Ερωτήσεις και απαντήσεις σχετικά με το προλεταριάτο, τις εναλλακτικές και την κομμουνιστικοποίηση “εδώ και τώρα”

aπό το blog της Carbure1

Το ακόλουθο κείμενο είναι απόσπασμα από μια ανταλλαγή ηλεκτρονικής αλληλογραφίας με έναν αναγνώστη του blog.

TF: (…) Αν μοιραστώ τις παρατηρήσεις σας σχετικά με τα όρια των εναλλακτικών, τότε δεν καταλαβαίνω πραγματικά τι σημαίνει “είναι το προλεταριάτο που κάνει την επανάσταση που καταργεί τις τάξεις”. Ποιο είναι αυτό το προλεταριάτο;

Αν η παραπομπή2 σας σχετικά με τις σχέσεις παραγωγής σημαίνει ότι είναι επειδή δεν έχουμε καταλάβει τίποτα από τη δυναμική στην οποία είμαστε εγκλωβισμένοι που πιστεύουμε ότι μπορούμε να επιβάλλουμε με διατάγματα, σε έναν περιορισμένο χώρο, μια καινούρια κοινωνική “αναφορά” ή ακόμα και μια καινούρια οντολογία, τότε είμαστε σύμφωνοι. Δεν ισχυριζόμαστε κάτι τέτοιο. Αλλά αν οποιαδήποτε δράση που απορρέει από αυτόν τον κόσμο κληρονομεί αναπόφευκτα μέσω της καταγωγής της (το υποκείμενο, τις κοινωνικές σχέσεις κλπ.) τότε ποιες εξωτερικότητες θα μπορούσαν να φέρουν τόσο άμεσα, τόσο ευρέως, αυτή την κομμουνιστικοποίηση; Το ίδιο το προλεταριάτο και, εν πάσει περιπτώσει, αυτοί/ες που το συγκροτούν, είναι έξω από τον καπιταλισμό;

Δεν θα μπορούσε η κομμουνιστικοποίηση να είναι μία, η πρακτική που θα κατέστρεφε τον καπιταλισμό; (απομένει να ορίσουμε επακριβώς το περίγραμμα, επειδή τις περισσότερες φορές οποιαδήποτε μερική κομμουνιστικοποίηση δεν είναι πραγματικά κομμουνιστικοποίηση, από τη στιγμή που αφομοιώνεται).

Δεν θα μπορούσε αυτή η κομμουνιστικοποίηση να εμφανίζεται παντού με έναν διαφορετικό τρόπο (εξαιτίας της παρανόησης ή ακόμα και της άγνοιας) και να αυξάνει τη συνοχή της, την συνέπειά της, τη δύναμή της καθώς υποστηρίζεται δημόσια, διαμορφώνεται, αποκτά επίγνωση, αφού επιτρέπει στον λαό, αλλά και σε διαφορετικές κοινωνικές συμφωνίες, να εκδιπλώνονται, να εμβαθύνονται, να οικοδομούνται; Μέχρι το σημείο της μη-επιστροφής που, προφανώς, μπορεί να είναι ένα γενικευμένο κοινωνικό κίνημα;

Τι θα λέγατε σε ανθρώπους που υποφέρουν και θέλουν να οργανωθούν; Να μην βρουν μια εναλλακτική δουλειά στο ZAD αλλά μάλλον να αποκτήσουν, για παράδειγμα, την ισχύ της μη-κατανάλωσης ή να οικοδομήσουν οργανώσεις αντίστασης στην εργασία, στην ανάγκη για εργασία; Γιατί να μην “παίξουμε”, με έναν τρόπο, τη διαδικασία ανάδυσης του καπιταλισμού αλλά “από την ανάποδη”; (…)

AC: Βάζετε το δάχτυλο ακριβώς πάνω στο πρόβλημα: είναι πραγματικά δύσκολο σήμερα να συλλάβουμε από τη μια ότι το προλεταριάτο δεν συνιστά μια εξωτερικότητα στο κεφάλαιο και, από την άλλη, ότι είναι η τάξη η οποία, έτσι όπως είναι, κάνει την επανάσταση. Λέω “σήμερα” γιατί αυτό το αξίωμα έχει υπάρξει επί μακρόν το σημείο αφετηρίας αυτού που αποκαλείται “Μαρξισμός”, του οποίου το όραμα για το επαναστατικό κίνημα δεν είναι πλέον δικό μας, είτε όσον αφορά το ξεδίπλωμά του είτε όσον αφορά τους σκοπούς του. Κανένας μαρξιστής τη δεκαετία του 1930 δεν θα υπέθετε ότι το προλεταριάτο μπορούσε να είναι οτιδήποτε άλλο από αυτό που πρόκειται να γίνει επαναστατικό: θα ήταν πειθαρχημένο, οργανωμένο ή συνειδητοποιημένο, αλλά προφανώς έπρεπε να παραμείνει η τάξη της εργασίας για να μπορεί να κάνει την επανάσταση. Δεν ήταν παρά μέχρι τη δεκαετία του 1970 που αυτό το είδος σχεδιασμού αμφισβητήθηκε. Σήμερα είναι δύσκολο να υποστηριχθεί ότι είναι το προλεταριάτο όπως είναι που κάνει την επανάσταση. Παρ’ όλα αυτά είναι ένα από τα κεντρικά σημεία της θεωρίας της κομμουνιστικοποίησης. Η επιθεώρηση Théorie communiste (TC) φτάνει να στηρίζει την προσέγγισή της στο περίφημο ερώτημα: “Πώς μπορεί το προλεταριάτο, που δεν είναι παρά μια τάξη του κεφαλαίου, να καταργήσει όλες τις τάξεις και το κεφάλαιο;”. Και περί αυτού ακριβώς πρόκειται. Ξέροντας ότι η TC δουλεύει πάνω σ’ αυτό για 35 χρόνια, προφανώς δεν θα απαντήσω αυτό το ερώτημα με τρεις κουβέντεες, αλλά μπορώ να σας δώσω κάποιες ιδέες για προβληματισμό:

