευρωτικής, διαχειριζόμενης μορφής που “θέλουν να σφραγίσουν επάνω μας”15. Το “εμείς” είναι να απορρίψουμε αυτή την επιβολή και να βάλουμε στη θέση της μια σύλληψη “πλασμάτων μεταξύ πλασμάτων, ιδιομορφιών μεταξύ ομοίων, ζωντανής σάρκας που υφαίνει τη σάρκα του κόσμου”16. Αλλά το “εμείς” που απορρίπτει αυτή την επιβολή εξακολουθεί να είναι ένα βολονταριστικό υποκείμενο· η απόρριψη του “εαυτού” από αυτό παραμένει μόνο μια απόρριψη και η αντικατάστασή του από όρους που ακούγονται πιο ενδιαφέροντες δεν μας βγάζει από το πρόβλημα. Λαμβάνοντας την επιβολή του “εαυτού” επάνω του να είναι κάτι μονόδρομο και εντελώς εξωτερικό, το “εμείς” θέτει έναν άλλο πιο αληθινό εαυτό πέραν του πρώτου, έναν εαυτό που είναι πραγματικά ο εαυτός του. Αυτή η αυθεντική εαυτότητα – “ιδιομορφία”, “πλάσμα”, “ζωντανή σάρκα” – δεν χρειάζεται απαραίτητα να συλληφθεί ατομικιστικά, παρ’ όλα αυτά παραμένει ένα βολονταριστικό υποκείμενο που συλλαμβάνει τον εαυτό του ως ιστάμενο αφεαυτού [self-standing] και την αντικειμενικότητα που το καταπιέζει ως κάτι απλά εκεί έξω. Η παλιά αφαίρεση του εγωιστικού υποκειμένου περνά μια παράξενη μετάλλαξη στην παρούσα φάση με τη μορφή του εξεγερτικού – ενός αληθινά Στιρνερικού17 υποκειμένου – για το οποίο δεν είναι μόνο το ταξικό ανήκειν από το οποίο μπορούμε να απαλλαχθούμε με έναν βολονταριστικό ισχυρισμό, αλλά η ίδια η επιβολή του “εαυτού”. Αλλά ενώ το ταξικό ανήκειν μας είναι μη-επιβεβαιώσιμο – μια απλή συνθήκη της ύπαρξής μας στη σχέση μας με το κεφάλαιο – και ενώ ο αφηρημένος “εαυτός” ίσως είναι μέρος μιας ολότητας την οποία πρέπει να ξεπεράσουμε – αυτό δεν σημαίνει ότι οποιοδήποτε από αυτά τα δύο είναι αποκηρύξιμο. Είναι μόνο στην επαναστατική καταστροφή αυτής της ολότητας που αυτές οι μορφές μπορούν να ξεπεραστούν.