Η σχέση προλεταριάτο/κεφάλαιο είναι μια σχέση εκμετάλλευσης και είναι συνεπώς στη δυναμική της εκμετάλλευσης στην οποία θα εξετάσουμε την αντίθεση αυτή στο σύνολό της. Αυτή, μέσω της πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους θεωρούμενη ταυτόχρονα ως όριο και ώς δυναμική (αν και με προβληματικό τρόπο όπως υπογραμμίζω στο “Η αρχή της αβεβαιότητας3) συνοψίζει με τον καλλίτερο τρόπο τη δυναμική του κεφαλαίου, στην οποία όλοι συμμετέχουμε αλλά το προλεταριάτο παίζει έναν ιδιαίτερο ρόλο. Η κεντρική ταξική σχέση είναι η εκμετάλλευση και αυτή η σχέση είναι αντιφατική.

Προλεταριάτο και κεφάλαιο είναι σε μια σχέση αμοιβαίας σύμπλεξης: εξαρτώνται το ένα από το άλλο, υπάρχουν το ένα εξαιτίας του άλλου. Όμως, αυτή η σχέση είναι πολωμένη, δεν είναι ένας απλός φαύλος κύκλος. Σε κάθε “κύκλο” κυκλοφορίας του κεφαλαίου, το μέρος του κεφαλαίου που επιστρέφει ως επιπλέον κεφάλαιο κατευθύνεται λιγότερο προς το μεταβλητό κεφάλαιο και περισσότερο στο σταθερό. Μικρότεροι μισθοί σαν μερίδιο της παγκόσμιας αξίας, κάτι που παράγει μια κατάσταση στην οποία όλοι φαίνεται να χάνουν, το κεφάλαιο επειδή το κεφάλαιο πρέπει να ανταλλαχθεί με εργασία για να παραγάγει αξία, το προλεταριάτο επειδή αποστερείται τα μέσα διαβίωσής του. Παρ’ όλα αυτά, επειδή η ταξική σχέση είναι κάτω από την κυριαρχία του κεφαλαίου, το πρόβλημα βιώνεται πάντα (και κυρίως λειτουργεί) ως μια λύση για το κεφάλαιο (ανάπτυξη του χρηματιστικού πόλου, μεγιστοποίηση των κερδών μέσω της παραγωγικότητας κλπ., εδώ είναι που το όριο είναι επίσης και δυναμική), και πάντα ως κάτι ανεπίλυτο από το προλεταριάτο: το ένα [το κεφάλαιο] πάντα ανανεώνεται, και το άλλο [το προλεταριάτο] πάντα “παραείναι πολύ”.

Η σχέση-κεφάλαιο [η καπιταλιστική σχέση] δεν μπορεί να επιδεχτεί κάποια “οριζοντιότητα” στο επίπεδο των “λύσεων”: από τη στιγμή που μπαίνουν σ’ αυτήν, οι προλετάριοι δεν είναι ελεύθεροι να αποσυρθούν, η σχέση διατηρείται κοινωνικά, ακόμα κι όταν κάποιος μείνει χωρίς δουλειά. Η διατήρηση αυτή δεν γίνεται μόνο από τον άμεσο περιορισμό: από την σκοπιά ενός ατόμου, ο αποκαλούμενος “ελεύθερος” εργάτης δεν έχει επιλογή: είναι ελεύθερος μόνο για να πάει και να πουλήσει το τομάρι του στην αγορά, για να καεί από τον ήλιο, κατά την έκφραση του Μαρξ, ή να “εκραγεί” (προφανώς, στην πραγματικότητα, οι προλετάριοι δεν πεθαίνουν με το που αποβάλλονται από την παραγωγική σχέση: εδώ υπεισέρχεται κάθε είδους περιθώριο, που ποικίλλει από τις διάφορες εναλλακτικές μέχρι τη ληστεία, αλλά αυτό για το οποίο συζητάμε εδώ είναι, από πρώτη άποψη, η σχέση όπως πρέπει να κατανοηθεί θεωρητικά). Στο συλλογικό επίπεδο της σχέσης, οι “λύσεις” που το προλεταριάτο έχει μπορέσει να δώσει έχουν πάρει συχνά τη μορφή μιας προσπάθειας αναπαραγωγής της σχέσης ως πιο “ρευστής” (για παράδειγμα, ο συνδικαλισμός ως ένας προσαρμοστικός παράγοντας του κεφαλαίου) ή μιας ανανέωσης των κατηγοριών της αξίας κάτω από μια άλλη ταξική εξουσία (σοσιαλισμός). Αυτό ήταν εφικτό μόνο για μια συγκεκριμένη περίοδο της ιστορίας του κεφαλαίου (την περίοδο του προγραμματισμού), που τώρα έχει τελειώσει. Στην περίοδο αυτή, το προλεταριάτο παλεύει για την απελευθέρωσή του ως τάξη για να βρει μπροστά του και εντός του μόνο τις κατηγορίες του κεφαλαίου, που συνιστούν την ιδιαιτερότητά του ως τάξης. Παλεύει λοιπόν για την προσαρμογή του σε έναν τρόπο παραγωγής στον οποίο συγκεκριμένες κατηγορίες του κεφαλαίου (ατομική ιδιοκτησία, ελεύθερη αγορά κλπ.) αμφισβητούνται, αλλά όχι εκείνες στις οποίες βασίζεται η ίδια η ύπαρξη του προλεταριάτου (εργασία, παραγωγή, ανταλλαγή): πρόκειται απλά για το να πάει κανείς πέρα από τα “στενά όρια” στα οποία η αστική ιδιοκτησία διατηρεί τον τρόπο παραγωγής για να τον “κοινωνικοποιήσει”. Δεν προσποιούμαστε ότι οι αιματηροί αγώνες του παλιού εργατικού κινήματος ήταν μια απλή επιθυμία ενσωμάτωσης της τάξης στην πορεία του κεφαλαίου: δεν είναι τόσο απλό και η συντριβή αυτού του κινήματος είναι εκεί ως μαρτυρία. Αλλά αυτό υπογραμμίζει τη συνάφεια του να τίθεται το ζήτημα του ορίου που συνιστά για το προλεταριάτο την ίδια την ύπαρξή του ως μιας τάξης του κεφαλαίου. Βλέπουμε με ποιο τρόπο ο “εσωτερικός” χαρακτήρας του προλεταριάτου μοιάζει περισσότερο να εγγυάται την αέναη αναπαραγωγή της σχέσης ανάμεσα στις τάξεις παρά το τέλος της. Το προλεταριάτο, τάξη της εργασίας και της παραγωγής, δεν πετυχαίνει, ούτε στο κεφάλαιο ούτε στον σοσιαλισμό, να είναι οτιδήποτε άλλο από αυτό που είναι, η τάξη που παράγει αξία, σε όποια μορφή κι αν αυτή [η αξία] κατανέμεται.

Αυτό που κάνει το προλεταριάτο ξεχωριστό – που το κάνει αν θέλετε, αν και ο όρος δεν πρέπει να γίνει κατανοητός με έναν ουσιοκρατικό τρόπο – “επαναστατική τάξη”, δεν θα βρεθεί σε οποιαδήποτε άλλη ποιότητα που να απορρέει από οτιδήποτε άλλο από την καπιταλιστική ταξική σχέση. Αυτό που πρέπει να ληφθεί υπόψιν είναι πραγματικά η θέση του προλεταριάτου σ’ αυτή την ίδια τη σχέση, που είναι μια αντιφατική σχέση, τείνοντας να καταστραφεί στην ίδια της την ανάπτυξη. Αυτό είναι που λέει, βασικά, ο Μαρξ: αυτό που είναι η δυναμική του κεφαλαίου είναι επίσης κι αυτό που το καταστρέφει. Αυτή η αντίφαση λύνεται, ή μάλλον εκρήγνυται, στην επαναστατική στιγμή, που είναι επίσης μια στιγμή κρίσης του κεφαλαίου. Στην πορεία της αντίφασης, το κεφάλαιο δεν καταφέρνει πλέον να αναπαράγει το προλεταριάτο ως τάξη, δημιουργώντας μια κατάσταση μεγάλης αστάθειας, μια επαναστατική κατάσταση. Από τη στιγμή αυτή κι έπειτα, το προλεταριάτο μπορεί να οδηγηθεί να συμπεριφερθεί συλλογικά ως κάτι άλλο από μια τάξη αυτού του τρόπου παραγωγής, να αναιρέσει τις κατηγορίες που το συνιστούν, επειδή αυτές έχουν αναιρεθεί. Ωστόσο, δεν είναι παρά τη θέλησή του που το προλεταριάτο αρχίζει να διαλύεται σαν τάξη, είναι μια συνειδητή, και θα λέγαμε ενσυνείδητη, δραστηριότητα4· πρόκειται για το να κάνει την επανάσταση και να “γίνει” από αυτήν. Στην επαναστατική στιγμή, το προλεταριάτο δημιουργεί συνείδηση της κατάστασής του σαν θεωρία και πρακτική, και καθώς κατανικά αυτή την κατάσταση, καταργεί τον εαυτό του ως τάξη. Είναι αυτή η στιγμή (που προς το παρόν δεν έχει άλλη ύπαρξη από τη θεωρητική αλλά την οποία, παρ’ όλα αυτά, μπορούμε να θέσουμε ως απαραίτητη, κάπως ανάλογα με τις μαύρες τρύπες στη φυσική5) που χαρακτηρίζουμε ως “κομμουνιστικοποίηση”, αυτομετασχηματισμό του προλεταριάτου6.

Η αντίθεση ανάμεσα στο προλεταριάτο και το κεφάλαιο πρέπει να κατανοηθεί από μια ιστορική σκοπιά και όχι απλά λογική. Με άλλα λόγια, το επίπεδο στο οποίο αναπτύσσεται δεν είναι ο ουρανός των ιδεών, στο οποίο τα πράγματα υπάρχουν σύμφωνα με την καθαρή τους έννοια, αλλά ο πραγματικός κόσμος, στον οποίον πολλά φαινόμενα αλληλεπιδρούν με πολλούς τρόπους. Ο καπιταλισμός είναι μια ιστορία, η θεωρία δεν συνίσταται στο να ταιράζει τους ισχυρισμούς της με αυτή την ιστορική κίνηση, πρέπει να παράγεται από αυτή την κίνηση. Και αυτό είναι που και ο Μαρξ κάνει στο έργο του, που δεν είναι αυτό ενός φιλοσόφου, ή μάλλον είναι αυτό ενός φιλοσόφου που πάει πέρα από τη φιλοσοφία: κινείται από μια αφηρημένη κατανόηση της ιστορικής πορείας του κεφαλαίου και της αντιφατικότητάς της σε μια εμμενή [immanent] κατανόηση, ριζωμένη στην πραγματικότητα. Η θεωρία της κομμουνιστικοποίησης, συγκεκριμένα, είναι ένα κούφιο δόγμα αν δεν συλλαμβάνεται μέσα από την αναδιάρθρωση του κεφαλαίου στα μέσα της δεκαετίας του 1970, αν δεν πιστοποιούμε αυτή την αναδιάρθρωση ως έναν κύκλο του κεφαλαίου με ένα ιδιαίτερο περιεχόμενο κλπ. Δεν είναι ζήτημα διατύπωσης μιας “καλλίτερης” θεωρίας, πιο χειραφετητικής, στα χαρτιά, αλλά επίγνωσης του πού είμαστε και πού πηγαίνουμε. Το ίδιο το πέρασμα από τη φιλοσοφία στη θεωρία συνεπάγεται επίσης το να δώσουμε ένα τέλος στην κομψότητα και στις διευκολύνσεις της ελεύθερης άσκησης της σκέψης: η θεωρία της επανάστασης δεν είναι ούτε όμορφη ούτε καλή, έχει απαραίτητα έναν ασταθή και ατελή χαρακτήρα.