Η απόδοση προτεραιότητας σε μια συγκεκριμένη έννοια είναι ένα μείζον αποτέλεσμα και καθοριστικό παράγοντα αυτής της θέσης. Η θεωρία καλείται για να νομιμοποιήσει μια πρακτική η οποία δεν μπορεί να εγκαταλειφθεί, και από αυτό προκύπτει ένας δυισμός: το βολονταριστικό “εμείς” και την απαθή αντικειμενικότητα που είναι το αναγκαίο ομόλογό της. Παρά τους ισχυρισμούς τους ότι έχουν ξεπεράσει την “κλασσική πολιτική”, αυτά τα κείμενα συλλαμβάνουν την επανάσταση, τελικά, με όρους δύο αντιθετικών γραμμών: το εμείς που “οργανώνεται” και όλες τις άλλες δυνάμεις που στοιχίζονται εναντίον του. Η τακτική σκέψη γίνεται τότε ο οδηγός και κανόνας γι’ αυτό το “εμείς”, διαμεσολαβώντας τις σχέσεις με ένα αντικείμενο που παραμένει εξωτερικό. Αντί ενός θεωρητικού ξεκαθαρίσματος με την συγκεκριμένη ολότητα που πρέπει να υπερβούμε με όλους τους καθορισμούς της, ή μια ανακατασκευή του πραγματικού ορίζοντα της ταξικής σχέσης, παίρνουμε έναν διαχωρισμό της ολότητας σε δυο βασικές αφαιρέσεις, και ένα απλό σύνολο προτροπών και πρακτικές συνταγές των οποίων η πραγματική θεωρητική λειτουργία είναι να επανασυσχετίσουν αυτές τις αφαιρέσεις. Φυσικά, ούτε το “Κάλεσμα” ούτε “Η Εξέγερση που Έρχεται” παρουσιάζουν τον εαυτό τους σαν να προσφέρουν “μια θεωρία”. Το “Κάλεσμα”, συγκεκριμένα, κάνει μια προσπάθεια να παρακάμψει θεωρητικά ερωτήματα απευθυνόμενο, ευθύς εξαρχής, στο “προφανές”, που “δεν είναι πρωταρχικά ζήτημα λογικής ή σκέψης”, αλλά είναι μάλλον αυτό που “προσδένεται στο εύλογο, στους κόσμους”, αυτό που “κρατιέται κοινό” ή “απομακρύνει”. Το φαινομενικό σημείο αυτών είναι να “στήσουν” μια απλή “κραυγή της καρδιάς” [cri de coeur] – μια άμεση, προ-θεωρητική απογραφή των λόγων που έχουμε να επαναστατήσουμε ενάντια σ’ αυτόν τον κακό, κακότατο κόσμο – στη βάση του ποιοι θα ενωθούν με τους συγγραφείς για την εξέγερση. Αλλά αυτή η διακήρυξη αμεσότητας μεταμφιέζει τη θεωρία που έχει κάνει ήδη τη διαμεσολάβηση, που έχει προκατασκευάσει το “προφανές”· μια θεωρία της οποίας οι θεμελιακές δεσμεύσεις είναι στο “εμείς”, που θα πρέπει να κάνει κάτι, και στο πατρικό του “αυτοί” – δεσμεύσεις που ματαιώνουν εκ των προτέρων οποιαδήποτε σύλληψη της πραγματικής κατάστασης. Η θεωρία που υποκαθιστά [για] τον εαυτό της [με] την απλή περιγραφή του τι πρέπει να κάνουμε, αποτυγχάνει στο ίδιο το καθήκον της, καθώς αποκηρύσσοντας την πραγματική της άποψη ως θεωρία εγκαταλείπει την προοπτική μιας πραγματικής κατανόσης όχι μόνο αυτού που πρέπει να ξεπεραστεί αλλά, επίσης, και του τι πρέπει κάτι τέτοιο να περιλαμβάνει.

Η κομμουνιστική θεωρία ξεκινά όχι από την ψευδή θέση ενός βολονταριστικού υποκειμένου, αλλά από την τιθέμενη υπέρβαση της ολότητας των μορφών που εμπλέκονται στην αναπαραγωγή αυτού του υποκειμένου. Απλά τιθέμενη, αυτή η υπέρβαση είναι αναγκαστικά αφηρημένη, αλλά είναι μόνο μέσω αυτής της βασικής αφαίρεσης που η θεωρία λαμβάνει ως περιεχόμενό της τις καθορισμένες μορφές που θα πρέπει να υπερβληθούν· μορφές που προβάλλουν στην καθοριστότητά τους ακριβώς επειδή έχει τεθεί η διάλυσή τους. Αυτό το τίθεσθαι δεν είναι απλά ζήτημα μεθοδολογίας ή ένα είδος αναγκαίου λογικού αξιώματος, γιατί η υπέρβαση της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης δεν είναι μια απλή θεωρητική κατασκευή. Μάλλον, προτρέχει της σκέψης, καθώς τίθεται αδιάκοπα από την ίδια αυτή τη σχέση· είναι ο ίδιος ο ορίζοντάς της ως ένας ανταγωνισμός, η πραγματική αρνητική παρουσία που φέρει. Η κομμουνιστική θεωρία παράγεται – και αναγκαστικά σκέφτεται εντός – αυτής της ανταγωνιστικής σχέσης· είναι σκέψη της ταξικής σχέσης και συλλαμβάνει τον εαυτό της ως τέτοια. Αποπειράται να ανακατασκευάσει εννοιολογικά την ολότητα που είναι το έδαφός της υπό το φως της ήδη τεθειμένης υπέρβασης αυτής της ολότητας, και να διαγράψει/σκιαγραφήσει την υπέρβαση όπως αυτή παρουσιάζει τον εαυτό της εδώ. Μιας και είναι μια σχέση που δεν έχει μια ιδανική “ομοιοστατική” κατάσταση, αλλά μια που είναι πάντα “υπολείπεται” του εαυτού της, με το κεφάλαιο να αντιμετωπίζει το πρόβλημα της εργασίας σε κάθε “γύρο” – ακόμα και στις νίκες του – η επαρκής σκέψη γι’ αυτή τη σχέση δεν είναι αυτή κάποιας κατάστασης ισορροπίας, ή μιας ομαλά αυτο-τιθέμενης ολότητας· είναι αυτή μιας θεμελιωδώς αδύνατης σχέσης, κάτι που υπάρχει μόνο στον βαθμό που σταματά να υπάρχει· μια ενδογενώς ασταθής, ανταγωνιστική σχέση. Η κομμουνιστική σχέση δεν έχει λοιπόν ανάγκη ενός εξωτερικού, Αρχιμήδειου σημείου από το οποίο να αντλήσει το μέτρο του αντικειμένου της, και η κομμουνιστικοποίηση δεν έχει ανάγκη ένα υπερβατικό σημείο θεώρησης μιας “απόσυρσης” ή “απόσχισης” από το οποίο να εξαπολύσει την “επίθεσή της.