Εκφρασμένη μ’ αυτόν τον (πολύ!) σχηματικό τρόπο, νομίζω ότι είναι πιο εύκολο να συλλάβουμε την διπλή κατάσταση του προλεταριάτου ως “επαναστατικής τάξης” και ως τάξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής: αυτή η διπλή κατάσταση δεν κατανοείται πλέον ως ένα εμπόδιο, καθιστά εφικτό να συλλάβουμε ταυτόχρονα την επαναστατική δυναμική και τα όριά της. Δεν είναι πια κανείς υποχρεωμένος να βγάζει από το καπέλο τον “λαγό” ενός επαναστατικού υποκειμένου που δεν μπορεί να βρεθεί στην κοινωνία όπως αυτή υπάρχει, να αναβάλλει την επανάσταση για να σχηματίσει το οποιοδήποτε Κόμμα (φανταστικό ή όχι) οργανωμένο και συνειδητοποιημένο, με μια εκπαίδευση εφαρμοσμένη πάντα από κάποια πεφωτισμένη πρωτοπορία, πόσο μάλλον να απευθύνεται στην αφύπνιση της συνείδησης.

Παρ’ όλο που αυτή η θεωρία έχει μια συγκεκριμένη αποτελεσματικότητα, ταλανίζεται παρά ταύτα από σχεδόν άλυτα προβλήματα, ξεκινώντας με αυτό που περιέχεται στο αρχικό ερώτημα: “Πώς είναι δυνατόν το προλεταριάτο κλπ.”, που κάνει ολόκληρο το σύστημα να στηρίζεται σε ένα σημείο που δεν τίθεται υπό διερώτηση (γιατί θα έπρεπε το προλεταριάτο και όχι κάποια άλλη τάξη να κάνει την επανάσταση, προκύπτει όντως το ζήτημα της επανάστασης κλπ.), και που ξαναγυρνάει τελικά κάνοντας το ερώτημα μια κατάφαση (είναι το προλεταριάτο που κάνει την επανάσταση). Πραγματικά μπορεί να φαίνεται παράδοξο ότι αυτή η ίδια θεωρία, που ποτέ δεν σταματά να επαναλαμβάνει ότι δεν υπάρχει επαναστατική φύση του προλεταριάτου, αναρωτιέται πώς κάνει το προλεταριάτο την επανάσταση, προτού καν σκεφτεί γιατί θα έπρεπε να το κάνει αυτό, ακόμα κι αν υποτεθεί ότι αυτό είναι δυνατόν. Μοιάζει να φαίνεται ότι αν δεν υπάρχει επαναστατική φύση, το γεγονός της πραγματοποίησης της επανάστασης είναι μέρος του ίδιου του ορισμού του προλεταριάτου7 – παρ’ όλο που κι αυτό είναι προβληματικό καθώς βάζουμε το ερώτημα του πώς, που δεν είναι καθόλου δεδομένο. Αυτό μπορεί να θυμίζει τη λεγόμενη οντολογική απόδειξη της ύπαρξης του Θεού, δηλαδή ότι ο Θεός υπάρχει επειδή είναι μέρος του ορισμού του. Αλλά μπορούμε να δούμε ότι ακόμα και η επιστήμη τελικά στηρίζεται σε ένα a priori που δεν αμφισβητείται, και η θεωρία δεν είναι επιστήμη. Εν πάσει περιπτώσει, είναι ένα δύσκολο ερώτημα και πρέπει ταπεινά να παραδεχτώ ότι δεν είμαι ικανός να το απαντήσω.

Παρ’ όλα αυτά, προφανώς δεν τίθεται ζήτημα μιας θεωρίας επαναστατικής γαλήνης, όπου τα πράγματα θα λύνονταν πριν καν τεθούν, επειδή την ίδια στιγμή, το γεγονός της μη απόδοσης οποιουδήποτε θετικού περιεχομένου στο είναι του προλεταριάτου οδηγεί σε μια συγκεκριμένη εστίαση στην άμεση δραστηριότητα της τάξης, η οποία δεν είναι και πολύ καθησυχαστική. Ο πιθανόν θεωρησιακός χαρακτήρας της προσέγγισης βασίζεται, τότε, σε μια εμμενή προσέγγιση στο ερώτημα που τέθηκε, όποια κι αν είναι η νομιμοποίησή του, και καθιστά πιο σκληρούς κατά κάποιους τρόπους τους όρους του ερωτήματος, που ισοδυναμεί με το ερώτημα πώς το προλεταριάτο μπορεί, όπως είναι, να κάνει την επανάσταση και συνεπώς με το να κοιτάξουμε την ταξική σχέση όπως αυτή εξελίσσεται στον καπιταλιστικό κόσμο, τοπικά και παγκόσμια.

***

Όσον αφορά το άλλο σας ερώτημα, προφανώς πιστεύω ότι οποιοδήποτε “κομμουνιστικό” σχέδιο θα ήθελε να αναπτυχθεί παράλληλα με τον καπιταλισμό για να “παίξει την ανάδυση του καπιταλισμού από την ανάποδη” θα ήταν καταδικασμένο σε αποτυχία8 απλά επειδή το κεφάλαιο (δηλαδή με άλλα λόγια, εντελώς άμεσα το κράτος) δεν θα το άφηνε να το κάνει· και με έναν εντελώς εμμενή τρόπο επειδή το κεφάλαιο διαποτίζει το σύνολο της ανθρώπινης δραστηριότητας: όλα πουλιούνται και αγοράζονται, είτε μας αρέσει είτε όχι, κάθε δραστηριότητα πλαισιώνεται από νόμους που ανάγονται στη μισθωτή σχέση, προστατεύουν την ατομική ιδιοκτησία και γενικά καθιστούν τον μισθό και την ανταλλαγή τη μόνη δυνατότητα ύπαρξης. Πρέπει να είναι κανείς ασφαλής από αυτούς τους περιορισμούς για να φανταστεί ότι απαιτεί απλά θέληση για να απαλλαγεί από αυτούς. Οποιαδήποτε προσπάθεια να αποσπαστεί κανείς από αυτή τη σχέση θα στρεφόταν πολύ γρήγορα ενάντια στον αναπόφυκτο χαρακτήρα της: οι “ταξικές σχέσεις” δεν σημαίνουν συμβατικές σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους, αλλά έναν τρόπο παραγωγής. Αν μπορούν εδώ κι εκεί να υπάρχουν πειράματα (τα οποία πολύ αμφιβάλλω πραγματικά ότι μπορούν αληθινά να περιγραφούν ως κομμουνιστικά), το γεγονός παραμένει ότι η μεγάλη πλειοψηφία της ανθρωπότητας υπόκειται σ’ αυτόν τον τρόπο παραγωγής, και αυτό δεν είναι ένα αποτέλεσμα της τύχης ή της παθητικότητας των μαζών. Αν προσέξει κανείς σήμερα τα μέρη στα οποία οι καπιταλιστικές σχέσεις διαταράσσονται άγρια και το κράτος κινδυνεύει, θα βρει μόνο εμπόλεμες ζώνες στις οποίες οι προλετάριοι είναι πιο παγιδευμένοι από οπουδήποτε αλλού στη διαδικασία της επικοινωνίας.9

Θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι η θεωρία της κομμουνιστικοποίησης δίνει λίγες απαντήσεις σε αυτόν που θα ήθελε να ξέρει πώς να δράσει, εδώ και τώρα, για τον κομμουνισμό, αν με το “εδώ και τώρα” προσδιορίζουμε τη σχετική κοινωνική ηρεμία στην οποία, προς το παρόν, βρισκόμαστε εμείς. Μοιάζει παράδοξο να ζητάμε από αυτήν να απαντήσει τέτοια ερωτήματα, και απορεί κανείς τι προκαλεί αυτή την παρεξήγηση. Νομίζω πως το γεγονός ότι αυτή η θεωρία θέτει την κομμουνιστικοποίηση ως “άμεση”, χωρίς μια μεταβατική φάση, χωρίς ένα Κόμμα να πλαισιώνει τους αγώνες κλπ., την καθιστά ελκυστική σε κινήματα που είναι τα ίδια χωρίς δομή, διασπαρμένα και που η λειτουργία τους είναι αντιιεραρχική. Ανάλογα, το γεγονός ότι ο εν λόγω κομμουνισμός περιγράφεται επίσης ως μια κατάσταση σχέσεων ανάμεσα σε άτομα (“κοινωνική αμεσότητα”) “μιλά” σε περιβάλλοντα πο είναι αρκετά μικρά ώστε μια συγκεκριμένη οριζοντιότητα να είναι κατάλληλη (αν και τα περιβάλλοντα αυτά είναι εξαιρετικά κωδικοποιημένα στο επίπεδο των σχέσεων, κάτι που παίρνει τη θέση της ιεραρχίας, καθιερωμένης από τον μικρότερο ή μεγαλύτερο έλεγχο αυτών των κωδίκων). Η αμεσότητα (η απουσία διαμεσολαβήσεων) είναι εδώ παρεξηγημένη, λες και εννοεί “μπορούμε να την έχουμε εδώ και τώρα, μεταξύ μας και άμεσα”.

Κάνοντάς το αυτό, τα κινήματα αυτά τείνουν να καταλαβαίνουν τον εαυτό τους ως το επαναστατικό υποκείμενο, χωρίς να βλέπουν ότι όλη η αποτελεσματικότητα της θεωρίας της κομμουνιστικοποίησης στην κατανόηση των αγώνων στηρίζεται στο γεγονός ότι η υπέρβαση του καπιταλισμού έγκειται στην ίδια την θεμελιώδη του σχέση και όχι σε μια υποτιθέμενη εξωτερικότητα. Δεν μπορούμε να έχουμε κομμουνιστικοποίηση χωρίς καπιταλισμό, την κρίση του και το πέρασμά του σε κρίση, οι επαναστάτες δεν μπορούν να είναι μια αντι-κοινωνία μέσα στον καπιταλισμό, όπως ακριβώς δεν μπορούμε να επαναλάβουμε μια πρωταρχική κομμουνιστική συσσώρευση μέσα στην ίδια την καρδιά του κόσμου του κεφαλαίου (κάτι που στην πραγματικότητα απλά υιοθετεί την ιδέα της μεταβατικής περιόδου, που είναι τόσο αγαπητή στον προγραμματισμό). Πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι αυτά τα κινήματα, στην άμεση αμεσότητά τους, δεν αυτοπροσδιορίζονται ποτέ κοινωνικά ως κοινωνικά τοποθετημένες δυνάμεις. Είναι κοινοτοπία να πούμε ότι η μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου στα ZAD είναι λευκοί νέοι από τη μεσαία τάξη. Μερικοί από αυτούς ίσως να είναι πολύ περιθωριοποιημένοι ή ακόμα και δυστυχισμένοι, κάτι που έχει επίσης τα προβλήματά του με την αριστοκρατία των νεο-ιδιοκτητών των αγροτικών περιοχών και των swinger· το γεγονός παραμένει, όμως, ότι οι προλετάριοι που περιθωριοποιούνται δεν στήνουν ZAD αλλά μάλλον παραγκουπόλεις, κι εκεί η ζωή δεν είναι καλή.