Η κομμουνιστική θεωρία δεν παρουσιάζει μια εναλλακτική απάντηση στο ερώτημα “τι να κάνουμε;”, γιατί η κατάργηση της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης δεν είναι κάτι πάνω στο οποίο μπορεί κανείς να αποφασίσει. Φυσικά, το ερώτημα αναγκαστικά τίθεται κάποιες φορές στα συγκεκριμένα υποκείμενα και ομάδες που συγκροτούν τις τάξεις σ’ αυτή τη σχέση· θα ήταν άτοπο να ισχυριστούμε ότι είναι καθαυτό με κάποιο τρόπο “λάθος” να θέτουμε ένα τέτοιο ερώτημα – η θεωρία της κομμουνιστικοποίησης ως η άμεση κατάργηση της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης δεν θα μπορούσε ποτέ να ακυρώσει τέτοιες στιγμές. Άτομα και ομάδες κινούνται εντός της δυναμικής της ταξικής σχέσης και των αγώνων της, προσανατολιζόμενες εμπρόθετα/σκόπιμα στον κόσμο όπως αυτός παρουσιάζεται. Αλλά μερικές στιγμές βρίσκουν τον εαυτό τους σε μια στιγμή που η ρευστότητα αυτής της κίνησης έχει διαρραγεί, και πρέπει να στοχαστούν, να αποφασίσουν ποιος είναι ο καλλίτερος τρόπος να συνεχίσουν. Η τακτική σκέψη τότε επιβάλλεται με τις διακριτές διαιρέσεις της, το σύμπτωμα μιας στιγμιαίας διακοπής στην άμεση εμπειρία της δυναμικής. Όταν η αναδυόμενη αυτή τακτική σκέψη αποδειχτεί ότι δεν έχει “διαλυθεί” η ίδια στην υπέρβαση του προβλήματος, και η συνέχιση της εμπλοκής σε προφανείς αγώνες παρουσιάζεται προς το παρόν ως ένα ανυπέρβλητο πρόβλημα, αυτό το άτομο ή η ομάδα ωθείται στο θεωρησιακό εκείνο σημείο της άποψης ότι έχει μια καθαρά εξωτερική σχέση με το αντικείμενο, ακόμα κι ενώ παλεύει να εγκαθιδρύσει έναν πρακτικό σύνδεσμο μ’ αυτό.

Στο “Κάλεσμα” και την “Εξέγερση που Έρχεται”, αυτό το βασικό δίλημμα προσλαμβάνει μια θεωρητική μορφή. Υποχωρώντας από τα υψηλά ενός κύματος αγώνων, τίθεται το τακτικό ερώτημα· στη συνέχεια, και καθώς αυτό το κύμα μαζεύεται ακόμα περισσότερο – και μαζί του και το πλαίσιο που προέτρεψε αυτό το ερώτημα – η θεωρία υποδεικνύει μια εντελώς θεωρησιακή οπτική, έστω και αν “χειρονομεί” δραματικά για δράση. Το αντικείμενό της γίνεται εντελώς εξωτερικό και υπερβατικό ενώ το υποκείμενό της ανάγεται σε μια τετριμένη λίστα δεξιοτήτων επιβίωσης, όπως αυτές από τον Ray Mears18. Τη στιγμή που γεννιόταν η Tiqqun, καθώς οι δομές του παλιού εργατικού κινήματος κείτονταν πίσω του και το πεδίο δράσης έγινε μια ακαθόριστη “παγκοσμιοποίηση” – ο ορίζοντας ενός θριαμβεύοντος φιλελεύθερου καπιταλισμού – το ταξικό ανήκειν εμφανιζόταν ως κάτι που είχε ήδη αποβληθεί, ένα απλό δέρμα, και το κεφάλαιο, επίσης, εξίσου δύσκολο να ταυτοποιηθεί ως ο άλλος πόλος μιας εγγενώς ανταγωνιστικής σχέσης. Εδώ έγκειται το ιστορικά-προσδιορισμένο περιεχόμενο που αντιπροσωπεύουν αυτά τα κείμενα: το ακαθόριστο του αντικειμένου του ανταγωνισμού, η βολονταριστική σχέση προς την ολότητα που κατασκευάζεται από αυτόν τον ανταγωνισμό. Την αδιαφορία προς το πρόβλημα της τάξης και της υπέρβασής της. Η “έρημος”, στην οποία η Tiqqun χτίζει τα “κάστρα” της από άμμο, ήταν ο ξηρός, χωρίς χαρακτηριστικά, ορίζοντας ενός χρηματιστικοποιημένου καπιταλισμού του τέλους του αιώνα [fin de siècle]. Αφορμώντας από αυτή την έρημο, χωρίς την ικανότητα να την συλλάβει ως μια περαστική στιγμή στην δυναμική της ταξικής σχέσης, η Tiqqun δεν θα μπορούσε ποτέ να έχει προείδει την παρούσα κρίση και τους αγώνες που έχουν έρθει μ’ αυτήν19.