Δεν υπάρχει από τα πριν οργάνωση, δομές που πρέπει να φτιάξουμε για να προετοιμάσουμε το έδαφος για την επανάσταση. Δεν είναι μόνο άχρηστες αλλά και αδύνατες: καθώς το προλεταριάτο ως πραγματική τάξη δεν μπορεί να οργανωθεί και να οργανώσει μια μάχη πριν από την επανάσταση, οι προσπάθειες αυτές, αν υπάρχουν, μόνο απομονωμένες μπορούν να είναι, προερχόμενες από ένα μαζικό κίνημα όπως αυτά που ενεργοποιούνται στη διάρκεια μιας παγκόσμιας κρίσης του κεφαλαίου. Είναι λοιπόν καταδικασμένα να συντριβούν από τη στιγμή που εντοπιστούν να είναι σοβαρά επιθετικά (είναι αφελές να νομίζουμε ότι το κράτος θα άφηνε ήσυχα να “αναβαθμιστεί” οτιδήποτε θα είχε έστω και στα λόγια μονο την πρόθεση να το καταστρέψει, και ότι θα του άρεσε κιόλας να του δώσει και τα μέσα, δείτε το Tarnac), και το πιο πιθανό είναι να ενσωματωθούν στην εξέλιξη των παραγωγικών μορφών του κεφαλαίου που περιορίζονται στο πεδίο της ιδιωτικής εμπειρίας και του εναλλακτικισμού. Όπως είδαμε στην Notre-Dame-des-Landes, ο κόσμος του ZAD υπάρχει στην πραγματικότητα μόνο σαν ένα ριζοσπαστικό προσάρτημα προσκολλημένο σε ένα οικολογικό κίνημα πολιτών που επιδιώκει να εξασφαλίσει μια γωνιά για επιβίωση χωρίς να ρίχνει ούτε μια “φτυσιά” στην ομπρέλα του κράτους. Στο τέλος, για όλους όσους ζουν στο κεφάλαιο, υπάρχει το κράτος που διεκδικεί τον ρόλο ως ο μοναδικός εγγυητής του κοινωνικού χαρακτήρα κάθε δραστηριότητας, έστω και μέσα από την αντιπροσώπευση της κοινωνίας των πολιτών, ως της μόνης νοητής κοινότητας (δείτε, για παράδειγμα, την Καταλωνία και όλους τους λαϊκισμούς). Και πιο τετριμένα, όσον αφορά τους “νεο-επαρχιώτες”, στη Γαλλία σήμερα δεν μπορούμε να μιλήσουμε πραγματικά για “αγρότες” χωρίς να αναφέρουμε τις επιδοτήσεις. Εν συντομία. Ως περιθωριακές εμπειρίες και εναλλακτικές, η ίδια η λειτουργία αυτών των κινημάτων στις ριζοσπαστικές τους “γωνιές” βασίζεται ουσιαστικά, όταν δεν έχουν κάποια άμεσα υλικά συμφέρονταν να υπερασπιστούν, σε μια ιδεολογική παραγωγή που δικαιολογεί την δραστηριότητά τους και της προσδίνει ένα νόημα. Πρόκειται λοιπόν για επιβεβαίωση της ίδιας της ύπαρξής τους που τα κινήματα αυτά μιλάνε για επανάσταση ή ακόμα και κομμουνισμό. Είναι αναπόφευκτο να υπάρχει αυτός ο λόγος αλλά δεν νομίζω ότι εδώ μιλάμε όντως για το ίδιο πράγμα.

Παρ’ όλα αυτά, αυτή η μάλλον σκληρή κρίση πρέπει ίσως να εκλεπτυνθεί: η θεωρία και η ιδεολογική απέχουν συχνά μόλις μια τρίχα, και συγκροτούνται εγχεόμενες διαρκώς η μια στην άλλη, από την ίδια τους την ύπαρξη ακόμα και στο πεδίο της πρακτικής και των αγώνων, δηλαδή από την ίδια την κοινωνική τους ύπαρξη. Γιατί, φυσικά, ακόμα και ο πιο αδιάλλακτος θεωρητικός πρέπει να αναγνωρίσει ότι αν κάνει θεωρία για τον κομμουνισμό είναι επειδή θέλει τον κομμουνισμό και το τέλος του καπιταλισμού και όχι μόνο εξαιτίας μιας αφηρημένης αποκάλυψης στην ψυχή του για την τελική αναγκαιότητα της επανάστασης. Πέρα από το να ζούμε καθημερινά στον καπιταλισμό, έχουμε και την εμπειρία στιγμών με απεργίες, διαδηλώσεις, ταραχές, συλλογικές εμπειρίες ή απλά σχέσεων ανάμεσα σε ανθρώπους που μας έχουν κάνει παρούσα με φυσικό τρόπο τη δυνατότητα του κομμουνισμού, τον οποίο, βέβαια, κανείς μας δεν έχει βιώσει ποτέ άμεσα. Είναι στους κομμουνιστές που βάζουμε θεωρητικά ερωτήματα και ακόμα και στους αγώνες που έχουν μικρή επαναστατική δύναμη, επιμένουμε να θέτουμε τα πράγματα μ’ αυτόν τον τρόπο. Όπως και στις διαδηλώσεις του 2016, είμαστε ακόμα λίγο “υπερπλήρεις” και ίσως αυτό μας καθιστά ορατό αυτό που πραγματικά “ξεχειλίζει”. Αυτή η προσέγγιση, αυτό το μεταξύ εμπειρίας και του θεωρητικοποιημένου, είναι αναπόφευκτο για όλους, αλλά ίσως ο ρόλος που αρμόζει σε όσους κάνουν πρακτική τη θεωρία είναι να μην συγχέουν την επιθυμία για τον κομμουνισμό με την αποτελεσματικότητά του. Η παραδοχή της πραγματικότητας των επιθυμιών, της υλικότητάς τους, δεν είναι λόγος για να “παίρνουμε τις επιθυμίες κάποιου για πραγματικότητα”, όπως ισχυρίζονταν κάποιοι τον Μάη του 1968. Η θεωρία που παίζει “μόνη της”10 και πιστεύει για τον εαυτό της ότι είναι το αντικείμενο των αναφορών της, είναι μόνο ένα παιδικό όνειρο, το προϊόν μιας επιθυμίας για δύναμη που έχει ξεφύγει στην τρέλα.