Το “τι πρέπει να κάνουμε;” που τίθεται από το τέλος του κύματος αγώνων που είχαν το κίνημα της αντι-παγκοσμιοποίησης στο επίκεντρό τους είναι τώρα παρελθόν· υπάρχει πολύ μικρή ανάγκη στην παρούσα στιγμή να ψάξουμε τριγύρω για πρακτικές συμβουλές για την επανεγκαθίδρυση μιας κάποις εξεγερτικής πρακτικής ή θεωρητικές δικαιολογήσεις για ένα καταφύγιο σε “ριζοσπαστικά” περιβάλλοντα. Είναι μια σκληρή ιστορική ειρωνία ότι το γαλλικό κράτος θα έβρισκε σε αυτή την άποψη, που ορίζεται ακριβώς από την απελπισία του αντικειμένου της, τη θεμελώδη αναφορά της σε μια στιγμή που έχει παρέλθει, την απειλή της “τρομοκρατίας” και μια “υπεραριστερά” που αξίζει να την συντρίψει ακόμα περισσότερο. Κι ενώ κρατά τον εαυτό του απασχολημένο με τα προκλητικά αψήφιστα, μελαγχολικά ξεσπάσματα ενός συνηθισμένου εξεγερτισμού, ωθώντας τους δυστυχισμένους πρωταγωνιστές τους σε ένα υψηλού προφίλ “τρομοκρατικό” σκάνδαλο, προκύπτουν τεκτονικές κινήσεις εντός της παγκόσμιας ταξικής σχέσης πολύ σημαντικότερες και πολύ πιο απειλητικές για την καπιταλιστική κοινωνία.

Η παγκόσμια εργατική τάξη είναι προς το παρόν υπό μια εμφανή επίθεση καθώς οι λειτουργοί του κεφαλαίου προσπαθούν να σταθεροποιήσουν ένα παγκόσμιο σύστημα που είναι διαρκώς στο χείλος της καταστροφής, και δεν έχει καμμιά ανάγκη εξεγερσιακής εμψυχωτικής διάλεξης για να αρχίσουν να αντιδρούν. Η ιδιόλεκτος αυθεντικότητας της Tiqqun συνόδευσε το ξέσπασμα των φοιτητικών καταλήψεων στην Καλιφόρνια, αλλά φυσικά αυτές δεν ήταν αγνώνες μιας εξεγερτικής “κομμουνιστικοποίησης”, που διεξάγεται βολονταριστικά στην έρημο, ενάντια σε ένα ακαθόριστο “αυτοί”. Αυτοί οι αγώνες ήταν μια συγκεκριμένη συγκυριακή αντίδραση στην μορφή που η παρούσα κρίση είχε πάρει καθώς έπληξε την πολιτεία της Καλιφόρνια, και πιο συγκεριμένα το σύστημα της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Ήταν μια κατάσταση που απαιτούσε αντίσταση, αλλά χωρίς να υπάρχει καμμιά αίσθηση ότι ρεφορμιστικά αιτήματα θα είχαν οποιοδήποτε νόημα – εξου και η ρητορική “χωρίς αιτήματα” του πρώτου κύματος αυτών των αγώνων. Την ίδια στιγμή, η κομμουνιστικοποίηση δεν παρουσιάστηκε ως μια άμεση δυνατότητα ούτε υπήρχε οποιαδήποτε άλλη φαινομενικά επαναστατική δυναμική “στα χαρτιά”. Παγιδευμένη ανάμεσα στην αναγκαιότητα της δράσης, την αδυνατότητα του ρεφορμισμού και την απουσία οποιουδήποτε επαναστατικού ορίζοντα, αυτοί οι αγώνες πήραν τη μορφή μιας μεταβατικής γενίκευσης των καταλήψεων και δράσεων για τις οποίες δεν μπορούσε να υπάρχει μια καθαρή ιδέα του τι θα σήμαινει να “νικήσουμε”. Ήταν η χωρίς αιτήματα, προσωρινή κατάληψη χώρων, σ’ αυτούς τους αγώνες, που έφτασε να ταυτοποιηθεί με την “κομμουνιστικοποίηση”. Όμως, δεδομένης της απουσίας οποιασδήποτε δυνατότητας μιας πραγματικής κομμουνιστικοποίησης εδώ, η γλώσσα της “περασμένης χρονιάς” – “TAΖ”, “αυτονομία” κ.λπ. – θα ήταν καταλληλότερη για να χαρακτηρίσει τέτοιες δράσεις. Ενώ αυτή η γλώσσα ήταν, πριν από δέκα χρόνια, αυτή της “ριζοσπαστικής” πτέρυγας των κινημάτων, στην Καλιφόρνια αυτή η άνθηση αυτόνομων χώρων ήταν η μορφή του ίδιου του κινήματος. Κατά διεστραμμένο τρόπο, ήταν ο ίδιος ο αναχρονισμός της προβληματικής της Tiqqun που της επέτρεψε να συντονιστεί με ένα κίνημα που πήρε αυτή τη μορφή. Αν η “κομμουνιστικοποίηση” της Tiqqun είναι μια εξεγερσιακή επανεφεύρεση του “TAZ”, της “αυτονομίας” κ.λπ., διαμορφωμένη στο όριο της ιστορικής στιγμής που παρήγαγε αυτές τις ιδέες, στην Καλιφόρνια συνάντησε ένα κίνημα που επιτέλους ήταν επαρκές γι’ αυτές τις ιδέες, αλλά που ήταν τέτοιο μόνο ως μια μπλοκαρισμένη – και όμως την ίδια στιγμή απαραίτητη – αντίδραση στην κρίση.