Γενικά μιλώντας, ιδεολογίες που επικεντρώνονται στο υποκείμενο, τη ζωή και τη θέληση για μια καλλίτερη και διαφορετική ζωή, παλεύουν να ανταπεξέλθουν στην αρνητικότητα που περιέχεται σ’ αυτό το είδος μόνιμης απονέκρωσης που συνιστά τη δυναμική του κεφαλαίου. Καθώς η κοινωνική αμεσότητα μεταξύ των ατόμων δεν μπορεί να καθιερωθεί με διατάγματα, αυτό που υπάρχει στο μεταξύ, αυτό που συνδέεται είναι όλες οι κοινωνικές διαμεσολαβήσεις που κάνουν τον καπιταλισμό να υπάρχει στις πραγματικές κοινωνίες (μισθοί, οικογένεια, κράτος, φυλές κλπ.).

Αυτό έχει τη συνέπεια ότι η επαναστατική έκρηξη είναι πιθανόν (όπως είδαμε στις αραβικές εξεγέρσεις, για παράδειγμα) να περιέχει όλες τις κοινωνικές παθολογίες που το κεφάλαιο κουβαλά: ο εθνικισμός, ο λαϊκισμός, ο ανταγωνισμός μεταξύ κομματιών της τάξης και η πάλη για την ιδιοποίηση της διοίκησης του κράτους, η στρατιωτικοποίηση και όλες οι μορφές εμφυλίου πολέμου δεν θα είναι απλά παγίδες στον δρόμο του κομμουνισμού αλλά τα ίδια τα υλικά του επαναστατικού κινήματος, με τα οποία θα είναι σε εσωτερική πάλη και με τα οποία θα πρέπει να λύσει τους λογαριασμούς του. Η κομμουνιστικοποίηση, αν υπάρχει, μπορεί μόνο να αναδυθεί από μια κρίση που, αυστηρά μιλώντας, είναι μια κρίση του κεφαλαίου, και όχι η ανάδυση ενός αυτόνομου και αυτοπροσδιοριζόμενου επαναστατικού, με άλλα λόγια φανταστικού, υποκειμένου.

Σ’ αυτή την κρίση, η κομμουνιστικοποίηση θα είναι μόνο ένα στοιχείο ανάμεσα σε άλλα σε ένα επαναστατικό χάος, ένα στοιχείο που πιθανόν να μην είναι εντελώς διακριτό (όπως είναι ένα κόμμα) από άλλα, και αρκετοί παράγοντες που δεν θα είναι πάντα στο χέρι μας θα συνεισφέρουν στην επιτυχία ή την αποτυχία της. Η “αμεσότητα” του κομμουνισμού ταιριάζει τότε στον χρόνο των γεγονότων, όπου συμβαίνει τα πράγματα να μην πηγαίνουν αρκετά γρήγορα, να παραδρομούν ή, όταν γίνονται, να είναι πια πολύ αργά. Ο αυτομετασχηματισμός των υποκειμένων, το “να γίνονται κομμουνιστές”, δεν λαμβάνει χώρα στην ιδιωτικότητα της συνείδησης, δεν είναι μια αλλαγή πίστης, αλλά ακολουθεί από μια πρακτική δραστηριότητα, που το αποτέλεσμά της είναι από κάθε άποψη αβέβαιο. Επιπλέον, στην επανάσταση είναι το ίδιο μας το είναι που διαμελίζεται και αποσυντίθεται και είναι επίσης εναντίον μας, ενάντια σε ό,τι μας συγκροτεί ως υποκείμενα του κεφαλαίου (όχι μόνο ως εργάτες αλλά επίσης ως άντρες, γυναίκες, φυλετικοποιημένα άτομα ή όχι κλπ.), που θα πρέπει να πολεμήσουμε. Όσοι θεωρούν με κάποιο τρόπο τους εαυτούς τους ότι είναι εν τω γίγνεσθαι άτομα του κομμουνισμού, ότι έχουν ήδη κομμουνιστική δραστηριότητα ή ότι αντιπροσωπεύουν ήδη έναν “άλλο κόσμο” με τη ζωή τους, και συνεπώς οραματίζονται τον αγώνα με την μορφή ενός “εμείς” εναντίον ενός “αυτοί”, υποτιμούν πάρα πολύ το μέγεθος της επαναστατικής αλλαγής, η οποία δεν θα αφήσει, καλώς ή κακώς, τίποτα άθικτο, ούτε “εμάς” ούτε “αυτούς”.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://carbureblog.com/2018/03/17/questions-et-reponses-sur-le-proletariat-lalternative-et-la-communisation-ici-et-maintenant.