Είναι ως ένα αποτέλεσμα αυτού του μπλοκαρισμένου κινήματος που η “κομμουνιστικοποίηση” έχει φτάσει να διακρίνεται μετά βίας από αυτό που οι άνθρωποι συνήθιζαν να αποκαλούν “αυτονομία”· ένας μόνο από τους πιο πρόσφατους όρους (μαζί με τους “ανθρώπινη απεργία”, “φανταστικό κόμμα” κ.λπ.) στην ιδιόλεκτο μιας βασικά συνεχούς Αγγλο-αμερικανικής ευαισθησίας. Αυτή η λογική πάντα περιελάμβανε μια τάση/κλίση προς την αφηρημένη, βολονταριστική αυτεπιβεβαίωση – στην Tiqqun βρίσκει τον εαυτό της να ανακλάται πίσω στην ίδια – και επομένως δεν θα έπρεπε να προκαλεί έκπληξη ότι εδώ η “κομμουνιστικοποίηση” είναι αναλόγως αφηρημένη, βολονταριστική και αυτεπιβεβαιωτική. Η άφιξη αυτή της “κομμουνιστικοποίησης” στο προσκήνιο μιας ριζοσπαστικής κομψότητας/εξεζήτησης σημαίνει πιθανόν πολύ λίγα καθαυτή, αλλά το να βρίσκει μέχρι τώρα το μείζον κίνημα τη φωνή του σ’ αυτή τη γλώσσα είναι πιο ενδιαφέρον, γιατί το αδιέξοδο αυτού του κινήματος δεν είναι απλά μια συγκεκριμένη έλλειψη προγράμματος ή αιτημάτων αλλά ένα σύμπτωμα της αναπτυσσόμενης κρίσης στην ταξική σχέση. Αυτό που έρχεται δεν είναι μια αλά Tiqqun εξέγερση, έστω και αν ο Glenn Beck νομίζει ότι “κατασκοπεύει” μια τέτοια στις Αραβικές εξεγέρσεις. Αν η κομμουνιστικοποίηση εμφανίζεται αυτή τη στιγμή είναι στην χειροπιαστή έννοια ενός αδιεξόδου στην δυναμική της ταξικής σχέσης· αυτή είναι μια εποχή στην οποία το τέλος αυτής της σχέσης “καραδοκεί” αντιληπτά στον ορίζοντα, ενώ το κεφάλαιο πέφτει σε κρίση σε κάθε “στροφή” και η εργατική τάξη είναι αναγκασμένη να διεξάγει μια πάλη για την οποία δεν υπάρχει πιθανή νίκη.

Leave a Reply

Your email address will not be published.