2 Η παραπομπή έχει ως εξής: “Το πρόβλημα είναι ότι μια “σχέση παραγωγής” δεν είναι μια ιδιαίτερη σχέση ανάμεσα σε δύο ή εκατό ή ακόμα και χίλιους ανθρώπους. Είναι μια γενικευμένη κοινωνική σχέση που δεν μπορεί να καταργηθεί τοπικά επειδή ακόμα κι εκεί που οι άνθρωποι δεν βιώνουν ανάμεσά τους “παραγωγικές σχέσεις”, θα “πιάνονταν” παρ’ όλα αυτά μέσα τις “παραγωγικές σχέσεις” που δομούν ολόκληρη την καπιταλιστική κοινωνία. Η “σχέση παραγωγής” δεν είναι μια σχέση ανάμεσα σε άτομα ή τουλάχιστον δεν μπορεί να είναι κάτι τέτοιο: δυο άνθρωποι δεν διατηρούν, σαν να λέμε, μια σχέση ατομικής παραγωγής μεταξύ τους, την οποία θα μπορούσαν να αρνηθούν στη βάση και μόνο της κοινής τους θέλησης”. Απόσπασμα από το κείμενο Reflections on the Call, διαθέσιμο εδώ.

3 Στμ. “Αρχή της αβεβαιότητας, πάλη των τάξεων και θεωρία…”: https://inmediasres.espivblogs.net/incertitude.

4 Στμ. Στο πρωτότυπο: “c’est une activité consciente, et pour ainsi dire conscientisante.

5 Στμ. Εξαιρετικό! Εντελώς στο ίδιο μήκος κύματος με τον χαρακητηρισμό μας της επανάστασης ως “ιδιομορφίας” στο “Ιδιομορφία: τεχνητή νοημοσύνη, κεφάλαιο και νεοαντίδραση”.

6 Στμ. Από την σκοπιά της θεώρησης του Καστοριάδη, θα λέγαμε ότι αυτό συνιστά τον ριζικά επαναστατικό-δημιουργικοποιητικό χαρακτήρα του προλεταριάτου ως δυνάμει καθολική αταξική ανθρωπότητα, της οποίας ο αυτομετασχηματισμός είναι το θεμελιώδες ίδιον.

7 Στμ. Μια τέτοια οντολογική “απόδειξη” της ύπαρξης του προλεταριάτου είναι προφανώς, οπως υποννοεί και ο AC ταυτολογική. Mπορεί να εκλπεπτυνθεί, όμως, εισάγοντας τη δυνατότητα ενός ορισμού του προλεταριάτου ως συγκροτούμενου δια της συνθετικής και όχι της αναλυτικής μεθόδου: το προλεταριάτο δεν συγκροτείται ως σύνολο από καλώς ορισμένα, αμετάβλητα υποκείμενα αλλά από διαδικασίες υποκειμενοποίησης, δηλαδή συντίθεται από τις διαδικασίες εκείνες που καθιστούν κάποια υποκείμενα προλετάριους/ες, υποκείμενα εκμετάλλευσης στη διαλεκτική κεφαλαίου-εργασίας. Η υποκειμενοποίηση είναι λοιπόν μια διαδικασία και όχι κάτι που ενσαρκώνεται σε “υποκείμενα” και το προλεταριάτο το ίδιο συγκροτείται εν τέλει ως διαδικασία από την ίδια την αντίφαση που το ορίζει, ως ο ένας πόλος της αντίφασης, διαδικασία που ορίζει ταυτόχρονα τα “υποκείμενά του”. Με αυτόν τον τρόπο, εισάγοντας μια στην ουσία διαλεκτική και όχι φαύλη κυκλικότητα, μπορούμε να φτάσουμε σε έναν ενδιαφέροντα ορισμό ή παραγωγή τόσο του προλεταριάτου όσο και των προλετάριων. Δείτε σχετικά και παρατηρήσεις στο κείμενο “11 Θέσεις για τον δυνατό κομμουνισμό”, διαθέσιμο στο https://inmediasres.espivblogs.net/11theses.

8 Μιλάμε, φυσικά, εδώ για εναλλακτικά κινήματα από τα οποία τα ZAD είναι το πιο προχωρημένο μοντέλο προς το παρόν. Παρ’ όλα αυτά, για όσους θα έβλεπαν ομοιότητες ή γέφυρες ανάμεσα σε αυτά τα κινήματα και μετα-μαρξιστικά-λενινιστικά αντάρτικα όπως αυτά των Ζαπατίστας [EZLN] στο Μεξικό ή το κουρδικό PKK, που στην πραγματικότητα οργανώνουν τους προλετάριους με έναν στρατιωτικό και πολιτικό τρόπο, καλέστε τους απλά να αναρωτηθούν, μεταξύ άλλων, τη διαρκή σχέση ανάμεσα σε αυτά τα κινήματα και τα αντιδραστικά κράτη με τα οποία είναι συχνά αναγκασμένα να συνθέτουν, καθώς και το γεγονός ότι ότι αυτά τα κινήματα δεν μπορούν να λειτουργήσουν χωρίς μια κάστα επαγγελματιών επαναστατών, όλοι δυνάμει στελέχη μηχανισμού εξουσίας [στμ. στο πρωτότυπο απαράτσικοι, από τη γνωστή ρωσική λέξη], κάτι που λέει αρκετά για την αναπόφευκτη εξέλιξή τους σε κράτος.

9 Στμ. Στο πρωτότυπο: dans lesquelles les prolétaires sont plus pris au piège qu’en train de communiser quoi que ce soit.

10 Στμ. Στο πρωτότυπο: “La théorie qui se prend à son propre jeu…”.

Leave a Reply

Your email address will not be published.